Ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την πολιτική της Αριστεράς με την καθεστωτική εθνική γραμμή στα ελληνοτουρκικά
«…το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Αφορά τον ανταγωνισμό των αστικών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας για τη γεωστρατηγική τους αναβάθμιση μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, που σημαδεύεται από ανταγωνισμούς για τον έλεγχο των αγορών, την ενέργεια και γενικότερα τις πλουτοπαραγωγικές πηγές…».
(Γιώργος Μαρίνος, μέλος του ΠΓ
της ΚΕ του ΚΚΕ, «Ριζοσπάστης» 16/10)
Αυτή η εκτίμηση του Γ.Μ. για το χαρακτήρα και τη φύση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού είναι ολόσωστη. Υποδεικνύει ότι: α) Ο ανταγωνισμός εξελίσσεται «μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα», αφού και οι δύο πλευρές διατηρούν ως κομβική την επιλογή της συμμετοχής στην ευρωατλαντική συμμαχία του ΝΑΤΟ. β) Τα υποκείμενα του ανταγωνισμού είναι «οι αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας». γ) Οι στόχοι του ανταγωνισμού είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τα συμφέροντα των αστικών τάξεων που τον καθοδηγούν («γεωστρατηγική αναβάθμιση, έλεγχος των αγορών, της ενέργειας, των πλουτοπαραγωγικών πηγών»).
Είναι γνωστό ότι απέναντι σε τέτοιου είδους ανταγωνισμούς η Αριστερά γενικά και ειδικότερα η κομμουνιστική Αριστερά, διαμόρφωσε μέσα στην ιστορία της τα κριτήρια για μια ανεξάρτητη και αυτόνομη στάση, που δίνει την έμφαση στην υπεράσπιση της κοινωνικής πλειοψηφίας και ειδικότερα της εργατικής τάξης ενάντια στους σχεδιασμούς των αστικών τάξεων και στις δυο πλευρές/πόλους της αντιπαράθεσης. Στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, που έχει μπει στην ιδιαίτερα επικίνδυνη φάση του ανταγωνισμού δια των όπλων, αυτά τα κριτήρια (θα έπρεπε να) οδηγούν στην απαίτηση για ειρήνη, στην απαίτηση για πολιτική συμφιλίωσης/συνεννόησης/αλληλεγγύης μεταξύ των λαών Ελλάδας και Τουρκίας, στην απόρριψη των εξοπλισμών ως επικίνδυνης και κοινωνικά αντιδραστικής πολιτικής, στην επιμονή για έξοδο/ρήξη με το γενικότερο ιμπεριαλιστικό σύστημα (ΝΑΤΟ-ΕΕ) και όχι στην προσπάθεια για προσεταιρισμό του.
Και όμως ο Γ.Μ., στη συνέχεια του μακροσκελούς άρθρου του (που «τεκμηριώνει» τον λόγο του Δ. Κουτσούμπα στο 18ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, όπου κάλεσε «τον κάθε πατριώτη… να αγωνιστεί μαζί με το ΚΚΕ… για την υπεράσπιση των συνόρων, την ακεραιότητα της χώρας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της») κατορθώνει να αντιστρέψει πλήρως τις πολιτικές συνέπειες της κεντρικής (και σωστής) διάγνωσης του ΚΚΕ για τον χαρακτήρα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Θεωρεί νόμιμες ή «αμυντικές» όλες τις διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, και αντίστοιχα ως μη-νόμιμες και «επεκτατικές» όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις. Υιοθετεί τον ισχυρισμό περί «τουρκικής υπεροπλίας» που τελικά νομιμοποιεί ως «αμυντικές» τις υπεραγορές σύγχρονων αμερικανογαλλικών όπλων επιθετικού προσανατολισμού (Ραφάλ, Μπελχάρα, F-16 Viper, F-35). Κατηγορεί (σωστά) τον Μητσοτάκη για τις αποστολές όπλων στην Ουκρανία, αλλά από τη λάθος σκοπιά των συνεπειών στην «αποδυνάμωση της άμυνας των νησιών»» (αλήθεια το ΚΚΕ είναι υπέρ ή κατά της στρατιωτικοποίησης των νησιών;). Υιοθετεί και επαναλαμβάνει τη φιλολογία του συρμού που κατηγορεί τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ ότι «χαϊδεύουν την Τουρκία», την ώρα που εξελίσσεται μια μεγάλη αναβάθμιση του ελληνικού κράτους μέσα στους Νατοϊκούς σχεδιασμούς. Από όλους τους λόγους που θα μπορούσε να διαλέξει για να κάνει κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, επιλέγει τον πιο προβληματικό: ότι «παίζει στα ζάρια τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας» (!). Φτάνει σε προφανείς αντιστροφές της πραγματικότητας, όπως η διαπίστωση ότι η άρση του αμερικανικού εμπάργκο όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία θα προκαλέσει «παραπέρα στρατιωτικοποίηση των… κατεχόμενων εδαφών της Βόρειας Κύπρου» (!!). Δεν είναι τυχαίο ότι όλες αυτές οι «παρεκτροπές» από τις ράγες της κεντρικής εκτίμησης του Γ.Μ. και το ΚΚΕ σχετικά με τον χαρακτήρα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, έχουν έντονα «εθνικό» χρώμα, καταλήγουν να υποβαθμίζουν τις εγκληματικές ευθύνες των κρατικών πολιτικών και διαχρονικά των κυβερνήσεων στη «δική μας πλευρά».
Σε μεγάλο τμήμα της Αριστεράς που αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπαστική, πέρα από το ΚΚΕ, τα πράγματα είναι συχνά χειρότερα. Η υποβάθμιση της κριτικής στους εξοπλισμούς, η αναζήτηση περίπλοκων φραστικών συμβιβασμών ως «θέσεων» που κυρίως φροντίζουν να αποφεύγουν τα προβλήματα που θέτει η συγκυρία παρά να τα αντιμετωπίζουν, αποδεικνύουν ότι παραμένει εν ζωή μια «ανάλυση» που αντιμετωπίζει τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό ως ζήτημα αμυντικού (ή σε κάποιους ακόμα και εθνικοαπελευθερωτικού/αντιιμπεριαλιστικού) χαρακτήρα, από την ελληνική σκοπιά.
Σε αυτή την εξέλιξη κρίσιμο ρόλο παίζουν δύο κομβικές έννοιες, τα κυριαρχικά δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο, επί των οποίων διατηρείται μια ομιχλώδης σύγχυση που επιτρέπει τους πιο καιροσκοπικούς σαλταδορισμούς.
Κυριαρχικά δικαιώματα
Τα δικαιώματα κυριαρχίας των εθνικών κρατών δεν είναι έννοιες αναλλοίωτες, που προκύπτουν από κάποιες γενικές περί Δικαίου αντιλήψεις. Αλλάζουν και εξελίσσονται μαζί με την εξέλιξη της οικονομίας, της τεχνολογίας και των όπλων, δηλαδή μαζί με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη σύγχρονη, στην ιμπεριαλιστική φάση του.
Το καλύτερο παράδειγμα είναι η έννοια των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ), που απέκτησε εκρηκτική σημασία στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό μετά την ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο βυθό της Ανατολικής Μεσογείου και τα δυτικά πολυεθνικά σχέδια για τον αγωγό East Med. Η έννοια των ΑΟΖ δεν υπήρχε καν, πριν από μόλις 50 χρόνια. Η πρόγονος έννοια ήταν η «υφαλοκρηπίδα», που αρχικά αφορούσε το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης στο βυθό και στα νερά, μέχρι του βάθους των 250 μέτρων, πέριξ των διεθνώς αναγνωρισμένων ακτών κάθε εθνικού κράτους. Οι περίπλοκες ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις της δεκαετίας του ’70 και του ’80, αποδεικνύουν ότι ακόμα και για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας υπήρχαν κρίσιμα ζητήματα και προϋποτίθονταν διεθνείς συμφωνίες για την επικύρωσή της. Στο διεθνές πεδίο ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας δεν υπάκουε σε κάποιον γενικό κανόνα, αλλά σε γεωγραφικά δεδομένα και κυρίως στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ των αντιτιθέμενων κρατών και των συμμαχιών τους.
Η εξέλιξη των τεχνικών εξόρυξης σε μεγάλα βάθη, των τεχνικών εκμετάλλευσης των θαλασσινών νερών και του αέρα πάνω από αυτά, αλλά επίσης και των όπλων που επιτρέπουν στα κράτη την «εποπτεία» κυριαρχίας σε μεγάλη ακτίνα δράσης μακριά από το έδαφός τους, δημιούργησαν την έννοια των ΑΟΖ: το δικαίωμα αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης (αυτό είναι το μόνο δικαίωμα κυριαρχίας που στοιχειοθετούν οι ΑΟΖ) σε ακτίνα 200 ν.μ. από τις ακτές. Η εμφάνιση των ΑΟΖ στο προσκήνιο, λόγω της μεγάλης τους έκτασης, δημιούργησε περισσότερα, πιο περίπλοκα και πιο επικίνδυνα ζητήματα ανταγωνισμών. Στο διεθνές πεδίο έχουν δοθεί αρκετά διαφορετικές λύσεις, μέσα από συμφωνίες επίσημης αναγνώρισης ΑΟΖ, που δεν καθορίστηκαν μόνο από την επιδίωξη «δίκαιου» και «αναλογικού» αποτελέσματος, αλλά κυρίως από τον συσχετισμό δύναμης μεταξύ των αντιτιθέμενων εθνικών κρατών.
Ανάλογα προβλήματα υπάρχουν και στα πιο «σκληρά» δικαιώματα κυριαρχίας των εθνικών κρατών: στον καθορισμό των χωρικών υδάτων (που έχουν ισχύ συνόρων στη θάλασσα) και του εθνικού εναέριου χώρου (που έχει ισχύ συνόρων στον αέρα). Ο καθορισμός ακόμα και αυτών των ουσιωδών χαρακτηριστικών κρατικής κυριαρχίας δεν έχει τίποτα το αυτονόητο και δεδομένο. Είναι πάντα ζήτημα διαπραγμάτευσης και συσχετισμού δύναμης. Η ελληνοϊταλική συμφωνία για τις σχετικές ρυθμίσεις στην «εύκολη» θάλασσα του Ιονίου, ολοκληρώθηκε πριν από λίγα μόνο χρόνια, και οδήγησε σε σημαντική «ελαστικοποίηση» της αναγνώρισης από την Ιταλία της ελληνικής κυριαρχίας εντός των 12 ν.μ. δυτικά και νότια της Πελοποννήσου (ως το ακρωτήριο Μαλέας, που τέθηκε ως όριο της συμφωνίας, αποφεύγοντας «φρονίμως» να προσεγγίσει τα πιο επικίνδυνα νερά του Μυρτώου και του Αιγαίου…). Η Ιταλία κατοχύρωσε δικαίωμα «ανεμπόδιστης» αλιείας και διέλευσης στα ελληνικά χωρικά ύδατα, ενώ στα νησιά Στροφάδια (26 ν.μ. δυτικά της Ηλείας) δεν αναγνωρίστηκε «επήρεια» στον καθορισμό των χωρικών υδάτων, ενώ υπήρξε η πρόβλεψη «μερικής» επήρειάς τους στον καθορισμό ΑΟΖ.
