Κείμενο βασικών θέσεων του Κόκκινου Δικτύου (ΚΔ), που εγκρίθηκε στην Πανελλαδική Συνέλευση, στις 22/5.

  1. Καταγωγή και διαδρομή του ΚΔ

Το ΚΔ συγκροτείται από αγωνιστές-στριες της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Εμπνεόμαστε από τα μεγάλα εργατικά επαναστατικά κινήματα του 20ου αιώνα και τις αντιιμπεριαλιστικές  αντιαποικιακές εξεγέρσεις που συγκλόνισαν τη Λ. Αμερική, τη Μαύρη Αφρική και τη ΝΑ Ασία. Εμπνεόμαστε από τα μαζικά κινήματα που ακολούθησαν τον μεγάλο διεθνή Μάη του ‘68 και συνδύασαν το αίτημα του σοσιαλισμού με την καταγγελία του σταλινισμού, ανοίγοντας την εποχή της συγκρότησης της νέας αριστεράς διεθνώς.

Πολλοί από εμάς συναντηθήκαμε στο διεθνές κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, στη Γένοβα και στη Φλωρεντία, στο μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα που ακολούθησε την ιμπεριαλιστική εκστρατεία στη Μ. Ανατολή. Παίξαμε δραστήριο ρόλο στην οικοδόμηση του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ. Μέσα από αυτήν την εμπειρία, στις αρχές του 21ου αιώνα, μαζί με άλλους διεθνώς  κατανοήσαμε την ανάγκη  για μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες, με στόχο τη μετεξέλιξη του «αντιπαγκοσμιοποιητικού» κινήματος σε διαρκή και συστηματικό πολιτικό αγώνα. Σε αυτή τη βάση εμφανίστηκαν σε πολλές χώρες του κόσμου τα λεγόμενα «πλατιά κόμματα» της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, με ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, διαφορές που αντανακλούσαν τα επίπεδα ανάπτυξης του κάθε κινήματος και της αντίστοιχης Αριστεράς: η PRC στην Ιταλία, η Linke στη Γερμανία, το Bloco στην Πορτογαλία, αργότερα το NPA στη Γαλλία, ακόμα αργότερα το Podemos και μέσα τους οι Anticapitalistas στην Ισπανία. Στο μεταξύ στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Συμμετείχαμε στην ίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που μας αναλογούσαν κατά τη μακρά πορεία συγκρότησης του ενωτικού εγχειρήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Έχοντας επίγνωση των κινδύνων εκφυλισμού, συμμετείχαμε στον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ποτέ να αφομοιωθούμε στην ηγετική πλειοψηφία και παίρνοντας πάντα μέριμνα για τη διαμόρφωση μαζικής αριστερής πτέρυγας. Συμβάλλαμε στη συγκρότηση της Αρ. Πλατφόρμας, επιλογή για την οποία τότε κάποιοι μας επιτέθηκαν, επιλογή όμως, που το καλοκαίρι του 2015 αποδείχθηκε αναντικατάστατο στήριγμα για πολλούς, ακόμα και πέρα από τις γραμμές της.

Μετά τις εκλογές της 25ης Γενάρη του ‘15, αντιδράσαμε στη δεξιά πορεία στα όρια των δυνάμεών μας. Γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα απείχε έτη φωτός από το πολιτικό σχέδιο «Κυβέρνηση της Αριστεράς», κρατηθήκαμε έξω από κάθε «θέση» κυβερνητικής, κρατικής, διοικητικής συνευθύνης. Διαχωριστήκαμε δημόσια από την επιλογή συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, από την επιλογή του Πρ. Παυλόπουλου για την Προεδρία, ενώ οι σ/σες μας στη Βουλή έδωσαν τα δύο πρώτα περήφανα ΟΧΙ στο αίτημα του Τσίπρα για ευθυγράμμιση με τους δανειστές. Αντιδράσαμε στη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, στην άρνηση του δημόσιου ελέγχου των Τραπεζών, στην απόρριψη της στάσης πληρωμών στους τοκογλύφους, στην αποφυγή των «μονομερών ενεργειών» της αντιλιτότητας κοκ.

