Ο θάνατος του Κώστα Σηµίτη συγκίνησε τις ντόπιες και ευρωπαϊκές ηγεσίες που κυριαρχούν στη σηµερινή πολιτική αθλιότητα. Και δικαίως.
Γιατί όλοι αυτοί, από τη Μέτσολα ως τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπως και από τον Τσίπρα και τον Στουρνάρα ως τον Φάµελο και τον Ανδρουλάκη, χρωστάνε πολλά στους «µεγάλους» µιας προηγούµενης εποχής, που δεν δίστασαν να διαβούν τους «ρουβίκωνες», δεν δίστασαν να υποβαθµίσουν διαχωριστικές γραµµές που είχαν ιστορικό βάρος. Χρωστάνε πολλά σε ανθρώπους σαν τον Κ. Σηµίτη και τους διεθνείς οµολόγους του.
Ο Κώστας Σηµίτης πολιτικοποιήθηκε στη δεκαετία του 1960 µέσα στον οµιχλώδη «χώρο» µεταξύ της Ένωσης Κέντρου και των πρώιµων σοσιαλδηµοκρατικών προβληµατισµών του Οµίλου Παπαναστασίου. Στην περίοδο της αντιδικτατορικής πάλης εντάχθηκε στη Δηµοκρατική Άµυνα και από το 1970 στο ΠΑΚ. Σε αντίθεση µε τους συνοδοιπόρους του, ο ίδιος υποβαθµίζει σε πολλά αυτοβιογραφικά κείµενα τις «εµπειρίες» αυτής της περιόδου της πολιτικής ζωής του.
Από το 1974 συµµετέχει στον ηγετικό πυρήνα του ΠΑΣΟΚ. Η προσπάθεια του Αντρέα Παπανδρέου να στηρίξει την ανάπτυξη του κόµµατός του στην ενσωµάτωση του εργατικού ριζοσπαστισµού της Μεταπολίτευσης τον οδηγεί σε πολιτική δυσφορία. Προτείνει την τακτική της πιο συστηµικής «αντιπολίτευσης» απέναντι στις κυβερνήσεις Καραµανλή, διαφωνεί µε το σύνθηµα «Όχι στην ΕΟΚ των µονοπωλίων» και αντιπροτείνει το «Ναι στην Ευρώπη των λαών». Αναγνωρίζεται ως δεξιά πτέρυγα και τίθεται εκτός του ηγετικού κύκλου (1979) και εκτός των ψηφοδελτίων στην κορυφαία εκλογική µάχη του ΠΑΣΟΚ (1981). Πρέπει να του αναγνωριστεί µια διορατικότητα, γιατί σε εποχές που η ΠΑΣΠ διαδήλωνε έξω από την Χαριλάου Τρικούπη µε σύνθηµα «σοσιαλδηµοκρατία – πράκτορες της CIA», ο Σηµίτης ήταν από τους πρώτους που έβλεπαν καθαρά τις προοπτικές του ΠΑΣΟΚ µέσα στον «κύκλο» της ευρωπαϊκής σοσιαλδηµοκρατίας.
Μετά το 1981, ο Παπανδρέου τον αξιοποίησε στο υπουργείο Γεωργίας και µετά το 1985 στο υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας. Ήταν η «στιγµή» που «τελειώνουν τα ψέµατα» για τον Α. Παπανδρέου: Προσανατολισµένος πλέον στην ένταξη στην προοπτική της Ευρωζώνης (που τότε έµοιαζε να έρχεται γύρω στο 1992) στρέφεται στην προετοιµαστική επίθεση λιτότητας και στην πρώτη εισαγωγή των νεοφιλελεύθερων αντιµεταρρυθµίσεων. Το διαβόητο Σταθεροποιητικό Πρόγραµµα γράφεται από τον Σηµίτη και τους τραπεζίτες, αλλά προκαλεί µια διετή µετωπική σύγκρουση µε το εργατικό κίνηµα και τη συνδικαλιστική βάση του ΠΑΣΟΚ. Το 1987 το Σταθεροποιητικό Πρόγραµµα καταρρέει, ο Παπανδρέου υποχωρεί, αλλά ο Κ. Σηµίτης επιµένει και τίθεται εκτός του κυβερνητικού κύκλου. Σε αυτήν τη µάχη καταγράφει µε καθαρότητα την προθυµία του να συγκρουστεί µε την κοινωνική βάση την οποία υποτίθεται ότι υπηρετούσε και την περιφρόνησή του προς το οργανωµένο συνδικαλιστικό κίνηµα, ακόµα και τα εργατικά στελέχη του κόµµατός του.
Η βαθιά µετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ µέσα από τα κυβερνητικά πεπραγµένα του, τα σκάνδαλα της διαφθοράς, τις πολιτικές µετατοπίσεις σε όλα τα κρίσιµα θέµατα κ.ά. διαµορφώνει τις συνθήκες νίκης της δεξιάς πτέρυγάς του µετά το θάνατο του Αντρέα Παπανδρέου. Ο Κ. Σηµίτης κερδίζει την πλειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Οµάδας του ΠΑΣΟΚ και γίνεται πρωθυπουργός (1996) και στη συνέχεια κερδίζει την πλειοψηφία στο 4ο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ όπου και γίνεται πρόεδρος του κόµµατος. Αυτή η εύκολη επικράτηση του Σηµίτη δεν µπορεί να ερµηνευτεί αν δεν συνυπολογίσει κανείς και τον εκφυλισµό της λεγόµενης «αριστερής» πτέρυγας που παρουσίασε ως αντίπαλο του Σηµίτη τον Άκη Τζοχατζόπουλο. Ο ίδιος ο Σηµίτης γράφει ότι οι ιδέες και η πολιτική του είχαν επικρατήσει από νωρίτερα, σε κάθε περίπτωση από το 1993, για να συνεχιστούν «µε µεγαλύτερη ορµή» µετά τη νίκη του στα 1996.
Κυβέρνησε µε πρόγραµµα και πλαίσιο τον αστικό «εκσυγχρονισµό». Στη θέση των «µεγάλων ιδεών» του 1960 και του ’70 (σοσιαλισµός, ανεξαρτησίας, κοινωνική δικαιοσύνη) µπήκε η διεκδίκηση της «ανάπτυξης», η συνειδητή υποστήριξη της ενίσχυσης των µεγάλων Οµίλων («εθνικοί πρωταθλητές») µαζί µε την ψευδή υπόσχεση ότι ο πλούτος που συσσώρευαν θα διαχεόταν (κάπως, κάποτε…) σε όλη την κοινωνία. Με αυτή την έννοια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι «νόµιµος» όταν αισθάνεται ως ο αυθεντικός κληρονόµος του Κ. Σηµίτη.
Κορωνίδα αυτής της πολιτικής ήταν η ένταξη στο ευρώ. Ο Σηµίτης, παρουσιάζοντας το κοινό νόµισµα µαζί µε τον Παπαδήµο, υπογράµµισε περήφανα ότι η ένταξη στην Ευρωζώνη αποτελούσε «εγγύηση» για τη σταθερότητα της οικονοµίας της χώρας, αλλά και την ευηµερία των κατοίκων της. Και αυτά λέχθηκαν λίγα µόλις χρόνια πριν το ξέσπασµα της κρίσης του 2008 και το πρώτο µνηµόνιο.
Στη ρητορική του Σηµίτη εξαερώθηκε κάθε αναφορά στους εργαζόµενους ή έστω στους «µη-προνοµιούχους» της πασοκικής διαλέκτου. Αυτά αντικαταστάθηκαν από τον παγερό όρο «απασχολήσιµοι». Στη θέση της αντι-ιµπεριαλιστικής δηµαγωγίας του Αντρέα Παπανδρέου, µπήκε ο αστικός κοσµοπολιτισµός που στον παραδοσιακό ελληνοτουρκικό ανταγωνισµό επιδίωκε τις «επιτυχίες» µέσα από την οικονοµική υπεροχή και κυρίως τις πιο προωθηµένες σχέσεις µε τις ευρωατλαντικές ηγεσίες.
Όλα αυτά συµβάδιζαν µε το άνοιγµα του δρόµου για τις ιδιωτικοποιήσεις, την εισαγωγή της ελαστικότητας στις εργασιακές σχέσεις, τις διαβόητες «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης» που διάβρωσαν την προστασία απέναντι στις απολύσεις και τη συρρίκνωση των προστασιών στους ανέργους, τα Τοπικά Σύµφωνα Απασχόλησης που έκαναν το εργατικό δίκαιο διάτρητο κ.ο.κ. Σε όλα αυτά υπήρξαν σηµαντικές εργατικές αντιστάσεις, που συχνά περιλάµβαναν την βάση της ΠΑΣΚΕ. Το 2001, µε υπουργό Εργασίας τον Τ. Γιαννίτση, η κυβέρνηση Σηµίτη επιχείρησε µια «προδροµική» ακραία αντιδραστική αντιµεταρρύθµιση του ασφαλιστικού. Αντιµετώπισε µια θηριώδη γενική απεργία και µεγάλα εργατικά συλλαλητήρια σε όλες τις πόλεις της χώρας. Υποχρεώθηκε να υποχωρήσει άτακτα. Ήταν µια σηµαντική ήττα που αποδυνάµωσε καίρια την κυβέρνηση και δηµιούργησε τις συνθήκες για την ήττα από τη ΝΔ του Καραµανλή στα 2004.
Λίγο πριν πέσει, ο Σηµίτης «παραχώρησε» το κόµµα του στον Γ.Α. Παπανδρέου. Όµως το ΠΑΣΟΚ ήταν πλέον ένα πολύ πιο αδύναµο κόµµα. Μπροστά στο ξέσπασµα της κρίσης ο ΓΑΠ έτρεξε στο Καστελόριζο για να εξαγγείλει την υποταγή του στους δανειστές. Όταν αργότερα προσπάθησε να αναδιπλωθεί, η ισχυρή σηµιτική πτέρυγα µέσα στο ΠΑΣΟΚ τον καρατόµησε εύκολα και, δια του Βενιζέλου, έδωσε την κυβερνητική εξουσία στον Παπαδήµο. Ήταν ένα τέλος εποχής.
Ο Κ. Σηµίτης στην Ελλάδα, όπως το Τ. Μπλερ στη Βρετανία και ο Γκ. Σρέντερ στη Γερµανία, είναι οι πολιτικοί-σύµβολα της πλήρους ευθυγράµµισης των σοσιαλδηµοκρατικών κοµµάτων µε τις επιταγές των κυρίαρχων τάξεων και των ιµπεριαλιστικών «θεσµών». Σύµβολα του σύγχρονου εκφυλισµού της σοσιαλδηµοκρατίας σε αυτό που διεθνώς ονοµάστηκε σοσιαλφιλελευθερισµός. Με το θάνατο του Κ. Σηµίτη περίσσεψε η «συγκίνηση» και οι εγκωµιαστικές αναφορές µέσα στους κόλπους της προνοµιούχας κοινωνικής µειοψηφίας. Στους τόπους δουλειάς, στις εργατογειτονιές, στα συνδικάτα, η πλήρης αδιαφορία ήταν απολύτως δικαιολογηµένη.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά