Η ΛΑΕ, όπως και το σύνολο της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, βαδίζει προς μια σημαντική πολιτική εκλογική αναμέτρηση, όπου πρέπει να γίνουν κρίσιμες επιλογές.
1. Στις (έστω και ψευδεπίγραφα…) μεταμνημονιακές συνθήκες το κεντρικό ζήτημα που πρέπει να τεθεί είναι η εκ μέρους των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων ανατροπή των μνημονιακών κατακτήσεων που κατοχύρωσαν η ντόπια κυρίαρχη τάξη και οι δανειστές. Δηλαδή, η άμυνα του κόσμου μας απέναντι στις συνεχιζόμενες νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις και η απαίτηση να πάρουμε πίσω τα χαμένα των Μνημονίων 1, 2 και 3. Αυτό σημαίνει ότι κεντρικό σημείο στην πολιτική μας θα πρέπει να είναι το κοινωνικό ζήτημα: Ο μισθός, η σύνταξη, οι κοινωνικές δαπάνες, οι εργασιακές σχέσεις κ.ο.κ Είναι το πεδίο όπου πρέπει να στηριχθεί η πολιτική ανασυγκρότηση και αντεπίθεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
2. Σε αυτή την προσπάθεια είναι πάντα απαραίτητα τα πολιτικά-προγραμματικά κεκτημένα της προηγούμενης περιόδου. Η πείρα από το 2015 διδάσκει, ότι δεν είναι εφικτή η ανατροπή της λιτότητας, αν δεν υποστηριχθεί και δεν συνδυαστεί με πολιτικούς στόχους όπως η απονομιμοποίηση-διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ.
3. Στην παρούσα συγκυρία δεν καλούμαστε να συγκροτήσουμε πλειοψηφική-κυβερνητική συμμαχία, δεν φτιάχνουμε «κυβερνητικό πρόγραμμα», δεν χρειαζόμαστε γενικόλογους-πολυσυλλεκτικούς στόχους. Αντίθετα, καλούμαστε να συγκροτήσουμε μπλοκ μαχητικής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης που θα ξεπερνά τα όρια και τις φιλοδοξίες της «καταγραφής», θα μπορεί να δίνει πραγματικές μάχες για τον κόσμο μας. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη σαφήνεια στις επιλογές των ακροατηρίων που υποστηρίζουμε, αλλά και μεγαλύτερη σαφήνεια στον ορισμό των αντιπάλων μας (πχ σαφή αρνητική θέση στο ζήτημα της μείωσης της φορολογίας επί των κερδών των επιχειρήσεων κ.ο.κ.)
4. Η παρατεταμένη «ενισχυμένη επιτήρηση» που προβλέπει ως το 2060 το Μνημόνιο 3 κάνει διαρκές το αίτημα για λαϊκή κυριαρχία. Που όμως θα πρέπει να κατανοείται ως αίτημα για δημοκρατία, για τη δυνατότητα της λαϊκής πλειοψηφίας να καθορίζει την τύχη της. Αυτό δεν ταυτίζεται με τις πολιτικές της «εθνικής κυριαρχίας», τις συνδεδεμένες με τους εθνικούς/κρατικούς ανταγωνισμούς που οδηγούν σε μεγαλύτερη πρόσδεση στο άρμα του ιμπεριαλισμού (πχ Ανατολική Μεσόγειος) και νομιμοποιούν τον μιλιταρισμό και τους φιλοπόλεμους τυχοδιωκτισμούς.
5. Στις συνθήκες αυτές η αντιιμπεριαλιστική αιχμή στην πολιτική μας είναι αναντικατάστατης σημασίας. Όμως πρέπει να αφορά το πραγματικό πρόγραμμα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή, την πραγματική ένταξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε αυτό το πρόγραμμα (συμφωνία των Πρεσπών για επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, «άξονας» με το Ισραήλ για κυριαρχία στην Αν. Μεσόγειο, «αξιοποίηση» υδρογονανθράκων από το δυτικό «καρτέλ» εταιρειών και κρατικών δυνάμεων με τον East Med κ.α) και να μην χάνεται σε άστοχες καταγγελίες των γειτόνων μας (αλυτρωτισμός κ.ο.κ.) που βγάζουν λάδι τους ιμπεριαλιστές, την κυβέρνηση και τους ακροδεξιούς εθνικιστές. Ο επίκαιρος και πιο αναγκαίος από ποτέ αντιιμπεριαλισμός είναι ακριβώς η αντιπαράθεση με αυτό το πρόγραμμα, με το οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις επιδιώκουν να ανασυνθέσουν τον έλεγχο τους στην περιοχή και η ντόπια κυρίαρχη τάξη να αναβαθμιστεί στο ρόλο του βασικού «τοπάρχη» του δυτικού στρατοπέδου. Το πρόγραμμα αυτό, κυρίως στην Αν. Μεσόγειο, «παίζει» επικινδύνως με φιλοπόλεμη αλαζονεία, θέτοντας σε απειλή το μείζον για τους εργαζόμενους αγαθό της ειρήνης.
6. Οι πολιτικές της «εθνικής προτεραιότητας» έχουν γίνει σημαία των ρευμάτων της σύγχρονης Νέας Δεξιάς και της κρυπτοφασιστικής ακροδεξιάς , που -έχοντας ισχυρή υποστήριξη από τις ΗΠΑ του Τραμπ και τη Ρωσία του Πούτιν- ενισχύονται επικίνδυνα διεθνώς. Τα ρεύματα αυτά πρέπει να αναγνωριστούν ως θανάσιμος εχθρός και να στοχοποιηθούν σε κάθε διαδικασία (πχ Ευρωεκλογές). Αυτό σημαίνει ανειρήνευτη πάλη ενάντια στις ιδέες τους, όπως ο εθνικισμός και ο ρατσισμός, αλλά και στις πρακτικές πρωτοβουλίες με τις οποίες επιχειρούν να οικοδομηθούν ως μαζικό ρεύμα (συλλαλητήρια, οργανωμένο σχέδιο «εισόδου» στα σχολεία κ.ο.κ.). Στο ζήτημα αυτό δεν χωράει καμιά υποτίμηση και πολύ περισσότερο στάση «ουδετερότητας» απέναντί τους, στο όνομα της σύγκρουσης με τις πολιτικές του κυρίαρχου «ακραίου κέντρου». Το ζήτημα της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες είναι ταυτοτικό πλέον για την Αριστερά. Η ΛΑΕ οφείλει να αναλάβει συγκεκριμένη και μακρόχρονη καμπάνια και να αποκρούει κάθε πολιτική που υποβαθμίζει τον αντιρατσισμό στο πρόγραμμα, στις διακηρύξεις, στην καθημερινή πρακτική.
7. Όλα αυτά πρέπει να οδηγούν σε σαφείς επιλογές στο κρίσιμο ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών. Ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να στηριχθεί μόνον από ένα «μέτωπο» της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Αυτό μπορεί να προκύψει, κυρίως, μέσα από τις δυνάμεις της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλων κινήσεων που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015. Η ΛΑΕ οφείλει να συνεχίσει αυτήν την προσπάθεια, εκτιμώντας ότι το αποτέλεσμα δεν έχει ακόμα κριθεί, σε αντιπαράθεση με τις επιλογές είτε του άκρατου σεχταρισμού, είτε της γενικόλογης καταφυγής στο «κοινωνικό» που υποτιμά το «πολιτικό». Ανεξάρτητα από τις επιλογές συγκεκριμένων ηγεσιών, η ΛΑΕ οφείλει να επιμένει πάγια σε αυτή την μετωπική επιλογή, απευθυνόμενη στον κόσμο και αξιοποιώντας κάθε συγκεκριμένη δυνατότητα να τεθεί στην πράξη (πχ αυτοδιοικητικά σχήματα).
Στις συμμαχίες που υποστηρίζουμε είναι αναγκαία η σύνδεση τους με τον στόχο της ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στην αντιπαράθεση μας με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, χρειάζεται πάντα η διεκδίκηση του κόσμου που διαφοροποιείται/απογοητεύεται από αυτή, στην προοπτική της αριστερής εναλλακτικής. Το καθήκον αυτό, επίσης, «υπαγορεύει» την αναβάθμιση της αντιδεξιάς και αντιακροδεξιάς πολιτικής στις παρεμβάσεις και τις δεσμεύσεις μας.
8. Τα παραπάνω καθήκοντα για να υπηρετηθούν πρέπει να γίνουν υπόθεση ευρύτερου κόσμου. Και αυτό σημαίνει συλλογική/δημοκρατική/ελκτική λειτουργία σε κάθε νέα πρωτοβουλία μας αλλά και έμφαση σε μια τέτοια «στροφή» στο εσωτερικό της ΛΑΕ.
Οι εμπειρίες της τελευταίας 20ετίας (συμπεριλαμβανόμενης της εμπειρίας του Φόρουμ και του ΣΥΡΙΖΑ στην ριζοσπαστική περίοδο του) λένε ότι η συσπείρωση ευρύτερου δυναμικού γίνεται εφικτή κυρίως μέσα από τη συλλογική λειτουργία, τον σεβασμό στον «μετωπικό» χαρακτήρα των εγχειρημάτων, την ενίσχυση του πλουραλισμού, την απάντηση στα ζητήματα των εκπροσωπήσεων με συνυπολογισμό των κριτηρίων κινηματικής ακόμα και ηλικιακής αντιπροσωπευτικότητας.
Στις σημερινές συνθήκες στη ΛΑΕ, θεωρούμε ότι αναπροσαρμογές προς αυτήν την κατεύθυνση είναι επείγουσες και πρέπει να υπηρετηθούν από όλους χωρίς εξαίρεση.