Η Αριστερά στο σύνολό της έχει χρέος να προετοιμαστεί για την κορύφωση της ταξικής αναμέτρησης ύστερα από την, πολύ πιθανή πλέον, πτώση της μνημονιακής κυβέρνησης και εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.

Ποια είναι η «κόκκινη κλωστή» που συνδέει τα γεγονότα που ζήσαμε από το Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα (δολοφονία Παύλου Φύσσα και ό,τι ακολούθησε με την «εξάρθρωση» της Χρυσής Αυγής, την ψήφιση της τροπολογίας για την αναστολή χρηματοδότησης στη Βουλή και την εκτέλεση των δύο μελών της περιφρούρησης της Χρυσής Αυγής στο Ν. Ηράκλειο, αλλά και απεργία καθηγητών, διοικητικών υπαλλήλων στο ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ, μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις που δεν καταλήγουν με την τρόικα, «ξόρκισμα» των οριζόντιων μέτρων, παραλογισμός με το φόρο στα ακίνητα κ.λπ. κ.λπ.); Ότι αποτελούν «επεισόδια» της προπαρασκευαστικής περιόδου για τις κορυφώσεις του αγώνα για την εξουσία που βρίσκονται μπροστά μας! Υπ’ αυτή τη γενική «ερμηνευτική αρχή», τα διάφορα κομμάτια του παζλ αποκτούν τη σημασία τους και μπαίνουν στη «σωστή θέση». Διαφορετικά, αν τα εξετάσουμε αποκομμένα από αυτό που τα συνέχει, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε τη σημασία ούτε το νόημά τους. Όταν μιλάμε για «εξουσία» και όχι «κυβέρνηση», ακριβολογούμε: όποιος φαντάζεται μια «διακυβέρνηση» της Αριστεράς που θα μείνει στο ήρεμο πλαίσιο μιας κυβερνητικής διαχείρισης (ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της), ζει σε αυταπάτες, απ’ αυτές που τελειώνουν με έναν πραγματικό εφιάλτη!

Από την υπογραφή ήδη του πρώτου μνημονίου, το κίνημα αντίστασης και η Αριστερά αναζήτησαν διεθνή πρότυπα στον αγώνα που διεξήγαγαν ενάντια στα μνημόνια: στην αρχή ήταν η «Ταχρίρ», δηλαδή μια πολιτική ανατροπή με τη μορφή εξέγερσης από τα κάτω κατά τα πρότυπα της Αραβικής Άνοιξης. Παρότι είχαμε εξεγερσιακές όψεις και μεγάλες «στιγμές» στο δρόμο (5 Μάη 2010, 28-29 Ιούνη 2011, 19-20 Οκτώβρη 2011, 12 Φλεβάρη 2012), τελικά το πρότυπο «Ταχρίρ» δεν επαληθεύτηκε. Ο πρώτος κύκλος της ταξικής αναμέτρησης στη μνημονιακή εποχή (Μάης 2010 - Φλεβάρης 2012) έκλεισε και ένας νέος κύκλος άνοιξε: κυβέρνηση της Αριστεράς. Το υπόβαθρο είναι κοινό: η συνείδηση ότι χωρίς πολιτική ανατροπή δεν πρόκειται να σταματήσουμε τη «μηχανή» τρων μνημονίων, δηλαδή η ωρίμανση της συνείδησης της μαζικής κοινωνικής πρωτοπορίας των αγώνων.

Οι διπλές εκλογές του Μάη - Ιούνη 2012 αποτέλεσαν την «επίσημη» εισαγωγή στη νέα φάση της ταξικής αναμέτρησης: η προοπτική μιας κυβερνητικής ανατροπής με τον κοινοβουλευτικό δρόμο και κάτω από την πίεση του κινήματος και της κοινωνίας έγινε ρεαλιστική προοπτική, προσανατολίζοντας τις διαθέσεις τις μαζικής κοινωνικής πρωτοπορίας των αντιστάσεων. Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα σε ενάμιση μήνα, σε αξιωματική αντιπολίτευση και παραλίγο σε πρώτο κόμμα και το κέρδισμα της μαζικής εκλογικής-πολιτικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων δεν πρέπει να κατανοηθεί κοντόθωρα σαν ένα «εκλογικό γεγονός», αλλά σαν επεισόδιο της ταξικής πάλης, που σηματοδότησε το πέρασμα σε μια νέα φάση της ταξικής αναμέτρησης.

Ύστερα από αυτό, η Αριστερά εκτός ΣΥΡΙΖΑ στην πλειονότητά της συνέχισε να βλέπει τη νέα φάση της ταξικής αναμέτρησης υπό το πρίσμα της «Ταχρίρ» (ανατροπή στο δρόμο με το όπλο της γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας), ενώ στην ηγεσία -και όχι μόνο- του ΣΥΡΙΖΑ κυριάρχησε σταδιακά η αυταπάτη της «ομαλής» μετάβασης σε μια «μεταμνημονιακή αριστερή διακυβέρνηση». Τα συμμετρικά αυτά λάθη κινδυνεύουν να βγάλουν εκτός ορίζοντα της Αριστεράς το βασικό καθήκον: πώς θα συνδυάσουμε την «Ταχρίρ» με την «κυβέρνηση της Αριστεράς», και αντίστροφα, με πλήρη συνείδηση ότι έχουν γίνει οι αδιάσπαστες πλευρές ενός σχεδίου ανατροπής.

Το successstory

Με την υπογραφή για την εκταμίευση της «σούπερ δόσης» το Δεκέμβρη του 2012, ο ελληνικός καπιταλισμός αναθάρρησε, καθώς για πρώτη φορά ύστερα από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου είχε ένα «σενάριο εργασίας» που έδινε ελπίδες για την αντιμετώπιση της κρίσης του. Ταυτόχρονα, η Ευρωζώνη, επιλέγοντας να μην αποβάλει την Ελλάδα, δημιουργούσε μια «υγειονομική ζώνη» για να ελέγξει τον κίνδυνο μετάδοσης της ελληνικής κρίσης στην Ευρωζώνη. Ύστερα από το πρώτο «κούρεμα» του χρέους επί υπουργίας Βενιζέλου (PSI), την επαναγορά χρέους στα τέλη του 2012 και το νέο δάνειο (που συνοδεύτηκε από το δεύτερο χρηματοδοτικό πρόγραμμα και το δεύτερο μνημόνιο), απέμειναν στις αγορές περίπου 30 δισ. ελληνικά ομόλογα, από το σύνολο των 320 δισ. ευρώ που είναι σήμερα το ελληνικό κρατικό χρέος. Άρα, ο μηχανισμός μετάδοσης της ελληνικής κρίσης μέσω των αγορών «ασφαλίστηκε», καθώς το ελληνικό κρατικό χρέος οφείλεται πλέον στον «επίσημο τομέα»: στα κράτη-δανειστές, στο ΔΝΤ, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στις άλλες κεντρικές τράπεζες. Επιπλέον, με τα 50 δισ. ευρώ που διατέθηκαν για να κλείσουν οι κεφαλαιακές «τρύπες» των ελληνικών τραπεζών, ταυτόχρονα με το όργιο της «εξυγίανσής» τους (χωρισμός σε badbankκαι goodbankκαι ανάληψη από το Δημόσιο του προβληματικού χαρτοφυλακίου των badbanks) και της απορρόφησης με χρηματοδότηση από την Κύπρο (!) των υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα, «ασφαλίστηκε» επίσης σε σημαντικό βαθμό ο κίνδυνος μετάδοσης της ελληνικής κρίσης μέσω των τραπεζών και σταθεροποιήθηκε σχετικά ο ελληνικός τραπεζικός τομέας. Τέλος, η υποχώρηση της ύφεσης το 2013 (4%, από 6,4% το 2012), η απομάκρυνση του κινδύνου εξόδου από το ευρώ, οι τοποθετήσεις κάποιων hedgefunds, η χρηματιστηριακή άνοδος και η προοπτική «κουρέματος» του ελληνικού κρατικού χρέους, αναθέρμαναν τις ελπίδες ότι ο ελληνικός καπιταλισμός «πιάνει πάτο» και αρχίζει μια ανάκαμψη – έστω και του τρόμου.

