1. Ιστορική αναδρομή: «Οι δικαστές που συμμετέχουν σε Ενώσεις είναι σαν τον Πάπα που κάνει παιδιά»
Ο συνδικαλισμός στο δικαστικό σώμα ανάγεται στη δεκαετία του 1920, αναπτύχθηκε ωστόσο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ακόμα και στις δεκαετίες του 1950 και 1960, η ιδέα μιας ένωσης δικαστών φαινόταν σε πολλούς αδιανόητη και αταίριαστη. Κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου της Γαλλικής Ένωσης Δικαστών «Συνδικάτο του δικαστικού σώματος» (Syndicat de la magistrature), στα τέλη του 1960, ένας καθηγητής Νομικής αναφώνησε: «Οι δικαστές που συμμετέχουν σε Ενώσεις είναι σαν τον Πάπα που κάνει παιδιά»[1]. Αντίστοιχα, στο αρχικό καταστατικό της νεοσύστατης «Ένωσης Διοικητικών Δικαστών» (1976), αποκλειόταν ρητά ο συνδικαλιστικός χαρακτήρας του σωματείου. Για αυτό και όταν σε κάποια Γενική Συνέλευση (1979-1980) ο Κώστας Σιδερής, νέος Πρωτοδίκης, τόλμησε αναφερόμενος στην Ένωση να μιλήσει για «το συνδικαλιστικό μας όργανο», ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου παρενέβη και παρατήρησε ότι «ο συνδικαλισμός δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της»[2].
Η μορφή του δικαστή που κυριαρχούσε ήταν ο απομονωμένος γραφειοκρατικός τύπος, λάτρης της ήρεμης ζωής και των ιεραρχιών. Η επιφυλακτικότητα και η αυτοσυγκράτηση στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο αποτελούσαν τις βασικές αρετές του δικαστικού λειτουργήματος, το οποίο αντλούσε επιρροές από την παράδοση του εκκλησιαστικού ασκητισμού και της στρατιωτικής πειθαρχίας. Ο δικαστής ήταν ο διαιτητής που τοποθετούνταν πάνω από τους άλλους, ως ξεχωριστό σώμα που ταυτόχρονα άγγιζε το ιερό[3]. Επ’ αφορμή της σύστασης της «Γενικής Ένωσης Ιταλών Δικαστών» (Associazione generale dei magistrati d’Italia) τον Ιούνιο του 1909, o Vittorio Emanuele Orlando, Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ιταλία, υποστήριξε ότι ο βασικός κίνδυνος που ελλοχεύει από τον συνδικαλισμό των δικαστών είναι η αναπόφευκτη μαχητικότητα κάθε συνεταιριστικού φαινομένου. Η έννοια της ένωσης συνδέεται άρρηκτα με την έννοια του αγώνα, στοιχείο που αντιτίθεται στη φύση και το ρόλο του δικαστή και υπονομεύει την εικόνα του ως ψυχρού και άψυχου στόματος του νόμου, κατά τον Montesquieu[4].
2. Ο πρώιμος δικαστικός συνδικαλισμός της Γερμανίας
Την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης συνυπήρχαν στη Γερμανία δύο ενώσεις δικαστών, οι οποίες διατύπωναν ριζικά αντίθετες απόψεις αναφορικά με το ρόλο του δικαστικού σώματος. Η «Γερμανική Ένωση Δικαστών» (Deutscher Richterbund), που ιδρύθηκε το 1909, διακήρυττε την απολίτικη φύση του δικαστή με μια μεταφυσική έννοια. Στο όνομα του απολιτικισμού και της δικαστικής ανεξαρτησίας, τα μέλη της Γερμανικής Ένωσης απέρριψαν τη δημοκρατία της Βαϊμάρης και τους νόμους της και αντιτάχθηκαν στη νομιμότητα του κοινοβουλίου, με αποτέλεσμα, την απορρόφηση της εν λόγω Ένωσης από την Ένωση Εθνικοσοσιαλιστών Νομικών το 1933. Το 1922 ιδρύθηκε η «Δημοκρατική Ένωση Δικαστών» (Republikanischer Richterbund), η οποία έθεσε ως βασικό σκοπό της τη συστηματική δράση για την επίτευξη «της πλήρους συμφωνίας του δικαίου με το δημοκρατικό σύστημα». Η ορθολογική και κριτική προσέγγιση της Δικαιοσύνης και του κράτους, η διεύρυνση των οριζόντων των δικαστών πέρα από τα όρια της παράδοσης και το άνοιγμα σε νέες ιδέες ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της νέας ένωσης, η οποία συμπεριλάμβανε ακόμα και άτομα που δεν ασκούσαν το λειτούργημα του δικαστή. Στο περιοδικό που εξέδιδε από το 1925 με την ονομασία «Δικαιοσύνη» (Justiz), αρθρογράφησε ο διαπρεπής συνταγματολόγος και θεωρητικός του δικαίου Hans Kelsen, αλλά και ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, ο Thomas Mann[5].
