ΓΕΝΙΚΑ Σε περιόδους που οι παραγωγικές δυνάμεις βρίσκονται στον κύκλο της ανάπτυξης, τότε μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια σχετική «ομαλότητα». Τότε η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία φαίνεται να μπορεί να λειτουργεί άψογα σαν ισορροπιστής ανάμεσα στις τάξεις.

Σε  μια τέ­τοια  πε­ρί­ο­δο είναι επό­με­νο η τα­ξι­κή πάλη να «εξο­μα­λύ­νε­ται» και οι εν­δο­τα­ξι­κές συ­γκρού­σεις να μπαί­νουν σε φάση άμ­βλυν­σης.  Αυτό είναι δυ­να­τόν να συμ­βαί­νει, γιατί οι πα­ρα­χω­ρή­σεις στις διεκ­δι­κή­σεις των ερ­γα­ζο­μέ­νων από τους ερ­γο­δό­τες μπο­ρούν να λύ­νο­νται στο τρα­πέ­ζι των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων και το κρά­τος να παί­ζει επα­ξί­ως τον ρόλο του σαν διαι­τη­τής στη δια­μά­χη ανά­με­σα στις τά­ξεις.

Σε αυτή την πε­ρί­ο­δο, ο ρε­φορ­μι­σμός βρί­σκε­ται στο από­γειο του και ο ρε­φορ­μι­στής πο­λι­τι­κός ή συν­δι­κα­λι­στής απο­θε­ώ­νε­ται σαν επα­να­στά­της ηγέ­της στην συ­νεί­δη­ση της τάξης. Αυτή η πε­ρί­ο­δος άλ­λω­στε είναι που στα­λά­ζει βα­θειά στην συ­νεί­δη­ση όλης της ερ­γα­τι­κής τάξης το δη­λη­τή­ριο των αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κών αυ­τα­πα­τών. Σ’ αυτή την πε­ρί­ο­δο τα σύ­νο­ρα του ρε­φορ­μι­σμού και του επα­να­στα­τι­κού Μαρ­ξι­σμού γί­νο­νται δυσ­διά­κρι­τα μέσα στα κόμ­μα­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης. Ο κε­ντρι­σμός σχε­δόν εξα­φα­νί­ζε­ται και ο «μαρ­ξι­σμός» μπαί­νει σε μια κρίση ταυ­τό­τη­τας. Ιδιαί­τε­ρα  όταν αυτή η πε­ρί­ο­δος ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων έχει ένα με­γά­λο βάθος χρό­νου τότε  εκτός από τις αλ­λα­γές που φέρ­νει στην οι­κο­νο­μία  επι­δρά με ένα δρα­μα­τι­κό τρόπο και πάνω στην συ­νεί­δη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης.  Η αγω­νι­στι­κή της πα­ρά­δο­ση ξε­πέ­φτει στο επί­πε­δο των οι­κο­νο­μι­κών διεκ­δι­κή­σε­ων και το ιδε­ο­λο­γι­κό της οπλο­στά­σιο κα­ταρ­ρέ­ει.

ΙΣΤΟ­ΡΙ­ΚΑ

Όλη η με­τα­πο­λε­μι­κή  πε­ρί­ο­δος χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε από μια τε­ρά­στια ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Αυτή η πε­ρί­ο­δος ήταν που οριο­θέ­τη­σε αργά αλλά στα­θε­ρά, την με­τα­τό­πι­ση του  συ­νό­λου της κοι­νω­νί­ας και του πο­λι­τι­κού της προ­σω­πι­κού αστι­κού και ερ­γα­τι­κού προς τα δεξιά. Το σύ­νο­λο των πα­ρα­δο­σια­κών ευ­ρω­παϊ­κών Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών κομ­μά­των και όχι μόνο, έκανε την αρχή. Η δια­χει­ρι­στι­κή πο­λι­τι­κή τους η οποία δο­κι­μά­στη­κε και εφαρ­μό­στη­κε όλη αυτή την πε­ρί­ο­δο της ανά­πτυ­ξης από κυ­βερ­νη­τι­κές θέ­σεις, στά­λα­ζε σιγά αλλά στα­θε­ρά στην συ­νεί­δη­ση της τάξης την πίστη για την ικα­νό­τη­τα με­ταρ­ρύθ­μι­σης του κα­πι­τα­λι­σμού. Έτσι, για τους γρα­φειο­κρά­τες ηγέ­τες αυτών των κομ­μά­των, το να απο­τι­νά­ξουν και το τε­λευ­ταίο σκοι­νί που τους έδενε με την ερ­γα­τι­κή τάξη την ιστο­ρία της, και την ιδε­ο­λο­γία της απο­δεί­χτη­κε πολύ εύ­κο­λη υπό­θε­ση. Εγκα­τα­λεί­πο­ντας  και το τε­λευ­ταίο προ­κά­λυμ­μα ρε­φορ­μι­σμού, προ­σχώ­ρη­σαν  ανοι­χτά στην αστι­κή ιδε­ο­λο­γία και στην υπη­ρε­σία της αστι­κής τάξης. Αυτή η κα­τά­στα­ση  επι­δεί­νω­σε ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο την σύγ­χυ­ση μέσα στους κόλ­πους της τάξης. Το σύ­νο­λο σχε­δόν της ευ­ρω­παϊ­κής ερ­γα­τι­κής τάξης αφέ­θη­κε αμα­χη­τί στην αγκα­λιά του ρε­φορ­μι­σμού. Μια  σειρά δια­σπά­σεις που πραγ­μα­το­ποιού­νται στους κόλ­πους αυτών των κομ­μά­των δεν κα­τορ­θώ­νει καμιά από αυτές να επα­να­φέ­ρει  την θε­ω­ρία και τις επα­να­στα­τι­κές πα­ρα­δό­σεις στην ερ­γα­τι­κή τάξη.  Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες επέ­στρε­ψαν στις τά­ξεις του κυ­βερ­νη­τι­κού  ρε­φορ­μι­σμού, δια­λύ­θη­καν, ή πέ­ρα­σαν στον σε­κτα­ρι­σμό σαν απο­τέ­λε­σμα ενός αδύ­να­του ιδε­ο­λο­γι­κού εξο­πλι­σμού που κου­βα­λού­σαν στο οπλο­στά­σιο τους φεύ­γο­ντας από τα παλιά τους κόμ­μα­τα.

Η κα­τά­στα­ση αυτή χει­ρο­τε­ρεύ­ει  ιδιαί­τε­ρα τη  δε­κα­ε­τία του 90, με την κα­τάρ­ρευ­ση της Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης. Το γε­γο­νός αυτό σφρά­γι­σε την ιστο­ρία  με την με­γα­λύ­τε­ρη ήττα για το πα­γκό­σμιο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα. Με την κα­τάρ­ρευ­ση όλου του «σο­σια­λι­στι­κού» μπλοκ η πα­γκό­σμια ερ­γα­τι­κή τάξη και όχι μόνο, μέ­νουν έκ­πλη­κτοι με την ευ­κο­λία και τον κυ­νι­σμό που η γρα­φειο­κρα­τία αυτών των κρα­τών με­τα­τρά­πη­κε τόσο εύ­κο­λα από δια­χει­ρί­στρια σε ιδιο­κτή­τρια των κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νων μέσων πα­ρα­γω­γής και την λυσ­σα­λέα έως μα­φιό­ζι­κη πάλη με­τα­ξύ της για την επι­κρά­τη­ση πάνω σ’ αυτήν την τε­ρά­στια κοι­νω­νι­κή πε­ριου­σία. Η κοι­νω­νι­κή αντε­πα­νά­στα­ση έχει επι­κρα­τή­σει εις βάρος της πο­λι­τι­κής επα­νά­στα­σης, αφή­νο­ντας ένα κενό στην συ­νεί­δη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης για την ανα­γκαιό­τη­τα του σο­σια­λι­σμού. Ένα κενό, το οποίο θα χρεια­στεί πολ­λές θυ­σί­ες αγώ­νες και αίμα για να γε­μί­σει

Με το πέ­ρα­σμα όλων αυτών των γρα­φειο­κρα­τι­κών κρα­τών στον κα­πι­τα­λι­στι­κό τρόπο πα­ρα­γω­γής όλο το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα – συ­νέ­χεια και γέν­νη­μα της στα­λι­νι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας – πέ­ρα­σε χωρίς καμιά δυ­σκο­λία στην υπη­ρε­σία διά­φο­ρων ξένων υπερ­δυ­νά­με­ων. Η διά­λυ­ση  της πρώην κρα­ταιάς σο­βιε­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας - και σαν απο­τέ­λε­σμα των επεμ­βά­σε­ων της πα­νί­σχυ­ρης τότε Αμε­ρι­κής – δη­μιούρ­γη­σε μια σειρά μικρά έθνη κράτη, ρί­χνο­ντας την αν­θρω­πό­τη­τα στον γκρε­μό του ιστο­ρι­κού πα­ρελ­θό­ντος της. Στην ξε­πε­ρα­σμέ­νη εποχή, που το έθνος κρά­τος και οι εθνι­κές αστι­κές τά­ξεις, ήταν ικα­νές να ηγη­θούν στην ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Όσο πιο μικρή ήταν η χώρα τόσο πιο υπο­τα­χτι­κή γι­νό­ταν η πο­λι­τι­κή ηγε­σία αυτών των κρα­τών στις πιέ­σεις του ιμπε­ρια­λι­σμού πα­ρα­χω­ρώ­ντας  ταυ­τό­χρο­να τον έλεγ­χο των πα­ρα­γω­γι­κών τους δυ­νά­με­ων σαν λά­φυ­ρο για την προ­στα­σία που τους πα­ρεί­χε ο αμε­ρι­κά­νι­κος ιμπε­ρια­λι­σμός από τον φόβο τους μην ξα­να­πέ­σουν στην κυ­ριαρ­χία του με­γα­λο­ρώ­σι­κου σο­βι­νι­σμού. Η τε­ρά­στια σε αριθ­μη­τι­κό όγκο, αλλά χωρίς ίχνος μαρ­ξι­στι­κής εκ­παί­δευ­σης ερ­γα­τι­κή τάξη αυτών των χωρών,  αφέ­θη­κε χωρίς ορ­γά­νω­ση και χωρίς ηγε­σία στην τύχη της, επη­ρε­ά­ζο­ντας με την αδυ­να­μία αντί­στα­σής της και την ερ­γα­τι­κή τάξη όλου του κό­σμου. Όσα «αδελ­φά» κόμ­μα­τα προ­σκολ­λη­μέ­να στην πο­λι­τι­κή της πρώην ΣΕ απέ­μει­ναν στον υπό­λοι­πο κόσμο είτε υπο­τά­χτη­καν στο ρεύμα της επο­χής προ­σχω­ρώ­ντας ολο­κλη­ρω­τι­κά στην υπη­ρε­σία του κα­πι­τα­λι­σμού, είτε πέ­ρα­σαν ολο­κλη­ρω­τι­κά στον σε­κτα­ρι­σμό. Το ΚΚΕ και το ΑΚΕΛ είναι τα δύο  από τα πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα των δρό­μων που ακο­λού­θη­σαν αυτά τα κόμ­μα­τα.

Την ίδια πε­ρί­ο­δο, προ­σπά­θειες που γί­νο­νται από με­μο­νω­μέ­νους αγω­νι­στές και μι­κρές ορ­γα­νώ­σεις πα­ρα­μέ­νουν χωρίς απο­τε­λέ­σμα­τα. Η ανά­γκη τους να αντι­πο­λι­τεύ­ο­νται τα μα­ζι­κά ρε­φορ­μι­στι­κά κόμ­μα­τα της τάξης, στην προ­σπά­θεια τους να απο­κτή­σουν ακρο­α­τή­ριο για να «χτί­σουν το επα­να­στα­τι­κό κόμμα», δεν φέρ­νει και πολλά απο­τε­λέ­σμα­τα. Με­τα­τρέ­πο­ντας το «χτί­σι­μο»  του κόμ­μα­τος σε αριθ­μη­τι­κό μέ­γε­θος, ξε­πέ­φτουν πολύ πιο κάτω από τους ιη­σουί­τες ιε­ρα­πό­στο­λους μο­να­χούς στις εξορ­μή­σεις τους τον δέ­κα­το έβδο­μο  αιώνα για προ­ση­λυ­τι­σμό στις «άγριες» φιλές της Ασίας και της Αμε­ρι­κής δι­δά­σκο­ντας τους τον λόγο του θεού. Έτσι και αυτοί. Η  μο­να­δι­κό­τη­τα της αλή­θειας που κου­βα­λούν στο δι­σά­κι τους δεν χωρεί  αμ­φι­σβή­τη­ση. Η μο­να­δι­κό­τη­τα του «θείου» λόγου είναι μία και είναι αυτή που εκ­πο­ρεύ­ε­ται από τον εκά­στο­τε αρ­χη­γό ή «γραμ­μα­τέα». Η κα­τά­στα­ση αυτή τους απο­μα­κρύ­νει από την ερ­γα­τι­κή τάξη και την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της. Έτσι απο­μο­νω­μέ­νοι με­τα­τρέ­πο­νται σε ελι­τί­στι­κες ομά­δες όπου ο εκλε­κτι­κι­σμός γί­νε­ται η κυ­ρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία. Με­τα­φέ­ρο­ντας στο εσω­τε­ρι­κό τους το στα­λι­νι­κό κα­κέ­κτυ­πο του «δη­μο­κρα­τι­κού συ­γκε­ντρω­τι­σμού» στην ουσία δυ­σκο­λεύ­ουν ή κα­λύ­τε­ρα απα­γο­ρεύ­ουν το διά­λο­γο κα­ταρ­γώ­ντας την «δη­μο­κρα­τία» στο όνομα του «συ­γκε­ντρω­τι­σμού». Αυτό έχει σαν απο­τέ­λε­σμα να πραγ­μα­το­ποιεί­ται η μια διά­σπα­ση μετά την άλλη χωρίς να έχει πραγ­μα­το­ποι­η­θεί κα­νέ­νας διά­λο­γος, χωρίς να έχει προ­κύ­ψει κα­νέ­να συ­μπέ­ρα­σμα, καμιά κα­τα­νό­η­ση για τα αίτια των δια­φω­νιών έτσι που τα νέα μορ­φώ­μα­τα που πα­ρου­σιά­ζο­νται να είναι κα­κέ­κτυ­πα  των πα­λιών. Η ανά­γκη τους να χτί­σουν το επα­να­στα­τι­κό κόμμα γιατί «η επα­νά­στα­ση γαρ εγγύς», τους ανα­γκά­ζει να δια­τυ­μπα­νί­ζουν  συ­νε­χώς την κρίση του κα­πι­τα­λι­σμού – ιμπε­ρια­λι­σμού «κατά τας γρα­φάς» και ταυ­τό­χρο­να να βιώ­νουν γύρο του όχι την κρίση, αλά αντί­θε­τα την  ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Με αυτό τον τρόπο δεν κα­τα­φέρ­νουν να κά­νουν τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ το να σπρώ­χνο­νται όλο ένα και πιο βα­θειά στην απο­μό­νω­ση και τον σε­κτα­ρι­σμό. Οι   ορ­γα­νώ­σεις αυτές απο­τέ­λε­σμα πα­λιών αλλά και νε­ό­τε­ρων δια­σπά­σε­ων μέσα στους κόλ­πους του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, επι­δει­νώ­νουν την σύγ­χυ­ση και δια­βρώ­νουν την ενό­τη­τα. Η κα­τά­στα­ση αυτή, όπως ήταν επό­με­νο, επι­δρά με ένα δρα­μα­τι­κό τρόπο  πάνω στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα δη­μιουρ­γώ­ντας ακόμα με­γα­λύ­τε­ρη απο­γο­ή­τευ­ση.