Η αντιμετώπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, οφείλει να είναι συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση της κυρίαρχης τάξης που τα διεκδικεί, τα καθορίζει και τα νέμεται. Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δεν έχουν τίποτα θετικό να περιμένουν από τις πιθανές εξορύξεις στα «οικόπεδα» του Ιονίου, όπου η ντόπια αστική τάξη έχει πλέον λυμένα τα χέρια της για να προχωρήσει σε εκμεταλλεύσεις. Τα πιθανά κέρδη (αν υπάρχουν) θα αφορούν κυρίως τις πολυεθνικές εξόρυξης εξόρυξης και ένα τμήμα τους θα αφορά τους ντόπιους ομίλους συνεργατών τους. Πολύ περισσότερο στα ανατολικά, ακόμα κι αν είχαν επιλυθεί τα προβλήματα με την Τουρκία, τα σχέδια εξόρυξης και μεταφοράς φυσικού αερίου με υποθαλάσσιο αγωγό (στα βαθιά νερά και τους σεισμογενείς βυθούς της Ανατολικής Μεσογείου) δεν μπορούν ούτε καν να συζητηθούν σοβαρά, χωρίς πρωταγωνιστικό ρόλο των Exxon-Mobil, των Total και των Eni. Αλλά αυτοί οι καρχαρίες συνηθίζουν να αφήνουν μόνο ψίχουλα στους ντόπιους συνεργάτες: τα προσδοκώμενα έσοδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αν τα σχέδια εξόρυξης-East Med προχωρούσαν ομαλά, θα συγκρίνονταν σε βάθος δεκαετίας περίπου με τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ!
Με αυτά τα δεδομένα, η εργατική τάξη δεν έχει κανένα λόγο να υποστεί τα δεινά μιας πολεμικής κρίσης και μιας σημαντικής περιβαλλοντικής απειλής, για να βοηθήσει να αυξηθεί η κερδοφορία των πετρελαϊκών πολυεθνικών κολοσσών και των ντόπιων Λάτσηδων και Βαρδινογιάννηδων. Κάθε άλλη αντιμετώπιση είναι αποτέλεσμα της διείσδυσης των αστικών-εθνικοενωτικών ιδεών μέσα στις γραμμές των απλών λαϊκών ανθρώπων. Διείσδυση υπαρκτή, που όμως υποβοηθείται από την υποχωρητική τάση μεγάλων τμημάτων της πολιτικής Αριστεράς.
Με αίσθηση αυτού του προβλήματος, κάποιοι σύντροφοι και συντρόφισσες επιλέγουν μια άλλη βάση αναφοράς στα κυριαρχικά δικαιώματα: Οφείλουμε, λένε, να υπερασπίσουμε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας κυρίως ως μελλοντική, ως δυνάμει, περιουσία της εργατικής τάξης, όταν αυτή έρθει στην εξουσία. Το επιχείρημα είναι βαθιά προβληματικό. Γιατί θυσιάζει τα πολιτικά καθήκοντα του σήμερα, στο όνομα μελλοντικών κατακτήσεων, που όμως έτσι αναστέλλονται σε μακρινότερο μέλλον. Κυρίως υποτιμά τις βαθιές αλλαγές σε όλες τις έννοιες, συμπεριλαμβανομένων των κυριαρχικών δικαιωμάτων, που θα επιφέρει αναπόφευκτα μια κοινωνική ανατροπή. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η επαναστατική Ρωσία στην εποχή του Λένιν. Οι τότε Μπολσεβίκοι δεν είχαν πρόβλημα να παραιτηθούν οικειοθελώς από «κυριαρχικά δικαιώματα» που η τσαρική Ρωσία θεωρούσε ως αυτονόητα επί αιώνες (δικαίωμα εθνοτήτων στην αυτοδιάθεση μέχρις του αποχωρισμού, εδαφικές υποχωρήσεις στο Μπρεστ Λιτόφσκ προκειμένου να επιτευχθεί η άμεση ειρήνη κλπ) με στόχο να συγκεντρώσουν δυνάμεις για το βασικό καθήκον: την εδραίωση της κυριαρχίας των σοβιέτ. Και γύρω τους, η Κομιντέρν γενίκευε αυτή τη γραμμή σε μια συνολική αντιμετώπιση των εθνικών ανταγωνισμών και των σχετικών συγκρούσεων που παραμένει μια αξεπέραστη πολιτική παράδοση.
Ο μαρξισμός, αλλά και κάθε σοβαρή πολιτική θεωρία, προειδοποιούν ότι αν μια εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση γίνει εφικτή στην Ελλάδα, τότε πιθανότατα θα είναι εφικτή και σε άλλες χώρες στην ευρύτερη περιοχή. Σε τέτοιες συνθήκες η σημερινή συζήτηση για τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν θα έχει καμιά θετική σημασία και οι όροι της αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό θα τίθενται στην ημερήσια διάταξη με τελείως διαφορετικό τρόπο.
Διεθνές Δίκαιο
Μια άλλη ανάλυση του συρμού, οργανωμένη κυρίως για εσωτερική κατανάλωση, λέει ότι «ολοκληρωμένη» η τρέχουσα αντίληψη περί των κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού κράτους προκύπτει, τάχα, αβίαστα και αυτονοήτως από το λεγόμενο Διεθνές Δίκαιο.
Το Διεθνές Δίκαιο αποτελείται από γενικούς κανόνες που επιτρέπουν τη συγκεκριμενοποίηση των αποφάσεων με βάση κυρίως τις κατευθύνσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Παρόλα αυτά, τα δεδικασμένα των Διεθνών Δικαστηρίων σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις, συγκροτούν ένα πλαίσιο αναφοράς που οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν παραβιάζουν εύκολα, λόγω του κινδύνου να βρουν μπροστά τους το δεδικασμένο σε επόμενη -και ίσως πιο επικίνδυνη- περίπτωση. Για παράδειγμα, μια «προβληματική» απόφαση στη Μεσόγειο θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο σκαλοπάτι για διεκδικήσεις στις θάλασσες του Ινδο-Ειρηνικού.
Έτσι η σιγουριά των καθεστωτικών ΜΜΕ και των προπαγανδιστών κάθε είδους για την άμεση σχέση των ελληνικών διεκδικήσεων με το Διεθνές Δίκαιο, σταματά στα όρια των επαγγελματιών διαπραγματευτών του ελληνικού κράτους. Που στη μεγάλη τους πλειοψηφία, προειδοποιούν ότι όταν έρθει η ώρα των αποφάσεων θα προκύψει πολιτικό πρόβλημα γιατί δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν οι μεγάλες προσδοκίες που έχουν επί δεκαετίες καλλιεργηθεί στην κοινή γνώμη της χώρας. Και κάποιοι «άνθρωποι του κράτους» με την εκ της θέσης τους αυτοπεποίθηση, δεν διστάζουν να προκαλέσουν αυτό το ανερμάτιστο «κοινό αίσθημα». Ο διπλωμάτης καριέρας (στην Κύπρο, στην Άγκυρα, στη Σαουδική Αραβία και άλλα «καυτά» πόστα) και διοικητής της ΕΥΠ επί Ολυμπιακών Αγώνων, πρέσβης Π. Αποστολίδης, που ανέλαβε το 2020 την ηγεσία της ομάδας του υπ. Εξ. στις διερευνητικές συνομιλίες με την Τουρκία είχε δηλώσει (στην «Καθημερινή») ότι «υπάρχουν δίκαιες πλευρές» στις θέσεις της Τουρκίας που μετέφερε τότε στην Αθήνα ο Νταβούτογλου, είχε σημειώσει ότι «το θέμα των οριοθετήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο δεν δύναται καν να τεθεί χωρίς την παρουσία της Τουρκίας», και είχε προειδοποιήσει ότι «εάν προχωρήσουμε σε οριοθέτηση του πεδίου, που συμπεριλαμβάνει περιοχές επί των οποίων η Αίγυπτος και η Τουρκία έχουν δικαιώματα, παραμερίζοντας τελείως τα συμφέροντα της Τουρκίας, αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό εκ μέρους της Τουρκίας και δεν θα έχει όποιο νομικό ή έμπρακτο αποτέλεσμα…».
Δεκάδες είναι οι φωνές και τα άρθρα των πραγματικών εμπειρογνωμόνων που δηλώνουν ότι δεν είναι εφικτή, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, καμιά εκδοχή εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αν δεν περιλαμβάνει κάποιας μορφής «συνεννόηση με την Τουρκία». Οι σκληρές κρατικές, οικονομικές και πολιτικές ηγεσίες γνωρίζουν ότι αν στηριχθούν κυρίως στο Διεθνές Δίκαιο τότε «θα παίζουν στα ζάρια» τα κυριαρχικά δικαιώματα, τουλάχιστον με τη μορφή που αυτά παρουσιάζονται στην εσωτερική πολιτική συζήτηση.
Γι’ αυτό, η πραγματική πολιτική του ελληνικού κράτους είναι η προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων δια των μονομερών ενεργειών. Σε αυτό το στόχο συγκλίνουν οι διαρκείς εξοπλισμοί, τα πολεμικά σύμφωνα με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, οι στρατιωτικοί άξονες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Εμιράτα.
Ο κόσμος μας βομβαρδίζεται προπαγανδιστικά με την άποψη ότι η Τουρκία αρνείται το Διεθνές Δίκαιο (και πράγματι το κάνει, όπου τη συμφέρει). Όμως και το ελληνικό κράτος με τη δήλωση του 2014 που συνυπέγραψαν οι Σαμαράς-Βενιζέλος, αρνείται να αναγνωρίσει κάθε αρμοδιότητα και κάθε εξουσία των Διεθνών Δικαστηρίων για αποφάσεις επί θεμάτων όπως το εύρος των χωρικών υδάτων, η σχέση μεταξύ χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου, η εθνική κυριαρχία επί νησίδων ή βράχων που δεν έχει ρυθμιστεί σε προηγούμενες Διεθνείς Συνθήκες και η στρατιωτικοποίηση των νησιών ή το είδος των όπλων που μπορεί να αναπτύσσονται επ’ αυτών. Σε αυτή τη μεγάλη γκάμα θεμάτων το ελληνικό κράτος αφήνει ανοιχτή μία και μόνη οδό: τη μονομερή επιβολή της ελληνικής λύσης ή, αλλιώς, την αναμέτρηση.
Σε αυτή τη βάση, η τουρκική διπλωματία κατηγορεί πλέον την Αθήνα για άρνηση να αναγνωρίσει το Διεθνές Δίκαιο και τους θεσμούς του, ενώ δηλώνει έτοιμη να μεταφερθεί το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ταυτόχρονα ο Ερντογάν κατηγορεί την ελληνική πλευρά ότι «κρύβεται πίσω από τα φουστάνια των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων». Αυτή η τελευταία κατηγορία είναι μάλλον ακριβής, γιατί συνυπολογίζοντας τα γεωγραφικά, πληθυσμιακά και οικονομικά δεδομένα της σύγκρισης μεταξύ των δύο κρατών, εάν έστω και στιγμιαία αδρανοποιηθεί η αμερικανογαλλική και ισραηλινή «ασπίδα προστασίας», η τακτική των μονομερών ενεργειών στους ουρανούς και στη θάλασσα στο Αιγαίο θα έχει σύντομο και άδοξο τέλος.
Η επιδείνωση των διεθνών συνθηκών μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η επιδείνωση όλων των οικονομικών προοπτικών του καπιταλισμού, δείχνει να ενεργοποιεί κάποια αποθέματα ρεαλισμού σε ένα τουλάχιστον τμήμα της κυρίαρχης τάξης. Μαζί με τους εξοπλισμούς και τους πολεμοχαρείς σχεδιασμούς ενεργοποιούνται -για την ώρα υπόγεια- οι διαδικασίες προς μια μορφή «διαλόγου».
Ο πρέσβης Π. Αποστολίδης, σε δηλώσεις του στο «Βήμα» (23/10), αναφέρθηκε σε μια μακρά προεργασία «σύγκλισης» (από την εποχή των μυστικών διαπραγματεύσεων Ροζάκη-Λόνογλου), που συνεχίζεται σήμερα και προβλέπει: αυξημένη επέκταση των χωρικών υδάτων πέριξ των ηπειρωτικών ακτών και μειωμένη πέριξ των νησιωτικών, όπως και συμφωνημένη αύξηση του εθνικού εναέριου χώρου στα νέα όρια των χωρικών υδάτων. Αποδεικνύεται έτσι ότι, πέρα από τη φιλολογία περί διαλόγου σε «ένα και μόνο θέμα» (καθορισμός υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ), φιλολογία που προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση, οι διαπραγματευτές του ελληνικού κράτους «ανοίγονται» (έχοντας ασφαλώς την καθεστωτική εντολή) σε διάλογο για τα πιο «σκληρά» δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας, όπως τα χωρικά ύδατα και ο εθνικός εναέριος χώρος, δηλαδή τα θαλασσινά και εναέρια σύνορα της χώρας. Όπως σωστά υπογραμμίζει ο Π. Αποστολίδης «αυτά αποτελούν απαράβατη προϋπόθεση για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών».
Ακόμα και ο Βενιζέλος -εκ των πρωτεργατών της δήλωσης του 2014- εκπέμπει το μήνυμα ότι «τώρα είναι η ώρα του διαλόγου». Όμως, και μπροστά σε αυτή την προοπτική, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επανάπαυσης και εφησυχασμού. Όχι γιατί όπως μας λέει ο Γ. Μαρίνος «θα ξεπουληθούν» τα κυριαρχικά δικαιώματα. Αλλά αντίστροφα, γιατί όπως δείχνει η ιστορία, οι παραμονές κάθε «τακτοποίησης» στους κρατικούς/εθνικούς ανταγωνισμούς, είναι η πιο επικίνδυνη στιγμή για την ειρήνη. Γιατί τότε προκύπτει συγκεκριμένα το ερώτημα του με τι όρους, με τι κέρδη και απώλειες, θα μπει η κάθε ανταγωνιζόμενη πλευρά στο νέο πλαίσιο ισορροπίας. Και αυτό ενεργοποιεί τους πειρασμούς για διεκδίκησης νίκης δια των όπλων. Η ανάγκη για ανεξάρτητη παρέμβαση της Αριστεράς γίνεται πιο έντονη από ποτέ. Με κέντρα: Την καταγγελία κάθε απόπειρας πολεμικής εκτροπής και την υπεράσπιση της ειρήνης. Την αντίσταση στους εξοπλισμούς και την απαίτηση να διατεθούν όλοι οι διαθέσιμοι πόροι για τις κοινωνικές ανάγκες. Την υποστήριξη της πολιτικής φιλίας/συνεννόησης/αλληλεγγύης με τον τουρκικό λαό εδώ και τώρα. Τη σταθερή επιμονή για ρήξη με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, για να κλείσουν άμεσα οι αμερικανονατοϊκές βάσεις.
Γιατί σε τούτη τη γωνιά του πλανήτη δεν μπορεί να υπάρξει αντιιμπεριαλιστική-αντινατοϊκή πάλη, αν δεν ξεπερνά από αντιπολεμική διεθνιστική σκοπιά, όλη τη διαλεκτική και τη θεματολογία του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.