3. Ανατροπή της παραδοσιακής αντίληψης του δικαστή ως φερέφωνου του νόμου (οι περιπτώσεις του «Syndicat de la magistrature» στη Γαλλία και της «Magistratura Democratica» στην Ιταλία)
Στη Γαλλία, μετά τα γεγονότα του Μαΐου του 1968, ιδρύθηκε το «Συνδικάτο του δικαστικού σώματος», το οποίο πρέσβευε το άνοιγμα της Δικαιοσύνης στην κοινωνία, επεδίωκε ευρύτερες συνεργασίες με συνδικαλιστικούς φορείς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και παρενέβαινε στο δημόσιο διάλογο μέσα από τις συχνές εμφανίσεις των ηγετών του στον τύπο. To 1974, ο Oswald Baudot, τότε αντιεισαγγελέας στη Μασσαλία και μέλος του Συνδικάτου, σε ένα ανθρωπιστικό κείμενο υπό τον τίτλο «Διάγγελμα στους δικαστές που ξεκινούν», εξέφρασε με τον πιο γλαφυρό τρόπο την επιθυμία του για ένα δικαιότερο σύστημα δικαιοσύνης, που θα ενσωματώνει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών ζητημάτων στη νομολογία του. Απευθυνόμενος στους νέους δικαστές, ο Baudot παρέδωσε ένα μάθημα ηθικής: «Μην πέφτετε θύματα των ταξικών, θρησκευτικών, πολιτικών ή ηθικών σας προκαταλήψεων… Είτε σας αρέσει είτε όχι, έχετε έναν κοινωνικό ρόλο να παίξετε. Είστε κοινωνικοί λειτουργοί… Μην κλείνετε τις καρδιές σας στον πόνο ή τα αυτιά σας στις κραυγές… Να είστε μεροληπτικοί. Για να διατηρήσετε την ισορροπία ανάμεσα στους ισχυρούς και τους αδύναμους, τους πλούσιους και τους φτωχούς, που δεν ζυγίζουν το ίδιο, πρέπει να γείρετε τη ζυγαριά λίγο προς τη μία πλευρά… Να έχετε μια ευνοϊκή προκατάληψη για τη σύζυγο έναντι του συζύγου, για το παιδί έναντι του πατέρα, για τον οφειλέτη έναντι του πιστωτή, για τον εργαζόμενο έναντι του αφεντικού, για τον άρρωστο έναντι της κοινωνικής ασφάλισης, για τον κλέφτη έναντι της αστυνομίας, για τον διάδικο έναντι της δικαιοσύνης»[6]. Στην ίδια κατεύθυνση, το 2014 ο πρόεδρος του Συνδικάτου δήλωσε: «Δεν υπάρχει “ουδέτερος” δικαστής και τόσο το καλύτερο. Δεν είναι ένα ασώματο ον, σκέφτεται και έχει προσωπικές απόψεις. Μεταξύ του νόμου και της ατομικής υπόθεσης, υπάρχει ένας χώρος που γεμίζει ο δικαστής με τις αξίες του, τις πεποιθήσεις του, το πρόσωπό του»[7]. Η δράση του σωματείου ενόχλησε το πολιτικό και δικαστικό κατεστημένο της εποχής. Τα μέλη του διατηρούν ακόμα και σήμερα το προσωνύμιο «οι κόκκινοι δικαστές» (les juges rouges), που προέρχεται από τον τίτλο ενός άρθρου στο περιοδικό Paris Match το 1975[8].
Στην Ιταλία, το 1964 συγκροτήθηκε η ένωση δικαστών «Δημοκρατικό δικαστικό σώμα» (Magistratura Democratica), η οποία δραστηριοποιείται ακόμα και σήμερα ως χωριστό «ρεύμα» στο πλαίσιο της Εθνικής Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών (ΑΝΜ). Διακήρυξε τη δέσμευσή της στο στόχο μιας νέας «εναλλακτικής νομολογίας», υπό την έννοια ότι οι συνταγματικές αρχές πρέπει να κατευθύνουν τους δικαστές προς μια δημιουργική ερμηνεία του νόμου στην υπηρεσία των αναγκών της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Luigi Ferrajoli, καθηγητή φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης (III) και πρώην μέλος της εν λόγω δικαστικής ένωσης, το Σύνταγμα παρέχει στην πραγματικότητα μια νέα δημοκρατική βάση για τη νομιμοποίηση των δικαστών: όχι μόνο την εφαρμογή του νόμου, αλλά και την εγγύηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα οποία, όπως έγραψε ο Ronald Dworkin, είναι πάντοτε κατά των πλειοψηφιών. Η εξουσία των δικαστών διαµορφώνεται από το Σύνταγµα ως αντιπλειοψηφική και συνάµα δηµοκρατική, διότι έχει συσταθεί για να εγγυάται τα θεµελιώδη δικαιώµατα, τα οποία είναι δικαιώµατα όλων και συνεπώς παραπέµπουν στον λαό µε µια έννοια όχι λιγότερο έγκυρη από ό,τι η πολιτική διάσταση της δηµοκρατίας[9]. Οι ενέργειες των δικαστών του «Δημοκρατικού δικαστικού σώματος», ονομαζόμενων «αποφασιστικών δικαστών» (pretori d’ assalto), προκάλεσαν πειθαρχικές διώξεις, ενώ οι ίδιοι καταγγέλθηκαν ως «πολιτικοί ακτιβιστές» από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και την ηγεσία του δικαστικού σώματος της εποχής[10].
Ο τρόπος λειτουργίας και οι δράσεις των ανωτέρω δικαστικών ενώσεων συνετέλεσαν αποφασιστικά στην αλλαγή νοοτροπίας στο δικαστικό σώμα, αφού καλλιέργησαν ένα εναλλακτικό όραμα για το ρόλο του δικαστικού λειτουργού στην κοινωνία. Χάρη στην αφομοίωση πολλών από τις ιδέες του «Δημοκρατικού δικαστικού σώματος» -το οποίο, αν και έντονα μειοψηφικό στα πρώτα χρόνια του, σύντομα έγινε πολιτισμικά ηγεμονικό στο πλαίσιο της ιταλικής «Εθνικής Ένωσης Δικαστών»- ενισχύθηκε η ανεξαρτησία της ιταλικής δικαιοσύνης και ο εγγυητικός ρόλος των λειτουργών της[11]. Αντίστοιχα, στη Γαλλία, ο διευθυντής των Δικαστικών Υπηρεσιών στο Υπουργείο Δικαιοσύνης του 1960, αν και αντιτάχθηκε έντονα στο «Συνδικάτο του δικαστικού σώματος», δήλωσε ότι η ίδρυσή του αποτελεί «το πιο σημαντικό γεγονός στην ιστορία του δικαστικού σώματος»[12].
4. Η ιστορία των δικαστικών ενώσεων στην Ελλάδα
Το ελληνικό Σύνταγμα, στο άρθρο 89 παρ. 5, προβλέπει τη συγκρότηση και λειτουργία δικαστικών ενώσεων, αναγνωρίζοντας έτσι το ιδιαίτερο κύρος τους που απορρέει όχι μόνο από τον θεσμικό τους ρόλο, αλλά και από την ιστορική διαδρομή του δικαστικού συνδικαλισμού. Τον Ιανουάριο του 1958, 48 δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπογράφουν την ιδρυτική πράξη και το καταστατικό του δικαστικού σωματείου με την επωνυμία «Ένωσις Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων»[13]. Καταστατικοί σκοποί της Ένωσης είναι μεταξύ άλλων, η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και η εξύψωση της θέσης των δικαστών, ωστόσο, η Ένωση δεν έχει πολιτικό ή συνδικαλιστικό χαρακτήρα. Τον Ιανουάριο του 1960, με αφορμή ένα υπόμνημα της Ένωσης που αφορά μισθολογικές διεκδικήσεις, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Καλλίας κατηγορεί την τελευταία ως «εκτραπείσα εις συνδικαλιστικήν εκδήλωσιν». Το ίδιο έτος, μετά τη σύγκληση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που αποφασίζει ότι η Ένωση πρέπει να περιορίζεται στην ανάπτυξη «καθαρώς επιστημονικών θεμάτων», με παρέμβαση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα πρωθυπουργού της πρώτης χουντικής κυβέρνησης Κωνσταντίνου Κόλλια, ματαιώνεται η προγραμματισθείσα Γενική Συνέλευση της Ένωσης. Λίγες μέρες μετά, ο πρόεδρος της Ένωσης Αντώνιος Φλώρος, δημοσιεύει στην «Ελληνική Δικαιοσύνη» άρθρο με το οποίο αποκαλύπτει τις μεθοδεύσεις για τη ματαίωση της Γενικής Συνέλευσης και καταδικάζεται από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε ποινή 15μερης προσωρινής παύσης, για τα πειθαρχικά παραπτώματα της ανάρμοστης συμπεριφοράς και της παραβίασης του υπηρεσιακού καθήκοντος της εχεμύθειας. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ, για να αντιμετωπίσει το πολιτικό κόστος από τη δίωξη Φλώρου, καταβάλλει στους δικαστές ένα επίδομα εξόδων κίνησης, γνωστό στην ιστορία και ως «επίδομα Φλώρου». Μετά από άγονες διαδικασίες ανάδειξης Διοικητικού Συμβουλίου, η Ένωση τελικά αδρανοποιείται. Ακολούθως, στα χρόνια της δικτατορίας, δυνάμει της ΚΔ΄/1968 Συντακτικής Πράξης της 28ης Μαΐου 1968 «Περί εξυγιάνσεως της Τακτικής Δικαιοσύνης» απολύονται, εκτός των άλλων, και για τον «διακεκριμένο» λόγο της «συνδικαλιστικής δράσης» τους, οι Αρεοπαγίτες Αντ. Φλώρος και Δ. Μαργέλλος, ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Γ. Κώνστας και οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών Γ. Ξενάκης και Αλ. Φλώρος. Το δικτατορικό καθεστώς προβαίνει ακόμα και σε διοικητική εκτόπιση του απολυθέντος και δικαιωθέντος με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλ. Φλώρου[14].
Τον Νοέμβριο του 1976, με αφορμή την ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης ζητήματος που αφορά τα ασφαλιστικά δικαιώματα των διοικητικών δικαστών ιδρύεται η «Ένωση Διοικητικών Δικαστών». Η ιδέα για τη συγκρότηση σωματειακής οργάνωσης για την εκπροσώπηση των δικαστών των τακτικών διοικητικών (τότε φορολογικών) δικαστηρίων ανήκει στον Πρόεδρο Πρωτοδικών Δημήτρη Ανδριόπουλο. Η ιδρυτική πράξη υπογράφεται από 37 δικαστές, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται τρεις πολύ νέοι πάρεδροι (Νικόλαος Διακονικολάου, Ελένη Κυριακού και Ελένη Διακομανώλη), που δέχονται την παραίνεση «να το σκεφτούν καλά» πριν υπογράψουν ως ιδρυτικά μέλη της Ένωσης. Με την τροποποίηση του καταστατικού το 1984, ο «μη συνδικαλιστικός χαρακτήρας» της Ένωσης απαλείφεται[15].
5. Το διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο για τον δικαστικό συνδικαλισμό και την ελευθερία έκφρασης των δικαστικών ενώσεων
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[16], το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ)[17] και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) αναγνωρίζουν σε όλους το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, δηλαδή το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε ενώσεις. Αναφορικά με τους δικαστές, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι αναγνωρίζεται ρητά από τις βασικές αρχές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης[18], τις αρχές της Bangalore για τη δικαστική συμπεριφορά[19] και τον Οικουμενικό Χάρτη του Δικαστή.[20]
Το Συμβουλευτικό Συμβούλιο Ευρωπαίων Δικαστών (Consultative Council of European Judges, CCJE) έχει γνωμοδοτήσει ότι οι δικαστές δικαιούνται να σχολιάζουν θέματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Εάν μάλιστα κάποιο ζήτημα επηρεάζει άμεσα τη λειτουργία των δικαστηρίων, οι δικαστές θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να διατυπώνουν τη γνώμη τους για πολιτικά αμφιλεγόμενα θέματα, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών διατάξεων ή της κυβερνητικής πολιτικής. Παράλληλα, το CCJE επιφυλάσσει στους δικαστές ένα ηθικό και νομικό καθήκον να εκφραστούν δημόσια για την υπεράσπιση του κράτους δικαίου και της δικαστικής ανεξαρτησίας, όταν αυτές οι θεμελιώδεις αξίες απειλούνται, τονίζοντας ότι όταν ένας δικαστής προβαίνει σε τέτοιες δηλώσεις όχι μόνο με την προσωπική του ιδιότητα, αλλά στο όνομα μιας ένωσης δικαστών, η προστασία που απολαμβάνει ενισχύεται[21].
