ΓΕΝΙΚΑ Σε περιόδους που οι παραγωγικές δυνάμεις βρίσκονται στον κύκλο της ανάπτυξης, τότε μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια σχετική «ομαλότητα». Τότε η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία φαίνεται να μπορεί να λειτουργεί άψογα σαν ισορροπιστής ανάμεσα στις τάξεις.
Σε μια τέτοια περίοδο είναι επόμενο η ταξική πάλη να «εξομαλύνεται» και οι ενδοταξικές συγκρούσεις να μπαίνουν σε φάση άμβλυνσης. Αυτό είναι δυνατόν να συμβαίνει, γιατί οι παραχωρήσεις στις διεκδικήσεις των εργαζομένων από τους εργοδότες μπορούν να λύνονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και το κράτος να παίζει επαξίως τον ρόλο του σαν διαιτητής στη διαμάχη ανάμεσα στις τάξεις.
Σε αυτή την περίοδο, ο ρεφορμισμός βρίσκεται στο απόγειο του και ο ρεφορμιστής πολιτικός ή συνδικαλιστής αποθεώνεται σαν επαναστάτης ηγέτης στην συνείδηση της τάξης. Αυτή η περίοδος άλλωστε είναι που σταλάζει βαθειά στην συνείδηση όλης της εργατικής τάξης το δηλητήριο των αστικοδημοκρατικών αυταπατών. Σ’ αυτή την περίοδο τα σύνορα του ρεφορμισμού και του επαναστατικού Μαρξισμού γίνονται δυσδιάκριτα μέσα στα κόμματα της εργατικής τάξης. Ο κεντρισμός σχεδόν εξαφανίζεται και ο «μαρξισμός» μπαίνει σε μια κρίση ταυτότητας. Ιδιαίτερα όταν αυτή η περίοδος ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έχει ένα μεγάλο βάθος χρόνου τότε εκτός από τις αλλαγές που φέρνει στην οικονομία επιδρά με ένα δραματικό τρόπο και πάνω στην συνείδηση της εργατικής τάξης. Η αγωνιστική της παράδοση ξεπέφτει στο επίπεδο των οικονομικών διεκδικήσεων και το ιδεολογικό της οπλοστάσιο καταρρέει.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Όλη η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίστηκε από μια τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η περίοδος ήταν που οριοθέτησε αργά αλλά σταθερά, την μετατόπιση του συνόλου της κοινωνίας και του πολιτικού της προσωπικού αστικού και εργατικού προς τα δεξιά. Το σύνολο των παραδοσιακών ευρωπαϊκών Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και όχι μόνο, έκανε την αρχή. Η διαχειριστική πολιτική τους η οποία δοκιμάστηκε και εφαρμόστηκε όλη αυτή την περίοδο της ανάπτυξης από κυβερνητικές θέσεις, στάλαζε σιγά αλλά σταθερά στην συνείδηση της τάξης την πίστη για την ικανότητα μεταρρύθμισης του καπιταλισμού. Έτσι, για τους γραφειοκράτες ηγέτες αυτών των κομμάτων, το να αποτινάξουν και το τελευταίο σκοινί που τους έδενε με την εργατική τάξη την ιστορία της, και την ιδεολογία της αποδείχτηκε πολύ εύκολη υπόθεση. Εγκαταλείποντας και το τελευταίο προκάλυμμα ρεφορμισμού, προσχώρησαν ανοιχτά στην αστική ιδεολογία και στην υπηρεσία της αστικής τάξης. Αυτή η κατάσταση επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την σύγχυση μέσα στους κόλπους της τάξης. Το σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης αφέθηκε αμαχητί στην αγκαλιά του ρεφορμισμού. Μια σειρά διασπάσεις που πραγματοποιούνται στους κόλπους αυτών των κομμάτων δεν κατορθώνει καμιά από αυτές να επαναφέρει την θεωρία και τις επαναστατικές παραδόσεις στην εργατική τάξη. Οι περισσότερες επέστρεψαν στις τάξεις του κυβερνητικού ρεφορμισμού, διαλύθηκαν, ή πέρασαν στον σεκταρισμό σαν αποτέλεσμα ενός αδύνατου ιδεολογικού εξοπλισμού που κουβαλούσαν στο οπλοστάσιο τους φεύγοντας από τα παλιά τους κόμματα.
Η κατάσταση αυτή χειροτερεύει ιδιαίτερα τη δεκαετία του 90, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το γεγονός αυτό σφράγισε την ιστορία με την μεγαλύτερη ήττα για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Με την κατάρρευση όλου του «σοσιαλιστικού» μπλοκ η παγκόσμια εργατική τάξη και όχι μόνο, μένουν έκπληκτοι με την ευκολία και τον κυνισμό που η γραφειοκρατία αυτών των κρατών μετατράπηκε τόσο εύκολα από διαχειρίστρια σε ιδιοκτήτρια των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής και την λυσσαλέα έως μαφιόζικη πάλη μεταξύ της για την επικράτηση πάνω σ’ αυτήν την τεράστια κοινωνική περιουσία. Η κοινωνική αντεπανάσταση έχει επικρατήσει εις βάρος της πολιτικής επανάστασης, αφήνοντας ένα κενό στην συνείδηση της εργατικής τάξης για την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Ένα κενό, το οποίο θα χρειαστεί πολλές θυσίες αγώνες και αίμα για να γεμίσει
Με το πέρασμα όλων αυτών των γραφειοκρατικών κρατών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής όλο το πολιτικό σύστημα – συνέχεια και γέννημα της σταλινικής γραφειοκρατίας – πέρασε χωρίς καμιά δυσκολία στην υπηρεσία διάφορων ξένων υπερδυνάμεων. Η διάλυση της πρώην κραταιάς σοβιετικής δημοκρατίας - και σαν αποτέλεσμα των επεμβάσεων της πανίσχυρης τότε Αμερικής – δημιούργησε μια σειρά μικρά έθνη κράτη, ρίχνοντας την ανθρωπότητα στον γκρεμό του ιστορικού παρελθόντος της. Στην ξεπερασμένη εποχή, που το έθνος κράτος και οι εθνικές αστικές τάξεις, ήταν ικανές να ηγηθούν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Όσο πιο μικρή ήταν η χώρα τόσο πιο υποταχτική γινόταν η πολιτική ηγεσία αυτών των κρατών στις πιέσεις του ιμπεριαλισμού παραχωρώντας ταυτόχρονα τον έλεγχο των παραγωγικών τους δυνάμεων σαν λάφυρο για την προστασία που τους παρείχε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός από τον φόβο τους μην ξαναπέσουν στην κυριαρχία του μεγαλορώσικου σοβινισμού. Η τεράστια σε αριθμητικό όγκο, αλλά χωρίς ίχνος μαρξιστικής εκπαίδευσης εργατική τάξη αυτών των χωρών, αφέθηκε χωρίς οργάνωση και χωρίς ηγεσία στην τύχη της, επηρεάζοντας με την αδυναμία αντίστασής της και την εργατική τάξη όλου του κόσμου. Όσα «αδελφά» κόμματα προσκολλημένα στην πολιτική της πρώην ΣΕ απέμειναν στον υπόλοιπο κόσμο είτε υποτάχτηκαν στο ρεύμα της εποχής προσχωρώντας ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του καπιταλισμού, είτε πέρασαν ολοκληρωτικά στον σεκταρισμό. Το ΚΚΕ και το ΑΚΕΛ είναι τα δύο από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα των δρόμων που ακολούθησαν αυτά τα κόμματα.
