Το ΚΚΕ έριξε, τελικά, το ανάθεμα και στον Χαρίλαο Φλωράκη. Η σκιά του οπορτουνισμού πάνω στην παράδοση του παλιού αντάρτη που καθοδήγησε την πορεία του ΚΚΕ στη μακρά περίοδο της Μεταπολίτευσης, συμπληρώνει τη μεγάλη αλυσίδα των καταδικασμένων από το κόμμα ηγετών του.
Από αυτήν την αλυσίδα εξαιρούνται πλέον μόνον ο τωρινός γραμματέας, ο Δημήτρης Κουτσούμπας, και η Αλέκα Παπαρήγα, η προηγούμενη γραμματέας που «εγκατέστησε» τη σημερινή ηγεσία. Αλλά ας μη βιάζεται κανείς: γιατί η κρεατομηχανή της «κριτικής» που έχει εγκατασταθεί στον Περισσό θα δουλεύει, απ’ ό,τι φαίνεται, και τα επόμενα χρόνια.
Τις επεξεργασίες του ΚΚΕ σχετικά με την ιστορία του δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει κανείς με κριτήρια ιδεολογικά. Συνδέονται άμεσα με την ανάγκη του κόμματος να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει, χάνοντας τον κυρίαρχο ρόλο του μέσα στην Αριστερά, και μάλιστα μέσα σε μια περίοδο μεγάλων αγώνων, μια περίοδο οξύτατης κοινωνικής πόλωσης και ριζοσπαστικοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού.
Παθητική πολιτική
Οι τωρινές δυσκολίες στο ΚΚΕ άρχισαν επί Αλέκας Παπαρήγα, από την εποχή της απαράδεκτης στάσης της απέναντι στην εξέγερση της νεολαίας τον Δεκέμβρη του ΄08 -τότε που ο, τάχα, ακραιφνής μαρξισμός-λενινισμός του Περισσού δήλωνε ότι «κατά την εργατική επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι». Η πολιτική αυτή κέρδιζε για το ΚΚΕ τα χειροκροτήματα των «νοικοκυραίων», αλλά άνοιγε την πόρτα στον ΣΥΡΙΖΑ –επί Αλέκου Αλαβάνου, τότε…- να διεκδικήσει για πρώτη φορά «στα ίσα» την πολιτική έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης.
Η Αλ. Παπαρήγα συνέχισε σε αυτήν την γραμμή και κατά την κρίσιμη περίοδο της πρώιμης μαζικής εργατικής και λαϊκής αντίστασης στη μνημονιακή καταιγίδα. Ήταν τότε που δήλωνε ότι «δεν πέφτουνε έτσι οι κυβερνήσεις», αφήνοντας εμβρόντητους τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές της πλατείας Συντάγματος και κερδίζοντας τα χειροκροτήματα των βουλευτών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και τον «σεβασμό» του Πρετεντέρη. Η στάση αυτή έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να γίνει η πλειοψηφική δύναμη μέσα στην Αριστερά, αντιστρέφοντας τους συσχετισμούς που είχαν διαμορφωθεί στις προηγούμενες δεκαετίες. Στις εκλογές του 2012 το ΚΚΕ ηττήθηκε πολιτικά, για δύο κυρίως λόγους: α) για την απόρριψη της πολιτικής για ενότητα στη δράση της Αριστεράς, και β) για την απόρριψη του συνθήματος για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», την απόρριψη, δηλαδή, της μοναδικής πολιτικής που οδηγούσε σε συγκεκριμένες ανατροπές και σε ελπίδες νίκης.
Αυτή η παθητική-συντηρητική πολιτική συνεχίζεται και σήμερα. Και δυστυχώς βαθαίνει: η απαράδεκτη στάση του ΠΑΜΕ στην απεργία της ΟΛΜΕ, στην απεργία των διοικητικών στα ΑΕΙ, στην απεργία των γιατρών του ΕΟΠΥΥ, υποδεικνύει ότι έχει περάσει προς τα κάτω η στρατηγική εκτίμηση του ΚΚΕ πως η αποφασιστική αντίσταση στη μνημονιακή λαίλαπα είναι ανώφελη, ότι στις σημερινές συνθήκες η ανατροπή είναι ανέφικτη. Αυτήν την αλήθεια προσπαθεί να κρύψει το ΚΚΕ, παρουσιάζοντας, πλέον, τον εαυτό του ως μια «καθαρούτσικη» κιβωτό μαρξιστικής, τάχα, ορθοδοξίας, η οποία μπορεί, σήμερα, να μη βρίσκει τον τρόπο να επιβεβαιωθεί, αφήνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει την καυτή πραγματικότητα, αλλά, αύριο, θα έρθει, λέει, η σειρά της…
Τροτσκιστική στροφή;
Η ηγεσία του ΚΚΕ γνωρίζει καλά ποιους «σκελετούς», που χρόνια κρύβονταν στα κομματικά ντουλάπια, οφείλει να αντιμετωπίσει για να φιλοτεχνήσει μια τέτοια «στροφή».
Πράγματι, η ανάλυση της 6ης Ολομέλειας του 1934, που διαπίστωνε ότι στον ελληνικό καπιταλισμό κυριαρχούνε τα «μισοφεουδαρχικά κατάλοιπα», ήτανε μια προφανής παραβίαση των μαρξιστικών κριτηρίων, ανοίγοντας το δρόμο για τη «στρατηγική των σταδίων», τάχα, προς τον σοσιαλισμό.
Πράγματι, τα Λαϊκά Μέτωπα που εγκαινίασε το 7ο συνέδριο της Κομιντέρν (ενότητα με αστικές πολιτικές δυνάμεις για να αντιμετωπιστεί ο Φασισμός και να εμπεδωθεί η Δημοκρατία) ήταν αντιστροφή της παράδοσης του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της 3ης Διεθνούς (ενότητα των εργατικών δυνάμεων και πολιτικών κομμάτων, με στόχο να αντιμετωπιστεί η συγκυρία και να κερδηθούν οι εργατικές μάζες στον κομμουνισμό με βάση την πολιτική πείρα τους).
Πράγματι, η στρατηγική των σταδίων και η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων πληρώθηκε πολύ ακριβά από το αριστερό και εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, με την ήττα του 1945-49. Γιατί η αστική τάξη ποτέ δεν μπήκε στην αυταπάτη ότι έχει να ολοκληρώσει ένα δημοκρατικό στάδιο μεταπολεμικής «ανάπτυξης» του καπιταλισμού μαζί με τους εργάτες, μαζί με το ΕΑΜ-ΚΚΕ. Αντίθετα, κινήθηκε με ταξική καθαρότητα: επιδίωξε και πέτυχε, μαζί με τους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, τη συντριβή του εργατικού λαϊκού κινήματος, ως προϋπόθεση για τη μεταπολεμική ανάπτυξη του καπιταλισμού, την ώρα που η ηγεσία του ΚΚΕ έτρεχε να διασφαλίσει «δημοκρατική ομαλότητα» στην Καζέρτα και στο Λίβανο.
Πράγματι, όλα αυτά θυμίζουν τη διαχρονική κριτική του τροτσκισμού, διεθνώς και στην Ελλάδα.(*) Όμως, παρόλα αυτά, το ΚΚΕ δεν πραγματοποιεί «τροτσκιστική» στροφή.
Γιατί, αφενός, αναιρώντας κάποια τμήματα της σταλινικής παράδοσης, αρνείται συστηματικά να την κατονομάσει, επιδιώκοντας να συνεχίσει να κινείται με βάση το σύνολο αυτής της θεωρητικής κληρονομιάς.
Γιατί, κυρίως, αρνείται να αποκαταστήσει τη σχέση του με ένα θεμελιώδες στοιχείο της λενινιστικής παράδοσης: το στοιχείο του Ενιαίου Μετώπου. Ας δούμε τη σημασία αυτού του στοιχείου στο κρίσιμο θέμα της κυβέρνησης της αριστεράς. Στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Λένιν και ο Τρότσκι συγκρούστηκαν με τον Ζηνόβιεφ και τον Μπουχάριν (όπως και με τον ΜπελαΚούν, τον Ράντεκ και την «αριστερίστικη» πτέρυγα της γερμανικής ηγεσίας), θέτοντας το ερώτημα της γραμμής σε συνθήκες όπου ο συσχετισμός μεταξύ αστικών και εργατικών κομμάτων ανατρέπεται υπέρ των δεύτερων, χωρίς όμως να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια άμεση εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση. Η απάντηση που στήριξε το 4ο Συνέδριο -με την επιμονή των Λένιν και Τρότσκι- ήταν ο στόχος της κυβέρνησης της Αριστεράς: που πρέπει να κατανοείται ως συνέπεια της λογικής του Ενιαίου Μετώπου. Που, αν και προκύπτει από κοινοβουλευτική διαδικασία, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει σε κλιμάκωση της ταξικής πάλης. Που, επιβάλει τακτική, από την πλευρά των κομμουνιστών, πάνω στο ζήτημα της κυβέρνησης, τακτική που κυμαίνεται από την ανοχή, ή την κριτική υποστήριξη, ή και τη συμμετοχή, με βάση τη συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών.
Αντί για αυτή τη διαυγή ανάλυση -που επιδιώκει να εξαντλήσει τα περιθώρια ανατρεπτικής παρέμβασης των κομμουνιστών-, το ΚΚΕ στηρίζει, λέει, την άποψη ότι δεν ενδιαφέρεται για το ζήτημα της κυβέρνησης μέχρι να διαμορφωθούν οι συνθήκες σοσιαλιστικής επανάστασης. Βεβαίως, το κείμενο της ΚΕ του ΚΚΕ χαρακτηρίζεται από ασάφεια σχετικά με τη συμμετοχή του κόμματος σε κάποιες άλλες κυβερνήσεις: όπως αυτές του Τζαννετάκη και του Ζολώτα το 1989, για τις οποίες επιρρίπτεται η ευθύνη στον Χαρίλαο Φλωράκη, αλλά αποφεύγεται προσεκτικά κάθε γενική εκτίμηση και αποτίμηση του καταστρεπτικού για την Αριστερά χαρακτήρα τους.
Τριτοπεριοδισμός
Έτσι έχουμε ένα κόμμα που, ενώ συμμετείχε σε μια αστική κυβέρνηση (μαζί με τη Δεξιά και τη σοσιαλδημοκρατία!) στο όνομα της «κάθαρσης» του καπιταλισμού, αρνείται ακόμα και την ανοχή απέναντι σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς, στο όνομα της αντιμετώπισης της μεγαλύτερης καταστροφής που βιώνει η εργατική τάξη στη σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία!
Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ παραμένει σταθερά στο έδαφος του σταλινικού «μαρξισμού», μιας συγκεκριμένης περιόδου: της διαβόητης «3ης περιόδου», με τη γραμμή της πάλης κατά των «σοσιαλφασιστών» και την τακτική «μετά τον Χίτλερ έρχεται η σειρά μας». Σε αυτή τη γραμμή ήττας παραπέμπουν οι ισχυρισμοί ότι όλη η «άλλη» Αριστερά είναι αποστάτες διαφόρων τύπων, ότι το κόμμα πρέπει να παραμείνει αδιάφορο μέχρι να «έρθει η σειρά του», μετά την προσδοκούμενη «προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ». Η γραμμή της «3ης περιόδου» ήταν γραμμή ήττας και παθητικότητας στα τέλη της δεκαετίας του ΄20. Αν είχε κάποιο νόημα τότε, ήταν λόγω της ύπαρξης του «διεθνούς κέντρου» της Μόσχας και των γεωπολιτικών και διπλωματικών σκοπιμοτήτων της εποχής. Σήμερα, είναι μια απολύτως χωρίς νόημα τακτική, που οδηγεί σε εξουδετέρωση ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
Σημ. (*): Κάποιοι αρθρογράφοι μπήκαν στον πειρασμό να βάλουν στη ζυγαριά της ιστορίας τις τροτσκιστικές οργανώσεις της δεκαετίας του ΄30 και του ΄40, θέτοντας το ερώτημα γιατί δεν κατάφεραν να δώσουν εναλλακτική λύση απέναντι στη γραμμή του ΚΚΕ. Πρόκειται για λάθος ερώτημα. Στις συνθήκες της άσβεστης, ακόμα, αίγλης της Οκτωβριανής Επανάστασης, αίγλης που κληρονομούσε το σταλινικό «διεθνές κέντρο», κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο. Οι τροτσκιστικές οργανώσεις της εποχής κράτησαν αναμμένο το κερί του μπολσεβικισμού, αλλά ήταν πλέον ένα «προδρομικό»-μειοψηφικό ρεύμα. Μέχρι τον παγκόσμιο Μάη του ΄68 ήταν καταδικασμένες -σε συνδυασμό και με δικά τους λάθη και ανωριμότητες- σε πορεία στην έρημο.
Κάποιοι άλλοι σύντροφοι επανέφεραν τη ζήτημα της στάσης τους στον Πόλεμο και στην Αντίσταση. Να θυμίσω ότι στην πλειοψηφία τους -με εξαίρεση την ΚΔΕΕ του Άγι Στίνα- στήριξαν το αριστερό εαμικό κίνημα και συμμετείχαν σε αυτό, προσπαθώντας να προειδοποιήσουν για κάποια ζητήματα που σήμερα άνετα αναφέρει η ΚΕ του ΚΚΕ. Και πλήρωσαν, τότε, βαρύ αντίτιμο από τον ταξικό εχθρό (π.χ. εκτέλεση Π. Πουλιόπουλου,) αλλά και πολλές φορές από «συντροφικό» μαχαίρι…