Το σημερινό αριστερό και εργατικό κίνημα δεν μπορεί να έχει ως πρωταρχική του αφετηρία παρά την εκκίνηση από το πεδίο της ικανοποίησης των ζωτικών κοινωνικών αναγκών.
Το σύνολό τους προέρχεται από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, που συνεχίζεται ακάθεκτη και το 2017 (νέες αυξήσεις φόρων και καινούριες κοινωνικές περικοπές), καθώς και από τις ολέθριες επιπτώσεις της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την λειτουργία των εκκαθαριστικών της μηχανισμών (κλείσιμο επιχειρήσεων και μαζικές απολύσεις). Το πολιτικό κίνημα που τροφοδοτήθηκε εξ αιτίας αυτών των πληγμάτων στις λαϊκές ανάγκες και κατέληξε να φέρει στη διακυβέρνηση της χώρας τον ΣΥΡΙΖΑ, οδηγήθηκε στην αναίρεση του εαυτού του, στην αποχή από την εφαρμογή και των πιο στοιχειωδών σοσιαλδημοκρατικών μέτρων. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν είναι βραχυπρόθεσμα αναιρέσιμη, εφόσον αυτός ο πολιτικός σχηματισμός πέρασε ευθέως στο αντίπαλο ταξικό στρατόπεδο, και κατ’ αυτό τον τρόπο το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας της Αριστεράς έχει απομακρυνθεί σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο η κυβερνητική εξουσία θα συνεχίσει να ασκείται είτε από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, είτε από την ακραία νεοφιλελεύθερη ΝΔ, είτε από ευρύτερες συμμαχικές μνημονιακές κυβερνήσεις.
Λαϊκή αντιπολίτευση στη βάση των άμεσων αναγκών
Είναι αλήθεια ότι ο αριστερός ριζοσπαστικός κόσμος που είχαμε πλαισιώσει τον ΣΥΡΙΖΑ, και που σήμερα εντασσόμαστε στα σχήματα που έχουν προκύψει από την διάσπασή του τον Αύγουστο του 2015, συνεχίζουμε να διεπόμαστε, όχι χωρίς λόγο, από έναν ορισμένο «κυβερνητισμό», κι’ αυτό γιατί πραγματικά από τον Μάιο – Ιούνιο του 2012, είχαμε θέση ως στόχο την κυβέρνηση της Αριστεράς, που θα καταργούσε τα μνημόνια και θα προάσπιζε τα άμεσα λαϊκά συμφέροντα. Γι’ αυτό και σήμερα έχουμε στο νου μας μια τέτοια προοπτική, στην «συνεπή» προφανώς εκδοχή της, και κάνουμε τους σχεδιασμούς μας με βάση αυτό το υπόδειγμα. Ωστόσο οι συσχετισμοί που έχουν διαμορφωθεί καθιστούν απαγορευτική μια τέτοια προοπτική, που είναι ορατή πλέον μόνον σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Και μέχρι να κατορθώσουμε να επαναπροσεγγίσουμε αυτό το σημείο, έχουμε μπροστά μας μια πολυετή περίοδο εφαρμογής εξοντωτικών μνημονιακών ρυθμίσεων, προς όφελος της ελληνικής αστικής τάξης και των οργάνων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
Ποιο είναι άρα το άμεσο πολιτικό και κοινωνικό μας καθήκον σ’ αυτή την περίοδο που διανύουμε, και που δεν θα είναι σύντομη, που είναι επιβεβλημένο από την ίδια τη δύναμη των πραγμάτων, και που είναι προϋπόθεση για όποια μελλοντική εναλλακτική αριστερή διέξοδο; Τρεις είναι οι παράμετροι που προσδιορίζουν την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων στη σημερινή συγκυρία: Το γεγονός ότι η προοπτική κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας έχει απομακρυνθεί σοβαρά εξ αιτίας της ολέθριας εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ. – Το ότι τα μνημονιακά πλήγματα στις λαϊκές τάξεις συνεχίζονται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (πρόσθετοι φόροι 2,5 δισεκατ. ευρώ για το 2017, νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων προκειμένου να υποστούν νέα ισχυρή μείωση.) – Τέλος, το γεγονός ότι το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και αντίστοιχα οι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί στερούνται πλέον αποτελεσματικότητας στις παρεμβάσεις τους.