Μαζί με πολλούς συγκλονιστήκαμε στη μάχη του δημοψηφίσματος, το οποίο χαρακτηρίσαμε «τελευταίο σπασμό ριζοσπαστισμού του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ». Από την επομένη μας ήταν καθαρό ότι η ηγεσία ΣΥΡΙΖΑ βάδιζε προς πλήρη υποταγή στο ντόπιο καθεστώς και στις ευρωηγεσίες, ενώ το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ βάδιζε προς μια μεγάλη κρίση-διάσπαση.

Πήραμε χωρίς δισταγμό τις αναγκαίες αποφάσεις μετά τις 13 Ιούλη. Δεν διστάσαμε  επίσης, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας την ώρα της κρίσης των εκλογών στις 20 Σεπτέμβρη: Ταχθήκαμε με τη ΛΑΕ, θεωρώντας αναγκαία την απάντηση στον εκλογικό ελιγμό του Τσίπρα, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι στις νέες συνθήκες απαιτείται μια «κοινή κοίτη της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς». Έκτοτε το ΚΔ παλεύει συστηματικά για το αριστερό-ριζοσπαστικό περιεχόμενο στην πολιτική της ΛΑΕ, για τον αντικαπιταλιστικό προγραμματικό προσανατολισμό της, για τη δημοκρατική λειτουργία της και για τη διεύρυνσή της προς τις άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, κυρίως αυτές που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Τούτη την ώρα που το κύμα της κοινωνικής αποδοκιμασίας των Μνημονίων και μαζί η υποβόσκουσα πολιτική κρίση αντιπαλεύουν με το κύμα της απογοήτευσης που προκάλεσε η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΔ τονίζει την ανάγκη για τη συσπείρωση των αγωνιστών/στριών του κινήματος και της αριστεράς ως προϋπόθεση για την εναλλακτική πολιτική απάντηση στην κυβέρνηση και στο νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο» της λιτότητας.

2. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

Η ίδια η παράταση και το βάθος της διεθνούς κρίσης επιβεβαιώνουν, εμμέσως αλλά με σαφήνεια, την άποψη ότι στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, από τη σκοπιά των εργαζόμενων και λαϊκών τάξεων η μοναδική ελπιδοφόρα διέξοδος είναι η διεκδίκηση του σοσιαλισμού. Το αίτημα της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης τίθεται πλέον ολοφάνερα με αμεσότητα, πέρα από τις μεθόδους μόνιμης αναστολής του στο μέλλον,  μεθόδους που είχε εγκαταστήσει μέσα στη μαζική αριστερά η  μεταρρυθμιστική στρατηγική των «σταδίων», σημείο ιδεολογικής συνάντησης της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού.

Το ΚΔ εντάσσει τη σκέψη και τη δράση του μέσα στο μαρξιστικό και αντικαπιταλιστικό ρεύμα που βασισμένο στην ελευθερία, ενάντια σε κάθε είδους υποκατάσταση, από την εποχή της Κομμούνας διακήρυξε ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της τάξης».

Όμως η υπεράσπιση της σοσιαλιστικής προοπτικής, μέσα στις σημερινές συνθήκες, δεν μπορεί να έχει τίποτα κοινό με την αυταρέσκεια των κενών βαρύγδουπων φράσεων. Πάνω στον κόσμο μας βαραίνουν οι ήττες του τάχα «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά και οι πιο πρόσφατες ήττες των δεκαετιών του 1980-90 στην Ευρώπη και στην Αμερική, όταν με τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ άρχισε ο καλπασμός του νεοφιλελευθερισμού. Την ίδια εποχή ξεσπούσε η διαλυτική κρίση των μαζικών εργατικών κομμάτων, είτε των ΚΚ είτε των σοσιαλδημοκρατικών, αλλά και η κρίση των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς, που είχαν προκύψει από το 1968. Σε αυτές τις συνθήκες είναι πλέον απαραίτητα και αλληλένδετα δύο «εργαλεία»: Αφενός το Ενιαίο Μέτωπο και αφετέρου το Μεταβατικό Πρόγραμμα και η μεταβατική πολιτική. Πρόκειται για τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μια σοβαρή εφαρμοσμένη πολιτική για την «αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων» και τον αδιέξοδο βερμπαλισμό.