Την ίδια περίοδο, προσπάθειες που γίνονται από μεμονωμένους αγωνιστές και μικρές οργανώσεις παραμένουν χωρίς αποτελέσματα. Η ανάγκη τους να αντιπολιτεύονται τα μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα της τάξης, στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν ακροατήριο για να «χτίσουν το επαναστατικό κόμμα», δεν φέρνει και πολλά αποτελέσματα. Μετατρέποντας το «χτίσιμο» του κόμματος σε αριθμητικό μέγεθος, ξεπέφτουν πολύ πιο κάτω από τους ιησουίτες ιεραπόστολους μοναχούς στις εξορμήσεις τους τον δέκατο έβδομο αιώνα για προσηλυτισμό στις «άγριες» φιλές της Ασίας και της Αμερικής διδάσκοντας τους τον λόγο του θεού. Έτσι και αυτοί. Η μοναδικότητα της αλήθειας που κουβαλούν στο δισάκι τους δεν χωρεί αμφισβήτηση. Η μοναδικότητα του «θείου» λόγου είναι μία και είναι αυτή που εκπορεύεται από τον εκάστοτε αρχηγό ή «γραμματέα». Η κατάσταση αυτή τους απομακρύνει από την εργατική τάξη και την καθημερινότητα της. Έτσι απομονωμένοι μετατρέπονται σε ελιτίστικες ομάδες όπου ο εκλεκτικισμός γίνεται η κυρίαρχη ιδεολογία. Μεταφέροντας στο εσωτερικό τους το σταλινικό κακέκτυπο του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» στην ουσία δυσκολεύουν ή καλύτερα απαγορεύουν το διάλογο καταργώντας την «δημοκρατία» στο όνομα του «συγκεντρωτισμού». Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να πραγματοποιείται η μια διάσπαση μετά την άλλη χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί κανένας διάλογος, χωρίς να έχει προκύψει κανένα συμπέρασμα, καμιά κατανόηση για τα αίτια των διαφωνιών έτσι που τα νέα μορφώματα που παρουσιάζονται να είναι κακέκτυπα των παλιών. Η ανάγκη τους να χτίσουν το επαναστατικό κόμμα γιατί «η επανάσταση γαρ εγγύς», τους αναγκάζει να διατυμπανίζουν συνεχώς την κρίση του καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού «κατά τας γραφάς» και ταυτόχρονα να βιώνουν γύρο του όχι την κρίση, αλά αντίθετα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Με αυτό τον τρόπο δεν καταφέρνουν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να σπρώχνονται όλο ένα και πιο βαθειά στην απομόνωση και τον σεκταρισμό. Οι οργανώσεις αυτές αποτέλεσμα παλιών αλλά και νεότερων διασπάσεων μέσα στους κόλπους του εργατικού κινήματος, επιδεινώνουν την σύγχυση και διαβρώνουν την ενότητα. Η κατάσταση αυτή, όπως ήταν επόμενο, επιδρά με ένα δραματικό τρόπο πάνω στο εργατικό κίνημα δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εκπαιδεύονται γενιές και γενιές αγωνιστών αποκτώντας συνήθειες και τρόπους δράσης που δύσκολα αποβάλλονται. Από τη μια ο ακτιβισμός στην πολιτική πρακτική και η σύγχυση στην πολιτική ανάλυση των μικρών εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων, γίνεται κανόνας και ο κανόνας ρουτίνα και τρόπος ύπαρξης αυτών των οργανώσεων, έτσι που στο τέλος καταλήγει να επηρεάζει και τον τρόπο ζωής τους, αφού μετατρέπουν τον πολιτικό σεκταρισμό σε κοινωνικό σεκταρισμό. Αποτέλεσμα, μια σειρά αγωνιστών να απογοητεύονται και να εγκαταλείπουν. Από την άλλη, οι οικονομικές πολιτικές παροχών που εφαρμόστηκαν μέχρι και το κραχ του 2008, (έχω γράψει σε άλλα κείμενα μου γ’ αυτές), πολιτικές που στηριζόταν στων υπερδανεισμό και την ονομαστική αύξηση των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, έδινε την δυνατότητα στα νοικοκυριά, στηριγμένα στην αύξηση του πλουτισμού τους από την αύξηση των περιουσιακών τους στοιχείων να επιδοθούν σε μια φρενήρη καταναλωτική μανία που δεν είχε γνωρίσει η ιστορία ποτέ μέχρι σήμερα.Η αύξηση των περιουσιακών στοιχείων και κατ’ επέκταση η υπερκατανάλωση των νοικοκυριών, είναι το εργαστήρι που έπλεξε τα σκοινιά για το σφιχταγκάλιασμα των μεγάλων εργατικών κοινοβουλευτικών κομμάτων με τον ρεφορμισμό.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων που αναφέρονται πάρα πάνω, επιδρά παραλυτικά πάνω στο μυαλό και την συνείδηση της εργατικής τάξης, ρίχνοντας την άβουλη και πειθήνια στο πέλαγος των αστικοδημοκρατικών αυταπατών. Αυτή η κατάσταση ήταν το κύριο χαρακτηριστικό σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό ιδιαίτερα σε όλη την περίοδο του μακρού κύματος ανάπτυξης αλλά και σε ένα μεγάλο μέρος της περιόδου του μακρού κύματος ύφεσης έως τα μέσα της δεκαετίας του 90
0 ΝΕΟΚΕΥΝΣΝΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Όταν οι Κεϋνσνιανές πολιτικές στις οποίες στηρίχτηκε όλη την προηγούμενη περίοδο η ανάπτυξη άρχισαν να παραχωρούν τη θέση τους αργά αλλά σταθερά στις θεωρίες της σχολής του Σικάγου μετατρέποντας τον μονεταρισμό σε κυρίαρχη οικονομική σχολή, οι ισορροπίες αυτές άρχισαν να διαταράσσονται χωρίς όμως αυτή η αλλαγή να σταθεί ικανή από μόνη της να αποσπάσει από την αγκαλιά του ρεφορμισμού το μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης, το οποίο παραμένει ακόμα και σήμερα εγκλωβισμένο. Παρ’ όλο που η στροφή αυτή στην οικονομική πολιτική σηματοδοτεί και τα όρια των ικανοτήτων του καπιταλισμού να μπορέσει να αναπτύξει πάρα πέρα τις παραγωγικές δυνάμεις. Παρ’ όλο που οι παραγωγικές σχέσεις για άλλη μια φορά στην ιστορία γίνονται φρένο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ρίχνοντας όλη την ανθρωπότητα ξανά σον καιάδα της κρίσης και της καταστροφής αυτό από μόνο του δεν είναι ικανό να απεγκλωβίσει την τάξη από τον ρεφορμισμό. Η κρίση αυτή όμως θα είναι το μαστίγιο το οποίο θα σπρώξει αναγκαστικά εκατομμύρια εργαζόμενους ξανά στο καμίνι των αγώνων. Οι αγώνες αυτοί θα γίνουν και το εργαλείο για τον απεγκλωβισμό εκατομμυρίων εργατών απ’ τον ρεφορμισμό.
Μια παρένθεση είναι απαραίτητη σε αυτό το σημείο: οι νέο κεϋνσνιανές πολιτικές που σήμερα εφαρμόζονται ιδιαίτερα στην Αμερικάνικη οικονομία, – πολιτική την οποία ευαγγελίζονται και πολλοί «νεομαρξιστές» - στηρίζονται περισσότερο σ’ αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε κενσνιανισμό του χρήματος, στην παροχή δηλαδή αστείρευτης ρευστότητας. Στην κυκλοφορία με άλλα λόγια φτηνού χρήματος με την ελπίδα να επηρεάσει τις επενδύσεις. Από τη φύση της αυτή η ρευστότητα μόνο ελάχιστα μπορεί να επιδράσει στην παραγωγή και μόνο με την μορφή της κατανάλωσης, για τον λόγο ότι δεν κατευθύνονται ούτε κατ’ ελάχιστο στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, γι’ αυτό και τα αποτελέσματα της θα έχουν πρόσκαιρη αξία. Η ρευστότητα αυτή πέρα από τις πληθωριστικές πιέσεις που μπορεί να προκαλέσει, θα είναι η αιτία για την γέννηση νέων φουσκών στην οικονομία, επειδή ένα μέρος της κατευθύνεται στο χρηματιστηριακό τζογάρισμα, με την αγοραπωλησία των τίτλων, και την τεχνητή διόγκωση των χρηματιστηριακών αξιών και των περιουσιακών στοιχείων των εταιριών, χωρίς αυτή η διόγκωση να ανταποκρίνεται σε πραγματικές επενδύσεις. Το υπόλοιπο κατευθύνεται στην δευτερογενή αγορά παραγώγων και την δημιουργία νέων. Η περιβόητη ανάπτυξη της αμερικάνικης οικονομίας στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτό. Στην αύξηση των αξιών των χρηματιστηριακών τίτλων χωρίς να επηρεάζει κατ’ ελάχιστο την βιομηχανική παραγωγή. Το παράδειγμα της πτώχευσης του Ντιτρόιτ, του φάρου της πρώην ακμάζουσας Αμερικάνικης βιομηχανίας, είναι ο δείκτης του μέλλοντος των νέο κεϋνσνιανών πολιτικών. Ούτε νέες επενδύσεις το έσωσαν, αλλά ιδιαίτερα ούτε και η κεντρική κυβέρνηση κατόρθωσε να το κάνει παρά την δυνατότητα που έχει να αναδιανέμει τα πλεονάσματα των υπολοίπων πολιτειών. Η λιτότητα που επιβάλουν όλες σχεδόν οι Αμερικάνικες πολιτείες στο εσωτερικό τους προσδιορίζουν και την έλλειψη πλεονασμάτων που έχει να διαχειριστεί η κεντρική κυβέρνηση.
Για άλλη μια φορά στην ιστορία οι παραγωγικές σχέσεις μετατρέπονται σε ανασχετικό παράγοντα για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Για άλλη μια φορά στην ιστορία της, η ανθρωπότητα έχει πέσει στην δίνη μιας τεράστιας ανεξέλεγκτης κρίσης η οποία κατευθύνεται από τους τυφλούς νόμους της αγοράς. Αυτό που χρειάζονται σήμερα οι παραγωγικές δυνάμεις είναι η εκ βάθρων ανανέωση και αναδιάρθρωση τους. Αναδιάρθρωση η οποία θα στηρίζεται σε νέες τεχνολογίες, και με αυτή την έννοια σε τεχνολογίες υψηλής παραγωγικότητας. Τεχνολογίες στις οποίες ο αυτοματισμός θα τείνει να γίνει κυρίαρχος στην παραγωγή μειώνοντας συνεχώς την ανθρώπινη εργασία. Αυτό όμως προϋποθέτει προγραμματισμένες επενδύσεις όχι ποια σε εθνική αλλά σε υπερεθνική κλίμακα.
Η μεγάλη αναδιάρθρωση που ξεκίνησε την δεκαετία του 70 με επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας ο καπιταλισμός, έσπρωξαν την καπιταλιστική παραγωγή στην πολυεθνική του οργάνωση που γνωρίζουμε σήμερα. Με κινητήρια δύναμη τις πολυεθνικές εταιρίες η αναδιάρθρωση αυτή είχε ένα όριο πέρα από το οποίο δεν μπορούσε να υπερβεί. Η αναδιάρθρωση αυτή, κλείνει στα μέσα της δεκαετίας του 90 ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στον μονεταρισμό. Στην κλασική δηλαδή πολιτική της μείωσης του κοινωνικού και εργατικού μισθού και της αναδιανομής της υπεραξίας προς όφελος της κερδοφορίας του κεφαλαίου για την ανάσχεση της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους.
Μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού νέα αναδιάρθρωση μεγάλων διαστάσεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο πάνω στη βάση μιας βίαιης και τεράστιας κρίσης, η οποία θα επιφέρει την καταστροφή όλων των χαμηλής και μη ανταγωνιστικής παραγωγικότητας βιομηχανιών μιας σειράς κλάδων της οικονομίας. Κάτι που με τη σειρά του θα έχει σαν αποτέλεσμα, την διόγκωση της ανεργίας την μείωση της κατανάλωσης και την επιδείνωση της κρίσης. Αυτό, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παρακολουθούμε να συμβαίνει σήμερα γύρο μας χωρίς όμως να συνοδεύεται και από νέες επενδύσεις. Ταυτόχρονα, η αναδιάρθρωση αυτή μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, θα επιδράσει δραματικά στην ίδια τη λειτουργία του συστήματος γιατί θα επιφέρει ακόμα μεγαλύτερη ανισορροπία στην σχέση σταθερού προς μεταβλητό τραβώντας το σύστημα πέρα και πάνω απ’ τα όρια του, κοινωνικοποιώντας με μια έννοια την παραγωγή.
Την ίδια στιγμή που θα μειώνει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος, θα αδυνατεί ταυτόχρονα να δώσει απάντηση στην κατανάλωση αυτού του προϊόντος. Η φρενήρη υπερπαραγωγή ανταλλακτικών αξιών δεν θα οδηγεί αυτόματα και στην μετατροπή τους σε αξίες χρήσης. Συνεχίζοντας να παράγει με εντατικοποιημένους ρυθμούς προϊόντα για την αγορά θα αυξάνει ταυτόχρονα την ανεργία. Παρά την εντατικοποίηση της εργασίας, η πτώση του ποσοστού του κέρδους θα σημειώσει δραματική αύξηση και η μη δυνατότητα απορρόφησης της ανεργίας θα γίνει ενδημικό φαινόμενο.
Έτσι, το καθήκον αυτό, της γιγαντιαίας αναδιάρθρωσης των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στα πλαίσια των παραγωγικών σχέσεων του καπιταλισμού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Το καθήκον αυτό μπορεί να το φέρει σε πέρας μόνο μια νέα οργάνωση των παραγωγικών σχέσεων η οποία θα οργανώσει σ’ ένα νέο, ανώτερο επίπεδο τις παραγωγικές δυνάμεις σε εθνικό, υπερεθνικό και παγκόσμιο επίπεδο και ταυτόχρονα θα μειώσει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας παράγοντας για την κοινωνία και όχι για την αγορά. Μ’ αυτήν την έννοια, η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού μπαίνει για άλλη μια φορά επιτακτικά στην ιστορία σαν το μόνο μέσο ανάσχεσης της κρίσης και της καταστροφής.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ
Σήμερα, έχουμε μπει σε μια περίοδο η οποία θα σημαδευτεί από μια παρατεταμένη και μακρόχρονη περίοδο κρίσης και οξυμένης σύγκρουσης.Στα χρόνια που έρχονται εκατομμύρια εργαζομένων θα μπαίνουν ξανά και ξανά στον αγώνα, κάνοντας άλματα προς τα μπρός, αλλά ταυτόχρονα και τεράστια άλματα προς τα πίσω, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους σφραγίζοντας με την παρουσία τους την ιστορία. Έχουμε μπει σε μια περίοδο όπου οι παροχές από την μεριά της αστικής τάξης έχουν πάρει τέλος και οι παλαιότερες παροχές – οι κατακτημένες με αγώνες - έχουν μπει στην κλίνη του Προκρούστη. Οι αγώνες των εργαζομένων για την διεκδίκηση καλύτερων όρων ζωής θα γίνει και το σχολείο για την αλλαγή παγιωμένων αντιλήψεων στη συνείδηση τους. Σε μια περίοδο που οι κοινωνικές συγκρούσεις γίνονται αναπόφευκτες και παίρνουν ένα ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα, τότε, οι παλιές ισορροπίες που επικρατούσαν μέσα στα κόμματα της εργατικής τάξης θα διαταράσσονται και ο ρεφορμισμός όπως και ο σεκταρισμός θα μπαίνουν σε κρίση, αμφισβητούμενοι από μια σειρά αγωνιστές. Όλα τα κόμματα της αριστεράς με τον ένα η τον άλλο τρόπο, έχουν πέσει σήμερα μέσα σε αυτή την περιδίνηση. Σε όσο βαθμό η κρίση βαθαίνει σε άλλο τόσο βαθμό το εκκρεμές της μετατόπισης προς τα δεξιά του πολιτικού προσωπικού θα είναι ευθέως ανάλογη με το μέγεθος της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση οι συγκρούσεις στο εσωτερικό των κομμάτων θα παίρνουν διαλυτικό χαρακτήρα.
Για να μπορέσει να αποκρουστεί όλη αυτή η επίθεση από την εργατική τάξη η ενότητα της τάξης θα μπαίνει ξανά και ξανά σε δοκιμασία. Για να έχουν νικηφόρο αποτέλεσμα οι αγώνες το ζήτημα των συμμαχιών της τάξης θα μπαίνει ξανά και ξανά στην ημερησία διάταξη. Για την αντιμετώπιση της καθημερινότητας τους και την αντιμετώπιση της λυσσαλέας επίθεσης του κεφαλαίου τα μεταβατικά αιτήματα θα γίνονται άκρως απαραίτητα. Μ’ αυτόν τον τρόπο η εποχή μας έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο παλιά καθήκοντα με νέο τρόπο. Το ζήτημα του ενιαίου μετώπου, το ζήτημα του μεταβατικού προγράμματος, όπως και το ζήτημα της θεωρίας της διαρκούς επανάστασης έρχονται ξανά στο προσκήνιο ζητώντας σύγχρονες απαντήσεις.Οι βερμπαλισμοί και οι τσιτατολογίες τώρα πια δεν έχουν καμιά αξία. Είναι επείγουσα ανάγκη να βγουν τα αναγκαία σωστά συμπεράσματα τα οποία θα αναφέρονται και θα αναλογούν στην εποχή μας και όχι σε βυζαντινισμούς του παρελθόντος.Ο μαρξισμός πρέπει, είναι ανάγκη, να ξαναγίνει η ζωντανή θεωρία της εποχής μας και το αναγκαίο εργαλείο στα χέρια της εργατικής τάξης. Η ανάγκη να δοθούν απαντήσεις σε μια σειρά καίρια προβλήματα που απασχολούν αγωνιστές στην εποχή μας θα δημιουργούν την κριτική και την αμφισβήτηση στις ρεφορμιστικές ηγεσίες, όχι πια για την αλλαγή των πόστων και των ωφελημάτων που απορρέουν από αυτά, αλλά η κριτική θα στρέφεται ευθέως στις πολιτικές των ρεφορμιστικών ηγεσιών και των αποτελεσμάτων που αυτές έχουν στην εξυπηρέτηση της τάξης. Η αναζήτηση απαντήσεων και ο προβληματισμός μέσω των αγώνων θα είναι η γενεσιουργός αιτία για την κίνηση της τάξης προς τα αριστερά και η κίνηση αυτή θα είναι η αιτία εμφάνισης του κεντρισμού. Ο κεντρισμός στο ιδεολογικό επίπεδο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αντανάκλαση της μετάβασης από τη μια κατάσταση στην άλλη στην αντικειμενική πραγματικότητα. Μ’ αυτήν την έννοια γίνεται και ο ιμάντας μεταφοράς από τον ρεφορμισμό στον μαρξισμό. Εάν αυτή η μετάβαση για τον ένα η τον άλλο λόγο μείνει μετέωρη και δεν ολοκληρωθεί τότε η ιστορία δεν θα διστάσει να δώσει απαντήσεις με παρωχημένες ιδέες που από την φύση τους έχουν αντιδραστικό περιεχόμενο. Η ιστορία έχει πολλά παραδείγματα για να μας διδάξει. Εάν τα κατεστραμμένα μεσοστρώματα στην Ελλάδα - και όχι μόνο - δεν κερδηθούν από την εργατική τάξη και την ιδεολογία της τότε θα κερδηθούν από τις αντιδραστικές ιδεολογίες του φασισμού.
ΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ
Ο κεντρισμός που αναδύεται μέσα από τους αγώνες της εποχής μας, έχει όλα τα γνωρίσματα του κεντρισμού του μεσοπολέμου. Διαφοροποιείται όμως απ’ αυτόν σε δύο βασικά σημεία.
Ένα: είναι γέννημα μιας μακρόχρονης περιόδου ρεφορμιστικής κυριαρχίας πάνω στην εργατική τάξη σε συνδυασμό με την γραφειοκρατική αγκύλωση του «σοσιαλιστικού μπλοκ» και την μετατροπή των κομουνιστικών κομμάτων σε παραρτήματα και φερέφωνα υπεράσπισης των γραφειοκρατικών συμφερόντων της «σοσιαλιστικής πατρίδας». Αυτό είχε σαν συνέπεια, γενιές ολόκληρες εργαζομένων να μεγαλώσουν για ένα μακρύ χρονικό διάστημα μέσα σ’ ένα καθεστώς κυριαρχίας ρεφορμιστικών και γραφειοκρατικών αντιλήψεων.
Δύο: η ιδεολογική του κατάρτιση είναι περισσότερο από ελλιπής για τον λόγο ότι η κόκκινη γραμμή που ένωνε τις μαρξιστικές ιδέες με την εργατική τάξη κόπηκαν βίαια την περίοδο του πολέμου. Οι επίγονοι, αποδείχτηκαν πολύ λίγοι για να ενώσουν ξανά την κόκκινη γραμμή. Οι προσπάθειες που έκαναν για να εξηγήσουν την νέα εποχή που ξεκίνησε μετά τον πόλεμο ήταν αποσπασματικές και γ’ αυτό ατελέσφορες. Οι δύο αυτοί παράγοντες σε συνδυασμό με την κατάρρευση και με τον τρόπο που έγινε της «σοσιαλιστικής πατρίδας» κάνουν το φαινόμενο του κεντρισμού της εποχής μας να έχει μια πολύ πιο αργή εξέλιξη και να είναι πιο ευεπίφορος στο σεκταρισμό και τον οπορτουνισμό.
Το βασικό και κυρίαρχο γνώρισμα του κεντρισμού είναι η σύγχυση. Σαν γνήσιο γέννημα της μεταβατικής περιόδου των παροχών στην πορεία για την κατάργηση τους, κουβαλάει στις πλάτες του όλο το ρεφορμιστικό οπλοστάσιο με το οποίο προσπαθεί μα ανοίξει δρόμους προς τον μαρξισμό. Αυτό τον κάνει να είναι πάντα αβέβαιος για τις θέσεις του και τις μεθόδους του. Ένα από τα βασικά γνωρίσματα που διαφοροποιεί έναν κεντριστή από έναν ρεφορμιστή είναι ο λόγος του. Ο λόγος του, όπως και τα κείμενα του διέπονται από ένα ιδιότυπο και δυσνόητο τρόπο διατύπωσης και ένα δύστροπο τρόπο γραφής σε αντίθεση με αυτόν του ρεφορμιστή, του οποίου ο λόγος είναι απολύτως σαφής. Για τον ρεφορμιστή οι μεταρρυθμίσεις είναι ικανές από μόνες τους να προωθήσουν την κίνηση της ιστορίας, γι’ αυτό και η απαρίθμηση των αστικοδημοκρατικών επιχειρημάτων είναι τα μόνα του όπλα. Αντίθετα, ο κεντριστής πάνω σ’ αυτό το ζήτημα κρατάει μια διφορούμενη στάση. Του είναι δύσκολο να αποφασίσει πότε και γιατί πρέπει να υπερασπιστεί τα αστικοδημοκρατικά δικαιώματα της εργατικής τάξης όταν αυτά καταπατούνται και πότε όχι. Για έναν ρεφορμιστή οι μεταβατικές διεκδικήσεις είναι καινό γράμμα, η μεταρρύθμιση του καπιταλισμού του αρκεί. Για τον κεντριστή όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Η σύγχυση του βρίσκεται στο γεγονός ότι αδυνατεί να κατανοήσει ότι οι μεταβατικές αστικοδημοκρατικές διεκδικήσεις στην εποχή της κρίσης είναι από την φύση τους επαναστατικές και ταυτόχρονα σχολείο εκπαίδευσης. Στο σημείο αυτό ταυτίζεται απόλυτα με έναν σεχταριστή γ’ αυτό και το φάσμα του λόγου του μετατοπίζεται πολύ εύκολα από τον επαναστατικό βερμπαλισμό στην αστικοδημοκρατική αυταπάτη. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να μετατοπίζεται από τον ρεφορμισμό στον μαρξισμό και αντίθετα με μεγάλη ευκολία.
Η τάση του να μετατρέπει τα πάντα σε τακτική τον οδηγεί να παραγνωρίζει την στρατηγική ή και αντίθετα. Για έναν κεντριστή το ζήτημα του ενιαίου μετώπου μπορεί πολύ εύκολα να μπερδευτεί με το σταλινικό κατασκεύασμα του λαϊκού μετώπου, όπου στην έννοια λαός οι τάξεις εξαλείφονται και μαζί τους εξαφανίζονται και τα διαφορετικά τους συμφέροντα. Γνωρίζει και αυτός ότι η κοινωνία απαρτίζετε από τάξεις, και σε αντίθεση με τον ρεφορμιστή, γνωρίζει ότι οι τάξεις βρίσκονται σε σύγκρουση λόγω διαφορετικών συμφερόντων. Η αδυναμία του βρίσκετε στο γεγονός ότι η σύγχυση του τον κάνει να ταυτίζει το ενιαίο με το λαϊκό μέτωπο και ταυτόχρονα να μετατρέπει την ταχτική της αναγκαιότητας του μετώπου σε στρατηγική. Την ίδια στιγμή, ενώ ξέρει ποιάς τάξης τα συμφέροντα πρέπει να υπηρετήσει έχει αδυναμία να κατανοήσει αν η τάξη αυτή χρειάζεται συμμάχους και ποιους για να κυβερνήσει. Έτσι πολύ εύκολα η ανάγκη για ταξική συμμαχία μετατρέπεται σε στρατηγική για την «κυβέρνησης της αριστεράς».
Η αδυναμία του να ξεκόψει από τον ρεφορμισμό τον σπρώχνει σ’ ένα ελιτίστικο εκλεκτικισμό στις αποφάσεις του, με αποτέλεσμα να επιτείνει την σύγχυση. Ακολουθώντας κατά πόδας τον ρεφορμιστή, ενώ του ασκεί κριτική την ίδια στιγμή μπορεί να προσυπογράψει μαζί του κοινό κείμενο θέσεων, κρατώντας για τον εαυτό του την πολυτέλεια ότι αυτός μπορεί και να διαφωνεί. Η ευκολία που μπορεί να συγχέει τα οργανωτικά με τα πολιτικά ζητήματα και αντίστροφα είναι παροιμιώδης. Πατώντας συνεχώς τα πόδια του σε δύο βάρκες μπορεί εύκολα να μετατρέψει μια νίκη στα σημεία σε νίκη αρχών και αντίστροφα μια ήττα αρχών σε ήτα στα σημεία. Γ’ αυτό και η ψυχολογία του είναι μονίμως αντιφατική και οι μεταμορφώσεις του οβιδιακές.
Ο ΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ
Στον ΣΥΡΙΖΑ, ο κεντρισμός προέρχεται από ένα μεγάλο ρεφορμιστικό και από ένα μικρότερο σεκταριστικό ρεύμα που κυριάρχησαν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας. Ο λόγος αυτός τα κάνει να έχουν και διαφορετικές αντιδράσεις.
Το μεγαλύτερο τμήμα του προέρχεται από ένα ιδιόμορφο αμάλγαμα που προέκυψε από μια σειρά διασπάσεων και συγχωνεύσεων, οι οποίες ξεκίνησαν από την περίοδο της δικτατορίας οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά, προερχόμενες από το πρώην ενιαίο ΚΚΕ και οι οποίες κατέληξαν στην ίδρυση του Συνασπισμού.Από την ίδρυση του αυτό το μόρφωμα κόμμα, στην προσπάθεια του να ξεφύγει από το σταλινικό παρελθόν του, αλλά ταυτόχρονα στην προσπάθεια του να δίνει και εχέγγυα πολιτικού ρεαλισμού, στριμώχτηκε στις συμπληγάδες του κυβερνητικού ρεφορμισμού που εφάρμοζε το ΠΑΣΟΚ από τα δεξιά του και στον στείρο βερμπαλισμό του ΚΚΕ από τα αριστερά του.Αυτό το οδήγησε σε μια μακρά περίοδο φθοράς και αφθαρσίας κρατώντας το συνεχώς στα όρια της κοινοβουλευτικής ύπαρξης. Έτσι, προσπαθώντας να αποφύγει τις ρίξεις και τις διασπάσεις οι οποίες θα το έριχναν στην κατηγορία της εξωκοινοβουλευτικής γκρούπας, εφάρμοσε στο εσωτερικό του ένα άκρατο οργανωτικό και ιδεολογικό φιλελευθερισμό που το μετέτρεψε σε ένα κόμμα σούπα. Στους κόλπους του μπορούσαν να συμβιώνουν ταυτόχρονα αστοί δημοκράτες, μικροαστοί μεταρρυθμιστές, ρεφορμιστές, σοσιαλιστές, κεντριστές και μαρξίζωντες διανοούμενοι. Παίρνοντας κατά γράμμα το ρητό «άσε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν» εφάρμοσε στην εσωτερική λειτουργία του μια «μεταμοντέρνα μετακομουνιστική» καταστατική πρακτική.Στο ιδεολογικό πεδίο, μπορούσαν να προσυπογράψουν όλοι μαζί ένα κοινό κείμενο αρχών προσθέτοντας ότι νόμιζε ο καθ’ ένας καλύτερο γ’ αυτόν, δημιουργώντας μ’ αυτόν το τρόπο έναν ιδεολογικό χυλό. Στην συνέχεια όπως ήταν επόμενο ο καθ’ ένας τους, αφού είχε συμβάλει στην δημιουργία αυτού του χυλού αντλούσε και το δικαίωμα να το ερμηνεύει κατά το δοκούν. Στο δε οργανωτικό η χαλαρότητα και η ατομική συνεισφορά στη λειτουργία ήταν ο κανόνας. Υποταγμένο στο ιδιόμορφο Ελληνικό περιβάλλον και πιεσμένο πάντα από τα αριστερά του από τον δογματικό μαρξισμό του ΚΚΕ, τα περιθώρια προσαρμογής του σε έναν ρεφορμισμό του τύπου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ήταν περιορισμένα. Έτσι δεν μπόρεσε να αποβάλει την μαρξιστική του φρασεολογία η οποία το ανάγκαζε να ζει διαρκώς με μια αντίφαση. Ενώ πρακτικά προσαρμοζόταν συνεχώς στον αστικό ρεαλισμό, ήταν υποχρεωμένο να τον επικαλύπτει με ένα μαρξιστικό περιτύλιγμα περί δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Όλη την περίοδο της μετά δικτατορικής οικονομικής άνοιξης στην Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος από τα μέλη και τα στελέχη αυτού του κόμματος χρησιμοποιήθηκαν από την πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας σε θέσεις κλειδιά για την διαχείριση καίριων πολιτικών και οικονομικών πόστων. Αυτό όπως ήταν επόμενο δημιουργούσε μια αφόρητη πίεση προσαρμογής στον ρεφορμισμό σε όλα τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος. Η χαλαρή σχέση που είχε έτσι και αλλιώς με την εργατική τάξη αδυνάτιζε ακόμα περισσότερο τις αντιστάσεις του. Με την ένταξη τους στην διαχειριστική λογική η εκπαίδευση των στελεχών του στην ρεφορμιστική διαχείριση έγινε και ο κανόνας λειτουργίας του. Η κατάσταση αυτή μέσα σ’ αυτό το κόμμα κύλησε ομαλά όλη την σαραντάχρονη περίοδο από την πτώση της δικτατορίας μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης και την είσοδο μας στο ΔΝΤ. Παρά τις πιέσεις που ασκούταν στο εσωτερικό του για την μετατροπή του σε κόμμα κυβερνητισμού, ή για μαζικές προσχωρήσεις στον κυβερνητισμό, το κόμμα άντεξε με ελάχιστες αποχωρίσεις και αποσκιρτήσεις προς τα δεξιά. Η τελευταία προσπάθεια έγινε από την ομάδα του κυρ Φώτη στο τελευταίο συνέδριο ο οποίος διεκδικώντας την ηγεσία του θα το έσπρωχνε σαν σύνολο στον κυβερνητισμό.
Μια παρένθεση αναγκαία: κρίνοντας εκ των υστέρων την στάση της ομάδας Κουβέλη δεν βάζει κανείς εύκολα το χέρι του στο ευαγγέλιο για να ορκιστεί ότι η προσπάθεια διεκδίκησης της ηγεσίας του κόμματος δεν ήταν καθοδηγούμενη. Κρίνοντας από τις αποκαλύψεις που έρχονται σιγά σιγά στην επιφάνεια, όπως οι αποκαλύψεις του Στρός Κάν για τον ΓΑΠ, το φούσκωμα του ελλείμματος στο 15% ο λάθος πολλαπλασιαστής και άλλα, δείχνει ότι η Ελλάδα είχε επιλεγεί από πριν σαν στόχος εφαρμογής αυτής της πολιτικής που βιώνουμε σήμερα. Έτσι και η προσπάθεια του κυρ Φώτη μπορεί κάλλιστα να ενταχτεί σ’ αυτήν την προετοιμασία για τον έλεγχο ενός ανεξέλεγκτου κόμματος με αριστερόστροφη πορεία ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο προς τον κεντρισμό. Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα δώσουν απάντηση στο ζήτημα αυτό.
Η είσοδος μας στην κρίση ανέτρεψε όλη αυτή την ηρεμία και την ομαλότητα. Τώρα πια μπήκαμε σε μια μακρόχρονη περίοδο ανακατατάξεων, αναταράξεων και ανατροπών της ομαλότητας και της ηρεμίας. Από την αρχή της εισόδου μας στην κρίση, δύο διαφορετικές απόψεις για την αντιμετώπιση της παρουσιάστηκαν μέσα στους κόλπους αυτού του κόμματος. Οι τοποθετήσεις στα ζητήματα του χρέους και της παραμονής μας ή όχι στην ζώνη του ευρώ – θέματα στα οποία δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια σύγκλησης - διέρρηξαν την κλασική λειτουργία αυτού του κόμματος, δημιουργώντας δύο μεγάλα ρεύματα. Ένα πλειοψηφικό ρεύμα το οποίο υποστηρίζει την παραμονή μας στο ευρώ και την αποπληρωμή του χρέους ή έστω του μεγαλύτερου μέρους του και ένα μειοψηφικό το οποίο αρνείται την αποπληρωμή του χρέους ή έστω του μεγαλύτερου μέρους του και την έξοδο μας από την ζώνη του ευρώ και την επιστροφή μας σε εθνικό νόμισμα. Από αυτό το κομμάτι του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε προέρχεται και το σύνολο του κυβερνητικού αλλά και στον «προθάλαμο» κυβερνητικού ρεφορμισμού που αναφερόμουν στο προηγούμενο άρθρο μου, αλά ταυτόχρονα, από το ίδιο κόμμα προέρχεται και το μεγαλύτερο μέρος του αριστερόστροφου κεντρισμού. Αυτό το ζήτημα θα καθορίσει την τύχη μιας σειράς χωρών αλλά και της ίδιας της ευρωζώνης στο επόμενο διάστημα, καθορίζοντας και το πλαίσιο των αγώνων που θα διεξαχθούν γύρω απ’ αυτό το ζήτημα. Οι αγώνες αυτοί θα κάνουν δύσκολη την σύγκληση των δύο αυτών διαφορετικών απόψεων δημιουργώντας μεγαλύτερες κεντρόφυγες τάσεις. Όλες οι επιμέρους διαφωνίες που θα παρουσιάζονται το αμέσως επόμενο διάστημα θα έχουν βάση εκκίνησης αυτό το ζήτημα.
Το δεύτερο και μικρότερο κομμάτι του προέρχεται από διάφορες μικρές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, οι οποίες αποτέλεσαν και την βάση της δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί, στην αρχή περίπου της νέας χιλιετίας, μια σειρά ιδιαίτεροι παράγοντες που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα έκαναν να συμβεί αυτό που παλαιότερα θα θεωρούνταν ιεροσυλία. Η συμπόρευση κάτω απ’ την ίδια σημαία «ρεφορμιστών» και «εξτρεμιστών» όπως αποκαλούσαν οι μεν τους δε.
Μια φρενήρης ανάπτυξη στηριγμένη στον εξωτερικό δανεισμό για την εκπλήρωση της νέας «μεγάλης ιδέας» της αστικής τάξης. Αυτής της τέλεσης των ολυμπιακών αγώνων έκανε τότε τον δικομματισμό ο οποίος διαχειριζόταν όλη αυτή τη ρεμούλα ακατανίκητο. Στα μάτια των μαζών η φρενήρης αυτή ανάπτυξη δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ικανότητας διακυβέρνησης της χώρας από τον δικομματισμό. Τα εκλογικά ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων ξεπερνούσαν το απίστευτο 85% μην αφήνοντας πολλά περιθώρια επιβίωσης στα μικρότερα κόμματα. Σαν αποτέλεσμα ο Συνασπισμός μπήκε για άλλη μια φορά σε μια περίοδο αβεβαιότητας για το κοινοβουλευτικό του μέλλον. Αυτό όπως ήταν επόμενο τον ανάγκασε να ψάχνει εναγωνίως στηρίγματα για την διασφάλιση αυτού του μέλλοντος.
Ταυτόχρονα, μια σειρά μικρών εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων, βίωναν ένα πολύ μακρύ χειμώνα απομόνωσης από την εργατική τάξη και βάδιζαν στην απόλυτη ερημιά της πολιτικής απόρριψης από τη τάξη και την κοινωνία. Η αδιέξοδη αυτή κατάσταση τις έσπρωχνε σε ένα επιθετικό ακτιβισμό υποτιμώντας παντελώς την θεωρητική κατάρτιση. Έτσι σε κάθε σημαντικό ιστορικό γεγονός ή απότομη καμπή του ιστορικού γίγνεσθαι, ήταν επόμενο να ξεσπούν οξύτατες συγκρούσεις στο εσωτερικό τους. Η αδυναμία τους να κατανοήσουν την εποχή και το περιβάλλον, η απουσία θεωρητικής κατάρτισης, μετέτρεπε τις πολιτικές διαφορές σε προσωπικές αντεγκλήσεις και προστριβές. Σαν συνέπεια μια σειρά διασπάσεις και οβιδιακές μεταμορφώσεις, ερχόταν να προστεθούν στις παλιότερες γεννώντας ένα τεράστιο μωσαϊκό από ομοειδείς οργανώσεις χωρίς να έχουν επαφή η μία με την άλλη, διαλαλώντας η κάθε μια την δικής της «αλήθεια», η οποία δεν παράλλασε σε τίποτε από την προηγούμενη. Η εμμονή τους στην σταλινική θεοποίηση του κόμματος ότι αυτό και μόνο χρειάζεται για να πραγματοποιηθεί η επανάσταση, τις έσπρωχνε στον άκρατο ακτιβισμό προσηλυτισμού μελών αγνοώντας παντελώς την θεωρία. Η μονοδιάστατη αυτή τοποθέτηση τους, ακόμα και σήμερα, δεν τους επιτρέπει να κατανοήσουν ότι το κόμμα είναι ένας από τους παράγοντες της επανάστασης και όχι μοναδικός. Όταν όλοι οι άλλοι παράγοντες λείπουν η ύπαρξη του δεν καθίσταται και τόσο αναγκαία.