Μέσα σ’ αυτές τις συν­θή­κες εκ­παι­δεύ­ο­νται γε­νιές και γε­νιές αγω­νι­στών απο­κτώ­ντας συ­νή­θειες και τρό­πους δρά­σης που δύ­σκο­λα απο­βάλ­λο­νται. Από τη μια ο ακτι­βι­σμός στην πο­λι­τι­κή πρα­κτι­κή και η σύγ­χυ­ση στην πο­λι­τι­κή ανά­λυ­ση των μι­κρών εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, γί­νε­ται κα­νό­νας και ο κα­νό­νας ρου­τί­να και τρό­πος ύπαρ­ξης αυτών των ορ­γα­νώ­σε­ων, έτσι που στο τέλος κα­τα­λή­γει να επη­ρε­ά­ζει και τον τρόπο ζωής τους, αφού με­τα­τρέ­πουν τον πο­λι­τι­κό σε­κτα­ρι­σμό σε κοι­νω­νι­κό σε­κτα­ρι­σμό. Απο­τέ­λε­σμα, μια σειρά αγω­νι­στών  να απο­γοη­τεύ­ο­νται και να εγκα­τα­λεί­πουν. Από την άλλη, οι οι­κο­νο­μι­κές πο­λι­τι­κές πα­ρο­χών που εφαρ­μό­στη­καν μέχρι και το κραχ του 2008, (έχω γρά­ψει σε άλλα κεί­με­να μου γ’ αυτές), πο­λι­τι­κές που στη­ρι­ζό­ταν στων υπερ­δα­νει­σμό και την ονο­μα­στι­κή αύ­ξη­ση  των ιδιω­τι­κών  πε­ριου­σια­κών στοι­χεί­ων, έδινε την δυ­να­τό­τη­τα στα  νοι­κο­κυ­ριά, στη­ριγ­μέ­να στην αύ­ξη­ση του πλου­τι­σμού τους από την αύ­ξη­ση των πε­ριου­σια­κών τους στοι­χεί­ων να επι­δο­θούν σε μια φρε­νή­ρη κα­τα­να­λω­τι­κή μανία που δεν είχε γνω­ρί­σει η ιστο­ρία ποτέ μέχρι σή­με­ρα.Η αύ­ξη­ση των πε­ριου­σια­κών στοι­χεί­ων και κατ’ επέ­κτα­ση η  υπερ­κα­τα­νά­λω­ση των νοι­κο­κυ­ριών, είναι το ερ­γα­στή­ρι που έπλε­ξε τα σκοι­νιά για το σφι­χτα­γκά­λια­σμα των με­γά­λων ερ­γα­τι­κών κοι­νο­βου­λευ­τι­κών κομ­μά­των με τον ρε­φορ­μι­σμό.

Ο συν­δυα­σμός όλων αυτών των πα­ρα­γό­ντων που ανα­φέ­ρο­νται πάρα πάνω, επι­δρά πα­ρα­λυ­τι­κά πάνω στο μυαλό και την συ­νεί­δη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης, ρί­χνο­ντας την άβου­λη και πει­θή­νια στο πέ­λα­γος των αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κών αυ­τα­πα­τών. Αυτή η κα­τά­στα­ση ήταν το κύριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό σε όλο τον ανε­πτυγ­μέ­νο κα­πι­τα­λι­σμό ιδιαί­τε­ρα σε όλη την πε­ρί­ο­δο του μα­κρού κύ­μα­τος ανά­πτυ­ξης αλλά και σε ένα με­γά­λο μέρος της πε­ριό­δου του μα­κρού  κύ­μα­τος ύφε­σης  έως τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 90

0 ΝΕ­Ο­ΚΕΥΝΣ­ΝΙΑ­ΝΙ­ΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥ­ΝΑ­ΤΟ­ΤΗ­ΤΑ ΑΝΑ­ΠΤΥ­ΞΗΣ ΤΩΝ ΠΑ­ΡΑ­ΓΩ­ΓΙ­ΚΩΝ ΔΥ­ΝΑ­ΜΕ­ΩΝ

Όταν  οι Κεϋνσ­νια­νές πο­λι­τι­κές στις οποί­ες στη­ρί­χτη­κε όλη την προη­γού­με­νη πε­ρί­ο­δο η ανά­πτυ­ξη άρ­χι­σαν να πα­ρα­χω­ρούν τη θέση τους αργά αλλά στα­θε­ρά στις θε­ω­ρί­ες της σχο­λής του Σι­κά­γου με­τα­τρέ­πο­ντας τον μο­νε­τα­ρι­σμό σε κυ­ρί­αρ­χη οι­κο­νο­μι­κή σχολή, οι ισορ­ρο­πί­ες αυτές άρ­χι­σαν να δια­τα­ράσ­σο­νται χωρίς όμως αυτή η αλ­λα­γή να στα­θεί ικανή από μόνη της να απο­σπά­σει από την αγκα­λιά του ρε­φορ­μι­σμού το με­γά­λο τμήμα της ερ­γα­τι­κής τάξης, το οποίο πα­ρα­μέ­νει ακόμα και σή­με­ρα εγκλω­βι­σμέ­νο. Παρ’ όλο που η στρο­φή αυτή στην οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή ση­μα­το­δο­τεί και τα όρια των ικα­νο­τή­των του κα­πι­τα­λι­σμού να μπο­ρέ­σει να ανα­πτύ­ξει πάρα πέρα τις πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις. Παρ’ όλο που οι πα­ρα­γω­γι­κές σχέ­σεις για άλλη μια φορά στην ιστο­ρία γί­νο­νται φρένο στην ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων ρί­χνο­ντας όλη την αν­θρω­πό­τη­τα ξανά σον καιά­δα της κρί­σης και της κα­τα­στρο­φής αυτό από μόνο του δεν είναι ικανό να απε­γκλω­βί­σει την τάξη από τον ρε­φορ­μι­σμό.  Η κρίση αυτή όμως θα είναι  το μα­στί­γιο το οποίο θα σπρώ­ξει ανα­γκα­στι­κά εκα­τομ­μύ­ρια ερ­γα­ζό­με­νους ξανά στο κα­μί­νι των αγώ­νων. Οι αγώ­νες αυτοί θα γί­νουν και το ερ­γα­λείο για τον απε­γκλω­βι­σμό εκα­τομ­μυ­ρί­ων ερ­γα­τών απ’ τον ρε­φορ­μι­σμό.

Μια πα­ρέν­θε­ση είναι απα­ραί­τη­τη σε αυτό το ση­μείο: οι νέο κεϋνσ­νια­νές πο­λι­τι­κές που σή­με­ρα εφαρ­μό­ζο­νται ιδιαί­τε­ρα στην Αμε­ρι­κά­νι­κη οι­κο­νο­μία, – πο­λι­τι­κή την οποία ευαγ­γε­λί­ζο­νται και πολ­λοί «νε­ο­μαρ­ξι­στές» - στη­ρί­ζο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο σ’ αυτό που μπο­ρού­με να απο­κα­λέ­σου­με κενσ­νια­νι­σμό του χρή­μα­τος, στην πα­ρο­χή δη­λα­δή αστεί­ρευ­της ρευ­στό­τη­τας. Στην κυ­κλο­φο­ρία με άλλα λόγια φτη­νού χρή­μα­τος με την ελ­πί­δα να επη­ρε­ά­σει τις επεν­δύ­σεις.  Από τη φύση της αυτή η ρευ­στό­τη­τα μόνο ελά­χι­στα μπο­ρεί να επι­δρά­σει στην πα­ρα­γω­γή και μόνο με την μορφή της κα­τα­νά­λω­σης, για τον λόγο  ότι δεν κα­τευ­θύ­νο­νται  ούτε κατ’ ελά­χι­στο στις επεν­δύ­σεις πα­γί­ου κε­φα­λαί­ου, γι’ αυτό και τα απο­τε­λέ­σμα­τα της θα έχουν πρό­σκαι­ρη αξία. Η ρευ­στό­τη­τα αυτή πέρα από τις πλη­θω­ρι­στι­κές πιέ­σεις που μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει, θα είναι η αιτία για την γέν­νη­ση νέων φου­σκών στην οι­κο­νο­μία, επει­δή ένα μέρος της κα­τευ­θύ­νε­ται  στο χρη­μα­τι­στη­ρια­κό τζο­γά­ρι­σμα, με την αγο­ρα­πω­λη­σία των τί­τλων, και την τε­χνη­τή διό­γκω­ση των χρη­μα­τι­στη­ρια­κών αξιών και των πε­ριου­σια­κών στοι­χεί­ων των εται­ριών, χωρίς αυτή η διό­γκω­ση να αντα­πο­κρί­νε­ται σε πραγ­μα­τι­κές επεν­δύ­σεις. Το υπό­λοι­πο κα­τευ­θύ­νε­ται στην δευ­τε­ρο­γε­νή αγορά πα­ρα­γώ­γων και  την δη­μιουρ­γία νέων. Η πε­ρι­βό­η­τη ανά­πτυ­ξη της αμε­ρι­κά­νι­κης οι­κο­νο­μί­ας στη­ρί­ζε­ται ακρι­βώς  σ’ αυτό. Στην αύ­ξη­ση των αξιών των χρη­μα­τι­στη­ρια­κών τί­τλων χωρίς  να επη­ρε­ά­ζει κατ’ ελά­χι­στο την βιο­μη­χα­νι­κή πα­ρα­γω­γή. Το πα­ρά­δειγ­μα της πτώ­χευ­σης του Ντι­τρόιτ, του φάρου της πρώην ακ­μά­ζου­σας Αμε­ρι­κά­νι­κης βιο­μη­χα­νί­ας, είναι ο δεί­κτης του μέλ­λο­ντος των νέο κεϋνσ­νια­νών πο­λι­τι­κών. Ούτε νέες επεν­δύ­σεις το έσω­σαν, αλλά ιδιαί­τε­ρα ούτε και η κε­ντρι­κή  κυ­βέρ­νη­ση κα­τόρ­θω­σε να το κάνει παρά  την δυ­να­τό­τη­τα που έχει να ανα­δια­νέ­μει τα πλε­ο­νά­σμα­τα των υπο­λοί­πων πο­λι­τειών. Η λι­τό­τη­τα που επι­βά­λουν όλες σχε­δόν οι Αμε­ρι­κά­νι­κες πο­λι­τεί­ες στο εσω­τε­ρι­κό τους προσ­διο­ρί­ζουν και την έλ­λει­ψη πλε­ο­να­σμά­των που έχει να δια­χει­ρι­στεί η κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση.

Για άλλη μια φορά στην ιστο­ρία οι πα­ρα­γω­γι­κές σχέ­σεις με­τα­τρέ­πο­νται σε ανα­σχε­τι­κό πα­ρά­γο­ντα για την ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Για άλλη μια φορά στην ιστο­ρία της, η αν­θρω­πό­τη­τα έχει πέσει στην δίνη μιας τε­ρά­στιας ανε­ξέ­λεγ­κτης κρί­σης η οποία κα­τευ­θύ­νε­ται από τους τυ­φλούς νό­μους της αγο­ράς. Αυτό που χρειά­ζο­νται σή­με­ρα οι πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις είναι η εκ βά­θρων ανα­νέ­ω­ση και ανα­διάρ­θρω­ση τους. Ανα­διάρ­θρω­ση η οποία θα στη­ρί­ζε­ται σε νέες τε­χνο­λο­γί­ες, και με αυτή την έν­νοια σε τε­χνο­λο­γί­ες υψη­λής πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας. Τε­χνο­λο­γί­ες στις οποί­ες ο αυ­το­μα­τι­σμός θα τεί­νει να γίνει κυ­ρί­αρ­χος στην πα­ρα­γω­γή μειώ­νο­ντας συ­νε­χώς την αν­θρώ­πι­νη ερ­γα­σία. Αυτό όμως προ­ϋ­πο­θέ­τει προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες επεν­δύ­σεις όχι ποια σε εθνι­κή αλλά σε  υπε­ρε­θνι­κή κλί­μα­κα.