…και η κατάρρευσή του

Όμως μια ανάκαμψη του τρόμου δεν είναι από μόνη της επαρκής για να αλλάξει σελίδα ο ελληνικός καπιταλισμός. Χρειάζεται πολλά περισσότερα για να πάρει «βαθιά ανάσα». Αν το κυβερνητικό successstoryήταν η προσπάθεια να προεξοφληθούν οι ελπίδες του ελληνικού καπιταλισμού για σταθεροποίηση και σταδιακή έξοδο από την κρίση του, η κατάρρευσή του ήταν η διάψευση αυτών των ελπίδων επειδή δεν συγκεντρώνονται οι πιο ουσιαστικές προϋποθέσεις για έξοδο από την κρίση του. Γι’ αυτό, η κατάρρευση του successstoryδεν είναι απλώς ένα πολιτικο-επικοινωνιακό γεγονός, αλλά μια δομική υποτροπή της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού.

Τα δομικά προβλήματα της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, που παρά όσα έγιναν στα τρία χρόνια του μνημονίου δεν ξεπερνιούνται, είναι τρία και είναι αλληλένδετα με τον πιο βαθύ και αποφασιστικό τρόπο:

1.Ότι το πρόβλημα του χρέους είναι εκτός ελέγχου και οδηγεί -σε όλα τα σενάρια- σε μακρόχρονο διεθνή οικονομικό έλεγχο, παγιώνοντας τις σκληρές πολιτικές λιτότητας και την κατάσταση οικονομικής καχεξίας (είτε με ύφεση είτε σε 2-3 χρόνια με αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης).

2.Με αυτούς τους όρους, η τρομακτική ανεργία δεν μπορεί να απορροφηθεί, ούτε οι απώλειες στο ΑΕΠ να αναπληρωθούν στο προβλεπτό χρονικό διάστημα.

3.Με δεδομένα τα δύο προηγούμενα, το πρόβλημα της κρίσης του πολιτικού συστήματος και της κρίσης ηγεμονίας της αστικής τάξης δεν μπορεί να λυθεί. Και χωρίς να λυθεί αυτό το πρόβλημα, οι όποιες οικονομικές προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση δεν επαρκούν για να ευοδωθεί το successstory.

Έτσι καταλήγουμε στο κεντρικό, κρίσιμης σημασίας συμπέρασμα: όρος για να ξεπεράσει ο ελληνικός καπιταλισμός την κρίση του είναι να χάσει καθαρά η Αριστερά στον αγώνα για την εξουσία. Αλλά για να συμβεί αυτό, ο αγώνας για την εξουσία πρέπει να κορυφωθεί και να κριθεί με αδιαμφισβήτητο τρόπο. Αυτό είναι το περιεχόμενο του στοιχήματος «κυβέρνηση της Αριστεράς», τόσο «υπαρξιακού» χαρακτήρα είναι η έκβαση αυτού του στοιχήματος τόσο για την αστική τάξη και το σύστημα όσο και για το κίνημα και την Αριστερά στο σύνολό της! Ότι δεν υπάρχει successstory, σημαίνει ότι δεν υπάρχει έξοδος του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση του χωρίς κορύφωση του αγώνα για την εξουσία, ώστε να κριθεί καθαρά ο νικητής!