Το άρθρο 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ εγγυάται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, υπό την επιφύλαξη περιορισμών που προβλέπονται σε νόμο για τη διασφάλιση, μεταξύ άλλων, του κύρους και της αμεροληψίας της Δικαιοσύνης, αρκεί οι εν λόγω περιορισμοί να αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Στην απόφαση Wille κατά Λιχτενστάιν (αρ. 28396/95), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) υπογραμμίζει ότι, ακόμη και αν ένα ερώτημα που πυροδοτεί συζήτηση για το δικαστικό σώμα έχει πολιτικές προεκτάσεις, αυτό το απλό γεγονός δεν αρκεί από μόνο του για να εμποδίσει έναν δικαστή να εκφέρει γνώμη για το εν λόγω θέμα. Στην απόφαση Sarisu Pehlivan κατά Τουρκίας, της 6.6.2023 (αρ. προσφ. 63029/19), που αφορά την πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στη γενική γραμματέα μιας τουρκικής ένωσης δικαστών, λόγω των δηλώσεων της στον τύπο για μια νομοθετική ρύθμιση που επέφερε αρνητικές αλλαγές στη λειτουργία της δικαιοσύνης, το ΕΔΔΑ τονίζει ότι το ειδικό καθεστώς του δικαστή, λόγω της συμβολής του στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, του επιβάλλει το καθήκον του εγγυητή των ατομικών ελευθεριών και του κράτους δικαίου. Σύμφωνα με το δικαστήριο του Στρασβούργου, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου της συνδικαλιστικής οργάνωσης των δικαστών ως «κοινωνικού φρουρού», η προσφεύγουσα είχε όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον, ως γενικός γραμματέας της, να διατυπώνει την άποψή της για τα ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ καταλήγει ότι, ενώ η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη να συμμορφωθεί με το καθήκον διακριτικότητας και αυτοσυγκράτησης που είναι εγγενές στην ιδιότητά της ως δικαστή, είχε επίσης αναλάβει, ως γενική γραμματέας συνδικαλιστικής οργάνωσης δικαστών, ρόλο παράγοντα στην κοινωνία των πολιτών.
6. Ο εγγυητικός ρόλος των δικαστικών ενώσεων σε μια δημοκρατική κοινωνία
Οι δικαστικές ενώσεις, ως κύριοι φορείς εκπροσώπησης των δικαστικών λειτουργών έναντι των λοιπών κρατικών εξουσιών και της κοινωνίας, προωθούν τα συλλογικά οικονομικά και επαγγελματικά συμφέροντα των μελών τους. Ο δημόσιος λόγος των ενώσεων για τα εργασιακά, μισθολογικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα του κλάδου, προκειμένου να αποκτήσει την αναγκαία νομιμοποίηση σε μια δημοκρατική κοινωνία, πρέπει να αποβάλει οριστικά τις δυο παθογένειες που ταλανίζουν διαχρονικά το δικαστικό σώμα: τον ελιτισμό και τη συντεχνιακή νοοτροπία, που απομακρύνει τους δικαστές από τους λοιπούς πολίτες και τους εκτρέπει σε μια υπεροπτική αποστασιοποίηση από το λαό και τα προβλήματά του[22]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δράσης των δικαστικών ενώσεων που εντάσσει τις διεκδικήσεις των μελών τους στο ευρύτερο πλαίσιο των διεκδικήσεων των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων είναι το αίτημα της επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού. Τα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών δεν πρέπει να διολισθαίνουν σε μια εισπρακτική νοοτροπία που υιοθετεί τα επιχειρήματα του Υπουργού Οικονομικών, περί μη ύπαρξης δημοσιονομικού χώρου (ο δικαστής πληρώνεται από το κράτος, ωστόσο δεν είναι φρουρός της περιουσίας του ούτε διαχειριστής της)[23]. Αντιθέτως, οφείλουν να είναι πρωτοπόρα στον αγώνα για την ανάκτηση μιας εργασιακής κατάκτησης που ανάγεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και αφορά όλον τον δημόσιο τομέα. Αντίστοιχα, με τις πανδικαστικές συγκεντρώσεις τους, οι δικαστικές ενώσεις ανέδειξαν ότι η εισφοροδιαφυγή, η ανασφάλιστη εργασία, η ανεργία και η διαρκώς μειούμενη κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων είναι οι παράγοντες που υπονόμευσαν διαχρονικά το ασφαλιστικό σύστημα, στηλιτεύοντας ταυτόχρονα την άδικη μετακύλιση των ελλειμμάτων των ταμείων στο σύνολο των ασφαλισμένων, μεταξύ των οποίων και στους δικαστές[24].