Η με­γά­λη ανα­διάρ­θρω­ση που ξε­κί­νη­σε την δε­κα­ε­τία του 70 με επεν­δύ­σεις υψη­λής τε­χνο­λο­γί­ας ο κα­πι­τα­λι­σμός, έσπρω­ξαν την κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή στην πο­λυ­ε­θνι­κή του ορ­γά­νω­ση που γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα. Με κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη τις πο­λυ­ε­θνι­κές εται­ρί­ες η ανα­διάρ­θρω­ση αυτή είχε ένα όριο πέρα από το οποίο δεν μπο­ρού­σε να υπερ­βεί. Η ανα­διάρ­θρω­ση αυτή, κλεί­νει στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 90 ανοί­γο­ντας διά­πλα­τα την πόρτα στον μο­νε­τα­ρι­σμό. Στην κλα­σι­κή δη­λα­δή πο­λι­τι­κή της μεί­ω­σης του κοι­νω­νι­κού και ερ­γα­τι­κού μι­σθού και της ανα­δια­νο­μής της υπε­ρα­ξί­ας προς όφε­λος της κερ­δο­φο­ρί­ας του κε­φα­λαί­ου για την ανά­σχε­ση της πτω­τι­κής τάσης του πο­σο­στού του κέρ­δους.

Μέσα στα πλαί­σια του κα­πι­τα­λι­σμού νέα ανα­διάρ­θρω­ση με­γά­λων δια­στά­σε­ων δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί παρά μόνο πάνω στη βάση  μιας βί­αι­ης και τε­ρά­στιας κρί­σης, η οποία θα επι­φέ­ρει την κα­τα­στρο­φή όλων των χα­μη­λής και μη αντα­γω­νι­στι­κής πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας βιο­μη­χα­νιών  μιας σει­ράς κλά­δων της οι­κο­νο­μί­ας. Κάτι που με τη σειρά του  θα έχει σαν απο­τέ­λε­σμα, την διό­γκω­ση της ανερ­γί­ας την μεί­ω­ση της κα­τα­νά­λω­σης και την επι­δεί­νω­ση της κρί­σης. Αυτό, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πα­ρα­κο­λου­θού­με να συμ­βαί­νει σή­με­ρα γύρο μας χωρίς όμως να συ­νο­δεύ­ε­ται και από νέες επεν­δύ­σεις. Ταυ­τό­χρο­να, η ανα­διάρ­θρω­ση αυτή μέσα στα πλαί­σια του κα­πι­τα­λι­σμού, θα επι­δρά­σει  δρα­μα­τι­κά στην ίδια τη λει­τουρ­γία του συ­στή­μα­τος γιατί θα επι­φέ­ρει ακόμα  με­γα­λύ­τε­ρη  ανι­σορ­ρο­πία στην σχέση στα­θε­ρού προς με­τα­βλη­τό τρα­βώ­ντας το σύ­στη­μα πέρα και πάνω  απ’ τα όρια του, κοι­νω­νι­κο­ποιώ­ντας με μια έν­νοια την πα­ρα­γω­γή.

Την ίδια στιγ­μή που θα  μειώ­νει τον κοι­νω­νι­κά ανα­γκαίο χρόνο ερ­γα­σί­ας ανά μο­νά­δα πα­ρα­γό­με­νου προ­ϊ­ό­ντος, θα αδυ­να­τεί ταυ­τό­χρο­να να δώσει απά­ντη­ση στην κα­τα­νά­λω­ση αυτού του προ­ϊ­ό­ντος. Η φρε­νή­ρη υπερ­πα­ρα­γω­γή ανταλ­λα­κτι­κών αξιών δεν θα οδη­γεί αυ­τό­μα­τα και στην με­τα­τρο­πή τους σε αξίες χρή­σης.  Συ­νε­χί­ζο­ντας να πα­ρά­γει με εντα­τι­κο­ποι­η­μέ­νους ρυθ­μούς προ­ϊ­ό­ντα για την αγορά θα αυ­ξά­νει ταυ­τό­χρο­να την ανερ­γία. Παρά την εντα­τι­κο­ποί­η­ση της ερ­γα­σί­ας, η πτώση του πο­σο­στού του κέρ­δους θα ση­μειώ­σει δρα­μα­τι­κή αύ­ξη­ση και η μη δυ­να­τό­τη­τα απορ­ρό­φη­σης της ανερ­γί­ας θα γίνει εν­δη­μι­κό φαι­νό­με­νο.

Έτσι, το κα­θή­κον  αυτό, της γι­γα­ντιαί­ας ανα­διάρ­θρω­σης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων μέσα στα πλαί­σια των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων του κα­πι­τα­λι­σμού δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί. Το κα­θή­κον αυτό μπο­ρεί να το φέρει σε πέρας μόνο μια νέα ορ­γά­νω­ση των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων η οποία θα ορ­γα­νώ­σει σ’ ένα νέο, ανώ­τε­ρο επί­πε­δο τις πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις σε εθνι­κό, υπε­ρε­θνι­κό και πα­γκό­σμιο επί­πε­δο και ταυ­τό­χρο­να θα μειώ­σει τον ανα­γκαίο χρόνο ερ­γα­σί­ας πα­ρά­γο­ντας για την κοι­νω­νία και όχι για την αγορά. Μ’ αυτήν την έν­νοια, η ανα­γκαιό­τη­τα του σο­σια­λι­σμού μπαί­νει για άλλη μια φορά επι­τα­κτι­κά στην ιστο­ρία σαν το μόνο μέσο ανά­σχε­σης της  κρί­σης και της κα­τα­στρο­φής.

Η ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΑ­ΣΗ ΣΗ­ΜΕ­ΡΑ

Σή­με­ρα, έχου­με μπει σε μια  πε­ρί­ο­δο η οποία θα ση­μα­δευ­τεί  από μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη και μα­κρό­χρο­νη  πε­ρί­ο­δο  κρί­σης και οξυ­μέ­νης σύ­γκρου­σης.Στα χρό­νια που έρ­χο­νται εκα­τομ­μύ­ρια  ερ­γα­ζο­μέ­νων θα μπαί­νουν ξανά και ξανά στον αγώνα, κά­νο­ντας άλ­μα­τα προς τα μπρός, αλλά ταυ­τό­χρο­να και τε­ρά­στια άλ­μα­τα προς τα πίσω, δο­κι­μά­ζο­ντας τις αντο­χές τους σφρα­γί­ζο­ντας με την πα­ρου­σία τους την ιστο­ρία.  Έχου­με μπει σε μια πε­ρί­ο­δο όπου οι  πα­ρο­χές από την μεριά της αστι­κής τάξης έχουν πάρει τέλος και οι πα­λαιό­τε­ρες πα­ρο­χές – οι κα­τα­κτη­μέ­νες με αγώ­νες -  έχουν μπει στην κλίνη του Προ­κρού­στη. Οι αγώ­νες των ερ­γα­ζο­μέ­νων για την διεκ­δί­κη­ση κα­λύ­τε­ρων όρων ζωής θα γίνει και το  σχο­λείο για την αλ­λα­γή πα­γιω­μέ­νων αντι­λή­ψε­ων στη συ­νεί­δη­ση τους. Σε μια πε­ρί­ο­δο που οι κοι­νω­νι­κές συ­γκρού­σεις γί­νο­νται  ανα­πό­φευ­κτες και παίρ­νουν ένα  ιδιαί­τε­ρα οξύ χα­ρα­κτή­ρα, τότε, οι  πα­λιές ισορ­ρο­πί­ες  που επι­κρα­τού­σαν  μέσα στα κόμ­μα­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης θα δια­τα­ράσ­σο­νται και ο ρε­φορ­μι­σμός όπως και ο σε­κτα­ρι­σμός θα μπαί­νουν σε κρίση, αμ­φι­σβη­τού­με­νοι από μια σειρά αγω­νι­στές. Όλα τα κόμ­μα­τα της αρι­στε­ράς με τον ένα η τον άλλο τρόπο, έχουν πέσει σή­με­ρα μέσα σε αυτή την πε­ρι­δί­νη­ση. Σε όσο βαθμό η κρίση βα­θαί­νει σε άλλο τόσο βαθμό το εκ­κρε­μές της με­τα­τό­πι­σης προς τα δεξιά του πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού θα είναι ευ­θέ­ως ανά­λο­γη με το μέ­γε­θος της κρί­σης. Σε κάθε  πε­ρί­πτω­ση  οι συ­γκρού­σεις στο εσω­τε­ρι­κό των κομ­μά­των θα παίρ­νουν δια­λυ­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα.   

Για να μπο­ρέ­σει να απο­κρου­στεί  όλη αυτή  η επί­θε­ση από την ερ­γα­τι­κή τάξη   η ενό­τη­τα της τάξης θα μπαί­νει ξανά και ξανά σε δο­κι­μα­σία. Για να έχουν νι­κη­φό­ρο απο­τέ­λε­σμα οι αγώ­νες το ζή­τη­μα των  συμ­μα­χιών της τάξης θα μπαί­νει ξανά και ξανά στην ημε­ρη­σία διά­τα­ξη. Για την αντι­με­τώ­πι­ση της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας τους και την αντι­με­τώ­πι­ση της λυσ­σα­λέ­ας επί­θε­σης του κε­φα­λαί­ου τα με­τα­βα­τι­κά αι­τή­μα­τα θα γί­νο­νται άκρως απα­ραί­τη­τα. Μ’ αυτόν τον τρόπο η εποχή μας έχει φέρει ξανά στο προ­σκή­νιο  παλιά κα­θή­κο­ντα με νέο τρόπο. Το ζή­τη­μα του ενιαί­ου με­τώ­που, το ζή­τη­μα του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος, όπως και το ζή­τη­μα της θε­ω­ρί­ας της διαρ­κούς επα­νά­στα­σης έρ­χο­νται ξανά στο προ­σκή­νιο ζη­τώ­ντας σύγ­χρο­νες απα­ντή­σεις.Οι βερ­μπα­λι­σμοί και οι τσι­τα­το­λο­γί­ες τώρα πια δεν έχουν καμιά αξία. Είναι επεί­γου­σα ανά­γκη  να βγουν τα ανα­γκαία σωστά συ­μπε­ρά­σμα­τα τα οποία θα ανα­φέ­ρο­νται και θα ανα­λο­γούν στην εποχή μας και όχι σε βυ­ζα­ντι­νι­σμούς του πα­ρελ­θό­ντος.Ο μαρ­ξι­σμός πρέ­πει, είναι ανά­γκη, να ξα­να­γί­νει η ζω­ντα­νή θε­ω­ρία της επο­χής μας και το ανα­γκαίο ερ­γα­λείο στα χέρια της ερ­γα­τι­κής τάξης. Η ανά­γκη να δο­θούν απα­ντή­σεις σε μια σειρά καί­ρια προ­βλή­μα­τα που απα­σχο­λούν αγω­νι­στές στην εποχή μας θα δη­μιουρ­γούν την κρι­τι­κή και την αμ­φι­σβή­τη­ση στις ρε­φορ­μι­στι­κές ηγε­σί­ες, όχι πια για την αλ­λα­γή των πό­στων και των ωφε­λη­μά­των που απορ­ρέ­ουν από αυτά, αλλά η κρι­τι­κή θα στρέ­φε­ται ευ­θέ­ως στις πο­λι­τι­κές των ρε­φορ­μι­στι­κών ηγε­σιών και των απο­τε­λε­σμά­των που αυτές έχουν στην εξυ­πη­ρέ­τη­ση της τάξης. Η ανα­ζή­τη­ση απα­ντή­σε­ων και ο προ­βλη­μα­τι­σμός μέσω των αγώ­νων θα είναι η γε­νε­σιουρ­γός αιτία για την κί­νη­ση της τάξης προς τα αρι­στε­ρά και η κί­νη­ση αυτή θα είναι η αιτία  εμ­φά­νι­σης του κε­ντρι­σμού. Ο κε­ντρι­σμός στο ιδε­ο­λο­γι­κό επί­πε­δο, δεν είναι τί­πο­τε άλλο παρά η αντα­νά­κλα­ση της με­τά­βα­σης από τη μια κα­τά­στα­ση στην άλλη στην αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μ’ αυτήν την έν­νοια  γί­νε­ται και ο ιμά­ντας με­τα­φο­ράς από τον ρε­φορ­μι­σμό στον μαρ­ξι­σμό. Εάν αυτή η με­τά­βα­ση για τον ένα η τον άλλο λόγο μεί­νει  με­τέ­ω­ρη και δεν ολο­κλη­ρω­θεί τότε η ιστο­ρία δεν θα δι­στά­σει να δώσει απα­ντή­σεις με πα­ρω­χη­μέ­νες ιδέες που από την φύση τους έχουν αντι­δρα­στι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Η ιστο­ρία έχει πολλά πα­ρα­δείγ­μα­τα για να μας δι­δά­ξει. Εάν τα κα­τε­στραμ­μέ­να με­σο­στρώ­μα­τα  στην Ελ­λά­δα - και όχι μόνο - δεν κερ­δη­θούν από την ερ­γα­τι­κή τάξη και την ιδε­ο­λο­γία της τότε θα κερ­δη­θούν από τις αντι­δρα­στι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες του φα­σι­σμού.

ΚΕ­ΝΤΡΙ­ΣΜΟΣ

Ο κε­ντρι­σμός που ανα­δύ­ε­ται μέσα από τους αγώ­νες της επο­χής μας, έχει όλα τα γνω­ρί­σμα­τα του κε­ντρι­σμού του με­σο­πο­λέ­μου. Δια­φο­ρο­ποιεί­ται όμως απ’ αυτόν σε δύο βα­σι­κά ση­μεία.