Κάθε ρεύμα και άποψη μέσα στην Αριστερά κρίνεται, μεταξύ άλλων, από την απάντηση που δίνει ή δεν δίνει, κριτικά και επικαιροποιημένα, στο θέμα του Ενιαίου Μετώπου και του Μεταβατικού Προγράμματος.

Στις συνθήκες της παρακμής του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού επανέρχονται, με την πιο βάρβαρη μορφή, μορφές καταπίεσης που χαρακτήρισαν τις χειρότερες στιγμές του συστήματος εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο: το αναδεικνύουν η προσφυγική κρίση, η ισλαμοφοβία και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ανατολή. Για το ΚΔ ο αντιρατσισμός, ο αντισεξισμός, ο αντιεθνικισμός και η υπεράσπιση της ειρήνης ως μείζονος αγαθού για τις λαϊκές τάξεις, είναι αδιαπραγμάτευτες πτυχές της αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής. Κάθε διάρρηξη αυτής της σχέσης, υπό οποιοδήποτε πρόσχημα, οδηγεί σε μεγάλα πολιτικά λάθη και σε συντηρητική μετατόπιση. Το ίδιο ισχύει και για την αναγκαία υπεράσπιση της περιβαλλοντικής ισορροπίας: μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι στις χώρες του «κέντρου» του καπιταλισμού αναπτύσσονται μεγάλες και ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις ενάντια στην απειλή της κλιματικής αλλαγής, που παίρνουν αυθόρμητα και στοιχειακά αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα, ενώ το ρεύμα του «οικοσοσιαλισμού» προσπαθεί να τους δώσει συνειδητή και οργανωμένη διάσταση.

Με την κρίση να μπαίνει στον 8ο διαρκή χρόνο, το ζήτημα της δημοκρατίας γίνεται κεντρικό. Αφορά τα πολιτικά δικαιώματα όπως τα γνωρίσαμε: το Παρίσι είναι και τυπικά σε συνθήκες «έκτακτης ανάγκης», στα προάστια των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων οι νέοι και οι μετανάστες δεν έχουν κανένα νόμιμο τρόπο άμυνας. Το αίτημα της δημοκρατίας αφορά επίσης τις οικονομικές αποφάσεις: η δρακόντεια λιτότητα διαλύει κοινωνικά δικαιώματα όπως η σύνταξη, η δημόσια περίθαλψη και εκπαίδευση. Αφορά όμως και νέα ζητήματα, όπως η υπερενίσχυση των υπερεθνικών «θεσμών» του κεφαλαίου (που κανείς δεν εξέλεξε) σε βάρος κάθε εκλεγμένου και ελεγχόμενου σώματος, συμπεριλαμβανομένων των κοινοβουλίων και των κυβερνήσεων. Είναι μια μορφή βαριάς υποκατάστασης της λαϊκής κυριαρχίας, ακόμα και στη μορφή που ανέπτυξε ο καπιταλισμός της «χρυσής εποχής». Οι ίδιες αυτές διαπιστώσεις αναδεικνύουν τη βαθιά σχέση ανάμεσα στη διεκδίκηση της δημοκρατίας και τη διεκδίκηση της ισότητας, δηλαδή της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης της κοινωνικής πλειοψηφίας.

3. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

3.1 Τα Μνημόνια 1, 2 και 3 υπήρξαν η βασική επιλογή των δανειστών, των διεθνών συμμάχων του ελληνικού καπιταλισμού, για την αντιμετώπιση της κρίσης με την ειδική μορφή που αυτή έπαιρνε και παίρνει στην Ελλάδα. Όμως με την πολιτική αυτή ταυτίστηκε απόλυτα η ντόπια κυρίαρχη τάξη. Δεν υπάρχει αξιόλογη μερίδα των Ελλήνων καπιταλιστών που να αναζήτησε κάποια εναλλακτική λύση στη μνημονιακή βαρβαρότητα. Η διαπίστωση αυτή έχει μεγάλη πολιτική σημασία: α. Ο αντικαπιταλισμός, ο αντινεοφιλελευθερισμός, στην Ελλάδα των αρχών του 21ουαιώνα, περνάει υποχρεωτικά μέσα από την πολιτική της αντιμνημονιακής ανατροπής. β. Στην προσπάθεια για ανατροπή των μνημονίων, οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές τάξεις δεν θα έχουν μόνο να συγκρουστούν με την ΕΕ και το ΔΝΤ (τους «ξένους» του κουαρτέτου) αλλά και με το σύνολο της ντόπιας κυρίαρχης τάξης.