Η κοινωνική απομόνωση και η αδυναμία προσέγγισης των μαζικών χώρων της εργατικής τάξης, όπως τα συνδικάτα και οι χώροι δουλειάς, έσπρωξε αυτές τις οργανώσεις αναγκαστικά να στρέψουν όλη τη δραστηριότητα τους, στον μόνο μαζικό χώρο που τους απέμενε, στα πανεπιστήμια. Σε ένα χώρο που από την φύση του όσο ευεπίφορος είναι στις νέες ιδέες άλλο τόσο είναι ρευστός και ευμετάβλητος. Ο νεανικός ενθουσιασμός για ότι δήποτε νέο γ’ αυτούς σε συνδυασμό με την νεανική άγνοια και εμπειρισμό, δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοκτέιλ κινητικότητας και αμφισβήτησης. Έτσι οι προσχωρήσεις σχεδόν πάντα εξομοιώνονταν με τις αποχωρήσεις. Η δουλειά αυτή αποδείχτηκε ατελέσφορη γιατί ήταν σαν να χτίζουν πύργους στην άμμο, ή όπως οι Δαναΐδεςοι οποίες προσπαθούσαν να γεμίσουν το τρύπιο πιθάρι τους με νερό, έτσι και αυτοί βάζοντας μέλη έτσι και ως έτυχε απ’ την μια πόρτα, αυτά τους έφευγαν απ’ την άλλη. Μ’ αυτόν τον τρόπο ορισμένες απ’ αυτές άρχισαν συνειδητοποιούν ότι το καθήκον του «χτισίματος του κόμματος» ή του «υποκειμενικού παράγοντα» όπως αρέσκονται να τον ονομάζουν μ’ αυτόν τον τρόπο καταντούσε άπιαστο όνειρο.
Την ίδια περίοδο και μετά την περιβόητη επίθεση της «παγκοσμιοποίησης» -της επέλασης δηλαδή του αρμαγεδδώνα του νεοφιλελευθερισμού - μια διάχυτη διάθεση για «ενότητα» είχε αρχίσει να πλανάται σαν ανάγκη να αντιμετωπιστεί αυτή η επίθεση πάνω απ’ τα κεφάλια των μικρότερων οργανώσεων και κομμάτων της τάξης. Μια όσμωση που είχε πραγματοποιηθεί την προηγούμενη περίοδο με μια σειρά συνεργασίες για ορισμένα ζητήματα έκανε πιο εφικτή την προσέγγιση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες προσανατόλισαν ορισμένες οργανώσεις να μεταφέρουν το καθήκον του χτισίματος του κόμματος, χωρίς να εγκαταλείψουν τις πανεπιστημιακές αρένες, στις αρένες ενός διαφορετικού μαζικού χώρου, αυτό των κομμάτων. Έναν χώρο που όμως δεν τον ήξεραν και δεν μπορούσαν να φανταστούν τις υποχρεώσεις και τους καταναγκασμούς που θα τους επέβαλλε αυτή η μετακίνηση βάζοντας φραγμούς στην «ανεξάρτητη» δράση τους. Έτσι ωθούμενες από καθαρά ιδιοτελή κίνητρα η κάθε μια απ’ αυτές στράφηκε στην συνεργασία με τον Συνασπισμό, δημιουργώντας τον «χώρο διαλόγου».
Χωρίς καμιά ενιαιομετωπική οργανωτική δομή, χωρίς καμιά επιμέρους πολιτική συμφωνία, χωρίς αρχές, δημιούργησαν ένα ιδιότυπο μηχανισμό συνεργασίας κορυφής. Εκεί οι τυχόν διαφωνίες που μπορεί να προέκυπταν λυνόταν με την εξ ίσου πρωτότυπη «δημοκρατία» του βέτο. Όπως στον ΟΗΕ τα ανεξάρτητα συμφέροντα των εθνών κρατών προστατεύονταν με το βέτο, έτσι και αυτοί προστάτευαν τα «ανεξάρτητα» πολιτικά τους και όχι μόνο συμφέροντα με το βέτο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, βάδιζαν μαζί στην ίδια λεωφόρο, ακολουθώντας όμως διαφορετικές πορείες. Και αυτό το καινοφανές αμάλγαμα το ονόμαζαν μέτωπο. Έτσι γενικά, μέτωπο, χωρίς να τολμούν να του δίνουν κανένα επιθετικό προσδιορισμό, ούτε της σταλινικής έκδοσης του λαϊκού μετώπου, αλλά ούτε και της τριτοδιεθνιστικής θέσης του ενιαίου μετώπου. Καταλάβαιναν πολύ καλά ότι αυτό που είχαν κατασκευάσει δεν κόλλαγε πουθενά. Και αυτά όλα γινόταν κάτω απ’ το προκάλυμμα και στο όνομα του μαρξισμού. Οι ανάγκες των εκλογών του 2004 τους υποχρέωσε με βάση τον εκλογικό νόμο να μετατρέψουν αυτό το συνονθύλευμα σε καθαρά εκλογικό μηχανισμό δημιουργώντας τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Έτσι για να χωράνε όλοι μέσα. Όπως αποδείχτηκε άλλωστε ήταν και το μόνο που τους χρειαζόταν.
Αυτή η κατάσταση ηρεμίας στην παράταιρη αυτή συγκατοίκηση όλου αυτού του ετερόκλητου πλήθους, θα μπορούσε να κρατήσει αρκετά στηριγμένη στην κοινοβουλευτική σιγουριά του 4% ή του 6%, εξυπηρετώντας ήρεμα τις εκατέρωθεν επιδιώξεις. Η ηρεμία αυτή όμως όπως ήταν επόμενο είχε ημερομηνία λήξης με την υπογραφή από τον ΓΑΠ της εισόδου μας στον έλεγχο της τρόικας. Με την είσοδο μας στην κρίση, όπως ο Συνασπισμός, έτσι και το σύνολο των οργανώσεων μπήκαν σε μια φάση εσωτερικής κρίσης η οποία δεν έμοιαζε καθόλου και δεν είχε καμία σχέση με αυτές του παρελθόντος. Όπως ο Συνασπισμός έτσι και αυτοί έπρεπε να απαντήσουν στο κυρίαρχο ζήτημα που έβαζε η κρίση. Αυτό του χρέους και του ευρώ. Όπως ήταν επόμενο όσο ποιο πολύ ακούμπαγαν το καυτό αυτό πρόβλημα τόσο ποιο πολύ καιγόταν.Η έτσι και αλλιώς δύσκολη λειτουργία τους μέσα σε ένα μαζικότερο κόμμα επιδεινώθηκε με τις διαφωνίες που προέκυψαν απ’ αφορμή το ζήτημα αυτό. Όπως ήταν επόμενο φυγόκεντρες τάσεις προς τα αριστερά και τα δεξιά να παρουσιάζονται στους κόλπους και αυτών των οργανώσεων. Σιγά σιγά το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτές, συνεπικουρούμενες και από διάφορους άλλους λόγους που ανάγονται στο ιστορικό παρελθών της κάθε μιας, προσχώρησαν στην πλειοψηφική τάση του Συνασπισμού ενισχύοντας ακόμα περισσότερο αυτό το ρεύμα.Ένα μικρότερο κομμάτι και μετά από μια διαδρομή με διάφορα ζιγκ ζαγκ προσχώρησε στην μειοψηφική άποψη, δημιουργώντας μαζί της ένα χαλαρό δεσμό γύρω απ’ την αριστερή πλατφόρμα.
Έτσι, στον ΣΥΡΙΖΑ, από την αρχή, η σύγκρουση μέσα στους κόλπους του, σαν αποτέλεσμα που του ασκεί η κρίση, παίρνει ένα καθημερινό οξύτατο χαρακτήρα. Η προβολή της δε από τα ΜΜΕ τα οποία την αναπαράγουν ιδιαίτερα μεγεθυμένη την κάνουν να παίρνει ένα διαβρωτικό χαρακτήρα. Γιατί; Μα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ένα μικρό ελιτίστικο κοινοβουλευτικό κόμμα του 4% το οποίο χρησιμοποιούσε όλη την προηγούμενη περίοδο ανέξοδα μια αριστερή φρασεολογία καλέστηκε από την κοινωνία στις εκλογές του περασμένου Μάη να δώσει λύση στην προϊούσα κρίση. Καλέστηκε με άλλα λόγια από την ιστορία να κυβερνήσει και να εφαρμόσει τις εξαγγελίες του για απαλλαγή μας από τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Έτσι από ένα κόμμα του 4% μπαίνοντας στον προθάλαμο της κυβέρνησης σαν αξιωματική αντιπολίτευση μπήκε ταυτόχρονα και στην μέγγενη της πίεσης των οξυμένων προβλημάτων που γεννάει η κρίση. Πίεση που του ασκείτε από τα αριστερά του, από την μεγέθυνση αναγκών των μαζών, που πλήττονται από την κρίση. Και πίεση που του ασκείτε από τα δεξιά του, από την οικονομική ολιγαρχία και τους δανειστές, να απαρνηθεί τους αριστερούς βερμπαλισμούς και να προσαρμοστεί στον αστικό ρεαλισμό. Αυτοί οι δύο δρόμοι θα είναι ένα συνεχές πεδίο σύγκρουσης μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ σπρώχνοντας στα άκρα τις εσωτερικές του αντιθέσεις και ταυτόχρονα οι συγκρούσεις αυτές θα γίνουν και ένα σχολείο εκπαίδευσης νέων στελεχών.