Ένα: είναι γέν­νη­μα μιας μα­κρό­χρο­νης πε­ριό­δου ρε­φορ­μι­στι­κής κυ­ριαρ­χί­ας πάνω στην ερ­γα­τι­κή τάξη σε συν­δυα­σμό με την γρα­φειο­κρα­τι­κή αγκύ­λω­ση του «σο­σια­λι­στι­κού μπλοκ» και την με­τα­τρο­πή των κο­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των σε πα­ραρ­τή­μα­τα και φε­ρέ­φω­να υπε­ρά­σπι­σης των γρα­φειο­κρα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων της «σο­σια­λι­στι­κής  πα­τρί­δας».  Αυτό είχε σαν συ­νέ­πεια, γε­νιές ολό­κλη­ρες ερ­γα­ζο­μέ­νων να με­γα­λώ­σουν για ένα μακρύ χρο­νι­κό διά­στη­μα μέσα σ’ ένα κα­θε­στώς κυ­ριαρ­χί­ας ρε­φορ­μι­στι­κών και γρα­φειο­κρα­τι­κών αντι­λή­ψε­ων.

Δύο: η ιδε­ο­λο­γι­κή του κα­τάρ­τι­ση είναι πε­ρισ­σό­τε­ρο από ελ­λι­πής για τον λόγο ότι η κόκ­κι­νη γραμ­μή που ένωνε τις μαρ­ξι­στι­κές ιδέες με την ερ­γα­τι­κή τάξη κό­πη­καν βίαια την πε­ρί­ο­δο του πο­λέ­μου. Οι επί­γο­νοι, απο­δεί­χτη­καν πολύ λίγοι για να ενώ­σουν ξανά την κόκ­κι­νη γραμ­μή. Οι προ­σπά­θειες που έκα­ναν για να εξη­γή­σουν την νέα εποχή που ξε­κί­νη­σε μετά τον πό­λε­μο ήταν απο­σπα­σμα­τι­κές και γ’ αυτό ατε­λέ­σφο­ρες. Οι  δύο αυτοί πα­ρά­γο­ντες σε συν­δυα­σμό με την κα­τάρ­ρευ­ση και με τον τρόπο που έγινε της «σο­σια­λι­στι­κής πα­τρί­δας» κά­νουν το φαι­νό­με­νο του κε­ντρι­σμού της επο­χής μας να έχει μια πολύ πιο αργή εξέ­λι­ξη και να είναι πιο ευ­ε­πί­φο­ρος στο σε­κτα­ρι­σμό και τον οπορ­του­νι­σμό.

Το βα­σι­κό και κυ­ρί­αρ­χο γνώ­ρι­σμα του  κε­ντρι­σμού είναι η σύγ­χυ­ση. Σαν γνή­σιο γέν­νη­μα  της με­τα­βα­τι­κής πε­ριό­δου των πα­ρο­χών  στην πο­ρεία για την κα­τάρ­γη­ση τους, κου­βα­λά­ει στις πλά­τες του όλο το ρε­φορ­μι­στι­κό οπλο­στά­σιο με το οποίο προ­σπα­θεί μα ανοί­ξει δρό­μους προς τον μαρ­ξι­σμό. Αυτό τον κάνει να είναι πάντα αβέ­βαιος για τις θέ­σεις του και τις με­θό­δους του. Ένα από τα βα­σι­κά γνω­ρί­σμα­τα που δια­φο­ρο­ποιεί  έναν κε­ντρι­στή από έναν ρε­φορ­μι­στή είναι  ο λόγος του. Ο λόγος του, όπως και τα κεί­με­να του διέ­πο­νται από ένα ιδιό­τυ­πο και δυσ­νό­η­το τρόπο δια­τύ­πω­σης και ένα  δύ­στρο­πο τρόπο γρα­φής σε αντί­θε­ση με αυτόν του ρε­φορ­μι­στή, του οποί­ου ο λόγος είναι απο­λύ­τως σαφής. Για τον ρε­φορ­μι­στή οι με­ταρ­ρυθ­μί­σεις είναι ικα­νές από μόνες τους να προ­ω­θή­σουν την κί­νη­ση της ιστο­ρί­ας, γι’ αυτό  και η απα­ρίθ­μη­ση των αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κών επι­χει­ρη­μά­των είναι τα μόνα του όπλα. Αντί­θε­τα, ο κε­ντρι­στής πάνω σ’ αυτό το ζή­τη­μα κρα­τά­ει μια δι­φο­ρού­με­νη στάση. Του είναι δύ­σκο­λο να απο­φα­σί­σει πότε και γιατί πρέ­πει να υπε­ρα­σπι­στεί τα αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης όταν αυτά κα­τα­πα­τού­νται και πότε όχι. Για έναν ρε­φορ­μι­στή οι με­τα­βα­τι­κές διεκ­δι­κή­σεις είναι καινό γράμ­μα, η με­ταρ­ρύθ­μι­ση του κα­πι­τα­λι­σμού του αρκεί. Για τον κε­ντρι­στή όμως αυτό δεν είναι αρ­κε­τό. Η σύγ­χυ­ση του βρί­σκε­ται στο γε­γο­νός ότι αδυ­να­τεί να κα­τα­νο­ή­σει ότι οι με­τα­βα­τι­κές αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κές διεκ­δι­κή­σεις στην εποχή της κρί­σης είναι από την φύση τους επα­να­στα­τι­κές και ταυ­τό­χρο­να σχο­λείο εκ­παί­δευ­σης. Στο ση­μείο αυτό ταυ­τί­ζε­ται  από­λυ­τα με έναν σε­χτα­ρι­στή γ’ αυτό και το φάσμα του λόγου του με­τα­το­πί­ζε­ται πολύ εύ­κο­λα από τον επα­να­στα­τι­κό βερ­μπα­λι­σμό στην αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κή αυ­τα­πά­τη. Με αυτόν τον τρόπο μπο­ρεί να με­τα­το­πί­ζε­ται από τον ρε­φορ­μι­σμό στον μαρ­ξι­σμό και αντί­θε­τα με με­γά­λη ευ­κο­λία.

Η  τάση του να με­τα­τρέ­πει τα πάντα σε τα­κτι­κή τον οδη­γεί να πα­ρα­γνω­ρί­ζει την στρα­τη­γι­κή ή και αντί­θε­τα. Για έναν κε­ντρι­στή το ζή­τη­μα του ενιαί­ου με­τώ­που μπο­ρεί πολύ εύ­κο­λα να μπερ­δευ­τεί με το στα­λι­νι­κό κα­τα­σκεύ­α­σμα του λαϊ­κού με­τώ­που, όπου στην έν­νοια λαός οι τά­ξεις  εξα­λεί­φο­νται και μαζί τους εξα­φα­νί­ζο­νται και τα  δια­φο­ρε­τι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα. Γνω­ρί­ζει και αυτός ότι η κοι­νω­νία απαρ­τί­ζε­τε από τά­ξεις, και σε αντί­θε­ση με τον ρε­φορ­μι­στή, γνω­ρί­ζει ότι οι τά­ξεις βρί­σκο­νται σε σύ­γκρου­ση λόγω δια­φο­ρε­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Η αδυ­να­μία του βρί­σκε­τε στο γε­γο­νός ότι η σύγ­χυ­ση του τον κάνει να ταυ­τί­ζει το ενιαίο με το λαϊκό μέ­τω­πο και ταυ­τό­χρο­να να με­τα­τρέ­πει την τα­χτι­κή της ανα­γκαιό­τη­τας του με­τώ­που σε στρα­τη­γι­κή. Την ίδια στιγ­μή, ενώ ξέρει ποιάς τάξης τα συμ­φέ­ρο­ντα πρέ­πει να υπη­ρε­τή­σει έχει αδυ­να­μία να κα­τα­νο­ή­σει αν η τάξη αυτή χρειά­ζε­ται συμ­μά­χους και ποιους  για να κυ­βερ­νή­σει. Έτσι πολύ εύ­κο­λα η ανά­γκη για τα­ξι­κή συμ­μα­χία με­τα­τρέ­πε­ται σε στρα­τη­γι­κή για την «κυ­βέρ­νη­σης της αρι­στε­ράς».

Η αδυ­να­μία του να ξε­κό­ψει από τον ρε­φορ­μι­σμό τον σπρώ­χνει σ’ ένα ελι­τί­στι­κο  εκλε­κτι­κι­σμό στις απο­φά­σεις του, με απο­τέ­λε­σμα να επι­τεί­νει την σύγ­χυ­ση.  Ακο­λου­θώ­ντας  κατά πόδας τον ρε­φορ­μι­στή, ενώ του ασκεί κρι­τι­κή την ίδια στιγ­μή μπο­ρεί να προ­συ­πο­γρά­ψει μαζί του κοινό κεί­με­νο θέ­σε­ων, κρα­τώ­ντας για τον εαυτό του την πο­λυ­τέ­λεια ότι αυτός μπο­ρεί και να δια­φω­νεί. Η ευ­κο­λία που μπο­ρεί να συγ­χέ­ει τα ορ­γα­νω­τι­κά με τα πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα και αντί­στρο­φα είναι πα­ροι­μιώ­δης. Πα­τώ­ντας συ­νε­χώς τα πόδια του σε δύο βάρ­κες μπο­ρεί εύ­κο­λα να με­τα­τρέ­ψει μια νίκη στα ση­μεία σε νίκη αρχών και αντί­στρο­φα μια ήττα αρχών σε ήτα στα ση­μεία. Γ’ αυτό και η ψυ­χο­λο­γία του είναι μο­νί­μως αντι­φα­τι­κή και οι με­τα­μορ­φώ­σεις του οβι­δια­κές.

Ο ΚΕ­ΝΤΡΙ­ΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ

Στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ο κε­ντρι­σμός προ­έρ­χε­ται από ένα με­γά­λο  ρε­φορ­μι­στι­κό και από ένα μι­κρό­τε­ρο σε­κτα­ρι­στι­κό ρεύμα που κυ­ριάρ­χη­σαν στην Ελ­λά­δα μετά την κα­τάρ­ρευ­ση  της δι­κτα­το­ρί­ας. Ο λόγος αυτός τα κάνει να  έχουν και δια­φο­ρε­τι­κές αντι­δρά­σεις.

Το με­γα­λύ­τε­ρο τμήμα του προ­έρ­χε­ται από ένα ιδιό­μορ­φο αμάλ­γα­μα  που προ­έ­κυ­ψε από μια  σειρά δια­σπά­σε­ων και συγ­χω­νεύ­σε­ων, οι οποί­ες ξε­κί­νη­σαν  από την πε­ρί­ο­δο της δι­κτα­το­ρί­ας οι οποί­ες συ­νε­χί­στη­καν και μετά, προ­ερ­χό­με­νες  από το πρώην  ενιαίο  ΚΚΕ και οι οποί­ες κα­τέ­λη­ξαν στην ίδρυ­ση του Συ­να­σπι­σμού.Από την ίδρυ­ση του αυτό το μόρ­φω­μα κόμμα, στην προ­σπά­θεια του να ξε­φύ­γει από το στα­λι­νι­κό πα­ρελ­θόν του, αλλά ταυ­τό­χρο­να στην προ­σπά­θεια του να δίνει και εχέγ­γυα πο­λι­τι­κού ρε­α­λι­σμού, στρι­μώ­χτη­κε στις συ­μπλη­γά­δες του κυ­βερ­νη­τι­κού ρε­φορ­μι­σμού που εφάρ­μο­ζε το ΠΑΣΟΚ από τα δεξιά του  και στον στεί­ρο βερ­μπα­λι­σμό του ΚΚΕ από τα αρι­στε­ρά του.Αυτό το οδή­γη­σε σε μια μακρά πε­ρί­ο­δο φθο­ράς και αφθαρ­σί­ας κρα­τώ­ντας το συ­νε­χώς στα όρια της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ύπαρ­ξης. Έτσι, προ­σπα­θώ­ντας να απο­φύ­γει τις ρί­ξεις και τις δια­σπά­σεις οι οποί­ες θα το έρι­χναν στην κα­τη­γο­ρία της εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κής γκρού­πας,  εφάρ­μο­σε στο εσω­τε­ρι­κό του ένα άκρα­το ορ­γα­νω­τι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό που το με­τέ­τρε­ψε σε ένα κόμμα σούπα. Στους κόλ­πους του μπο­ρού­σαν να συμ­βιώ­νουν ταυ­τό­χρο­να αστοί δη­μο­κρά­τες, μι­κρο­α­στοί με­ταρ­ρυθ­μι­στές, ρε­φορ­μι­στές, σο­σια­λι­στές, κε­ντρι­στές και μαρ­ξί­ζω­ντες δια­νο­ού­με­νοι. Παίρ­νο­ντας κατά γράμ­μα  το ρητό «άσε όλα τα λου­λού­δια να αν­θί­σουν» εφάρ­μο­σε στην εσω­τε­ρι­κή λει­τουρ­γία του μια «με­τα­μο­ντέρ­να με­τα­κο­μου­νι­στι­κή» κα­τα­στα­τι­κή πρα­κτι­κή.Στο ιδε­ο­λο­γι­κό πεδίο, μπο­ρού­σαν να προ­συ­πο­γρά­ψουν όλοι μαζί ένα κοινό κεί­με­νο αρχών  προ­σθέ­το­ντας ότι νό­μι­ζε ο καθ’ ένας κα­λύ­τε­ρο γ’ αυτόν, δη­μιουρ­γώ­ντας μ’ αυτόν το τρόπο έναν ιδε­ο­λο­γι­κό χυλό. Στην συ­νέ­χεια όπως ήταν επό­με­νο ο καθ’ ένας τους, αφού είχε συμ­βά­λει στην δη­μιουρ­γία αυτού του χυλού αντλού­σε και το δι­καί­ω­μα να το ερ­μη­νεύ­ει κατά το δο­κούν. Στο δε ορ­γα­νω­τι­κό η χα­λα­ρό­τη­τα και η ατο­μι­κή συ­νει­σφο­ρά στη λει­τουρ­γία ήταν ο κα­νό­νας. Υπο­ταγ­μέ­νο στο ιδιό­μορ­φο Ελ­λη­νι­κό  πε­ρι­βάλ­λον και πιε­σμέ­νο πάντα από τα αρι­στε­ρά του από τον δογ­μα­τι­κό μαρ­ξι­σμό του ΚΚΕ, τα πε­ρι­θώ­ρια προ­σαρ­μο­γής του σε έναν ρε­φορ­μι­σμό του τύπου της ευ­ρω­παϊ­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας ήταν πε­ριο­ρι­σμέ­να. Έτσι δεν μπό­ρε­σε να απο­βά­λει την μαρ­ξι­στι­κή του φρα­σε­ο­λο­γία η οποία το ανά­γκα­ζε να ζει διαρ­κώς με μια αντί­φα­ση. Ενώ πρα­κτι­κά προ­σαρ­μο­ζό­ταν συ­νε­χώς στον αστι­κό ρε­α­λι­σμό,  ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νο να τον επι­κα­λύ­πτει με ένα μαρ­ξι­στι­κό πε­ρι­τύ­λιγ­μα περί δη­μο­κρα­τι­κού σο­σια­λι­σμού.