Η ιστορική εμπειρία της Ιταλίας και της Γαλλίας αποκαλύπτει την «παιδαγωγική λειτουργία» που ασκεί διαχρονικά ο δικαστικός συνδικαλισμός. Όπως σημειώνει εύστοχα η Θ. Ντάλλη, «[τ]ο ανεξάρτητο φρόνημα, το οποίο σφυρηλατείται μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες, αποκτά “προστιθέμενη αξία”, στο βαθμό που ο κάθε δικαστικός λειτουργός συνειδητοποιεί ότι ύψιστο υπηρεσιακό καθήκον του αποτελεί η εγγύηση και η προάσπιση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων των πολιτών»[25]. Οι δικαστικές ενώσεις με την άσκηση του εγγυητικού (υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και του ελεγκτικού (της εξουσίας) ρόλου τους αποκτούν, αυτό που ονόμασε ο καθηγητής Ι. Μανωλεδάκης, αντιεξουσιαστικό προορισμό. Στη βάση δε του προστατευτικού ρόλου των δικαστών είναι πάντοτε, κατά τον καθηγητή, η αγάπη για τον άνθρωπο, ο ανθρωπισμός[26]. Στο πλαίσιο αυτό, η από 15.11.2020 ανακοίνωση της «Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων» που χαρακτήρισε αντισυνταγματική την 1029/8/18 (ΦΕΚ 5046 Β’/ 14-11-2020) απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για την απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συγκεντρώσεων στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από 15 Νοεμβρίου και ώρα 06.00’ μέχρι 18 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 21.00’ με την απειλή επιβολής κυρώσεων, όχι μόνο δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη πολιτικολογία, αλλά αντιθέτως συνιστά εμβληματική εκδήλωση του εγγυητικού ρόλου της Ένωσης.
Σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι δικαστικές ενώσεις δεν αρκεί να φέρουν τα αιτήματα του δικαστικού σώματος και τις αξίες της δικαιοσύνης στο επίκεντρο του κοινωνικού διαλόγου, αλλά οφείλουν να ενσωματώσουν τα ζητήματα άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στις θέσεις τους, μέσω της συμμετοχής τους σε συλλογικές πρωτοβουλίες. Η συνεργασία με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως είναι η Διεθνής Αμνηστία ή η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αποδεικνύει στην πράξη ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν είναι θέμα μόνο των δικαστών, αλλά αφορά όλους τους πολίτες και την ισορροπία της δημοκρατίας. Εξάλλου, οι δικαστικές ενώσεις είναι και οι βασικοί φορείς διαλόγου του δικαστικού σώματος με την κοινωνία. Είναι δικό τους έργο να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη γύρω από τα επίκαιρα ζητήματα της δικαιοσύνης και των λειτουργών της. Αντί όμως να επιδιώκουν τη συντεχνιακή υπεράσπιση των μελών τους, οφείλουν να αποδεχθούν τον πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο των δικαστικών αποφάσεων. Η απαγόρευση της κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις θα σήμαινε παραδοχή ενός ανέλεγκτου στεγανού χώρου εξουσίας, οι φορείς της οποίας δεν εκλέγονται από το εκλογικό σώμα, ούτε είναι μετακλητοί[27]. Ούτε και είναι σκόπιμο να αξιώνουν οι δικαστικές ενώσεις την κοινωνική «σιωπή νεκροταφείου» γύρω από υποθέσεις ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος (λ.χ. τη δίκη της Χρυσής Αυγής), προκειμένου τάχα να μην επηρεαστεί η αμερόληπτη κρίση του δικαστή. Ο δικαστής οφείλει να είναι ενημερωμένος για την κοινωνική διαπάλη γύρω από τη δικαζόμενη υπόθεση και παρόλα αυτά να είναι σε θέση να υπερβαίνει τη δίνη των κοινωνικών συγκρούσεων, απονέμοντας ουσιαστική Δικαιοσύνη.