Αυτή η πίεση που του ασκείτε από τα δεξιά και από αριστερά κάνει την εσωτερική διαπάλη όλων των ρευμάτων υποχρεωτική και αναπόφευκτη. Αν τώρα προσθέσουμε σε αυτό και το αδιέξοδο και την ανάγκη των δανειστών, για ένα κυβερνητικό σχήμα συνέχισης της πολιτικής τους, ανάγκη που απορρέει από την διάβρωση και διάλυση των κομμάτων εξουσίας, στην συνείδηση των μαζών, στα οποία στηρίχτηκε για να διαχειριστούν την κρίση χρέους, τότε θα καταλάβουμε ότι οι πιέσεις που ασκούνται από τα δεξιά είναι τεράστιες, οργανωμένες και μεθοδευμένες. Την ίδια στιγμή, η προοπτική κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ κάνει ακόμα πιο ευάλωτη στις πιέσεις την δεξιά ομάδα, ιδιαίτερα αυτή που εκφράζετε μέσα και πίσω από το οικονομικό επιτελείο, κάνοντας την ακόμα περισσότερο πιο προσαρμοστική στον ρεφορμισμό και πιο ευλύγιστη στον αστικό ρεαλισμό.
Έτσι λοιπόν έχοντας τα πράγματα και με την αγωνία των νεοφώτιστων την παραμονή της εμβάπτισης στην κυβερνητική κολυμβήθρα, παρατηρούμε μια συνεχή και συνειδητή διολίσθηση προς τα δεξιά της ηγετικής πλειοψηφίας. Μετατόπιση η οποία γίνεται ολοένα και πιο διακριτή σε όλες τις ομιλίες του προέδρου και όχι μόνο. Παραδείγματα πάμπολλα: στην ομιλία του στο συνέδριο του εκόνομιστ!!!, πιεσμένος αφόρητα από την δεξιά ρεφορμιστική πτέρυγα, αλλά αισθανόμενος και την ανάγκη να χαϊδέψει τα αυτιά των ακροατών του έδωσε αναστολή στο καταδικασμένο στην ποινή του θανάτου με ένα και μόνο νόμο την επόμενη των εκλογών μνημόνιο, η μνημόνια. Σε διάφορες συνεντεύξεις του η κατάργηση των δανειακών συμβάσεων μετατρέπεται σε σκληρή επαναδιαπραγμάτευση.Και στις ομιλίες του στην Γερμανία, την Αμερική, αλλά και στον ΣΕΒ, συνοδευόμενος για να μην κάνει λάθος απ’ τον κυρ Μιληό, η μονομερής διαγραφή έστω και με ΕΛΕ του μεγαλύτερου μέρους του χρέους γίνεται ρήτρα ανάπτυξης για την αποπληρωμή όχι μόνο του χρέους και αλλά και όλων των δυσβάστακτων τόκων. Η διολίσθηση αυτή συμπληρώνεται με την αποφυγή ρητής δέσμευσης για τα πάντα. Η υποχρεωτική επιστροφή του 13ου και του 14ου μισθού και στα ημερομίσθια πριν την τρόικα γίνονται αόριστες υποσχέσεις. Η επαναπρόσληψη των απολυμένων μεταφέρεται στο απώτερο μέλλον. Ας μην μιλήσουμε για την υγεία την παιδεία τις παροχές τις συντάξεις τους φόρους και γενικότερα για το κράτος πρόνοιας. Η προσκόλληση τους στο ευρώ και την ευρωζώνη δεν τους επιτρέπει να δουν ότι μέσα εκεί μόνο λιτότητα υπάρχει. Αυτά άλλωστε είναι καταγραμμένα και χιλιοειπωμένα όχι μόνο στις εφημερίδες και τα μπλοκ αλλά πάνω απ’ όλα στην συνείδηση της κατεστραμμένης ελληνικής κοινωνίας δείχνοντας το με την στάση της να μην αγκαλιάζει μαζικά αυτό το κόμμα.
Την ίδια στιγμή που δεν μπορεί να δεσμευτεί για τίποτε γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι η οικονομική εξάρτηση από την κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα είναι απόλυτη, άρα φιλολαϊκή πολιτική με ευρώ δεν υπάρχει, μετατρέπει τον πολιτικό αγώνα σ’ ένα μικροαστικό μπράντ ντε φερ στα κανάλια απολογούμενοι στην επίθεση συνετισμού των υπαλλήλων της τρόικας ότι η δική τους πολιτική είναι καλύτερη απ’ την εφαρμοζόμενη από τα τσιράκια των τροϊκανών.Μετατρέπει τον αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης και των πολιτικών της σε εκλογηκίστικη αστικοδημοκρατική φιέστα, μεταφέροντας την ευθύνη της πολιτικής καθοδήγησης αυτού του αγώνα από τις πλάτες τις, στις πλάτες του κινήματος γενικά. Η προσαρμογή της στην αστικοδημοκρατική λογική της εκλογικής αναμέτρησης, η αποφυγή της κοινωνικής ανατροπής και της επιβολής των εκλογών, κάτι που θα την καθιστούσε κυρίαρχη του πολιτικού παιχνιδιού, την στρέφει στο κυνήγι των ψηφοφόρων του περίφημου «κέντρου». Σαν γνήσιοι ρεφορμιστές, με την γενίκευση αφαιρούν την κοινωνική βάση του κέντρου η οποία δεν είναι άλλη παρά τα μεσοστρώματα τα οποία σήμερα καταστρέφονται και τα οποία αν δεν τους δώσεις σίγουρη λύση, ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης και συμμαχίας με την εργατικά τάξη, ένα μεταβατικό πρόγραμμα με άλλα λόγια θα γίνονται λεία στις ορδές του φασισμού, την ίδια στιγμή που τους καλλιεργείς την αυταπάτη ότι τα μνημόνια φέρνουν την κρίση και όχι η κρίση τα μνημόνια.
Όπως λέγετε συνήθως, ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Ο δρόμος όμως για τους κυβερνητικούς θώκους καθόλου. Ο δρόμος για την κατάκτηση των κυβερνητικών θώκων είναι δύσβατος και ανηφορικός. Για την εκπλήρωση του σκοπού δύο όροι είναι απαραίτητοι. Ένα όλοι να υπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Άρα διαφωνίες τέλος. Άκρα του τάφου σιωπή. Πλήρες σιωπητήριο. Δύο Χρειάζεται ένα κόμμα χυλός. Ένα κόμμα που να υπηρετεί τους εκλογικούς μας στόχους και όχι να γκρινιάζει και να διαφωνεί. Ένα κόμμα εκλογικό μηχανισμό και όχι ένα παραδοσιακό εργατικό κόμμα με όργανα, εσωτερική λειτουργία, αποφάσεις και λογοδοσία των ανωτέρων οργάνων στα κατώτερα. Να μετατραπεί μ’ άλλα λόγια σ’ ένα πλαδαρό εκλογικό μηχανισμό. Οι συμβουλές, οι παροτρύνσεις και οι κατηχήσεις των φερέφωνων της αστικής τάξης «προοδευτικής» και «αντιδραστικής», μνημονιακής και αντιμνημονιακής, άλλωστε, κανοναρχεί στο ίδιο τροπάρι. Πως είναι δυνατόν σ’ ένα κόμμα και μάλιστα στον προθάλαμο της κυβέρνησης να έχει τόσες πολλές και άκρως αντίθετες απόψεις. Τη σούπα την χάλαγαν αυτοί οι «αριστεριστές» της αριστερής πλατφόρμας. Έπρεπε να παρθούν επειγόντως μέτρα εναντίων τους όπερ και εγένετο.
Στο συνέδριο παίχτηκε η πρώτη σκηνή από το έργο που θα δούμε πολλές φορές στο μέλλον.Στο συνέδριο δεν δοκίμασαν μόνο τις αντοχές και τα όπλα τους όλες οι τάσεις, αλλά πάνω απ’ όλα καθόρισαν και τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίζουν η μία την άλλη στο μέλλον. Η δεξιά πλειοψηφία, ενωμένη κάτω απ’ το λάβαρο της μελλοντικής διακυβέρνησης της χώρας, κατέβηκε αποφασισμένη να δώσει την μάχη ενάντια στην αριστερά, για τον έλεγχο του κόμματος και να την κερδίσει. Πατώντας πάνω στο θυμικό του κόμματος και απειλώντας διάσπαση, κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση να πραγματοποιήσει στην παρούσα φάση γιατί χρειάζεται κάθε ψήφο, (χωρίς να σημαίνει ότι δεν θα το κάνει πολύ ευχαρίστως αναλαμβάνοντας τον κυβερνητικό θώκο), έδωσε την πρώτη μάχη και την κέρδισε και στο πολιτικό και στο οργανωτικό πεδίο. Κέρδισε το ζήτημα της εκλογής του προέδρου από το συνέδριο, αποκόπτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις αποφάσεις του προέδρου και του πολιτικού του περίγυρου απ’ τον έλεγχο των κατωτέρων οργάνων. Κέρδισε το κείμενο των πολιτικών θέσεων χωρίς καμιά καταγραφή αντίθετων απόψεων υποχρεώνοντας την αριστερά είτε σε σιγή είτε σε υπεράσπιση των πλειοψηφικών θέσεων. Κέρδισε την οργανωτική λειτουργία του κόμματος μετατρέποντας το σε ένα άνευρο σχήμα.