3.2 Η αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο παραμένει κυρίαρχη στην ταξική και πολιτική πάλη, είναι ένα ενεργό ρήγμα που μπορεί ακόμα να δώσει ανατροπές μεγάλης κλίμακας. Από το Καστελόριζο και μετά ο ελληνικός καπιταλισμός έχει μπει σε πρωτοφανή πορεία αστάθειας και αδιέξοδων. Σε αυτή την πορεία συνδυάστηκαν η σκληρή ταξική και λαϊκή αντίσταση, οι πολιτικές ανατροπές και η έλλειψη οικονομικής δυναμικής του συστήματος. Αυτό το βαθύ ρήγμα δημιούργησε την πολιτική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ και την εργατική-λαϊκή νίκη της 25ηςΓενάρη. Η συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και η ήττα της Λα.Ε στις εκλογές της 20/9 δημιούργησαν μια καινούργια «φάση», μέσα όμως στην ίδια περίοδο μνημονιακής αστάθειας, σοβούσας πολιτικής κρίσης και πιθανότητας μεγάλων ανατροπών. Αυτό ερμηνεύει τα αδιέξοδα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Αν.Ελλ, ελάχιστους μήνες μετά τον πολιτικό τους» θρίαμβο» στις 20/9, τις δυσκολίες στην επιβολή του Μνημονίου 3 (Σόιμπλε: Είναι η εφαρμογή, ηλίθιε..), και την ανάγκη για διεύρυνση της πολιτικής βάσης της κυβέρνησης, ακόμα και για κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Το ρήγμα παραμένει ενεργό και κανείς δεν γνωρίζει ακόμα την τελική έκβαση του κοινωνικού πολέμου που άρχισε με την επίθεση της μνημονιακής βαρβαρότητας.

3.3 Αυτή την κρίσιμη και σύνθετη περίοδο, η ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική αριστερά οφείλει να την αντιμετωπίσει με μια συγκεκριμένη μεταβατική πολιτική.

Το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμά μας οφείλει να έχει ως πρώτο βήμα την ενσωμάτωση της πολιτικής της αντιλιτότητας. Την ενσωμάτωση των βασικών αιτημάτων των αγώνων της τάξης μας, με εμβληματικά σημεία τις αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, την αλληλεγγύη προς τους ανέργους, την αντιστροφή της ελαστικοποίησης της εργασίας, την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, τη σωτηρία του δημόσιου συστήματος περίθαλψης και εκπαίδευσης, τη διεκδίκηση της επιβολής ενός μνημονίου σε βάρος του κεφαλαίου.

Η ειλικρινής υποστήριξη αυτών των αιτημάτων φέρνει στην επιφάνεια το δεύτερο βήμα, τους ενδιάμεσους στόχους που χωρίς αυτούς δεν είναι εφικτή η ανατροπή της λιτότητας: Στάση πληρωμής στους τοκογλύφους, προς τη διαγραφή του χρέους. Εθνικοποίηση των Τραπεζών, υπό δημόσιο, δημοκρατικό, εργατικό έλεγχο. Σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων, ανάκτηση των ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ και Οργανισμών. Ανάκτηση και εμβάθυνση της δημοκρατίας, με την ανάπτυξή νέων θεσμών λαϊκής συμμετοχής και εργατικού ελέγχου στην οικονομία και στην παραγωγή.