Όλη την πε­ρί­ο­δο της μετά δι­κτα­το­ρι­κής οι­κο­νο­μι­κής άνοι­ξης στην Ελ­λά­δα, ένα με­γά­λο μέρος  από τα μέλη και τα στε­λέ­χη αυτού του κόμ­μα­τος  χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν από την πο­λι­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή ελίτ της χώρας σε θέ­σεις κλει­διά για την δια­χεί­ρι­ση καί­ριων πο­λι­τι­κών και οι­κο­νο­μι­κών πό­στων. Αυτό όπως ήταν επό­με­νο δη­μιουρ­γού­σε μια αφό­ρη­τη πίεση προ­σαρ­μο­γής στον ρε­φορ­μι­σμό σε όλα τα μέλη και τα στε­λέ­χη του κόμ­μα­τος. Η χα­λα­ρή σχέση που είχε έτσι και αλ­λιώς με την ερ­γα­τι­κή τάξη αδυ­νά­τι­ζε ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο τις αντι­στά­σεις του. Με την έντα­ξη τους στην δια­χει­ρι­στι­κή λο­γι­κή η εκ­παί­δευ­ση των στε­λε­χών του στην ρε­φορ­μι­στι­κή δια­χεί­ρι­ση έγινε και ο κα­νό­νας λει­τουρ­γί­ας του.  Η κα­τά­στα­ση αυτή μέσα σ’ αυτό το κόμμα κύ­λη­σε ομαλά όλη την σα­ρα­ντά­χρο­νη πε­ρί­ο­δο  από την πτώση της δι­κτα­το­ρί­ας μέχρι το ξέ­σπα­σμα της κρί­σης και την εί­σο­δο μας στο ΔΝΤ. Παρά τις πιέ­σεις που ασκού­ταν στο εσω­τε­ρι­κό του για την με­τα­τρο­πή του σε κόμμα κυ­βερ­νη­τι­σμού, ή για μα­ζι­κές προ­σχω­ρή­σεις στον κυ­βερ­νη­τι­σμό, το κόμμα άντε­ξε με ελά­χι­στες απο­χω­ρί­σεις και απο­σκιρ­τή­σεις προς τα δεξιά. Η  τε­λευ­ταία προ­σπά­θεια έγινε από την ομάδα του κυρ Φώτη στο τε­λευ­ταίο συ­νέ­δριο ο οποί­ος διεκ­δι­κώ­ντας την ηγε­σία του θα το έσπρω­χνε σαν σύ­νο­λο στον κυ­βερ­νη­τι­σμό.

Μια πα­ρέν­θε­ση ανα­γκαία: κρί­νο­ντας εκ των υστέ­ρων την στάση της ομά­δας Κου­βέ­λη δεν βάζει κα­νείς εύ­κο­λα το χέρι του στο ευαγ­γέ­λιο για να ορ­κι­στεί ότι η προ­σπά­θεια διεκ­δί­κη­σης της ηγε­σί­ας του κόμ­μα­τος δεν ήταν κα­θο­δη­γού­με­νη. Κρί­νο­ντας  από τις απο­κα­λύ­ψεις που έρ­χο­νται σιγά σιγά στην επι­φά­νεια, όπως οι απο­κα­λύ­ψεις του Στρός  Κάν για τον ΓΑΠ, το φού­σκω­μα του ελ­λείμ­μα­τος στο 15% ο λάθος πολ­λα­πλα­σια­στής και άλλα, δεί­χνει ότι η Ελ­λά­δα είχε επι­λε­γεί  από πριν σαν στό­χος εφαρ­μο­γής αυτής της πο­λι­τι­κής που βιώ­νου­με σή­με­ρα. Έτσι και η προ­σπά­θεια του κυρ Φώτη μπο­ρεί κάλ­λι­στα να εντα­χτεί σ’ αυτήν την προ­ε­τοι­μα­σία για τον έλεγ­χο ενός ανε­ξέ­λεγ­κτου κόμ­μα­τος με αρι­στε­ρό­στρο­φη πο­ρεία ιδιαί­τε­ρα την τε­λευ­ταία πε­ρί­ο­δο προς τον κε­ντρι­σμό. Οι ιστο­ρι­κοί του μέλ­λο­ντος θα δώ­σουν απά­ντη­ση στο ζή­τη­μα αυτό.

Η εί­σο­δος μας στην κρίση ανέ­τρε­ψε όλη αυτή την ηρε­μία και την ομα­λό­τη­τα. Τώρα πια μπή­κα­με σε μια μα­κρό­χρο­νη πε­ρί­ο­δο ανα­κα­τα­τά­ξε­ων, ανα­τα­ρά­ξε­ων και ανα­τρο­πών της  ομα­λό­τη­τας και της ηρε­μί­ας. Από την αρχή της ει­σό­δου μας στην κρίση, δύο δια­φο­ρε­τι­κές από­ψεις για την αντι­με­τώ­πι­ση της πα­ρου­σιά­στη­καν μέσα στους κόλ­πους αυτού του κόμ­μα­τος. Οι το­πο­θε­τή­σεις στα  ζη­τή­μα­τα  του χρέ­ους και της πα­ρα­μο­νής   μας ή όχι στην   ζώνη του ευρώ – θέ­μα­τα στα οποία δεν υπήρ­χαν πολλά πε­ρι­θώ­ρια σύ­γκλη­σης - διέρ­ρη­ξαν την κλα­σι­κή λει­τουρ­γία αυτού του κόμ­μα­τος, δη­μιουρ­γώ­ντας δύο με­γά­λα ρεύ­μα­τα. Ένα πλειο­ψη­φι­κό ρεύμα το οποίο υπο­στη­ρί­ζει την πα­ρα­μο­νή μας στο ευρώ και την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους ή έστω του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του και ένα μειο­ψη­φι­κό το οποίο αρ­νεί­ται την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους ή έστω του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του και την έξοδο μας από την ζώνη του ευρώ και την επι­στρο­φή μας σε εθνι­κό νό­μι­σμα.  Από αυτό το κομ­μά­τι του ση­με­ρι­νού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ άλ­λω­στε  προ­έρ­χε­ται και το σύ­νο­λο του κυ­βερ­νη­τι­κού αλλά και στον «προ­θά­λα­μο» κυ­βερ­νη­τι­κού ρε­φορ­μι­σμού που ανα­φε­ρό­μουν στο προη­γού­με­νο άρθρο μου, αλά ταυ­τό­χρο­να, από το ίδιο κόμμα προ­έρ­χε­ται  και το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος του αρι­στε­ρό­στρο­φου κε­ντρι­σμού. Αυτό  το ζή­τη­μα θα κα­θο­ρί­σει την τύχη μιας σει­ράς χωρών αλλά και της ίδιας της ευ­ρω­ζώ­νης  στο επό­με­νο διά­στη­μα, κα­θο­ρί­ζο­ντας και το πλαί­σιο των αγώ­νων που θα διε­ξα­χθούν γύρω απ’ αυτό το ζή­τη­μα. Οι αγώ­νες αυτοί θα κά­νουν δύ­σκο­λη την σύ­γκλη­ση των δύο αυτών δια­φο­ρε­τι­κών από­ψε­ων δη­μιουρ­γώ­ντας με­γα­λύ­τε­ρες κε­ντρό­φυ­γες τά­σεις. Όλες οι επι­μέ­ρους δια­φω­νί­ες που θα πα­ρου­σιά­ζο­νται το αμέ­σως επό­με­νο διά­στη­μα θα έχουν βάση εκ­κί­νη­σης αυτό το ζή­τη­μα.

Το δεύ­τε­ρο και μι­κρό­τε­ρο κομ­μά­τι του προ­έρ­χε­ται από διά­φο­ρες μι­κρές εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις, οι οποί­ες απο­τέ­λε­σαν και την βάση της δη­μιουρ­γί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Εκεί, στην αρχή  πε­ρί­που της νέας χι­λιε­τί­ας, μια σειρά ιδιαί­τε­ροι πα­ρά­γο­ντες που δη­μιουρ­γή­θη­καν στην Ελ­λά­δα έκα­ναν να συμ­βεί αυτό που πα­λαιό­τε­ρα θα θε­ω­ρού­νταν ιε­ρο­συ­λία. Η συ­μπό­ρευ­ση κάτω απ’ την ίδια ση­μαία «ρε­φορ­μι­στών» και «εξ­τρε­μι­στών» όπως απο­κα­λού­σαν οι μεν τους δε.

Μια φρε­νή­ρης ανά­πτυ­ξη στη­ριγ­μέ­νη στον εξω­τε­ρι­κό δα­νει­σμό για την εκ­πλή­ρω­ση της νέας «με­γά­λης ιδέας» της αστι­κής τάξης. Αυτής της τέ­λε­σης των ολυ­μπια­κών αγώ­νων έκανε τότε τον δι­κομ­μα­τι­σμό ο οποί­ος δια­χει­ρι­ζό­ταν όλη αυτή τη ρε­μού­λα ακα­τα­νί­κη­το. Στα μάτια των μαζών η φρε­νή­ρης αυτή ανά­πτυ­ξη δεν άφηνε κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο αμ­φι­σβή­τη­σης της ικα­νό­τη­τας δια­κυ­βέρ­νη­σης της χώρας από τον δι­κομ­μα­τι­σμό. Τα εκλο­γι­κά πο­σο­στά των δύο με­γά­λων κομ­μά­των ξε­περ­νού­σαν το απί­στευ­το 85% μην αφή­νο­ντας πολλά πε­ρι­θώ­ρια  επι­βί­ω­σης στα μι­κρό­τε­ρα κόμ­μα­τα. Σαν απο­τέ­λε­σμα ο Συ­να­σπι­σμός μπήκε για  άλλη μια φορά σε μια πε­ρί­ο­δο αβε­βαιό­τη­τας για το κοι­νο­βου­λευ­τι­κό του μέλ­λον. Αυτό όπως ήταν επό­με­νο τον ανά­γκα­σε να  ψά­χνει ενα­γω­νί­ως στη­ρίγ­μα­τα για την δια­σφά­λι­ση αυτού του μέλ­λο­ντος. 

Ταυ­τό­χρο­να, μια σειρά μι­κρών εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, βί­ω­ναν ένα πολύ μακρύ χει­μώ­να  απο­μό­νω­σης από την ερ­γα­τι­κή τάξη και βά­δι­ζαν στην από­λυ­τη ερη­μιά της πο­λι­τι­κής απόρ­ρι­ψης από τη τάξη και την κοι­νω­νία. Η αδιέ­ξο­δη αυτή κα­τά­στα­ση τις έσπρω­χνε σε ένα επι­θε­τι­κό ακτι­βι­σμό υπο­τι­μώ­ντας πα­ντε­λώς την θε­ω­ρη­τι­κή κα­τάρ­τι­ση. Έτσι σε κάθε ση­μα­ντι­κό ιστο­ρι­κό γε­γο­νός ή από­το­μη καμπή του ιστο­ρι­κού γί­γνε­σθαι, ήταν επό­με­νο να ξε­σπούν οξύ­τα­τες συ­γκρού­σεις στο εσω­τε­ρι­κό τους. Η αδυ­να­μία τους να κα­τα­νο­ή­σουν την εποχή και το πε­ρι­βάλ­λον, η απου­σία θε­ω­ρη­τι­κής κα­τάρ­τι­σης,  με­τέ­τρε­πε τις πο­λι­τι­κές δια­φο­ρές σε προ­σω­πι­κές αντε­γκλή­σεις και προ­στρι­βές. Σαν συ­νέ­πεια μια σειρά δια­σπά­σεις και οβι­δια­κές με­τα­μορ­φώ­σεις, ερ­χό­ταν να προ­στε­θούν στις πα­λιό­τε­ρες  γεν­νώ­ντας ένα τε­ρά­στιο μω­σαϊ­κό από ομοει­δείς  ορ­γα­νώ­σεις χωρίς να έχουν επαφή η μία με την άλλη, δια­λα­λώ­ντας η κάθε μια την δικής της «αλή­θεια»,  η οποία δεν πα­ράλ­λα­σε σε τί­πο­τε από την προη­γού­με­νη. Η  εμ­μο­νή  τους στην στα­λι­νι­κή θε­ο­ποί­η­ση του κόμ­μα­τος ότι αυτό και μόνο χρειά­ζε­ται για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί η επα­νά­στα­ση, τις έσπρω­χνε στον άκρα­το ακτι­βι­σμό προ­ση­λυ­τι­σμού μελών αγνο­ώ­ντας πα­ντε­λώς την θε­ω­ρία. Η μο­νο­διά­στα­τη αυτή το­πο­θέ­τη­ση τους, ακόμα και σή­με­ρα, δεν τους επι­τρέ­πει να κα­τα­νο­ή­σουν ότι το κόμμα είναι ένας από τους πα­ρά­γο­ντες της επα­νά­στα­σης και όχι μο­να­δι­κός.  Όταν όλοι οι άλλοι πα­ρά­γο­ντες λεί­πουν η ύπαρ­ξη του δεν κα­θί­στα­ται και τόσο ανα­γκαία.