Στην «τελική ευθεία»

Η σημασία όλων των προηγούμενων γίνεται καλύτερα αντιληπτή υπό το φως των τωρινών και των προδιαγραφόμενων για τους επόμενους μήνες εξελίξεων:

·         Το ζήτημα της νέας χρηματοδοτικής σύμβασης και πολύ περισσότερο το ζήτημα της νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους μετατίθεται για το διάστημα ύστερα από τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές στα τέλη της άνοιξης (για το καλοκαίρι ή και το φθινόπωρο του 2014).

·         Οι συζητήσεις με την τρόικα για το υπόλοιπο της δόσης του τρίτου τριμήνου του 2013 (1 δισ. ευρώ) καρκινοβατούν, ενώ απομένουν δύο δανειακές δόσεις του ΔΝΤ και μία της ευρωπαϊκής πλευράς για να κλείσει το 2013. Οι δανειστές ζητούν τα γνωστά (κλείσιμο αμυντικών βιομηχανιών, 2.500 + 12.500 «καθαρές» αποχωρήσεις (δηλαδή απολύσεις) δημοσίων υπαλλήλων, απελευθέρωση πλειστηριασμών, νέος φόρος για τα ακίνητα κ.λπ.

·         Το ΔΝΤ έχει διαμηνύσει ότι χωρίς νέο χρηματοδοτικό «πακέτο» δεν πρόκειται να εκταμιεύσει καμία δανειακή δόση από δω και πέρα. Αλλά και ότι χωρίς «κούρεμα» του χρέους δεν μπορεί να μπει σε ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα για την Ελλάδα. Από πολλές πλευρές προαναγγέλλεται η σταδιακή αποχώρηση του ΔΝΤ από τα ευρωπαϊκά «προγράμματα προσαρμογής», αρχίζοντας από το ελληνικό. Κάτι τέτοιο ούτε «ομαλά» θα γίνει ούτε χωρίς συνέπειες θα είναι.

·         Όταν «με το καλό» έρθει η ώρα του νέου χρηματοδοτικού προγράμματος και κυρίως της νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού κρατικού χρέους, θα έρθει η ώρα και του τρίτου μνημονίου, στο οποίο το βασικό «μενού» θα είναι οι νέες βαριές εγγυήσεις-εξασφαλίσεις που θα ζητήσουν οι δανειστές. Τι ακούγεται; Υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας, υποθήκευση μελλοντικών εσόδων από το φυσικό αέριο, «κούρεμα» καταθέσεων για διαγραφή ενός τμήματος του χρέους («κούρεμα με έξοδα του πελάτη»…).

·         Στο μεταξύ, ο προϋπολογισμός του 2014 κατατέθηκε χωρίς τη συμφωνία της τρόικας, και το ζήτημα του περιβόητου δημοσιονομικού κενού για το 2014 (δηλαδή τα επιπλέον νέα μέτρα) παραπέμφθηκε για το Φλεβάρη - Μάρτη, με το συμπληρωματικό προϋπολογισμό και το νέο Μεσοπρόθεσμο 2014-2017.

·         Η κυβέρνηση προβλέπει ότι το 2014 θα είναι η πρώτη χρονιά ανάπτυξης (κατά 0,6%) ύστερα από 6 συναπτά έτη ύφεσης και μείωσης της ανεργίας στο 26%. Όμως ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι το 2014 θα είναι το 7ο συνεχόμενο έτος ύφεσης (0,4%), ενώ το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Μέρκελ εκτιμά ότι η ύφεση θα είναι 1,3% και η ανεργία θα αυξηθεί στο 28,3%. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το πρόβλημα του αρνητικού αποπληθωριστή (αποπληθωρισμού) του ΑΕΠ, που οι οικονομολόγοι της κ. Μέρκελ υπολογίζουν σε -1,2%. Αν αυτές οι εκτιμήσεις επαληθευτούν, τότε το ΑΕΠ θα μειωθεί το 2014 κατά 2,5% και το χρέος θα ξεπεράσει το 179%.

Συμπέρασμα: η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου θα πάει στις ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές εκλογές όχι μόνο χωρίς «δώρα» αλλά και «τσαλακωμένη» ακόμη περισσότερο από τα νέα επαχθή μέτρα που θα πάρει, τώρα και την άνοιξη, με τους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες να μην ανακάμπτουν και με την ανεργία, τη φοροληστεία και τις κατασχέσεις να δημιουργούν εκρηκτικές καταστάσεις δυσαρέσκειας και οργής, απειλώντας και τη ΝΔ με τη «μοίρα» του ΠΑΣΟΚ.

Ο «μεταμνημονιακός»

διεθνής οικονομικός έλεγχος

Στο μεταξύ (και να ένας λόγος να μη βιάζονται), οι ηγέτες της Ευρωζώνης ετοιμάζουν την πανευρωπαϊκή «μετα-μνημονιακή» λιτότητα, μέσω του νέου Δημοσιονομικού Συμφώνου, της ευρωπαϊκής «οικονομικής διακυβέρνησης», του νέου πλαισίου λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και του ευρωπαϊκού πλαισίου για την «τραπεζική εποπτεία» και την «τραπεζική εκκαθάριση». Είναι οι τέσσερις πυλώνες της μετα-μνημονιακής πανευρωπαϊκής λιτότητας διαρκείας. Εξάλλου, ο «θεσμός» της τρόικας και τα μνημόνια έχουν φθαρεί και έχουν γίνει εξαιρετικά αντιδημοφιλή, σε σημείο το Ευρωκοινοβούλιο να ξεκινά διαδικασίες έρευνας για τα «πεπραγμένα» της τρόικας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, της οποίας το πόρισμα θα δημοσιοποιηθεί το Μάιο, λίγο πριν τις ευρωεκλογές - το «υπό κατασκευήν» νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο της μεταμνημονιακής λιτότητας χρειάζεται και μια πράξη «εξαγνισμού» από τα έργα και ημέρες της τρόικας…

Ας κρατήσουμε όμως ότι το νέο αυτό πλαίσιο με τους τρεις του πυλώνες για την Ελλάδα σημαίνει διεθνή οικονομικό έλεγχο και σκληρή επιτήρηση για… μερικές δεκαετίες, αφού προβλέπει:

1.Τη μείωση του ετήσιου διαρθρωτικού ελλείμματος των χωρών-μελών στο 0,5% του ΑΕΠ (διαφορετικά, η χώρα απειλείται με περικοπή ευρωπαϊκών κονδυλίων, πρόστιμα και παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο!), τη μείωση κάθε χρόνο κατά 5% του χρέους κάθε χώρας που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ (κριτήριο της συνθήκης του Μάαστριχτ για το χρέος) και τον έλεγχο από την Κομισιόν του προϋπολογισμού της χώρας πριν κατατεθεί στο εθνικό Κοινοβούλιο.

2.Οι χώρες που βγαίνουν από το πρόγραμμα προσαρμογής, παραμένουν υπό ευρωπαϊκό οικονομικό έλεγχο μέχρι να αποπληρώσουν το 75% του χρέους τους προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προς τον EFSF, τον ESMκαι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Δεδομένης και της σχεδιαζόμενης νέας «μετακύλισης» του ελληνικού χρέους, που θα μεταθέσει το χρονικό όριο της αποπληρωμής του μέχρι και σε 50 χρόνια, το 75% του χρέους προς τον «επίσημο τομέα» δεν πρόκειται να έχει αποπληρωθεί πριν το 2040! Άρα ο διεθνής οικονομικός έλεγχος θα συνεχιστεί μέχρι τότε!

3.Το νέο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, που στηρίζεται σε ένα μηχανισμό εκκαθάρισης προβληματικών τραπεζών, εγκαθιστά και επίσημα ένα μηχανισμό «κουρέματος» των καταθέσεων α λα Κύπρος. Θα είναι έτοιμο έως τα τέλη του 2014 και θα λειτουργήσει πλήρως από τις αρχές του 2015.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν τώρα γιατί οι συνομιλητές του κ. Σαμαρά, στο «επιχείρημα» ότι αν τον στριμώξουν με νέα μέτρα «θα έρθει ο Τσίπρας», του απαντούν: Εμείς μιλάμε με κράτη και όχι με κόμματα… Εκτός από τα δεσμά του μνημονίου, υπάρχουν και τα δεσμά της Ευρωζώνης. Και όποιος θέλει, ας κοπιάσει… Αυτό το δρακόντειο πλέγμα της ευρωπαϊκής «μεταμνημονιακής» λιτότητας κάνει τη σύγκρουση με την Ευρωζώνη αναπόφευκτη συνέπεια μιας πολιτικής ανατροπής και κατάργησης των πολιτικών λιτότητας σε οποιαδήποτε χώρα-μέλος.

«Τελική ευθεία»: η πολιτική κρίση

Ο ελληνικός καπιταλισμός προχωρεί το ταξίδι του μέσα από τους υφάλους μιας κρίσης η οποία δεν μπορεί ακόμη να ελεγχθεί, όντας πολιτικά σε οριακή κατάσταση. Στο πλαίσιο της κρίσης ηγεμονίας της αστικής τάξης, η πορεία καταστροφής των μνημονιακών πολιτικών της εφεδρειών συνεχίζεται ακάθεκτη. Με αυτό το δεδομένο, το αμετάθετο όριο των ευρωεκλογών (και δευτερευόντως των αυτοδιοικητικών εκλογών) είναι ένα πολιτικό όριο με τεράστια σημασία. Αν στις ευρωεκλογές, όπως είναι πολύ πιθανόν, η ΔΗΜΑΡ καταρρεύσει οριστικά, το ΠΑΣΟΚ πάρει ένα εθνικό ποσοστό γύρω ή κάτω από το 6%, ο ΣΥΡΙΖΑ βγει πολύ μπροστά από τη ΝΔ και η Χρυσή Αυγή αποδείξει με ποσοστό-έκπληξη πάνω από 10% ότι παραμένει στο παιχνίδι και τρίτο κόμμα, τότε πώς θα συνεχιστεί η δικομματική μνημονιακή κυβέρνηση; Κι ύστερα, το Μάρτη του 2015, έρχεται και άλλο αμετάθετο όριο: η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, που πιθανότατα θα προκαλέσει εθνικές εκλογές – εκτός αν μέχρι τότε η Αριστερά έχει βγει εκτός παιχνιδιού.

Η εξάντληση των καθαρά μνημονιακών εφεδρειών της αστικής τάξης, η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, οι φόβοι για «ξεφούσκωμα» και της ΝΔ, αλλά και η ραγδαία δημοσκοπική ανάκαμψη της Χρυσής Αυγής, αναγκάζουν εγχώρια και διεθνή μνημονιακά κέντρα να απεργάζονται σχέδια νέας κυβέρνησης με επάνοδο σε αυτήν της ΔΗΜΑΡ και συμμετοχή των ΑΝΕΛ, αλλά αυτά τα σχέδια δεν «περπατάνε»…

Με αυτά τα δεδομένα και έχοντας μπροστά τόσους «υφάλους», το ενδεχόμενο να μην αντέξει η τελευταία κυβέρνηση από καθαρά μνημονιακές εφεδρείες της αστικής τάξης είναι πολύ πιθανό. Και τότε, θα πάμε σε μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ – ή σε ανοιχτό βοναπαρτισμό και σε ημιδικτατορικού τύπου κυβέρνηση, η οποία όμως θα είναι μεγάλο ρίσκο για την αστική τάξη.

Όλα τα σημάδια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οδηγούμαστε σε μια «τελική ευθεία» πολιτικών διεργασιών και εξελίξεων με ανοιχτό το ενδεχόμενο πτώσης της μνημονιακής κυβέρνησης και εκλογικής νίκης της Αριστεράς.

Περίοδος γενικής προπαρασκευής

Υπό το φως όσων είπαμε παραπάνω, μπορούμε τώρα να απαντήσουμε στο ερώτημα με το οποίο ξεκινά αυτό το άρθρο. Το κόκκινο νήμα που συνδέει τα γεγονότα του τελευταίου διαστήματος είναι το εξής: αποτελούν «επεισόδια» της προπαρασκευαστικής περιόδου πριν την κορύφωση ή τις κορυφώσεις του αγώνα για την εξουσία.

Η ραγδαία ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής την προηγούμενη τριετία στηρίχτηκε στο κοινωνικό υπόβαθρο της εξαθλίωσης, της καταστροφής μικρομεσαίων στρωμάτων και της «αντεπαναστατικής απελπισίας», αλλά αυτός ο παράγοντας από μόνος του δεν θα αρκούσε. Αν δεν είχε ανοίξει η αυλαία του αγώνα για την εξουσία, αν η Αριστερά δεν ήταν κίνδυνος σε αυτή τη διαδικασία, αν δεν υπήρχε ο κίνδυνος από τα αριστερά, τότε η Χρυσή Αυγή δεν θα ευνοούνταν τόσο σκανδαλωδώς από τμήματα του συστήματος και δεν θα γνώριζε τέτοια ανάπτυξη. Και ήταν επειδή (βασισμένη στην ύπαρξη των δύο θεμελιωδών προϋποθέσεων) η Χρυσή Αυγή αναπτύχθηκε τόσο πολύ ώστε θέλησε να διεκδικήσει την ηγεμονία στο αστικό μπλοκ και να επιβάλει συνθήκες πρόωρης θερμής αναμέτρησης με την Αριστερά, που συνέβη ό,τι συνέβη το Σεπτέμβριο: αρχικά η πρόωρη επίθεση της Χρυσής Αυγής και στη συνέχεια η επιχείρηση «εξάρθρωσής» της.

Ο αγώνας των καθηγητών ήταν πάλι ένα τέτοιο επεισόδιο, με την έννοια ότι έχει γίνει κοινή συνείδηση πως κανένας αγώνας δεν μπορεί να νικήσει αν δεν ανατρέψει την κυβέρνηση. Κάθε σημαντικός αγώνας, ή θα οργανωθεί με τέτοιους όρους, στη βάση αυτής της συνειδητοποίησης, ή θα ηττηθεί. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της ταξικής σύγκρουσης μετά τον Ιούνη του 2012: η σύγκρουση δεν δίνεται πλέον με τις κεντρικές, «συγκεντρωτικές» μάχες (γενική απεργία, μαζική πορεία), αλλά με μαχητικούς κλαδικούς αγώνες γύρω από τους οποίους διεξάγεται μια συνολική κοινωνική, ιδεολογική και πολιτική αναμέτρηση.

Τέλος, η φαρσοκωμωδία με την τρόικα, τα «όχι νέα οριζόντια μέτρα» του Στουρνάρα και του Σαμαρά, το ότι η τρόικα «δεν βιάζεται» και παραπέμπει όλα τα σημαντικά θέματα και κυρίως το μείζον θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους για μετά τις ευρωεκλογές, δεν είναι άμοιρο της οριακής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η μνημονιακή κυβέρνηση σε συνδυασμό με το μεγάλο πολιτικό τεστ των ευρωεκλογών. Οι τροϊκανοί θέλουν να ξέρουν «με ποιον υπογράφουν» και ποιος θα είναι ο συνομιλητής τους αύριο.

Ποιος δεν «τραβάει»; Ο κόσμος ή η Αριστερά;

Βεβαίως η κυβέρνηση δεν θα πέσει μόνη της σαν ώριμο φρούτο – όπως ο καπιταλισμός, γενικότερα, δεν πέφτει μόνος του. Αλλά επειδή συχνά διεκτραγωδούμε τα προβλήματα του δικού μας ταξικού στρατοπέδου, ας κοιτάξουμε λίγο και την κατάσταση του αντιπάλου: έχει τουλάχιστον όσα προβλήματα έχουμε κι εμείς αν όχι περισσότερα!