Αντίθετα, η αριστερή πλατφόρμα, εγκλωβισμένη σ’ ένα οπορτουνισμό, συνήθεια και εκπαίδευση του παρελθόντος της, υποτίμησε τελείως την μάχη σε όλα τα μέτωπα ιδιαίτερα δε στο πολιτικό πεδίο καταθέτοντας κατά την συνήθεια τροπολογίες οι οποίες απορρίφτηκαν πανηγυρικά και μετά πολλών επαίνων. Έτσι αντί να δώσει την μάχη ανοιχτά σε όλα τα μέτωπα, όπως αυτό του προέδρου, της λειτουργίας του κόμματος, της λειτουργίας των τάσεων και της καταγραφής μειοψηφικά των θέσεων τους, και πάνω απ’ όλα των πολιτικών θέσεων που θα την κάνουν να ξεχωρίζει από την ρεφορμιστική ηγεσία, καταθέτοντας ένα ενιαίο δομημένο πολιτικό κείμενο το οποίο θα περιελάμβανε όλα τα παραπάνω, έδωσε μια μάχη φοβική κριμένη πίσω από τους συσχετισμούς και γ’ αυτό ατελέσφορη.
Προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον σταλινικό καταναγκασμό τους οι μεν και τον σεκταρισμό τους οι δε ακολουθούν κατά πόδας αμήχανα την ρεφορμιστική ηγεσία χωρίς κριτική που να τους διαχωρίζει απ’ αυτήν. Απεμπολούν παράδοση διακοσίων και πάνω ετών του εργατικού και επαναστατικού κινήματος. Αυτό του δικαιώματος της διατύπωσης και καταγραφής μέσω ψηφοφορίας έστω και μειοψηφικά της ύπαρξης των πολιτικών της θέσεων. Αντίθετα, έδωσε μια χαρά τη μάχη της λίστας. Μετέφερε δηλαδή την μάχη από το πολιτικό στο οργανωτικό πεδίο. Μετέτρεψε μα άλλα λόγια την ήττα της στο πολιτικό πεδίο σε νίκη αριθμητική στα όργανα. Νίκη η οποία δεν στηρίζεται σε καμιά πολιτική συμφωνία και η οποία κουβαλάει όλα τα χαρακτηριστικά της χαλαρής σχέσης του παρελθόντος. Μια αριθμητική νίκη τόσο γενική και αφηρημένη που μπορεί να κουβαλάει μέσα της, την πολιτική συμφωνία, την συναισθηματική φόρτιση, τις φιλικές σχέσεις, την αντίδραση για αυτό που συμβαίνει, ότι δήποτε τέλος πάντων εκτός από μια καθαρή συμφωνία αρχών καταγραμμένη μειοψηφικά. Και πανηγύρισε γ’ αυτό σε μια σειρά άρθρα. Και έκανε και ειδική συνάντηση γ’ αυτό διαλαλώντας την σημαντική νίκη του τριάντα και τόσο τις εκατό στην καταγραφή της λίστας, ψελλίζοντας ταυτόχρονα για το αόριστο 45% περίπου που παραλίγο να πάρει μια μη καταγραμμένη πολιτική θέση. Η σύγχυση στο έπακρο. Σαν οι μάχες χαρακωμάτων στους μηχανισμούς των κομμάτων να αφορούν την κοινωνία.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Τελείωνα το προηγούμενο άρθρο μου το οποίο αναφερόταν στον ρεφορμισμό με την παρατήρηση ότι «Στον αντίποδα του ρεφορμιστή βρίσκετε ο κεντριστής». Και σημείωνα. «Σε νέο σημείωμα που ελπίζω να καταπιαστώ σύντομα θα ασχοληθώ με το ζήτημα αυτό αλλά και με μια σειρά άλλα που απορρέουν αλλά και συνδέονται μαζί του Ελπίζω να μην με προλάβουν (ξανά) τα γεγονότα τα οποία τρέχουν στην εποχή μας με μεγάλη ταχύτητα γιατί εγώ δεν φημίζομαι έτσι και αλλιώς για την ταχύτητα γραφής μου.» Είχα την αμυδρή ελπίδα ότι δεν θα χρειαζόταν να καταπιαστώ με αυτό το θέμα ελπίζοντας ότι οι εξελίξεις θα το έλυναν και έτσι δεν θα χρειαζόταν περισπούδαστες θεωρητικές αναλύσεις. Παρ’ όλα αυτά οι εξελίξεις στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν έδωσαν λύση. Και αναφέρομαι στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί για την ώρα και όπως όλα δείχνουν, θα είναι το κόμμα που θα καλεστεί στον παρόντα χρόνο να δώσει απαντήσεις στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Ελπίζω να μην διαψευστώ και ακόμα ελπίζω να μην χρειαστεί να επανέλθω. Ακόμη, πολλοί φίλοι και σύντροφοι μου κάνουν την παρατήρηση ότι στα κείμενα μου λείπει το δια ταύτα. Θα πάρω το θάρρος να μοιραστώ αυτή την έλλειψη με αυτούς τους συντρόφους στο μισό. Ή η δική μου ικανότητα ανάλυσης δεν είναι επαρκής για να φωτίζει τα προβλήματα και να τα κάνει κατανοητά, ή η δική τους κατανόηση δεν τους βοηθάει να δουν στα κείμενα μου το δια ταύτα. Εν πάσει περιπτώσει σήμερα θα αποτολμήσω να το κάνω.
Ο χρόνος που ξανοίγεται μπροστά μας είναι μακρύς και οι μάχες που θα δοθούν πολλές. Η εκπαίδευση μέσα απ’ αυτές τις μάχες νέων στελεχών είναι καθήκον. Η ρεφορμιστική ηγεσία στην προοπτική που γίνει κυβέρνηση θα ζήσει τον εφιάλτη μιας άλυτης αντίφασης. Ή θα προσαρμοστεί στον ρεαλισμό των δανειστών και θα συνεχίσει την ίδια αδιέξοδη πολιτική, ή θα προσπαθήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα που έχει η ίδια ψηφίσει κάτω απ’ την πίεση που της ασκεί ακόμα η αριστερή της πτέρυγα. Ακόμα και αυτό το πρόγραμμα όμως έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τα συμφέροντα των δανειστών και την μετατροπή της χώρας μας σε αποικία χρέους. Μ’ αυτήν την έννοια όμως η σύγκρουση της με τους δανειστές θα καταστεί αναπόφευκτη. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση οι μάχες είναι μπροστά μας. Για να εκπαιδεύσουμε νέα στελέχη πρέπει να έχουμε την ικανότητα να το κάνουμε προετοιμάζοντας με υπομονή το αύριο. Την μάχη για την νίκη θα την δώσουν εκατομμύρια μάζες με την παρουσία τους στους αγώνες. Εμείς πρέπει να προετοιμαζόμαστε γ’ αυτό και να δουλεύουμε μαζί τους. Αυτό όμως προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα την καλύτερη δική μας εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει:
α: η αριστερή πλατφόρμα θα πρέπει να αυτοεκπαιδευτεί κατ’ αρχήν στην ταχτική του ενιαίου μετώπου στο εσωτερικό της. Όσο αυτό δεν πραγματοποιείται οι παροτρύνσεις προς τρίτους, στο εξωτερικό της, καταντάει κενό γράμμα. Είναι απαραίτητο λοιπόν τελειώνοντας την μεταξύ τους χαλαρή σχέση να μετατραπούν σε μια αριστερή συμπαγή πολιτική τάση. Η συμφωνία μπορεί να πραγματοποιηθεί πάνω σ’ αυτά που τους ενώνουν αφήνοντας στην άκρη αυτά που τους χωρίζουν.
β: είναι άκρως απαραίτητο, είναι επείγον, να επεξεργαστούν ένα μίνιμουμ πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων για την κοινωνία συνδέοντας το μίνιμουμ των διεκδικήσεων με το μάξιμουμ των δυνατοτήτων της πραγματοποίησης τους. Αυτό το μίνιμουμ πρόγραμμα θα είναι η βάση της συμφωνίας τους, και η προβολή τους στην κοινωνία και τους αγώνες της. Ταυτόχρονα θα είναι και η διαφοροποίηση τους απ’ την ρεφορμιστική ηγεσία. Το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να τεθεί σε ψηφοφορία στο εσωτερικό των μελών που απαρτίζουν την αριστερή πλατφόρμα. Για να υπερασπίσεις κάτι με πάθος πρέπει έχεις συμβάλει σ’ αυτό. Θα πρέπει επίσης να μπει σε ψηφοφορία στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ώστε να αποκτήσει ισχύ έστω και μειοψηφική. Η δύναμη μας είναι οι ιδέες μας.
γ: βασικό ζήτημα είναι το ζήτημα των συμμαχιών. Συμμαχιών όχι έτσι όπως τι φαντάζετε η ρεφορμιστική ηγεσία για να την οδηγήσουν στην κυβέρνηση, αλλά κοινωνικών συμμαχιών με την εργατική τάξη και τα ιστορικά της συμφέροντα. Το στοίχημα να κερδηθούν τα μεσοστρώματα που σήμερα καταστρέφονται στο πρόγραμμα της εργατικής τάξης, είναι στοίχημα του αν κατορθώσουμε να φράξουμε τον δρόμο στην επέλαση του φασισμού στην Ελλάδα. Ένα πρόγραμμα επομένως που θα περιλαμβάνει της ανάγκες της μικρής αγροτιάς και των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης είναι άκρως απαραίτητο
Υπάρχουν μια σειρά ακόμα ζητήματα όπως η επεξεργασία της διαρκούς επανάστασης στην εποχή μας και άλλα πολλά. Ιδού πεδίο δόξης λαμπρόν.
Με το συνέδριο του ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε ένα κεφάλαιο της ιστορίας του παρελθόντος του και άνοιξε ένα νέο για το μέλλον του. Αυτό το μέλλον μπορεί να είναι δικό μας. Αυτό το μέλλον μπορούμε και πρέπει να το κερδίσουμε.
27/8/2013