3.4 Η εμπειρία της Κύπρου και της «διαπραγμάτευσης» Τσίπρα, αποδεικνύουν ότι οι στόχοι αυτοί δεν είναι εφικτό να υπηρετηθούν ειλικρινά μέσα στο πλαίσιο της ανοχής του Ευρώ. Η έξοδος από την Ευρωζώνη και η συστηματική πολιτική απειθαρχίας/αντίστασης/ρήξης απέναντι στις νεοφιλελεύθερες ηγεσίες της ΕΕ είναι πλέον αναγκαία συνθήκη για την ανατροπή της λιτότητας. Δεν είναι όμως και η ικανή συνθήκη: η αριστερά οφείλει να δώσει το δικό της αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο στην αναγκαία ρήξη με την ευρωζώνη, σε διάκριση με τις απόψεις του οικονομικού εθνικισμού και του προτεξιονισμού που είναι εξαιρετικά μειοψηφικές στην Ελλάδα, αλλά ενισχύονται στην Ευρώπη, μέσα στα κόμματα της «λαϊκής» Δεξιάς και της ακροδεξιάς.

Η ρήξη με το Ευρώ και την Ευρωζώνη, αντικειμενικά συνδέεται με την προοπτική μιας ευρύτερης ρήξης με την ΕΕ. Προς την οποία όμως θα πρέπει να βαδίσουμε διασφαλίζοντας την πείρα των πλατιών λαϊκών μαζών, μέσα από τη ζωντανή πολιτική μάχη τους και όχι μέσα από εγκεφαλικές και φραστικές διακηρύξεις. Στην πορεία αυτή είναι αναντικατάστατη η αλληλεγγύη των εργατών και της αριστεράς των μεγάλων χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου, αλληλεγγύη που πρέπει να διεκδικηθεί μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές μάχες και όχι μέσα από έναν στείρο τελεσιγραφισμό.

Προς την κατεύθυνση αυτή, το ΚΔ θεωρεί πολύτιμες τις διεθνιστικές σχέσεις με τα αγωνιζόμενα τμήματα της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ευρώπη και στον κόσμο: με τους αντικαπιταλίστας στο Ποδέμος, με την αριστερά του Μπλόκο, με τα δίκτυα της επαναστατικής αριστεράς που δίνουν ηρωικές μάχες στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στη Βρετανία αλλά και στη Λ. Αμερική, στις ΗΠΑ και στον Καναδά.

3.5 Αυτή η πορεία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον στόχο μιας αυθεντικής κυβέρνησης της αριστεράς, που τόσο συκοφαντήθηκε από την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι άνθρωποι φτιάχνουμε την ιστορία, αλλά όχι σε συνθήκες δικής μας επιλογής. Στην ημερήσια διάταξη είναι πιθανόν να έρχονται μεγάλες πολιτικές ανατροπές (μέσα από την κρίση του συστήματος, την κρίση των αστικών πολιτικών κομμάτων και του κοινοβουλευτισμού, τη σύγχυση της κυρίαρχης τάξης)χωρίς να έχουμε ταυτόχρονα μια ωρίμανση επαναστατικής κατάστασης. Σε αυτό το «κενό» απαντά ο στόχος της κυβέρνησης της αριστεράς και γι’ αυτό θα πρέπει να τον διαφυλάξουμε, αξιοποιώντας τη θεωρία και τις προειδοποιήσεις της μαρξιστικής παράδοσης, καθώς και την  ιστορική πείρα της ήττας της Αριστεράς όταν αυτή πήρε το δρόμο του κυβερνητισμού, της διαχείρισης, της «ρεαλιστικής» προσαρμογής στην υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων.

Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ επιβάλλει δυο υπογραμμίσεις: α. Μια αυθεντική κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να αναδυθεί μέσα από τη «ανάθεση», στηριγμένη κυρίως στην κοινοβουλευτική τακτική. Προϋποθέτει ένα υψηλότερο επίπεδο εμπλοκής και άμεσης παρέμβασης των μαζών μέσα από τους αγώνες και τις οργανώσεις τους. β. Η κυβερνητική εξουσία δεν ταυτίζεται με την εξουσία γενικώς,  ούτε καν με την πολιτική εξουσία. Η βέβαιη αντίδραση της κυρίαρχης τάξης, με τη βοήθεια των κρατικών μηχανισμών και των πολυπλόκαμων γραφειοκρατιών, δεν είναι δυνατόν να κατευναστεί, να αντιμετωπιστεί με συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Μόνη λύση είναι και θα είναι η ριζοσπαστικοποίηση του προγράμματος, της τακτικής, της πιο άμεσης στήριξης στον κόσμο και στις οργανώσεις του.