Διανοίγεται κατά συνέπεια μια περίοδος όπου η ανάδειξη της κοινωνικής αντιπολίτευσης για την αντιμετώπιση των ζωτικών λαϊκών αναγκών είναι μονόδρομος για τις αριστερές λαϊκές δυνάμεις. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει με την παράθεση μακροσκελών καταλόγων μέτρων προς διεκδίκηση, ούτε ευθύς εξ αρχής μπορεί να επενδύεται με εκ των προτέρων κατασκευασμένα πολιτικά σχέδια ή άμεσες διεξόδους κυβερνητισμού. Το ενωτικό αυτό κοινωνικό αντιμνημονιακό μέτωπο χρειάζεται να περιλαμβάνει την απαίτηση ικανοποίησης λαϊκών αναγκών που έχουν μια καθολικότητα και αφορούν συνολικά τον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο, τους ανέργους, τη νεολαία και τους συνταξιούχους. Αυτά είναι :
α) Η αποκατάσταση και αύξηση του κατώτατου μισθού στα 750 ευρώ συν την αναγκαία αύξηση για την αντιμετώπιση των πολυποίκιλων προσαυξήσεων της άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Με τι περισσό θράσος πολιτεύεται η κυβέρνηση για την διατήρηση της χώρας εντός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κρατώντας όμως τον κατώτατο μισθό σε επίπεδα κάτω του 50% των ευρωπαϊκών αμοιβών (γαλλικός SMIG στα 1.200 ευρώ καθαρές αποδοχές).
β) Η επαναφορά σε ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που ίσχυαν μέχρι τις αρχές του 2012 με τα αντίστοιχα επίπεδα αμοιβών της εργασίας. Ακόμη και η ενδεχόμενη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, χωρίς αυτή την προϋπόθεση (αφετηρία οι μισθοί του 2012), λόγω του δυσμενέστατου ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων, θα απολήξει σε αποδοχές των 500 ευρώ ανεξαρτήτως εξειδίκευσης, εμπειρίας, γνώσεων κλπ.
γ) Αποκατάσταση του επιπέδου των συντάξεων που έχουν κατακρεουργηθεί, σηματοδοτώντας την μεγαλύτερη καταλήστευση των λαϊκών εισοδημάτων στη νεοελληνική ιστορία. Μάλιστα ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων (Λοβέρδου – Κουτρουμάνη) επιφέρει ευθέως μείωση των συντάξιμων αποδοχών κατά τουλάχιστον 30%, με βάση τους ίδιους τους πίνακες του Υπουργείου Εργασίας.
δ) Η χορήγηση σταθερού αξιοπρεπούς επιδόματος ανεργίας στο σύνολο των ανέργων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μακροχρόνια άνεργοι, τη στιγμή που αυτό χορηγείται μόνον στο 10% των ανέργων. Η συνεχιζόμενη γενοκτονία του άνεργου εργατικού δυναμικού σηματοδοτεί το ισχυρότερο πλήγμα στο σώμα της εργατικής τάξης, που επικαθορίζει όλες τις πλευρές της ζωής των ενεργών εργαζομένων.
ε) Η ανάδειξη κατά τον πλέον δυναμικό τρόπο του μέγιστου ζητήματος της απασχόλησης της σημερινής μορφωμένης νεολαίας, με δεδομένο ότι η όποια μετανάστευση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, κι’ όταν ακόμη είναι εφικτή (πράγμα σχετικά αμφίβολο πλέον), αποστερεί την ελληνική κοινωνία από τις πλέον παραγωγικές της δυνάμεις.
Η πολιτική φύση των θεμελιωδών κοινωνικών αναγκών
Βέβαια το φάσμα των λαϊκών ζητημάτων που έχουν προκληθεί είναι κατά πολύ ευρύτερο : Ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων, φορολόγηση κατοικιών των εργαζομένων, υπέρμετρες αυξήσεις της έμμεσης φορολογίας, αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων κλπ. Όλα αυτά τίθενται και θα τεθούν εντονότερα καθώς θα μπορεί να αναπτυχθεί ένα πρωτογενές κίνημα ζωτικών εργατικών αναγκών, των κεντρικών εκείνων αιτημάτων που αφορούν ενιαία τις βασικές κοινωνικές κατηγορίες του λαϊκού πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά η ένσταση που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι ότι αυτά τα άμεσα αιτήματα είναι «συνδικαλιστικής» φύσης και δεν άπτονται των γενικότερων πολιτικών κατευθύνσεων της Αριστεράς. Εντούτοις τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά : Το υπαρκτό συνδικαλιστικό κίνημα στις διάφορες εκφράσεις του είναι εντελώς αναποτελεσματικό να προωθήσει αυτούς τους θεμελιώδεις κοινωνικούς στόχους. Και από την άλλη πλευρά τέτοιες λαϊκές επιδιώξεις που αγκαλιάζουν ευθέως τον εργαζόμενο κόσμο είναι βαθύτατα πολιτικοί στόχοι γιατί η επίλυσή τους απαιτεί κεφαλαιώδους σημασίες οικονομικές αλλαγές.
Το σώμα αυτών των αιτημάτων θεραπείας των μνημονιακών πληγμάτων έχει καθολικά χαρακτηριστικά, και αφορά και τις τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες των λαϊκών τάξεων (εργαζόμενους ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ανέργους, συνταξιούχους, νεολαία), και έχει την επάρκεια στην δυναμική του ανάπτυξη να επιφέρει κυριολεκτικά επαναστατικά αποτελέσματα στους ισχύοντες συσχετισμούς των δυνάμεων. Κατά συνέπεια μπορούν να αποτελέσουν μια θεμελιακή λαϊκή χάρτα, που να συσπειρώνει με όρους αυτονομίας, το σύνολο των διαθέσιμων ανεξάρτητων και αριστερών πολιτικών και εργατικών συνδικαλιστικών δυνάμεων, κατά τρόπο ενωτικό και μετωπικό. Στην αστική επιχειρηματολογία που θα αντιταχθεί, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι, ότι η «οικονομία έχει καταστραφεί και δεν έχει αντοχές», ότι αυτά τα μέτρα θα απωθήσουν τις αιώνια αναμενόμενες (και ουδέποτε προσερχόμενες) διεθνείς επενδύσεις, δεν μπορεί παρά να αντιπαρατίθεται η ριζοσπαστική λαϊκή επιχειρηματολογία: Ότι αυτές οι ζωτικές ανάγκες για να ικανοποιηθούν απαιτούν αφενός την ριζική και αφετηριακή αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων και σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου και αφετέρου την άμεση παύση πληρωμών των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους, θέτοντας τέρμα στην τοκογλυφική αφαίμαξη, σε μια παρατεταμένη λιτότητα που επιφέρει αναπότρεπτα και την παραγωγική καταστροφή.
Θα αντιταχθεί ενδεχομένως το επιχείρημα : Γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα με πρωτογενή χαρακτηριστικά δεν μπορεί να υπηρετηθεί από το υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων, από τους ίδιους τους σχηματισμούς της ελληνικής Αριστεράς; Απλούστατα γιατί στην περίοδο της διετούς διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (2015 – 17), δεν ήμασταν σε θέση να δρομολογήσουμε ούτε μια αξιόλογη πανεργατική πανελλαδική κινητοποίηση, που θα έθετε σε κίνηση τις χειμαζόμενες λαϊκές δυνάμεις. Γιατί εξίσου με τις όποιες πολιτικές μας παρεμβάσεις δεν αγγίξαμε παρά τον παραδοσιακό κόσμο του αριστερού κινήματος, κι’ αυτό εντελώς περιορισμένα, αδυνατώντας να συνδεθούμε με το κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας και εξαθλίωσης. Και επιπρόσθετα ούτε η «ανάταξη» του εργατικού συνδικαλισμού δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα, αλλά ούτε και η διεύρυνση της αριστερής επιρροής καταγράφεται οπουδήποτε.
Η διαμόρφωση αυτού του αυτόνομου πολιτικό – κοινωνικού κινήματος απαιτεί την συσπείρωση τόσο ενός ανεξάρτητου λαϊκού και ριζοσπαστικού κόσμου, όσο και εργαζομένων που εντάσσονται σε συνδικαλιστικές μορφές οργάνωσης καθώς και του κόσμου που ανήκει στους αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς, κατά τρόπο ισότιμο, δημοκρατικό και αποτελεσματικό. Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο ενωτικό αντιμνημονιακό μέτωπο είναι ασύμβατο εξ ολοκλήρου με τις μορφές του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, καθώς και με πολιτικές σχηματοποιήσεις που επιδιώκουν να επιβάλλουν εξ αρχής προκατασκευασμένα σχήματα που θα λειτουργήσουν αποσυσπειρωτικά. Δεν τέμνεται με γενικού τύπου ψευδεπίγραφα «πατριωτικά» μέτωπα που απεμπολούν την ταξικότητα στο όνομα της συμμαχίας με τις μικρομεσαίες τάξεις και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Στην ανάπτυξή του είναι σε θέση να τροφοδοτήσει ένα δυναμικό κίνημα απαίτησης ικανοποίησης των ζωτικών λαϊκών αναγκών, να θέσει σε κίνηση τα λαϊκά στρώματα που έχουν περιέλθει σε κατάσταση αδρανοποίησης, θα ξεμπλοκάρει τα αριστερά κόμματα από τα φαινόμενα έντονου πολιτικού υποκειμενισμού που τα χαρακτηρίζουν, θα θέσει συνολικά το πολιτικό ζήτημα της αντικαπιταλιστικής διεξόδου από την κρίση.
Η ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών επιφέρει
ευθέως κλονισμό της αστικής κυριαρχίας
Στην προοπτική του αυτό το αυτόνομο μετωπικό κίνημα μπορεί να αναδείξει μια ισχυρή κοινωνική λαϊκή αντιπολίτευση, που να μπορεί να κλονίσει την μνημονιακή πολιτική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ ή συμμαχικών τους κυβερνητικών σχημάτων. Και προφανώς είναι η απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την προβολή στο προσκήνιο μιας συνολικής εναλλακτικής διεξόδου, βασισμένης στην ανοιχτή αντιπαλότητα προς την ελληνική ταξική κυριαρχία και ταυτόχρονα στους οικονομικούς επικαθορισμούς των οργάνων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Είναι προφανές ότι μια μαζική επιμονή σ’ αυτούς τους άμεσους θεμελιακούς στόχους , που για να πραγματωθούν απαιτούν την ριζική αναδιανομή εισοδήματος και την παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους, δημιουργεί κυριολεκτικά καινούρια δεδομένα απονομιμοποίησης των μνημονιακών ρυθμίσεων, λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας και επιβολής των δρακόντειων δημοσιονομικών όρων της ζώνης του ευρώ.
Η ικανοποίηση αυτών των λαϊκών στόχων δεν μπορεί να επέλθει παρά με την ανάδειξη μιας οξύτατης ταξικής σύγκρουσης σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου οι συσχετισμοί των δυνάμεων, και όχι τα όποια εκλογικά αποτελέσματα, θα κρίνουν την έκβαση των πραγμάτων προς την εργατική ή την αστική κατεύθυνση. Στο βαθμό που το ενωτικό αυτό αντιμνημονιακό – αντισυστημικό κίνημα κατορθώσει να αποκτήσει μια σχετική υπεροχή δυνάμεων, εκ των πραγμάτων τίθεται στην επικαιρότητα το κοινωνικό ζήτημα όσο και η απαλλαγή από τον βρόγχο της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Η ριζική αναδιανομή εισοδήματος θα κλονίσει καίρια την ανασύνταξη του ελληνικού κεφαλαίου από την κρίση υπερσυσσώρευσης, και θα θέσει δυναμικά ζήτημα γενικευμένου εργατικού οικονομικού ελέγχου σε επίπεδο επιχειρήσεων, κλάδων και συνολικής εθνικής οικονομίας. Από την μία πλευρά θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικής δραστηριότητας λόγω της μεγέθυνσης της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών νοικοκυριών, ενώ από την άλλη πλευρά θα προκαλέσει μείωση του ποσοστού κερδοφορίας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Παράλληλα η παύση πληρωμών αντικειμενικά θα θέσει ζήτημα ριζικής απομείωσης και ρύθμισης του δημόσιου χρέους, πράγμα που θα λειτουργήσει ευεργετικά για τα δημοσιονομικά μεγέθη και την ανασύνταξη των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών.
Εάν δεν υιοθετήσουμε έναν τέτοιο κοινωνικό κινηματικό δρόμο, εάν αρκεστούμε στα ευχολόγια της «ανασυγκρότησης» του εργατικού κινήματος, αν δεν ξεπεράσουμε τον βαθύ πολιτικό αριστερό μας υποκειμενισμό, αν δεν απεμπλακούμε από τον εγγενή μας «κυβερνητισμό», δεν βλέπουμε με ποιόν άλλο τρόπο μπορούμε να κινήσουμε τα πράγματα, στο μέτρο που η αφλογιστία του εργατικού συνδικαλισμού είναι καταφανής, και η εμβέλεια της Αριστεράς περιορίζεται πλέον στους κομματικούς της μικροκόσμους. Θα αντιταχθούν διάφορες επιχειρηματολογίες στον αντίποδα αυτής της λογικής που προτείνουμε: Ότι δηλαδή δεν είναι εφικτή μια τέτοια πορεία παρά με την έλευση μιας μελλοντικά απροσδιόριστης «λαϊκής εξουσίας» (και μέχρι τότε καλό είναι να ασχολούμαστε με την ενίσχυση και το «ατσάλωμα» του κομμουνιστικού πολιτικού υποκειμένου), ότι για όλα αυτά απαιτείται εκ των προτέρων πολιτικό σχέδιο (αποχώρηση από την ευρωζώνη, δημόσιος έλεγχος τραπεζών, στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων, δρομολόγηση της εθνικής ανάπτυξης της επιχειρηματικής οικονομίας κλπ.), ή ότι τέλος για να προωθηθούν όλα αυτά απαιτείται εκ προοιμίου πρωτίστως η αποχώρηση από όλους τους θεσμούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ακόμη και αν υιοθετήσει κανείς όλες αυτές τις πολιτικές θεωρήσεις (του ΚΚΕ, της Λαϊκής Ενότητας, της Ανταρσύα), τίθεται το ζήτημα ότι καμία από αυτές δεν μπορεί να τροποποιήσει τους ταξικούς συσχετισμούς και να καταγράψει την όποια σχετική διεύρυνση της επιρροής τους. Για να αναδειχθεί στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο μια αριστερή εναλλακτική διέξοδος (που να περιλαμβάνει την εισοδηματική αναδιανομή, την παύση πληρωμών και τον διαχωρισμό με την ευρωζώνη, τον γενικευμένο εργατικό έλεγχο κλπ.), χρειάζεται η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα που σήμερα δεν επηρεάζεται παρά εντελώς περιορισμένα από το εργατικό και αριστερό κίνημα. Όσο δύσβατο και αν είναι αυτό το μονοπάτι, είναι ο μοναδικός δρόμος να βαδίσεις στη συνέχεια σε εναλλακτικές λεωφόρους. Ακόμη και η (ανέφικτη) ενωτική τους συμπαράταξη δεν μπορεί να έχει αποτελέσματα, αν δεν θέτει σε κίνηση, αν δεν υπηρετεί την ανάπτυξη και προτεραιότητα του αυτόνομου κινήματος λαϊκής χειραφέτησης, στη βάση θεμελιωδών διεκδικήσεων, οι οποίες και δεν μπορούν να ενσωματωθούν στην ασκούμενη αστική πολιτική.