Πολύ σημαντικό ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που αναδεικνύεται συχνά όλο το τελευταίο διάστημα, είναι η κομματική λειτουργία.
Η λειτουργία του κόμματος αφορά στην σχέση του με την κοινωνία. Μάλιστα στις σημερινές συνθήκες και μπροστά στις ιστορικές προκλήσεις, αυτή η σχέση αποτελεί συγκεκριμένη, αυστηρή προϋπόθεση για την επιτυχία μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει σήμερα να οικοδομήσει αποτελεσματικά αυτή την σχέση πέρα από το επικοινωνιακό, εκλογικό επίπεδο. Αντί η φορά του βέλους να είναι από την κοινωνία, τις κινηματικές και πολιτικές πρωτοπορίες στην συγκρότηση του κόμματος, στην διεύρυνση της κομματικής ηγεσίας, στην συλλογική ηγεσία στο κόμμα, προσανατολισμένη στο κίνημα και στις ανάγκες και τα αιτήματα της κοινωνικής πλειοψηφίας ευρύτερα, η λειτουργία του κόμματος κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση.
Διαμορφώνεται η τάση να «εξομοιώνονται» τα μέλη και τα στελέχη με τους ψηφοφόρους. Με τον μέσο όρο του εκλογικού σώματος. Η κομματική διαδικασία, η πολιτική συζήτηση και η συγκρότηση της γραμμής και του σχεδίου της δράσης, η καθοδηγητική διαδικασία συνολικά, αντικαθίσταται από τις δημόσιες εκφωνήσεις στα ΜΜΕ.
Η περίπτωση της παράκαμψης της Ανοιχτής Πόλης και των διαδικασιών της, όπως και σε μια σειρά άλλες περιοχές, ζητήματα που αναδείχτηκαν στην τελευταία συνεδρίαση της ΚΕ, αποτελούν ουσιαστικά συμπύκνωση της σημερινής συνολικής κατάστασης της κομματικής λειτουργίας.
Η εξέλιξη αυτή, της «χαλάρωσης», αν όχι αποδόμησης, της κομματικής λειτουργίας ερμηνεύεται σε αντιστοιχία με τις σύγχρονες συνθήκες μιας αποϊδεολογικοποιημένης εποχής όπου κυριαρχεί το μεταμοντέρνο, μιντιακό και επιδερμικά επικοινωνιακό κλίμα. Εν τούτοις δεν αποτελεί απάντηση αλλά αντίθετα είναι πλήρης αποδοχή του πλαισίου και προσαρμογή σ’ αυτό. Όλη η προσέγγιση είναι λάθος. Πολύ περισσότερο δεν είναι προσέγγιση ριζοσπαστική αριστερή. Όσο κι αν επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα δηλώσεις που εξορκίζουν τον χαρακτήρα «ανάθεσης» μιας εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, στην πράξη η ακολουθούμενη τακτική ευνοεί την «αποθέωση» της ανάθεσης καθώς αφαιρεί από τις προτεραιότητες όλο το ταξικό περιεχόμενο της πολιτικής (που είναι το ζητούμενο από την σκοπιά της Αριστεράς)και εν τέλει την ζωντανή αναφορά στον ίδιο τον στρατηγικό στόχο. Εγκαταλείπεται έτσι η διεκδίκηση της ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας και της συνειδητής και μαχητικής κοινωνικής κίνησης.
Το κενό που δημιουργείται καλύπτεται διαρκώς από αστικά δάνεια στις πολιτικές επιλογές και στην συνολική κουλτούρα υπονομεύοντας την ίδια την στρατηγική.
Αυτό φανερώνεται στις διαρκείς διολισθήσεις και προσαρμογές της γραμμής μέσω δηλώσεων κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι πρόσφατες τοποθετήσεις στελεχών του οικονομικού επιτελείου. Αυτό ακριβώς συμβολίζει και η επιλογή του Ο. Βουδούρη για την περιφέρεια της Πελοποννήσου. Δεν αποτελεί η επιλογή αυτή μια μεμονωμένη περίπτωση αλλά μια κατεύθυνση διευρύνσεων ελέω «κυβερνησιμότητας». Ωστόσο χάνει από τα μάτια την πιο κρίσιμη και ουσιαστική παράμετρο που καθορίζει τί επιτρέπεται και τί όχι στις «διευρύνσεις». Αυτή η προϋπόθεση είναι η δύναμη της ηγεμονίας στο ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Εδώ η φορά του βέλους είναι καθοριστική και αφορά στο ποιος είναι «αυτός» που υποχωρεί από τις θέσεις του για να συμμαχήσει με τον «άλλο». Είναι η σοσιαλιστική στρατηγική και οι πολιτικές επιλογές και πρακτικές που σαρώνουν, στην πλάτη του κοινωνικού κύματος, το αστικό κατεστημένο υποχρεώνοντας τους «αξιωματικούς του τσάρου» να αλλαξοπιστήσουν ή μήπως είναι το κόμμα της Αριστεράς που σε συνθήκες κινηματικής άμπωτης (τουλάχιστον προς ώρας) ελαστικοποιεί και προσαρμόζει τις θέσεις του και το πλαίσιο του για να περιλάβει αμετανόητους υπογράψαντες τα μνημόνια, ελέω εκλογικής διεύρυνσης (με ορατό κίνδυνο τα αντίστροφα αποτελέσματα); Η διαφορά ανάμεσα στις δύο εκδοχές είναι κολοσσιαία και καθορίζει την ίδια την τύχη της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην Ελλάδα – δυνατό κρίκο της Αριστεράς - στο ευρύτερο ευρωπαϊκό (και διεθνές) πλαίσιο της κρίσης, μοναδική επιλογή κατεύθυνσης για ενδεχόμενες διευρύνσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι προς τ’ αριστερά. Προς κατευθύνσεις που θα ενισχύουν τον ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό χαρακτήρα της κυβέρνησης της Αριστεράς και τον διακηρυγμένο σοσιαλιστικό ορίζοντα αυτού του δρόμου.
Ταυτόχρονα εμφανίζονται ανησυχητικές ενδείξεις υποτίμησης των δυσκολιών της περιόδου αν όχι καθαρή άγνοια κινδύνου, όταν κεντρικά στελέχη αρνούνται καθήκοντα και κάνουν προσωπικούς σχεδιασμούς, υποτιμώντας την σημασία όλων των μαχών – μέρος μόνο των οποίων είναι οι εκλογικές - που πρέπει να δοθούν και να κερδηθούν προκειμένου να υπάρξουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιτυχία μιας κυβέρνησης της Αριστεράς .
Το να νομίζει μεγάλο μέρος της κοινωνίας πως όταν βρεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα γίνει κάποιο «θαύμα» είναι κρίσιμο πρόβλημα που φορτώνει ευθύνες στο ίδιο το κόμμα.
Το να το νομίζουν αυτό στελέχη της ηγεσίας ή ακόμη χειρότερα να ξέρουν ότι «θαύματα» δεν γίνονται αλλά να συμβάλουν στην διατήρηση των αυταπατών δεν είναι απλά πρόβλημα. Συνιστά προϋπόθεση για τραγωδία.
Καθώς βαδίζουμε προς τις εκλογικές αναμετρήσεις και πολύ περισσότερο μπροστά στην πρόκληση για κυβέρνηση της Αριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί σε μια «κόλαση» πιέσεων και υπονομεύσεων από το ντόπιο αστικό μπλοκ μα και από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ευρωπαϊκά και ατλαντικά. Η ενεργητική και μαζική κοινωνική στήριξη, η ενεργοποίηση του κινηματισμού και η έμπνευση και η αποφασιστικότητα του λαού - ως απόρροια της επίγνωσης της κατάστασης και της ιστορικής διακύβευσης - θα παίξουν τον καθοριστικό ρόλο. Αυτή η προϋπόθεση μόνο στο ελάχιστο αφορά στην επιλογή της ψήφου.
Ωστόσο μέχρι σήμερα, κεντρικά στελέχη της ηγετικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ στον δημόσιο λόγο, δεν τολμούν ούτε καν να ομολογήσουν δημόσια (κάτι που για μεγάλο κοινωνικό μέρος είναι πλέον κατανοητό) πως υπάρχει ενδεχόμενο εξόδου από τη ΟΝΕ ως απόρροια της αταλάντευτης στάσης της κυβέρνησης της Αριστεράς απέναντι σε εκβιασμούς από τα αστικά και ιμπεριαλιστικά κέντρα και τους δανειστές. Ενδεχόμενο που δεν αποτελεί καν την σοβαρότερη και την πιο δύσκολη ρήξη και ανατροπή στον δρόμο της εξυπηρέτησης των εργατικών και λαϊκών αναγκών και της υλοποίησης του ταξικά μεροληπτικού προγράμματος με σοσιαλιστικό ορίζοντα.
Τέλος, όσο κι αν κανείς κατανοεί την «ρεαλιστική» προσαρμογή (ή όπως ακούγεται συχνά, την διαδικασία της «βίαιης ενηλικίωσης»)με τις καλύτερες προθέσεις για μια φιλολαϊκή διακυβέρνηση, η διαδικασία «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα στις μέρες μας, είναι αδύνατο να συμβεί μέσα στον ελάχιστο χρόνο λίγων μηνών. Ο πυρήνας των μελών και των στελεχών του (πέρα από καταγωγές, παραδόσεις, τάσεις) μα και η σημερινή πλειοψηφία των ενεργών μελών του μετά και τις αθρόες εγγραφές του τελευταίου χρόνου, που έκαναν την συνειδητή επιλογή χωρίς ατομική ιδιοτέλεια αλλά αντίθετα από έμπνευση και προσδοκία, παραμένει προσηλωμένος ή έστω σε αναφορά προς τις ιδέες και τις αξίες της Αριστεράς και την συνακόλουθη αντίληψη για την δημοκρατία και τη δημοκρατική λειτουργία του κόμματος. Η υπερβολική πίεση για την μεταβολή αυτού του βασικού ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου με «άνωθεν» επιβολές θα προκαλέσει εκρηκτικές συνθήκες στο εσωτερικό του κόμματος.
Η τελευταία σύνοδος της Κεντρικής Επιτροπής, ως φυσιολογική συνέχεια πολλών «επεισοδίων» της τελευταίας περιόδου, αποτελεί προειδοποίηση!