Στην κατεύθυνση αυτή αναδεικνύεται ο κρίσιμος ρόλος του εργατικού κινήματος. Που στα χρόνια της κρίσης αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της κοινωνικής αντίστασης στρέφοντας προς τα αριστερά την πυξίδα της πολιτικοποίησης. Σήμερα είναι φανερό ότι η δυναμική του εργατικού κινήματος έχει υποσκαφθεί από τις λεγόμενες αντικειμενικές δυσκολίες-ολόκληρα τμήματα της αστικής πολιτικής αφορούσαν και αφορούν τον περιορισμό των δυνατοτήτων της εργατικής αντίστασης-αλλά, κυρίως, μέσα από την προσχώρηση του μεγάλου μέρους της συνδικαλιστικής γραφειοκρατικής ηγεσίας στη μνημονιακή πολιτική. Η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, με έμφαση στις διαδικασίες «από τα κάτω», με τις αντιγραφειοκρατικές μεθόδους της εργατικής δημοκρατίας, έχει γίνει ένας από τους πιο σπουδαίους τομείς δραστηριότητας. Σε αυτήν την κατεύθυνση έχει γίνει από καιρό αναγκαίος ο σαφής διαχωρισμός με όλες τις φιλοκυβερνητικές - φιλομνημονιακές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των οργανωμένων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ.

Το ΚΔ απαντούσε διαχρονικά στο ζήτημα των συμμαχιών υποστηρίζοντας το άνοιγμα προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις δυνάμεις του ΚΚΕ. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στο ζήτημα των συμμαχιών, που επιδιώκει την ενότητα στη δράση των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων. Η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ δημιουργεί σήμερα ένα κομβικό πρόβλημα. Η διασπαστική τακτική του μέσα στις κινητοποιήσεις αντίστασης είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η ουσία της πολιτικής του είναι η θέση ότι το εργατικό κίνημα και η Αριστερά, μέσα στην παρούσα κοινωνικοπολιτική συγκυρία, δεν μπορούν να ανατρέψουν τα μνημόνια και τη λιτότητα και οφείλουν να περιοριστούν στην αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, κυρίως με την εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ. Πέρα από τα μεγάλα λόγια είναι μια πολιτική ακραία κοινοβουλευτικοκεντρική. Αυτό αποδείχθηκε σε κρίσιμες στιγμές, όπου το ΚΚΕ απέφυγε να μπει σε «περιπέτειες»: επιλέγοντας την αποχή στο Δημοψήφισμα, αρνούμενο να αντιπαλέψει την τάση υποχώρησης των αγροτών από τα μπλόκα, αρνούμενο να δώσει συνέχεια στην πανεργατική απεργία στις 4 Φλεβάρη, ακολουθώντας την ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ με την άποψη «απεργία ναι, αλλά όταν έρθει το ασφαλιστικό στη βουλή», άποψη που έδινε χρόνο και χώρο στην κυβέρνηση για όλες τις αναγκαίες μανούβρες εκτόνωσης της οργής του κόσμου. Παρόλα αυτά, η κοινωνική βάση του ΚΚΕ είναι αναγκαία σε μια πορεία νικηφόρας αντίστασης. Για αυτό το ΚΔ θα επιμένει στην πολιτική της μετωπικής ενότητας στη δράση της Αριστεράς.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι ζωτικός και ο ρόλος των νέων, πολύμορφων κοινωνικών κινημάτων. Από τις αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες και τις αντισεξιστικές ομάδες, μέχρι τα οικολογικά κινήματα -όπως στις Σκουριές-, μέχρι τις καταλήψεις και την ανάληψη λειτουργίας εργοστασίων -όπως στη ΒΙΟΜΕ και τη Βέροια-, μέχρι την οργάνωση της αλληλεγγύης -όπως στα κοινωνικά ιατρεία και τα εγχειρήματα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες-, μέχρι τις καταλήψεις στέγης και τα κέντρα της νεολαίας, μέχρι τα αυτοδιαχειριζόμενα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης -ιστοσελίδες και ραδιόφωνα-, μέχρι το άνοιγμα και τη διεκδίκηση των δημόσιων χώρων, κανένα μέτωπο και κανένας αγώνας δεν περισσεύει. Αντιθέτως, το άνοιγμα, η ριζοσπαστικοποίηση και η συνάντηση όλων αυτών των κινημάτων διαμορφώνουν όρους ριζικής αντιπαράθεσης με τη λογική της κοινωνίας του κέρδους, των ανισοτήτων και των διακρίσεων, της συσσώρευσης κεφαλαίου και της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων, διαμορφώνουν χώρους καθημερινής εκπαίδευσης στη δική μας ηθική και πολιτική παράδοση, επιτρέπουν τον πειραματισμό με την υπέρβασης της ιεραρχικής οργάνωσης της εργασίας, με τις συλλογικές διαδικασίες στη λήψη αποφάσεων, με νέους βαθμούς χειραφέτησης και δημοκρατίας. Ενισχύουν έτσι τους όρους και τις προϋποθέσεις, υλικές, κοινωνικές και πνευματικές, που θα μας επιτρέψουν τη νικηφόρα σύγκρουση, την ανατροπή και την υπέρβαση.

3.6. Όλα αυτά σημαίνουν ότι κάθε μεταβατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να αποκοπεί από τον τελικό σκοπό, από τον στόχο της προσπάθειας, από τον σοσιαλισμό. Η σοσιαλιστική στρατηγική καθορίζει τις συμμαχίες, ενώ «χρωματίζει» καθοριστικά κάθε αναγκαία τακτική επιλογή(πχ έξοδος από το Ευρώ, κρατικοποιήσεις κλπ). Από τον στόχο αυτόν δεν θα πρέπει να υποχωρήσουμε υποκλινόμενοι στο ρεύμα αποϊδεολογικοποίησης.

4. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

4.1 Το ΚΔ δρα μέσα από τις γραμμές της Λα.Ε, εκτιμώντας ότι είναι ο «τόπος» οπού είναι εφικτό να παρθούν οι πρωτοβουλίες για το αναγκαίο Μέτωπο της αντιμνημονιακής ανατροπής. Μέσα στη Λα.Ε διεκδικούμε βαθιές αλλαγές της, με στόχο να καταστεί ικανή να εκπληρώσει τις ελπίδες των μελών της: Υποστηρίζουμε την αριστερή ριζοσπαστική πολιτική, που συνδέει το αντιμνημόνιο με τη σοσιαλιστική στρατηγική, με όλες τις συνέπειες αυτής της σύνδεσης (στο πρόγραμμα, στις πολιτικές συμμαχίες, στην τακτική)-.Μεταξύ τους ξεχωρίζει η συστηματική υποστήριξη του αντιρατσισμού - αντιφασισμού, του αντιεθνικισμού και του αντισεξισμού (τόσο σχετικά με τα ζητήματα απελευθέρωσης των γυναικών όσο και σχετικά με την απελευθέρωση των  ομοφυλόφιλων, με την υποστήριξη των αιτημάτων της ΛΟΑΤ κοινότητας). Υποστηρίζουμε τις αναγκαίες τομές για την πιο δημοκρατική συγκρότηση της Λα.Ε: έμφαση στη λειτουργία των ΠΕ, απόρριψη του υποκαταστατισμού, ομαλοποίηση της σχέσης συνύπαρξης ανένταχτων-οργανώσεων (ελάχιστη προστασία διακριτότητας των οργανώσεων, ειλικρινής εφαρμογή του «ένα μέλος, μία ψήφος», αναζήτηση συναινέσεων κοκ), πειθάρχηση του δημόσιου λόγου στις συλλογικές αποφάσεις, πλουραλιστικός-συλλογικός ηγετικός «κορμός» κλπ. Ειδικότερα υποστηρίζουμε τη «διεύρυνση» της Λα.Ε, που στην παρούσα φάση σημαίνει πρωτοβουλίες για την ομαλή συνεργασία (κινηματική, πολιτική και αν χρειαστεί εκλογική) με τις άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής αριστεράς

4.2 Το ΚΔ είναι και επιθυμεί να είναι δικτύωση. Αυτό σημαίνει την αποδοχή μιας «χαλαρής» συνύπαρξης, όπου είναι αποδεκτό ότι όλοι-ες δεν έχουμε ενδεχομένως τις ίδιες εμφάσεις στις  βασικές πολιτικές επιλογές, ότι στα πλαίσια της αναγκαίας πολιτικής αποτελεσματικότητας γίνονται αποδεκτές και οι διαφορετικές επιλογές, αρκεί να μην έχουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Δύναμη συνοχής μας είναι μια γενικώς κοινή ανάλυση για τη συγκυρία και τα βασικά καθήκοντα, οι κοινές απόψεις για τη στρατηγική και τα μεγάλα ζητήματα τακτικής, η αλληλεκτίμηση και ο αλληλοσεβασμός που προκύπτει από τις μάχες που δώσαμε μαζί. Πρόκειται για συνοχή και συντροφικότητα που μοιάζει να υστερεί σε πομπώδεις αυτοπροσδιορισμούς, αλλά για εμάς είναι ουσιαστική, ειλικρινής και γι’ αυτό ανθεκτική.

4.3. Το ΚΔ λειτουργεί ως δικτύωση, με έμφαση στις τοπικές ή κλαδικές ομάδες του, την ανάδειξη τοπικών ή κλαδικών συντονιστικών, με στόχο να σχεδιάζονται και να καλύπτονται εκεί τα καθήκοντα στον χώρο ευθύνης τους. Έχουμε ήδη καθιερώσει την πανελλαδική συνέλευση, όπου καθορίζονται οι αναγκαίες γενικές εκτιμήσεις και δια της συναίνεσης καθορίζονται οι βασικές τακτικές επιλογές. Όλοι-ες συμφωνούμε ότι η ΠΣ πρέπει να συγκαλείται πιο τακτικά και με πιο προετοιμασμένο τρόπο. Μεταξύ των ΠΣ, λειτουργεί ένα Συντονιστικό του ΚΔ, με σύνθεση κατά το δυνατόν ανοιχτή και αντιπροσωπευτική, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση την αρχή της συναίνεσης.

4.4 Το ΚΔ θέλει να λειτουργεί δημοκρατικά, με στόχο τη μέγιστη ενίσχυση της αυτενέργειας των μελών του. Γνωρίζουμε και αντιπαλεύουμε τους περιορισμούς που δημιουργεί η κοινωνική διαφορετικότητα μεταξύ των συντρόφων-φισσών μας και γι’ αυτό προσπαθούμε να συνδέουμε τα καθήκοντα διασφάλισης της ελευθερίας με τα καθήκοντα υποστήριξης της ισότητας. Γνωρίζουμε ότι οι κίνδυνοι υποκατάστασης εκκινούν και από τις διαφορές στην εμπειρία και στη συγκρότηση μεταξύ των μελών μας: γι’ αυτό στο ΚΔ θέλουμε να οργανώνουμε την πληρέστερη δυνατή πολιτική ενημέρωση και μια ουσιαστική πολιτική συζήτηση, που αποτελούν βάθρο για τη δημοκρατία αλλά και για την πολιτική αποτελεσματικότητα. Η πρόθεση μας αυτή – γιατί τα αποτελέσματα υστερούν κατά πολύ- αποδεικνύεται από τον χαρακτήρα που έχουμε δώσει στο  Rp.  Που λειτουργεί ως ένα «ανοιχτό» κέντρο οργάνωσης της ενημέρωσης και της πολιτικής συζήτησης, που δεν αφορά μόνον εμάς, αλλά έναν ευρύτερο χώρο της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η ουσιαστική βελτίωση του Rp, σε στενότερη σχέση με τις ανάγκες και τις δυνατότητες των μελών του ΚΔ θα είναι μια βασική προτεραιότητα στην επόμενη περίοδο.

Έτσι σκοπεύουμε να συνεχίσουμε, χωρίς αυταπάτες για τις δυσκολίες, χωρίς φόβο απέναντι στις νέες συνθήκες, με εμπιστοσύνη στις ιδεολογικές και στρατηγικές αναφορές μας, αλλά ταυτόχρονα με επίγνωση για τους αναγκαίους πειραματισμούς και τη δημιουργική χρήση της θεωρίας και των μαρξιστικών παραδόσεων, προκειμένου να συμβάλουμε στην οικοδόμηση της μαζικής, σύγχρονης, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που χρειαζόμαστε.

Ετικέτες