Η κοι­νω­νι­κή απο­μό­νω­ση και η αδυ­να­μία προ­σέγ­γι­σης των μα­ζι­κών χώρων της ερ­γα­τι­κής τάξης, όπως τα συν­δι­κά­τα και οι χώροι δου­λειάς,  έσπρω­ξε αυτές τις ορ­γα­νώ­σεις ανα­γκα­στι­κά να στρέ­ψουν όλη τη  δρα­στη­ριό­τη­τα  τους, στον μόνο μα­ζι­κό χώρο που τους απέ­με­νε, στα πα­νε­πι­στή­μια. Σε ένα χώρο που από την φύση του όσο ευ­ε­πί­φο­ρος είναι στις νέες ιδέες άλλο τόσο είναι ρευ­στός και ευ­με­τά­βλη­τος. Ο νε­α­νι­κός εν­θου­σια­σμός για ότι δή­πο­τε νέο γ’ αυ­τούς σε συν­δυα­σμό με την νε­α­νι­κή άγνοια και εμπει­ρι­σμό, δη­μιουρ­γεί ένα εκρη­κτι­κό κο­κτέιλ κι­νη­τι­κό­τη­τας και αμ­φι­σβή­τη­σης. Έτσι  οι προ­σχω­ρή­σεις  σχε­δόν πάντα εξο­μοιώ­νο­νταν με τις απο­χω­ρή­σεις. Η  δου­λειά αυτή απο­δεί­χτη­κε ατε­λέ­σφο­ρη γιατί ήταν σαν να χτί­ζουν πύρ­γους στην άμμο, ή όπως οι Δα­να­ΐ­δε­ςοι οποί­ες προ­σπα­θού­σαν να γε­μί­σουν το τρύ­πιο πι­θά­ρι τους με νερό, έτσι και αυτοί βά­ζο­ντας μέλη έτσι και ως έτυχε απ’ την μια πόρτα, αυτά τους έφευ­γαν απ’ την άλλη. Μ’ αυτόν τον τρόπο   ορι­σμέ­νες απ’ αυτές άρ­χι­σαν συ­νει­δη­το­ποιούν ότι το κα­θή­κον του «χτι­σί­μα­τος του κόμ­μα­τος» ή του «υπο­κει­με­νι­κού πα­ρά­γο­ντα»  όπως αρέ­σκο­νται να τον ονο­μά­ζουν μ’ αυτόν τον τρόπο κα­τα­ντού­σε άπια­στο όνει­ρο.

Την ίδια πε­ρί­ο­δο και μετά την πε­ρι­βό­η­τη επί­θε­ση της «πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης» -της επέ­λα­σης δη­λα­δή του αρ­μα­γεδ­δώ­να του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού - μια διά­χυ­τη διά­θε­ση για «ενό­τη­τα» είχε αρ­χί­σει να πλα­νά­ται σαν ανά­γκη να αντι­με­τω­πι­στεί αυτή η επί­θε­ση πάνω απ’ τα κε­φά­λια των μι­κρό­τε­ρων ορ­γα­νώ­σε­ων και κομ­μά­των της τάξης. Μια όσμω­ση που είχε πραγ­μα­το­ποι­η­θεί την προη­γού­με­νη πε­ρί­ο­δο με μια σειρά συ­νερ­γα­σί­ες για ορι­σμέ­να ζη­τή­μα­τα έκανε πιο εφι­κτή την προ­σέγ­γι­ση.  Όλοι αυτοί οι πα­ρά­γο­ντες προ­σα­να­τό­λι­σαν ορι­σμέ­νες ορ­γα­νώ­σεις να  με­τα­φέ­ρουν  το κα­θή­κον του χτι­σί­μα­τος του  κόμ­μα­τος, χωρίς να εγκα­τα­λεί­ψουν  τις πα­νε­πι­στη­μια­κές αρέ­νες, στις αρέ­νες  ενός  δια­φο­ρε­τι­κού μα­ζι­κού χώρου, αυτό των κομ­μά­των. Έναν χώρο που όμως δεν τον ήξε­ραν και δεν μπο­ρού­σαν να φα­ντα­στούν τις υπο­χρε­ώ­σεις και τους κα­τα­να­γκα­σμούς που θα τους επέ­βαλ­λε  αυτή η με­τα­κί­νη­ση βά­ζο­ντας φραγ­μούς στην «ανε­ξάρ­τη­τη» δράση τους. Έτσι  ωθού­με­νες από κα­θα­ρά ιδιο­τε­λή κί­νη­τρα η κάθε μια απ’ αυτές στρά­φη­κε στην συ­νερ­γα­σία με τον Συ­να­σπι­σμό, δη­μιουρ­γώ­ντας τον «χώρο δια­λό­γου».

Χωρίς καμιά ενιαιο­με­τω­πι­κή ορ­γα­νω­τι­κή δομή, χωρίς καμιά επι­μέ­ρους πο­λι­τι­κή συμ­φω­νία, χωρίς αρχές, δη­μιούρ­γη­σαν ένα ιδιό­τυ­πο μη­χα­νι­σμό συ­νερ­γα­σί­ας κο­ρυ­φής. Εκεί  οι τυχόν δια­φω­νί­ες που μπο­ρεί να προ­έ­κυ­πταν λυ­νό­ταν με την εξ ίσου πρω­τό­τυ­πη  «δη­μο­κρα­τία» του βέτο. Όπως στον ΟΗΕ τα ανε­ξάρ­τη­τα συμ­φέ­ρο­ντα των εθνών κρα­τών προ­στα­τεύ­ο­νταν με το βέτο,  έτσι και αυτοί προ­στά­τευαν τα «ανε­ξάρ­τη­τα» πο­λι­τι­κά τους και όχι μόνο συμ­φέ­ρο­ντα με το βέτο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, βά­δι­ζαν μαζί στην ίδια λε­ω­φό­ρο, ακο­λου­θώ­ντας όμως δια­φο­ρε­τι­κές πο­ρεί­ες.  Και αυτό το και­νο­φα­νές αμάλ­γα­μα το  ονό­μα­ζαν μέ­τω­πο. Έτσι γε­νι­κά, μέ­τω­πο, χωρίς να τολ­μούν να του δί­νουν κα­νέ­να επι­θε­τι­κό προσ­διο­ρι­σμό, ούτε της στα­λι­νι­κής έκ­δο­σης του λαϊ­κού με­τώ­που, αλλά ούτε και της τρι­το­διε­θνι­στι­κής θέσης του ενιαί­ου με­τώ­που. Κα­τα­λά­βαι­ναν πολύ καλά ότι αυτό που είχαν κα­τα­σκευά­σει δεν κόλ­λα­γε που­θε­νά. Και αυτά όλα γι­νό­ταν κάτω απ’ το προ­κά­λυμ­μα και στο όνομα του μαρ­ξι­σμού. Οι ανά­γκες των εκλο­γών του 2004 τους υπο­χρέ­ω­σε με βάση τον εκλο­γι­κό νόμο να με­τα­τρέ­ψουν αυτό το συ­νον­θύ­λευ­μα  σε κα­θα­ρά εκλο­γι­κό μη­χα­νι­σμό δη­μιουρ­γώ­ντας τον Συ­να­σπι­σμό Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς. Έτσι για να χω­ρά­νε όλοι μέσα. Όπως απο­δεί­χτη­κε άλ­λω­στε ήταν και το μόνο που τους χρεια­ζό­ταν.

Αυτή η κα­τά­στα­ση ηρε­μί­ας στην πα­ρά­ται­ρη αυτή συ­γκα­τοί­κη­ση όλου αυτού του ετε­ρό­κλη­του πλή­θους, θα μπο­ρού­σε να κρα­τή­σει αρ­κε­τά στη­ριγ­μέ­νη στην κοι­νο­βου­λευ­τι­κή σι­γου­ριά του 4% ή του 6%, εξυ­πη­ρε­τώ­ντας ήρεμα τις εκα­τέ­ρω­θεν επι­διώ­ξεις. Η  ηρε­μία αυτή όμως όπως ήταν επό­με­νο είχε ημε­ρο­μη­νία λήξης με την υπο­γρα­φή από τον ΓΑΠ της ει­σό­δου μας στον έλεγ­χο της τρόι­κας. Με την εί­σο­δο μας στην κρίση, όπως ο Συ­να­σπι­σμός, έτσι και το σύ­νο­λο των ορ­γα­νώ­σε­ων μπή­καν σε μια φάση εσω­τε­ρι­κής κρί­σης  η οποία δεν έμοια­ζε κα­θό­λου και δεν είχε καμία σχέση με αυτές του πα­ρελ­θό­ντος. Όπως ο Συ­να­σπι­σμός έτσι και αυτοί έπρε­πε να απα­ντή­σουν στο κυ­ρί­αρ­χο ζή­τη­μα που έβαζε η κρίση. Αυτό του χρέ­ους και του ευρώ. Όπως ήταν επό­με­νο όσο ποιο πολύ ακού­μπα­γαν το καυτό αυτό πρό­βλη­μα τόσο ποιο πολύ και­γό­ταν.Η έτσι και αλ­λιώς δύ­σκο­λη λει­τουρ­γία τους μέσα σε ένα μα­ζι­κό­τε­ρο κόμμα επι­δει­νώ­θη­κε με τις δια­φω­νί­ες που προ­έ­κυ­ψαν απ’ αφορ­μή το ζή­τη­μα αυτό. Όπως ήταν επό­με­νο φυ­γό­κε­ντρες τά­σεις  προς τα αρι­στε­ρά και τα δεξιά να πα­ρου­σιά­ζο­νται στους κόλ­πους και αυτών των ορ­γα­νώ­σε­ων. Σιγά σιγά το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος απ’ αυτές, συ­νε­πι­κου­ρού­με­νες και από διά­φο­ρους άλ­λους λό­γους που ανά­γο­νται στο ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θών της κάθε μιας, προ­σχώ­ρη­σαν στην πλειο­ψη­φι­κή τάση του Συ­να­σπι­σμού ενι­σχύ­ο­ντας  ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο αυτό το ρεύμα.Ένα μι­κρό­τε­ρο κομ­μά­τι και μετά από μια δια­δρο­μή με διά­φο­ρα ζιγκ ζαγκ προ­σχώ­ρη­σε στην μειο­ψη­φι­κή άποψη, δη­μιουρ­γώ­ντας μαζί της ένα χα­λα­ρό δεσμό γύρω απ’ την αρι­στε­ρή πλατ­φόρ­μα.

Έτσι, στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, από την αρχή, η σύ­γκρου­ση μέσα στους κόλ­πους του, σαν απο­τέ­λε­σμα που του ασκεί η κρίση, παίρ­νει  ένα κα­θη­με­ρι­νό οξύ­τα­το χα­ρα­κτή­ρα.  Η προ­βο­λή της δε από τα ΜΜΕ τα οποία την ανα­πα­ρά­γουν ιδιαί­τε­ρα με­γε­θυ­μέ­νη την κά­νουν να παίρ­νει ένα δια­βρω­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Γιατί; Μα γιατί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ένα μικρό ελι­τί­στι­κο κοι­νο­βου­λευ­τι­κό κόμμα του 4% το οποίο χρη­σι­μο­ποιού­σε όλη την προη­γού­με­νη πε­ρί­ο­δο ανέ­ξο­δα μια αρι­στε­ρή φρα­σε­ο­λο­γία κα­λέ­στη­κε από την κοι­νω­νία στις εκλο­γές του πε­ρα­σμέ­νου Μάη να δώσει λύση στην προϊ­ού­σα  κρίση.  Κα­λέ­στη­κε με άλλα λόγια από την ιστο­ρία  να κυ­βερ­νή­σει και να εφαρ­μό­σει τις εξαγ­γε­λί­ες του για απαλ­λα­γή μας από τα μνη­μό­νια και τις δα­νεια­κές συμ­βά­σεις. Έτσι από ένα κόμμα του 4% μπαί­νο­ντας στον προ­θά­λα­μο της κυ­βέρ­νη­σης σαν αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση μπήκε ταυ­τό­χρο­να και στην μέγ­γε­νη της πί­ε­σης των οξυ­μέ­νων προ­βλη­μά­των που γεν­νά­ει η κρίση. Πίεση που του ασκεί­τε από τα αρι­στε­ρά του, από την με­γέ­θυν­ση  ανα­γκών των μαζών, που πλήτ­το­νται από την κρίση.  Και  πίεση που του ασκεί­τε από τα δεξιά του, από την οι­κο­νο­μι­κή ολι­γαρ­χία και τους δα­νει­στές,  να απαρ­νη­θεί τους αρι­στε­ρούς βερ­μπα­λι­σμούς και να προ­σαρ­μο­στεί στον αστι­κό ρε­α­λι­σμό. Αυτοί οι δύο δρό­μοι θα είναι ένα συ­νε­χές πεδίο σύ­γκρου­σης μέσα στο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ σπρώ­χνο­ντας στα άκρα τις εσω­τε­ρι­κές του αντι­θέ­σεις και ταυ­τό­χρο­να οι συ­γκρού­σεις αυτές θα γί­νουν  και ένα σχο­λείο εκ­παί­δευ­σης νέων στε­λε­χών.

Αυτή η πίεση που του ασκεί­τε από τα δεξιά και από αρι­στε­ρά κάνει την εσω­τε­ρι­κή δια­πά­λη όλων των ρευ­μά­των υπο­χρε­ω­τι­κή και ανα­πό­φευ­κτη. Αν τώρα προ­σθέ­σου­με σε αυτό και το αδιέ­ξο­δο και την ανά­γκη των δα­νει­στών, για ένα κυ­βερ­νη­τι­κό σχήμα συ­νέ­χι­σης της πο­λι­τι­κής τους, ανά­γκη  που απορ­ρέ­ει από την διά­βρω­ση και διά­λυ­ση των κομ­μά­των εξου­σί­ας, στην συ­νεί­δη­ση των μαζών, στα οποία στη­ρί­χτη­κε για να δια­χει­ρι­στούν  την κρίση χρέ­ους, τότε θα κα­τα­λά­βου­με ότι οι πιέ­σεις που ασκού­νται από τα δεξιά είναι τε­ρά­στιες, ορ­γα­νω­μέ­νες και με­θο­δευ­μέ­νες. Την ίδια στιγ­μή,  η προ­ο­πτι­κή κυ­βέρ­νη­σης από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ κάνει ακόμα πιο ευά­λω­τη στις πιέ­σεις την δεξιά ομάδα, ιδιαί­τε­ρα αυτή που εκ­φρά­ζε­τε μέσα και πίσω από το οι­κο­νο­μι­κό επι­τε­λείο,  κά­νο­ντας την ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο πιο προ­σαρ­μο­στι­κή στον ρε­φορ­μι­σμό και  πιο ευ­λύ­γι­στη στον αστι­κό ρε­α­λι­σμό.

Έτσι λοι­πόν έχο­ντας τα πράγ­μα­τα και με την αγω­νία των νε­ο­φώ­τι­στων την πα­ρα­μο­νή της εμ­βά­πτι­σης  στην κυ­βερ­νη­τι­κή κο­λυμ­βή­θρα, πα­ρα­τη­ρού­με μια συ­νε­χή και συ­νει­δη­τή  διο­λί­σθη­ση προς τα δεξιά της ηγε­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας. Με­τα­τό­πι­ση η οποία γί­νε­ται ολο­έ­να και πιο δια­κρι­τή σε όλες τις ομι­λί­ες του προ­έ­δρου και όχι μόνο. Πα­ρα­δείγ­μα­τα πά­μπολ­λα: στην ομι­λία του στο συ­νέ­δριο του εκό­νο­μιστ!!!, πιε­σμέ­νος αφό­ρη­τα από την δεξιά ρε­φορ­μι­στι­κή πτέ­ρυ­γα, αλλά αι­σθα­νό­με­νος και την ανά­γκη  να χαϊ­δέ­ψει τα αυτιά των ακρο­α­τών του έδωσε  ανα­στο­λή στο κα­τα­δι­κα­σμέ­νο στην ποινή του θα­νά­του με ένα και μόνο νόμο την επό­με­νη των εκλο­γών μνη­μό­νιο, η μνη­μό­νια. Σε διά­φο­ρες συ­νε­ντεύ­ξεις του η κα­τάρ­γη­ση των δα­νεια­κών συμ­βά­σε­ων με­τα­τρέ­πε­ται σε σκλη­ρή επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση.Και στις ομι­λί­ες του στην Γερ­μα­νία, την Αμε­ρι­κή, αλλά και στον ΣΕΒ, συ­νο­δευό­με­νος για να μην κάνει λάθος απ’ τον κυρ Μιληό, η μο­νο­με­ρής δια­γρα­φή έστω και με ΕΛΕ του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του χρέ­ους γί­νε­ται ρήτρα ανά­πτυ­ξης για την απο­πλη­ρω­μή όχι μόνο του χρέ­ους και αλλά και όλων των δυ­σβά­στα­κτων  τόκων. Η διο­λί­σθη­ση αυτή συ­μπλη­ρώ­νε­ται με την απο­φυ­γή  ρητής δέ­σμευ­σης για τα πάντα. Η υπο­χρε­ω­τι­κή επι­στρο­φή του 13ου και του 14ου μι­σθού και στα ημε­ρο­μί­σθια πριν την τρόι­κα γί­νο­νται αό­ρι­στες υπο­σχέ­σεις. Η επα­να­πρό­σλη­ψη των απο­λυ­μέ­νων με­τα­φέ­ρε­ται στο απώ­τε­ρο μέλ­λον. Ας μην μι­λή­σου­με για την υγεία την παι­δεία τις πα­ρο­χές τις συ­ντά­ξεις τους φό­ρους και γε­νι­κό­τε­ρα για το κρά­τος πρό­νοιας. Η προ­σκόλ­λη­ση τους  στο ευρώ και την ευ­ρω­ζώ­νη δεν τους επι­τρέ­πει να δουν ότι μέσα εκεί μόνο λι­τό­τη­τα υπάρ­χει. Αυτά άλ­λω­στε είναι κα­τα­γραμ­μέ­να και χι­λιοει­πω­μέ­να όχι μόνο στις εφη­με­ρί­δες και τα μπλοκ αλλά πάνω απ’ όλα στην συ­νεί­δη­ση της κα­τε­στραμ­μέ­νης ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας δεί­χνο­ντας το με την στάση της να μην αγκα­λιά­ζει μα­ζι­κά αυτό το κόμμα.

Την ίδια στιγ­μή που δεν μπο­ρεί να δε­σμευ­τεί για τί­πο­τε γιατί γνω­ρί­ζουν πολύ καλά ότι η οι­κο­νο­μι­κή  εξάρ­τη­ση από την κε­ντρι­κή ευ­ρω­παϊ­κή τρά­πε­ζα είναι από­λυ­τη, άρα φι­λο­λαϊ­κή πο­λι­τι­κή με ευρώ δεν υπάρ­χει, με­τα­τρέ­πει τον πο­λι­τι­κό αγώνα σ’ ένα μι­κρο­α­στι­κό μπράντ ντε φερ στα κα­νά­λια απο­λο­γού­με­νοι στην επί­θε­ση συ­νε­τι­σμού των υπαλ­λή­λων της τρόι­κας ότι η δική τους πο­λι­τι­κή είναι κα­λύ­τε­ρη απ’ την εφαρ­μο­ζό­με­νη από τα τσι­ρά­κια των τροϊ­κα­νών.Με­τα­τρέ­πει τον αγώνα για την ανα­τρο­πή της κυ­βέρ­νη­σης και των πο­λι­τι­κών της σε εκλο­γη­κί­στι­κη αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κή φιέ­στα, με­τα­φέ­ρο­ντας την ευ­θύ­νη της  πο­λι­τι­κής κα­θο­δή­γη­σης αυτού του αγώνα από τις πλά­τες τις, στις πλά­τες του κι­νή­μα­τος γε­νι­κά. Η προ­σαρ­μο­γή της στην αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κή λο­γι­κή της εκλο­γι­κής ανα­μέ­τρη­σης, η απο­φυ­γή της κοι­νω­νι­κής ανα­τρο­πής και της επι­βο­λής των εκλο­γών, κάτι  που θα την κα­θι­στού­σε  κυ­ρί­αρ­χη του πο­λι­τι­κού παι­χνι­διού, την  στρέ­φει στο κυ­νή­γι των ψη­φο­φό­ρων του πε­ρί­φη­μου «κέ­ντρου». Σαν γνή­σιοι ρε­φορ­μι­στές, με την  γε­νί­κευ­ση αφαι­ρούν την κοι­νω­νι­κή βάση του κέ­ντρου η οποία δεν είναι άλλη παρά τα με­σο­στρώ­μα­τα  τα οποία σή­με­ρα κα­τα­στρέ­φο­νται και τα οποία αν δεν τους δώ­σεις σί­γου­ρη λύση, ένα πρό­γραμ­μα  ανα­συ­γκρό­τη­σης και συμ­μα­χί­ας  με την ερ­γα­τι­κά τάξη, ένα  με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα με άλλα λόγια θα γί­νο­νται λεία στις ορδές του φα­σι­σμού, την ίδια στιγ­μή που τους καλ­λιερ­γείς την αυ­τα­πά­τη ότι τα μνη­μό­νια φέρ­νουν την κρίση και όχι η κρίση τα μνη­μό­νια.

Όπως λέ­γε­τε συ­νή­θως, ο δρό­μος προς  την κό­λα­ση είναι στρω­μέ­νος με καλές προ­θέ­σεις. Ο δρό­μος όμως για τους κυ­βερ­νη­τι­κούς θώ­κους κα­θό­λου. Ο δρό­μος για την κα­τά­κτη­ση των κυ­βερ­νη­τι­κών θώκων είναι δύ­σβα­τος και ανη­φο­ρι­κός. Για την εκ­πλή­ρω­ση του σκο­πού δύο όροι είναι απα­ραί­τη­τοι. Ένα όλοι να υπη­ρε­τούν τον ίδιο σκοπό. Άρα δια­φω­νί­ες τέλος. Άκρα του τάφου σιωπή. Πλή­ρες σιω­πη­τή­ριο. Δύο Χρειά­ζε­ται ένα κόμμα χυλός. Ένα κόμμα που να υπη­ρε­τεί τους εκλο­γι­κούς μας στό­χους και όχι να γκρι­νιά­ζει και να δια­φω­νεί. Ένα κόμμα εκλο­γι­κό μη­χα­νι­σμό και όχι ένα πα­ρα­δο­σια­κό ερ­γα­τι­κό κόμμα με όρ­γα­να, εσω­τε­ρι­κή λει­τουρ­γία, απο­φά­σεις και λο­γο­δο­σία των ανω­τέ­ρων ορ­γά­νων στα κα­τώ­τε­ρα. Να με­τα­τρα­πεί μ’ άλλα λόγια σ’ ένα πλα­δα­ρό εκλο­γι­κό μη­χα­νι­σμό. Οι συμ­βου­λές, οι πα­ρο­τρύν­σεις και οι κα­τη­χή­σεις των φε­ρέ­φω­νων της αστι­κής τάξης «προ­ο­δευ­τι­κής» και «αντι­δρα­στι­κής», μνη­μο­νια­κής και αντι­μνη­μο­νια­κής, άλ­λω­στε, κα­νο­ναρ­χεί στο ίδιο τρο­πά­ρι. Πως είναι δυ­να­τόν σ’ ένα κόμμα και μά­λι­στα στον προ­θά­λα­μο της κυ­βέρ­νη­σης να έχει τόσες πολ­λές και άκρως αντί­θε­τες από­ψεις. Τη σούπα την χά­λα­γαν αυτοί οι «αρι­στε­ρι­στές» της αρι­στε­ρής πλατ­φόρ­μας. Έπρε­πε να παρ­θούν επει­γό­ντως μέτρα ενα­ντί­ων τους όπερ και εγέ­νε­το.

Στο συ­νέ­δριο παί­χτη­κε η πρώτη σκηνή από το έργο που θα δούμε πολ­λές φορές στο μέλ­λον.Στο συ­νέ­δριο δεν δο­κί­μα­σαν μόνο  τις αντο­χές και τα όπλα τους όλες οι τά­σεις,  αλλά πάνω απ’ όλα  κα­θό­ρι­σαν και τον τρόπο με τον οποίο θα αντι­με­τω­πί­ζουν η μία την άλλη στο μέλ­λον. Η δεξιά πλειο­ψη­φία, ενω­μέ­νη κάτω απ’ το λά­βα­ρο της μελ­λο­ντι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης της χώρας, κα­τέ­βη­κε απο­φα­σι­σμέ­νη να δώσει την μάχη ενά­ντια στην αρι­στε­ρά, για τον έλεγ­χο του κόμ­μα­τος και να την κερ­δί­σει. Πα­τώ­ντας πάνω στο θυ­μι­κό του κόμ­μα­τος και απει­λώ­ντας διά­σπα­ση, κάτι που δεν υπήρ­χε πε­ρί­πτω­ση να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει στην πα­ρού­σα φάση γιατί χρειά­ζε­ται κάθε ψήφο, (χωρίς να ση­μαί­νει ότι δεν  θα το κάνει πολύ ευ­χα­ρί­στως ανα­λαμ­βά­νο­ντας τον κυ­βερ­νη­τι­κό θώκο), έδωσε την πρώτη μάχη και την κέρ­δι­σε και στο πο­λι­τι­κό και στο ορ­γα­νω­τι­κό πεδίο. Κέρ­δι­σε το ζή­τη­μα της εκλο­γής του προ­έ­δρου από το συ­νέ­δριο, απο­κό­πτο­ντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις απο­φά­σεις του προ­έ­δρου και του πο­λι­τι­κού του πε­ρί­γυ­ρου απ’ τον έλεγ­χο των κα­τω­τέ­ρων ορ­γά­νων. Κέρ­δι­σε το κεί­με­νο των  πο­λι­τι­κών θέ­σε­ων χωρίς καμιά κα­τα­γρα­φή αντί­θε­των από­ψε­ων υπο­χρε­ώ­νο­ντας την αρι­στε­ρά είτε σε σιγή είτε σε υπε­ρά­σπι­ση των πλειο­ψη­φι­κών θέ­σε­ων. Κέρ­δι­σε την ορ­γα­νω­τι­κή λει­τουρ­γία του κόμ­μα­τος  με­τα­τρέ­πο­ντας το σε ένα άνευ­ρο σχήμα.