7. Επίμετρο: Οι δικαστικές ενώσεις και το καθήκον επαγρύπνησης προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου
Σε όλο τον κόσμο, από την Τουρκία μέχρι τη Βραζιλία, από την Πολωνία μέχρι την Ουγγαρία γινόμαστε μάρτυρες επιθέσεων κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας: μαζικές απολύσεις δικαστικών λειτουργών και άσκηση προφανώς αβάσιμων πειθαρχικών διώξεων σε βάρος τους. Ο βραβευμένος με το Βραβείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Vaclav Havel πρόεδρος της «Ένωσης Τούρκων Δικαστών και Εισαγγελέων» (YARSAV), Murat Aslan, καταδικάστηκε άδικα σε 10 χρόνια φυλάκιση και κρατείται από τον Οκτώβριο του 2016 λόγω της αταλάντευτης δέσμευσής του στους δημοκρατικούς θεσμούς. Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση εξαπλώνεται ακόμα και στη «χώρα της διακήρυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Το 2023 η γαλλική Γερουσία τροποποίησε το καταστατικό των δικαστικών ενώσεων για να περιορίσει δραστικά την ελευθερία έκφρασής τους αναφορικά με κάθε θέμα που δεν συνδέεται άμεσα με την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών[28]. Η συστηματική παραβίαση του κράτους δικαίου στη Ευρώπη δεν αφορά μόνο τους δικαστές και τις ενώσεις τους. Η πιο αποφασιστική πρόκληση για την Ευρώπη και τη Δημοκρατία είναι η μετανάστευση. Η άσκηση «νόμιμης» βίας κατά των υπηκόων τρίτων χωρών στα σύνορα που έχουν ανασυγκροτηθεί εντός του «φρουρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» με τείχη και συρματοπλέγματα συνοδεύεται από την εφαρμογή πρακτικών συστηματικής επαναπροώθησης μεταναστών. Κατάφωρο πλήγμα στα θεμέλια της σύγχρονης δημοκρατίας επέφερε η τραγική απώλεια 600 ανθρώπινων ζωών στο ναυάγιο της 14ης Ιουνίου 2023 στην Πύλο.
Απέναντι στην ευρωπαϊκή οπισθοχώρηση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων, πρέπει να αντιταχθεί μια συλλογική δέσμευση αντίστασης που δεν μπορεί να αποτελεί έργο ενός μεμονωμένου δικαστή. Μέσα από τις δικαστικές ενώσεις, το δικαστικό σώμα ξεφεύγει από την εσωστρέφεια και τον ατομικισμό, κοινωνικοποιείται και δομείται ως συλλογικό υποκείμενο με ενοποιητική αξία την υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των εγγυήσεων του Συντάγματος. Το καθήκον της επαγρύπνησης που αναλογεί στις δικαστικές ενώσεις, ως «κοινωνικούς φρουρούς» κατά την ορολογία του ΕΔΔΑ, δεν συμβαδίζει με την παρωχημένη αξίωση ουδετερότητάς τους απέναντι στις παραβιάσεις των συνταγματικών αρχών. Τα λόγια του προέδρου της «Ένωσης Τούρκων Δικαστών και Εισαγγελέων» μέσα από τη φυλακή ηχούν πιο επίκαιρα από ποτέ: «αν υπάρχει κάποιος κάπου που αγωνίζεται για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες και κάνει το βήμα, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πάντα κάποια ελπίδα για το μέλλον»[29].
[1] Royer J.-P., «Des magistrats et des avocats s’expriment: l’ éclusion syndicale», Les cahiers de la justice 3/2016, σ. 408, στο https://shs.cairn.info/revue-les-cahiers-de-la-justice-2016-3-page-407?lang=fr (πρόσβαση: 25.10.2024)
[2] βλ. την ιστορία της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, στην επίσημη ιστοσελίδα της, https://www.edd.gr/index.php/home/history (πρόσβαση: 25.10.2024).
[3] Bancaud A., «La réserve privée du juge», Droit et Société, 20-21/1992, σ. 229, στο https://www.persee.fr/doc/dreso_0769-3362_1992_num_20_1_1158 (πρόσβαση: 25.10.2024).
[4] Ferrajoli L., «Associazionismo dei magistrati e democratizzazione dell’ordine giudiziario», Questione Giustizia 4/2015, σ. 179, στο https://www.questionegiustizia.it/rivista/articolo/associazionismo-dei-magistrati-e-democratizzazione-dell-ordine-giudiziario_296.php (πρόσβαση: 25.10.2024).
[5] Senese S., «L’organisation des magistrats, un atout pour la défense des droits fondamentaux», στην επίσημη ιστοσελίδα της MEDEL (Magistrats européens pour la démocratie et les libertés), στο https://medelnet.eu/freedom-of-assembly-and-association (πρόσβαση: 25.10.2024).
[6] Gaboriau S., «La harangue de Baudot, plaidoyer pour une impartialité réelle», Cairn.info, σ. 37, στο https://shs.cairn.info/revue-deliberee-2018-3-page-31?lang=fr (πρόσβαση: 25.10.2024).
[7] Bertrand M., «Syndicalisme judiciaire: aberration ou nécessité?», Académie des sciences morales et politiques, 18 mars 2024, στο https://academiesciencesmoralesetpolitiques.fr/2024/03/18/communication-de-valery-turcey-et-de-bertrand-mathieu-sur-le-syndicalisme-judiciaire/ (πρόσβαση: 25.10.2024).
