Πριν 100 χρόνια, στις 11-3-1922, γεννήθηκε ο στοχαστής, φιλόσοφος και ψυχαναλυτής Κορνήλιος Καστοριάδης.
Το βασικό που τον απασχολούσε ήταν το πως οι άνθρωποι θα πάψουν να είναι παθητικοί καταναλωτές προϊόντων και ιδεών, πως θα αναπτύξουν κριτική σκέψη, και γενικά με ποιο τρόπο θα ενδυναμωθούν απέναντι στην έλλειψη θέλησης, στην έλλειψη διάθεσης, στην έλλειψη επιθυμίας, δηλαδή στην «μίζερη αντίληψη της ελευθερίας», που παράγει κυνισμό και αλλοτρίωση, και άρα εξάπλωση της ανευθυνότητας, της αδιαφορίας, της έλλειψης φαντασίας και πολιτιστικής και πολιτικής δημιουργίας, τα οποία έχουν τραγικά αποτελέσματα όπως είναι η μοιρολατρική αποδοχή του εφήμερου, η επιταχυνόμενη καταστροφή της φύσης και κατά συνέπεια του ανθρώπου.
Με λίγα λόγια, το μέλημα του ήταν πως θα ξεπεραστούν οι αρνήσεις της κοινωνίας και θα δημιουργηθεί κάτι αληθινά συλλογικό, αντιιεραρχικό και δημοκρατικό. Γι’ αυτό μίλησε για αυτόνομη κοινωνία και αυτόνομο άτομο εντός της, σε αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους, η οποία σημαίνει άμεση δημοκρατία και αυτοδιαχείριση, αυτοοργάνωση και συνελεύσεις πολιτών που συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων κατόπιν πληροφόρησης-διαβούλευσης-αναστοχασμού-γνώσης-παιδείας-κριτικής σκέψης, εκλεγμένοι και ανακλητοί ανά πάσα στιγμή αντιπρόσωποι, περισσότερος ελεύθερος χρόνος, κυριαρχία των πολιτών και όχι των γραφειοκρατών-τεχνοκρατών-ειδικών και κομμάτων, αυτοθέσμιση των κανόνων της κοινωνίας. Η δε πάλη για αυτόνομη κοινωνία προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή των ανθρώπων. Ανθρώπων, οι οποίοι διακατέχονται από το πάθος για δημιουργία, πολιτισμική ανάπτυξη, δημοκρατία, ελευθερία, συλλογικότητα, μετάδοση γνώσεων. Ανθρώπων που διακρίνονται για την εντιμότητά τους, την ανιδιοτελή προσφορά τους, ακέραιους, αδιάφθορους και αφοσιωμένους σε αυτά που επιλέγουν.
Αντίθετα, αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν σε μια ετερόνομη κοινωνία, όπως είναι η καπιταλιστική, η οποία διακρίνεται από ανθρώπους κλεισμένους στην ατομικότητά τους και στην ιδιωτική τους σφαίρα, ανήμπορους ή/και αδιάφορους να επωμιστούν τις ευθύνες που απορρέουν από τις κοινωνικές σχέσεις και ανάγκες, παραδίνοντας τις τύχες τους σε άλλους, οι οποίοι ανεξέλεγκτα διαμορφώνουν και επιβάλλουν νόμους και ιδεοληψίες. Ανθρώπους παραδομένους στον μηδενισμό, που ενδιαφέρονται μόνο για τη μεγιστοποίηση της κατανάλωσης, την απόκτηση γοήτρου ή δύναμης, πλούτου ή συνεχών αγαθών, χειραγωγούμενους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, περιφέροντας το σαρκίο τους από εδώ και από εκεί, χωρίς κοινωνικές ευαισθησίες και ανησυχίες για το τι μέλει γενέσθαι, ζώντας στην κενότητα μιας ψευδούς ικανοποίησης. Και το πιο τραγικό απ’ όλα είναι ότι δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να γνωρίσουν ότι είναι εγκλωβισμένοι σε ένα τρόπο ζωής που η θεσμισμένη παράδοση έχει καθιερώσει και σημασιοδοτήσει. Και αυτό ακριβώς είναι η αλλοτρίωση, δηλαδή η αποξένωση τόσο από τον εαυτό μας όσο και από την κατεστημένη θέσμιση της κοινωνίας, την οποία οι άνθρωποι δεν αμφισβητούν, αλλά την δέχονται ως κάτι «φυσικό» και «αναλλοίωτο».
Όμως, βασική προϋπόθεση της αυτονομίας είναι η αμφισβήτηση των «ιερών αληθειών», των νόμων και των θεσμών που έχουν φτιάξει άλλοι για εμάς χωρίς εμάς. Ταυτόχρονα, είναι το Πρόταγμα, δηλαδή η συνειδητή πρόθεση του μετασχηματισμού του υπάρχοντος, μέσω της ανάδυσης του καινούργιου, καθοδηγούμενου από ένα νέο νόημα. Οι μαρξιστές μιλάνε για το πρόταγμα του σοσιαλισμού, ενώ ο Καστοριάδης, ο οποίος εγκατέλειψε τον μαρξισμό, το λέει Αυτόνομη Κοινωνία. Το πρόταγμα έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη της ουτοπίας, επειδή ο Καστοριάδης την θεωρεί μεταφυσική έννοια, η οποία αναφέρεται σε ένα απροσδιόριστο και επί της ουσίας ανύπαρκτο επέκεινα (ου-τόπος), ενώ αντίθετα το πρόταγμα μιας αυτόνομης κοινωνίας θεωρεί ότι εν δυνάμει μπορεί να πραγματοποιηθεί. Όμως, η πραγματοποίησή του εξαρτάται, μόνο, από την δραστηριότητα των ανθρώπων, «από τη κατανόησή τους, από τη θέλησή τους, από τη φαντασία τους».
Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην οικολογία, προτάσσοντας τον «δημοκρατικό αυτοπεριορισμό» ως τρόπο αναγνώρισης των ορίων των πράξεων μας και των αντιλήψεών μας ότι τάχα μπορούμε στον τομέα της οικονομικής παραγωγής να αναπαράγουμε επ’ αόριστον την σημερινή κατάσταση πραγμάτων σε σχέση με το περιβάλλον, από του οποίου την ευθραυστότητα και επιβίωση θα εξαρτηθεί η ίδια η ύπαρξη της ανθρωπότητας.
Τέλος, να θυμίσουμε ότι άσκησε κριτική στη μαρξιστική θεωρία, έχοντας κατά κύριο λόγο υπόψη του τα κράτη του τέως λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Όμως, αδικεί τον μαρξισμό όταν τον θεωρεί κλειστό σύστημα, το οποίο εμφανίζεται με την έννοια του υπερκαθορισμού της ιστορίας από τους οικονομικούς νόμους ή ότι ερμηνεύει την ιστορία με βάση συγκεκριμένους ατσάλινους νόμους, οι οποίοι έχουν την ισχύ φυσικών νόμων. Και ενώ εν μέρει έχει δίκιο στην κριτική του, εντούτοις υπήρχαν και υπάρχουν μαρξιστικά ρεύματα, τα οποία άσκησαν και ασκούν κριτική στην τελεολογική αντίληψη του μαρξισμού, ενώ αρνούνται την αναγωγή (αναγωγισμός) και τη μεταφορά των μεθόδων των φυσικών επιστημών, αλλά και των νόμων της φύσης, στη μελέτη της κοινωνίας. Και αυτό διότι οι νόμοι που επικρατούν στην φύση δεν μπορούν να μεταφερθούν στην κίνηση της κοινωνίας, επειδή τα κοινωνικά φαινόμενα είναι πολύπλοκες διαδικασίες λόγω του γεγονότος ότι υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας (η συνείδηση, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί, οι διαφορετικοί πολιτισμοί, κ.λπ.). Επιπρόσθετα, επειδή ο μαρξισμός «Έχει συνείδηση της ιστορικής, μεταβατικής του σημασίας», όπως έλεγε ο Τρότσκι, γι’ αυτό και η μαρξιστική θεωρία (όχι η σταλινική διαστρέβλωσή της), είναι μια ανοιχτή θεωρία, η οποία συνεχώς εμπλουτίζεται και ανανεώνεται, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και την εξέλιξη των επιστημών. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο που στο εσωτερικό του μαρξισμού υπάρχουν και αναπτύσσονται διαφορετικά ρεύματα σκέψης και διαφορετικές ερμηνείες. Και αυτό είναι το μεγαλείο του, ότι είναι ένα ανοιχτό και καθόλου απόλυτο σύστημα, το οποίο τελικά προετοιμάζει τα αναγκαία στοιχεία για την υπέρβαση του, τα οποία διαλεκτικά θα είναι και ο θρίαμβός του, όπως πάλι έλεγε ο Τρότσκι, που ο Καστοριάδης στα νιάτα του είχε ταχθεί μαζί του και με το τροτσκιστικό ρεύμα.