Αντί­θε­τα, η αρι­στε­ρή πλατ­φόρ­μα, εγκλω­βι­σμέ­νη σ’ ένα οπορ­του­νι­σμό, συ­νή­θεια και εκ­παί­δευ­ση του πα­ρελ­θό­ντος της, υπο­τί­μη­σε τε­λεί­ως την μάχη σε όλα τα μέ­τω­πα ιδιαί­τε­ρα δε στο πο­λι­τι­κό  πεδίο κα­τα­θέ­το­ντας κατά την συ­νή­θεια τρο­πο­λο­γί­ες οι οποί­ες απορ­ρί­φτη­καν πα­νη­γυ­ρι­κά και μετά πολ­λών επαί­νων.  Έτσι αντί να δώσει την μάχη ανοι­χτά σε όλα τα μέ­τω­πα, όπως αυτό του προ­έ­δρου, της λει­τουρ­γί­ας του κόμ­μα­τος, της λει­τουρ­γί­ας των τά­σε­ων και της κα­τα­γρα­φής μειο­ψη­φι­κά των θέ­σε­ων τους, και πάνω απ’ όλα των πο­λι­τι­κών θέ­σε­ων που θα την κά­νουν να ξε­χω­ρί­ζει από την ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία, κα­τα­θέ­το­ντας ένα ενιαίο δο­μη­μέ­νο πο­λι­τι­κό κεί­με­νο το οποίο θα πε­ριε­λάμ­βα­νε όλα τα πα­ρα­πά­νω, έδωσε μια μάχη φο­βι­κή κρι­μέ­νη πίσω από τους  συ­σχε­τι­σμούς και γ’ αυτό ατε­λέ­σφο­ρη. 

Προ­σπα­θώ­ντας να ξε­φύ­γουν από τον στα­λι­νι­κό κα­τα­να­γκα­σμό τους οι μεν και τον σε­κτα­ρι­σμό τους οι δε  ακο­λου­θούν κατά πόδας αμή­χα­να την ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία χωρίς κρι­τι­κή που να τους δια­χω­ρί­ζει απ’ αυτήν. Απε­μπο­λούν  πα­ρά­δο­ση δια­κο­σί­ων και πάνω ετών του ερ­γα­τι­κού και επα­να­στα­τι­κού κι­νή­μα­τος. Αυτό του δι­καιώ­μα­τος της δια­τύ­πω­σης και κα­τα­γρα­φής μέσω ψη­φο­φο­ρί­ας έστω και μειο­ψη­φι­κά της ύπαρ­ξης των πο­λι­τι­κών της θέ­σε­ων.  Αντί­θε­τα, έδωσε μια χαρά τη μάχη της λί­στας. Με­τέ­φε­ρε δη­λα­δή την μάχη από το πο­λι­τι­κό στο ορ­γα­νω­τι­κό πεδίο. Με­τέ­τρε­ψε μα άλλα λόγια την ήττα της στο πο­λι­τι­κό πεδίο σε νίκη αριθ­μη­τι­κή στα όρ­γα­να. Νίκη η οποία δεν στη­ρί­ζε­ται σε καμιά πο­λι­τι­κή συμ­φω­νία και η οποία κου­βα­λά­ει  όλα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της  χα­λα­ρής σχέ­σης του πα­ρελ­θό­ντος. Μια αριθ­μη­τι­κή νίκη τόσο γε­νι­κή και αφη­ρη­μέ­νη που μπο­ρεί να κου­βα­λά­ει μέσα της, την πο­λι­τι­κή συμ­φω­νία, την συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση, τις φι­λι­κές σχέ­σεις, την αντί­δρα­ση για αυτό που συμ­βαί­νει, ότι δή­πο­τε τέλος πά­ντων εκτός από μια κα­θα­ρή συμ­φω­νία αρχών κα­τα­γραμ­μέ­νη μειο­ψη­φι­κά. Και πα­νη­γύ­ρι­σε γ’ αυτό σε μια σειρά άρθρα. Και έκανε και ει­δι­κή συ­νά­ντη­ση γ’ αυτό δια­λα­λώ­ντας την ση­μα­ντι­κή νίκη του τριά­ντα και τόσο τις εκατό στην κα­τα­γρα­φή της λί­στας, ψελ­λί­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να για το αό­ρι­στο 45% πε­ρί­που που πα­ρα­λί­γο να πάρει μια μη κα­τα­γραμ­μέ­νη πο­λι­τι­κή θέση. Η σύγ­χυ­ση στο έπα­κρο. Σαν οι μάχες χα­ρα­κω­μά­των στους μη­χα­νι­σμούς των κομ­μά­των να αφο­ρούν την κοι­νω­νία.

ΥΣΤΕ­ΡΟ­ΓΡΑ­ΦΟ

Τε­λεί­ω­να το προη­γού­με­νο άρθρο μου το οποίο ανα­φε­ρό­ταν στον ρε­φορ­μι­σμό με την πα­ρα­τή­ρη­ση ότι «Στον αντί­πο­δα του ρε­φορ­μι­στή βρί­σκε­τε ο κε­ντρι­στής». Και ση­μεί­ω­να. «Σε νέο ση­μεί­ω­μα που ελ­πί­ζω να κα­τα­πια­στώ σύ­ντο­μα θα ασχο­λη­θώ με το  ζή­τη­μα αυτό αλλά και με μια σειρά άλλα που απορ­ρέ­ουν αλλά και συν­δέ­ο­νται μαζί του Ελ­πί­ζω να μην με προ­λά­βουν (ξανά) τα γε­γο­νό­τα  τα οποία τρέ­χουν στην εποχή μας με με­γά­λη τα­χύ­τη­τα γιατί εγώ δεν φη­μί­ζο­μαι έτσι και αλ­λιώς για την τα­χύ­τη­τα γρα­φής μου.» Είχα την αμυ­δρή ελ­πί­δα ότι δεν θα χρεια­ζό­ταν να κα­τα­πια­στώ με αυτό το θέμα ελ­πί­ζο­ντας ότι οι εξε­λί­ξεις θα το έλυ­ναν και έτσι δεν θα χρεια­ζό­ταν πε­ρι­σπού­δα­στες θε­ω­ρη­τι­κές ανα­λύ­σεις. Παρ’ όλα αυτά οι εξε­λί­ξεις στο συ­νέ­δριο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν έδω­σαν λύση. Και ανα­φέ­ρο­μαι στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, γιατί για την ώρα και όπως όλα δεί­χνουν, θα είναι  το κόμμα που θα κα­λε­στεί στον πα­ρό­ντα χρόνο να δώσει απα­ντή­σεις στα πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα της χώρας μας. Ελ­πί­ζω να μην δια­ψευ­στώ και ακόμα ελ­πί­ζω να μην χρεια­στεί να επα­νέλ­θω. Ακόμη, πολ­λοί φίλοι και σύ­ντρο­φοι μου κά­νουν την πα­ρα­τή­ρη­ση ότι στα κεί­με­να μου λεί­πει το δια ταύτα. Θα πάρω το θάρ­ρος να μοι­ρα­στώ αυτή την έλ­λει­ψη με αυ­τούς τους συ­ντρό­φους στο μισό. Ή η δική μου ικα­νό­τη­τα ανά­λυ­σης δεν είναι επαρ­κής για να φω­τί­ζει τα προ­βλή­μα­τα και να τα κάνει κα­τα­νοη­τά, ή η δική τους κα­τα­νό­η­ση δεν τους βοη­θά­ει να δουν στα κεί­με­να μου το δια ταύτα. Εν πάσει πε­ρι­πτώ­σει σή­με­ρα θα απο­τολ­μή­σω να το κάνω.

Ο χρό­νος που ξα­νοί­γε­ται μπρο­στά μας είναι μα­κρύς και οι μάχες που θα δο­θούν πολ­λές. Η εκ­παί­δευ­ση μέσα απ’ αυτές τις μάχες νέων στε­λε­χών είναι κα­θή­κον. Η ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία στην προ­ο­πτι­κή που γίνει κυ­βέρ­νη­ση θα ζήσει τον εφιάλ­τη μιας άλυ­της αντί­φα­σης. Ή θα προ­σαρ­μο­στεί στον ρε­α­λι­σμό των  δα­νει­στών και θα συ­νε­χί­σει την ίδια αδιέ­ξο­δη πο­λι­τι­κή, ή θα προ­σπα­θή­σει να εφαρ­μό­σει το πρό­γραμ­μα που έχει η ίδια ψη­φί­σει κάτω απ’ την πίεση που της ασκεί ακόμα η αρι­στε­ρή της πτέ­ρυ­γα. Ακόμα και αυτό το πρό­γραμ­μα όμως έρ­χε­ται σε ευ­θεία σύ­γκρου­ση με τα συμ­φέ­ρο­ντα των δα­νει­στών και την με­τα­τρο­πή της χώρας μας σε αποι­κία χρέ­ους. Μ’ αυτήν την έν­νοια όμως η σύ­γκρου­ση της με τους δα­νει­στές θα κα­τα­στεί ανα­πό­φευ­κτη. Και στη μία και στην άλλη πε­ρί­πτω­ση οι μάχες είναι μπρο­στά μας. Για να εκ­παι­δεύ­σου­με νέα στε­λέ­χη πρέ­πει να έχου­με την ικα­νό­τη­τα να το κά­νου­με προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας με υπο­μο­νή το αύριο. Την μάχη για την νίκη θα την δώ­σουν εκα­τομ­μύ­ρια μάζες με την πα­ρου­σία τους στους αγώ­νες. Εμείς πρέ­πει να προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε γ’  αυτό και να δου­λεύ­ου­με μαζί τους.  Αυτό όμως προ­ϋ­πο­θέ­τει    πρώτα απ’ όλα και πάνω  απ’ όλα την κα­λύ­τε­ρη δική μας εκ­παί­δευ­ση. Αυτό ση­μαί­νει:

α:  η αρι­στε­ρή πλατ­φόρ­μα θα πρέ­πει να αυ­το­εκ­παι­δευ­τεί κατ’ αρχήν στην τα­χτι­κή του ενιαί­ου με­τώ­που στο εσω­τε­ρι­κό της. Όσο αυτό δεν πραγ­μα­το­ποιεί­ται οι πα­ρο­τρύν­σεις προς τρί­τους, στο εξω­τε­ρι­κό της, κα­τα­ντά­ει κενό γράμ­μα. Είναι απα­ραί­τη­το λοι­πόν τε­λειώ­νο­ντας την με­τα­ξύ τους χα­λα­ρή σχέση να με­τα­τρα­πούν σε μια αρι­στε­ρή συ­μπα­γή πο­λι­τι­κή τάση. Η συμ­φω­νία μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί πάνω σ’ αυτά που τους ενώ­νουν αφή­νο­ντας στην άκρη αυτά που τους χω­ρί­ζουν.

β: είναι άκρως απα­ραί­τη­το, είναι επεί­γον, να επε­ξερ­γα­στούν ένα μί­νι­μουμ πρό­γραμ­μα με­τα­βα­τι­κών διεκ­δι­κή­σε­ων  για την κοι­νω­νία συν­δέ­ο­ντας το μί­νι­μουμ των διεκ­δι­κή­σε­ων με το μά­ξι­μουμ των δυ­να­το­τή­των της πραγ­μα­το­ποί­η­σης τους. Αυτό το μί­νι­μουμ πρό­γραμ­μα θα είναι η βάση της συμ­φω­νί­ας τους, και η προ­βο­λή τους στην κοι­νω­νία και τους αγώ­νες της. Ταυ­τό­χρο­να θα είναι και η δια­φο­ρο­ποί­η­ση τους απ’ την ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία. Το πρό­γραμ­μα αυτό θα πρέ­πει να τεθεί σε ψη­φο­φο­ρία στο εσω­τε­ρι­κό των μελών που απαρ­τί­ζουν την αρι­στε­ρή πλατ­φόρ­μα. Για να υπε­ρα­σπί­σεις κάτι με πάθος πρέ­πει έχεις συμ­βά­λει σ’ αυτό. Θα πρέ­πει επί­σης να μπει σε ψη­φο­φο­ρία στο εσω­τε­ρι­κό του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έτσι ώστε να απο­κτή­σει ισχύ έστω και μειο­ψη­φι­κή. Η δύ­να­μη μας είναι οι ιδέες μας.

γ: βα­σι­κό ζή­τη­μα είναι το ζή­τη­μα των συμ­μα­χιών. Συμ­μα­χιών όχι έτσι όπως τι φα­ντά­ζε­τε η ρε­φορ­μι­στι­κή ηγε­σία για να την οδη­γή­σουν στην κυ­βέρ­νη­ση, αλλά κοι­νω­νι­κών συμ­μα­χιών με την ερ­γα­τι­κή τάξη και τα ιστο­ρι­κά της συμ­φέ­ρο­ντα. Το στοί­χη­μα να κερ­δη­θούν τα με­σο­στρώ­μα­τα που σή­με­ρα κα­τα­στρέ­φο­νται στο πρό­γραμ­μα της ερ­γα­τι­κής τάξης, είναι στοί­χη­μα του αν κα­τορ­θώ­σου­με να φρά­ξου­με τον δρόμο στην επέ­λα­ση του φα­σι­σμού στην Ελ­λά­δα. Ένα πρό­γραμ­μα επο­μέ­νως που θα πε­ρι­λαμ­βά­νει της ανά­γκες της μι­κρής αγρο­τιάς και των μι­κρο­με­σαί­ων στρω­μά­των της πόλης είναι άκρως απα­ραί­τη­το

Υπάρ­χουν μια σειρά ακόμα ζη­τή­μα­τα όπως η επε­ξερ­γα­σία της διαρ­κούς επα­νά­στα­σης στην εποχή μας και άλλα πολλά. Ιδού πεδίο δόξης λα­μπρόν.

Με το συ­νέ­δριο του ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έκλει­σε ένα κε­φά­λαιο της ιστο­ρί­ας του πα­ρελ­θό­ντος του και άνοι­ξε ένα νέο για το μέλ­λον του. Αυτό το μέλ­λον μπο­ρεί να είναι δικό μας. Αυτό το μέλ­λον μπο­ρού­με και πρέ­πει να το κερ­δί­σου­με.

27/8/2013

Ετικέτες