[8] Ντάλλη, Θ. Δ., «Οι δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις στην Ευρώπη. Μια προσπάθεια συγκριτικής προσέγγισης μέσα από την ανάλυση τεσσάρων περιπτώσεων», στο Φώτιος Θ. Κατσίγιαννης Φ. / Νικούλα Μ. / Μπουκουβάλα Β. / Ειρηνάκη Μ. (επιμ.), Τιμητικός Τόμος για τα 50 χρόνια των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2015, σ. 623.
[9] Ferrajoli L., «Magistratura e democrazia», Questione Giustizia, στο https://www.questionegiustizia.it/articolo/magistratura-e-democrazia (πρόσβαση: 25.10.2024).
[10] Ντάλλη, Θ. Δ., «Οι δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις στην Ευρώπη», ό.π., σ. 635.
[11] Ferrajoli L., «Magistratura democratica e il 68», Critica del Diritto, στο https://rivistacriticadeldiritto.it/?p=596 (πρόσβαση: 25.10.2024).
[12] Ντάλλη, Θ. Δ., «Οι δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις στην Ευρώπη», ό.π., σ. 635.
[13] βλ. πληροφορίες από την ιστοσελίδα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, στο ιστορικό που επιμελήθηκε η δικηγόρος Θεοδώρα Ντάλλη, στο https://ende.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C/#toggle-id-1 (πρόσβαση: 25.10.2024).
[14] Σταυρόπουλος Γ., «Δικαιοσύνη και Δικτατορία της 21.4.1967. Οι δίκες των δικαστών στο Συμβούλιο της Επικρατείας», στο https://www.constitutionalism.gr/dikaiosini-kai-diktatoria-21-4-1967/ (πρόσβαση: 25.10.2024).
[15] βλ. την ιστορία της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, στην επίσημη ιστοσελίδα της, ό.π.
[16] Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που εγκρίθηκε από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948, άρθρο 20/1.
[17] Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16.12.1996, άρθρο 22.
[18] Βασικές Αρχές των Ηνωμένων Εθνών για την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (εγκρίθηκαν από τη Γενική Συνέλευση στις 29.11.1985), παρ. 9.
[19] Αρχές της Bangalore για τη δικαστική συμπεριφορά, αρχές 4-6.
[20] International Association of Judges, The Universal Charter of Judge, Adopted by the IAJ Central Council in Taiwan on November 11th, 1999, updated in Chαntiago de Chile on November 14th 2017, άρθρα 3-5.
[21] Opinion No. 25 (2022) of the Consultative Council of European Judges on freedom of expression of judges, παρ. 48, 58 και 61.
[22] Μανωλεδάκης Ι., Δίκαιο και Ιδεολογία, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2011, σ. 81.
[23] Μανωλεδάκης Ι., Η απονομή δικαιοσύνης σε περίοδο κρίσης, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σ. 11.
[24] Ψήφισμα Πανδικαστικής Συγκέντρωσης της 16/6/2016, στο https://ende.gr/psifisma-pandikastikis-synelefsis/ (πρόσβαση: 25.10.2024).
[25] Ντάλλη, Θ. Δ., «Οι δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις στην Ευρώπη», ό.π., σ. 635.
[26] Μανωλεδάκης Ι., Δίκαιο και Ιδεολογία, ό.π., σ. 52.
[27] Μανωλεδάκης Ι., 7 θέσεις για το Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα 1992, σ. 62.
[28] Medel Statement on France: After Poland and Hungary, France?, October 9, 2023, στο https://medelnet.eu/medel-statement-on-france-after-poland-and-hungary-france/ (πρόσβαση: 25.10.2024).
[29] Oμιλία του Murat Aslan κατά την απονομή του Βραβείου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Vaclav Havel, στις 11.10.2017, στο https://www.aeaj.org/media/files/2017-10-11-25-Speech (πρόσβαση: 25.10.2024).
*Η Βανέσσα–Παναγιώτα Ντέγκα είναι Εφέτης στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιά. Είναι απόφοιτος του Προγράμματος Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Νομικής Σχολής του ίδιου Πανεπιστημίου και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην Ιστορία και Θεωρία του Δικαίου, με ειδίκευση στην Κοινωνιολογία του Δικαίου, από την ίδια Σχολή. Ως Πρόεδρος Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων διετέλεσε Υπεύθυνη Πρακτικής Άσκησης (εκπαιδεύτρια) των υποψηφίων Παρέδρων εκπαιδευτικών σειρών της Εθνικής Σχολής Δικαστών. Από τον Φεβρουάριο του 2023 είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών.