Ή, πώς η Ευρώπη και ο κόσμος αλλάζουν, αλλά ερήμην και εις βάρος μας
Την ώρα που θα διαβάζονται αυτές οι γραμμές το πιθανότερο είναι ότι η πλειοψηφία της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στην ψηφοφορία της Τετάρτης, 10/6) θα έχει ήδη δώσει το πράσινο φως για ολοκλήρωση της TTIP, της Διατλαντικής Συμφωνίας Επενδύσεων και Εμπορίου ΗΠΑ και Ε.Ε.. Η Κομισιόν, μαζί με την συντηρητική πλειοψηφία Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Σοσιαλιστών, Φιλελευθέρων και λοιπών στο Ευρωκοινοβούλιο κατάφεραν να ενταφιάσουν όλες οι αντιδράσεις που εγείρονται εδώ και δυο χρόνια από κοινωνικούς φορείς, κινήματα, ακόμη και κυβερνήσεις εναντίον της αδιαφανούς και αντιδημοκρατικής διαπραγμάτευσης η οποία αναιρεί ό,τι θετικό έχει απομείνει στο θεσμικό και νομικό οικοδόμημα της Ε.Ε. και των κρατών μελών της. Αγνοήθηκαν ακόμη και τα σχεδόν 2 εκατομμύρια υπογραφών που συγκεντρώθηκαν κατά της TTIP, στο πλαίσιο της «Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών», ενός νεοσύστατου δικαιώματος το οποίο, όμως, η Κομισιόν αξιοποιεί κατά βούλησιν. Παρακάμφθηκαν ακόμη και ενστάσεις ευρωπαϊκών κυβερνήσεων εναντίον του διαβόητου μηχανισμού ISDS (Επίλυση Διαφορών Κράτους- Επενδυτή) που περιλαμβάνει η Διατλαντική Συμφωνία και δίνει τη δυνατότητα στους «επενδυτές», δηλαδή τις πολυεθνικές, να ενάγουν ένα κράτος όποτε κρίνουν ότι οι αποφάσεις του τους ζημιώνουν. *
Παρ’ ότι το πρόβλημα αφορά πολύ περισσότερο χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας – αλλά και αδύναμες πολιτείες της αμερικανικής ενδοχώρας- που θα αποτελέσουν εύκολη λεία των ευρωπαϊκών και αμερικανικών πολυεθνικών, οι βασικές αντιδράσεις φορέων και κινημάτων προήλθαν από χώρες του πυρήνα, πρωτίστως τη Γερμανία αλλά και τη Βρετανία. Στην Ελλάδα, τα συστημικά ΜΜΕ δεν έχουν γράψει ή πει λέξη, ενώ οι απόπειρες αποκάλυψης και ευαισθητοποίησης από την Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς, Ίδρυμα Ρ. Λούξεμπουργκ) και συλλογικότητες της οικολογίας παρέμειναν περιθωριακές ακόμη και μετά την ανάδειξη της νέας κυβέρνησης. Στη σχετική συζήτηση- ενημέρωση στη Βουλή η κυβερνητική θέση κινήθηκε μεταξύ ισχυρών επιφυλάξεων (Γ. Σταθάκης) και ριζικής αντίθεσης (Γ. Τσιρώνης), ενώ ανοικτά απορριπτική ήταν η θέση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Τα άλλα κόμματα ζητούν κατοχύρωση «ειδικών ελληνικών συμφερόντων» και σταθμίζουν τα «υπέρ και κατά» της TTIP.
Συνολικά, ωστόσο, η περιορισμένη ενασχόληση με το θέμα είναι θεωρητική και διαπιστωτική. Το προφανές- και ανησυχητικό- είναι ότι η διαπραγμάτευση Ελλάδας – δανειστών απορροφά σε τέτοιο βαθμό το ενδιαφέρον κυβέρνησης, πολιτικού συστήματος, κινημάτων και κοινωνίας, ώστε κάθε τι άλλο να αντιμετωπίζεται ως ήσσονος σημασίας ή ως υπόθεση άλλων. Αυτό, όμως, καταλήγει σε μιαν εξουθενωτική ομφαλοσκόπηση, έναν πολιτικό αυτισμό που αποσπά το «ελληνικό ζήτημα» από ταυτόχρονες και διαλεκτικά συνδεδεμένες διεργασίες που συντελούνται στο ευρύτερο καπιταλιστικό σύμπαν μας. Μια λεπτομερής ματιά στο περιεχόμενο και στα κεφάλαια του διατλαντικού «υπερσυντάγματος» που υποβάλλουν οι πολυεθνικές ΗΠΑ και Ε.Ε. καταδεικνύει ότι το ελληνικό μνημόνιο, και ό,τι ενδεχομένως το διαδεχθεί, δεν αποτελούν παρά υποσύνολα της παγκόσμιας στρατηγικής της απορρύθμισης που ακολουθούν, με όλες τις αντιφάσεις τους, οι κυρίαρχες δυνάμεις του κεφαλαίου. Απ’ αυτή την άποψη, η παρατήρηση του αναπληρωτή υπουργού Περιβάλλοντος Γ. Τσιρώνη στη Βουλή, ότι «πιο πολύ με ανησυχούν αυτές οι διαπραγματεύσεις (σ.σ. για την TTIP) παρά εκείνες για την συμφωνία (σ.σ. Ελλάδας –δανειστών)» μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά εύστοχη.
Εξάλλου, η TTIPδεν είναι η μόνη στρατηγική «απώλεια» του διαπραγματευτικού εγκλωβισμού της κυβέρνησης. Άλλο ένα κομμάτι της μεγάλης εικόνας που έχει εντελώς διαφύγει είναι το κεφάλαιο της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης που ανοίγει ο νεκραναστημένος γαλλογερμανικός άξονας. Στις 25-26 του μηνός, στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ανοίγει η συζήτηση για τη θεσμική μεταρρύθμιση της ΟΝΕ. Βάση της συζήτησης θα αποτελέσει το σχέδιο Μέρκελ- Ολάντ που διέρρευσε στις αρχές του μήνα και επιβεβαιώθηκε με άρθρο των υπουργών Οικονομίας Γαλλίας και Γερμανίας Μακρόν και Γκάμπριελ οι οποίοι περιγράφουν μια ευρωζώνη με κοινό υπουργό Οικονομικών, κοινό προϋπολογισμό, κοινή οικονομική και φορολογική πολιτική, Eurogroupμε ενισχυμένες αρμοδιότητες και ισχυρό πρόεδρο, κοινό, ιδιαίτερο ευρωκοινοβούλιο και ακόμη και πλαίσιο για «ομαλή και νόμιμη αναδιάρθρωση χρέους». Επί της ουσίας, η πρόταση ανοίγει δυο μεγάλα μέτωπα: Πρώτον, της αλλαγής των ευρωπαϊκών Συνθηκών με τρόπο που να «συνταγματοποιούν» και να καθιστούν πρωταρχικό ευρωπαϊκό δίκαιο τις διακρατικές συμφωνίες «οικονομικής διακυβέρνησης» που γέννησε η κρίση (Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Σύμφωνο για το ευρώ+, μεταρρυθμίσεις twopacκκαι sixpackτου Συμφώνου). Και, δεύτερον, της θεσμικής κατοχύρωσης της Ε.Ε. των πολλών ταχυτήτων, υπό το πρίσμα και του βρετανικού δημοψηφίσματος το 2017.
Είναι επιεικώς αφελές να μην αντιλαμβάνεται κανείς τη διαλεκτική σχέση που προφανώς συνδέει την ελληνική διαπραγμάτευση με την επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης και το αδιαφανές διατλαντικό «μνημόνιο» των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, αν η διαπραγμάτευση είναι το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε- το αν το πριονίζουμε ή όχι είναι άλλη υπόθεση-, το δέντρο από το οποίο εκφύεται το κλαδί είναι η διαρκώς μετασχηματιζόμενη ΟΝΕ και το δάσος είναι η TTIP, μαζί με ένα πλήθος άλλων διακρατικών συμφωνιών –TISAγια την απελευθέρωση των υπηρεσιών, CETA μεταξύ Καναδά και ΕΕ, TPP, εταιρική σχέση χωρών του Ειρηνικού κ.α.- που συνθέτουν ένα πλανητικό σύστημα ολοκληρωτικού καπιταλισμού των πολυεθνικών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, υπεράνω δημοκρατίας και εθνικών κυριαρχιών. Και κάτι ανάλογο προωθείται από άλλους, ανταγωνιστικούς πόλους του διεθνούς συστήματος, όπως η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (Ρωσία, Κίνα), οι BRICS κλπ. Μια σύλληψη αυτής της ευρείας εικόνας επιτρέπει να ερμηνευθεί καλύτερα και το ενδιαφέρον «εξωγενών» εκ πρώτης όψεως παραγόντων για το ελληνικό ζήτημα, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία.
Αυτές οι εξελίξεις είναι μέρος μιας μικρής κοσμογονίας που υπογραμμίζει ότι πράγματι η Ευρώπη, όπως και ολόκληρος ο καπιταλιστικός κόσμος αλλάζουν, αλλά όχι όπως θα θέλαμε εμείς. Αμφιβολία ότι πρόκειται για αλλαγές αντιδραστικές, εις βάρος του κόσμου της εργασίας και των ανυποψίαστων κοινωνιών δεν μπορεί να υπάρξει. Ο καπιταλισμός εξελίσσεται εδώ και αιώνες εις βάρος μας, αυτή είναι η βαθιά καταστροφική φύση του. Το πρόβλημα είναι ότι εξελίσσεται και ερήμην μας, χωρίς τη στοιχειώδη αποτρεπτική δράση προηγούμενων δεκαετιών. Στην παρούσα φάση θα ήταν ενδιαφέρον η μοναδική κυβέρνηση στην Ευρώπη που στηρίζεται στην Αριστερά όχι μόνο να κάνει γνωστή τη αριστερή της «ανάγνωση» στις εξελίξεις αυτές, αλλά να προσθέσει το αριστερό της «όχι» για λογαριασμό όλων των Ευρωπαϊκών λαών. Αυτό απαιτεί μια τοποθέτηση αρχών και μια συνοχή ανάμεσα στις πολιτικές για το κλαδί που καθόμαστε, για το δέντρο που βρισκόμαστε και για το δάσος που απλώνεται γύρω μας. Και παρ’ ότι ένας βαθμός διαπραγματευτικού τυχοδιωκτισμού είναι μάλλον αναπόφευκτος όταν σταθμίζεται το γεωπολιτικό βάρος που έχει η Ελλάδα για τους αρχιτέκτονες του τελευταίου γύρου καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, στον βωμό του δεν μπορούν να θυσιάζονται τα πάντα. Μπορεί να φαίνεται δελεαστική και συμφέρουσα η «εξαγορά» μιας λύσης στην ελληνική τραγωδία δια της σιωπής ή της συνενοχής σε όσα ζοφερά τεκταίνονται στην Ευρώπη και στον κόσμο, ωστόσο σύντομα η «λύση» αυτή θα εξελιχθεί σε μέρος ενός ακόμη μεγαλύτερου προβλήματος. Η καλύτερη απόδειξη είναι η διαχείριση της ελληνικής κρίσης την τελευταία πενταετία. Η «λύση» των δανείων των 244 δισ. είναι σήμερα το πρόβλημα. Και για την ελληνική και για τις άλλες κοινωνίες της ευρωζώνης.
*Ευτυχώς, η ζωή επιφυλάσσει και ευχάριστες εκπλήξεις. Στην συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου την Τετάρτη σημειώθηκε ένα πρώτο μικρό ρήγμα στο μέτωπο υπέρ της TTIP. Ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, διαβλέποντας ότι θα υπήρχαν πολλές διαρροές στην υπερψήφιση της σχετικής έκθεσης ιδιαίτερα από τους σοσιαλδημοκράτες και ότι δεν ήταν εγγυημένη η πλειοψηφία, μεθόδευσε αναβολή της ψηφοφορίας, με πρόσχημα ότι υπήρχαν πολλές τροπολογίες στην επίμαχη έκθεση. Στη συνέχεια, προκειμένου να μην εκφραστούν οι διαφωνίες «ημετέρων» στην ολομέλεια, μεθόδευσε αναβολή και της συζήτηση πάνω στην επίμαχη έκθεση. Η μεθόδευση προκάλεσε σάλο από ευρωβουλευτές πολλών πολιτικών ομάδων και σε ψηφοφορία που προκλήθηκε η άποψη Σουλτς υπέρ της αναβολής της συζήτησης κέρδισε οριακή πλειοψηφία 183 ευρωβουλευτών, έναντι 181 που υπερψήφισαν τη θέση της GUE/NGL και των Πρασίνων να γίνει η συζήτηση και 37 αποχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι 42 σοσιαλδημοκράτες ευρωβουλευτές ψήφισαν υπέρ της πρότασης της GUE/NGL, 37 απείχαν, ενώ μόνο 11 σοσιαλδημοκράτες ευρωβουλευτές συντάχθηκαν με τη μεθόδευση Σουλτς για αναβολή. Η όλη εξέλιξη συνιστά, μεταξύ άλλων, μια προσωπική πανωλεθρία για τον Σουλτς που εμφανιζόταν ως εγγυητής της πλειοψηφίας υπέρ της TTIP.