Ασφαλώς για την πτώση του, χρειάζεται «σπρώξιμο». Το ερώτημα όμως είναι: υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να δοθεί αυτή η τελική ώθηση προς την ανατροπή; Το ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: υπάρχουν οι αγωνιστικές διαθέσεις και οι κινηματικές εφεδρείες στην κοινωνία που μπορούν να στηρίξουν ένα σχέδιο πολιτικής ανατροπής; Εμείς λέμε ναι! Και προσθέτουμε ότι στα τρία αυτά χρόνια της ταξικής αναμέτρησης οι διαθέσεις του κόσμου ήταν μπροστά από την Αριστερά. Δεν ήταν ο κόσμος που δεν «τράβαγε» ή δεν «τραβάει», αλλά η Αριστερά! Ο κόσμος δεν μάχεται έτσι γενικά ούτε εξατομικευμένα, αλλά με τα εργαλεία του τα συνδικαλιστικά και πολιτικά, μέσα από τις συνδικαλιστικές και πολιτικές του οργανώσεις. Τις οποίες οικοδομεί σε διάρκεια δεκαετιών και δεν μπορεί να τις αλλάξει σε λίγους μήνες ή σε τρία χρόνια!

Ασφαλώς το κίνημα και οι κοινωνικές του οργανώσεις έχουν πολλά προβλήματα. Το ζήτημα είναι αν αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να δώσουμε τον αγώνα για την εξουσία, να έχουμε ένα σχέδιο πολιτικής ανατροπής που θα λειτουργήσει σαν «θρυαλλίδα» στον αγώνα για την εξουσία, και άρα ότι πρέπει να περιοριστούμε σε ένα σχέδιο «ανάσχεσης της επίθεσης», ένα είδος κοινωνικής-ταξικής διαπραγμάτευσης σε μια εποχή που το πλαίσιο της κοινωνικής διαπραγμάτευσης έχει καταρρεύσει.

Αν πάντως ο κόσμος «δεν τραβάει» ή «δεν τραβάει τόσο» ώστε η Αριστερά να κάνει κάτι περισσότερο από όσα κάνει, τότε υπάρχουν μερικά αμείλικτα ερωτήματα:

Προς του οπαδούς της στρατηγικής «Ταχρίρ»:πώς γίνεται μια εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ να σημαίνει ένα «μονόπρακτο» διαχείρισης του συστήματος στη διάρκεια του οποίου ο κόσμος θα μείνει παθητικός και όλα θα κριθούν από τα (διαχειριστικά) σχέδια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα είναι έτοιμος για εξέγερση, ρήξη με την Ευρωζώνη και το διεθνές σύστημα κ.λπ.;

Προς τους οπαδούς της «ομαλής» κυβερνητικής αλλαγής:αν ο κόσμος δεν «τραβάει», τότε ποιος θα επιβάλει στο σύστημα να αποδεχτεί «ομαλά», δηλαδή χωρίς καν να αντισταθεί, χωρίς σύγκρουση μέχρις εσχάτων, μια ανατροπή της λιτότητας;

Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι κοινή: Αυτό που θα συμβεί την «επόμενη μέρα» μιας εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι η κλιμάκωση της πολιτικής κρίσης, η κλιμάκωση της ταξικής πάλης, η είσοδος του κόσμου στο προσκήνιο, το άνοιγμα μιας περιόδου ταξικής αναμέτρησης με ανοιχτή την έκβαση, στην οποία ο αγώνας για την εξουσία θα κλιμακωθεί και θα κριθεί – και αυτό ανεξάρτητα από το τι σχεδιάζει ή τι θα πράξει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ!

Το να προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό, είναι πράξη ευθύνης απέναντι στην εργατική τάξη και τον κόσμο της Αριστεράς!

Το σίγουρο είναι ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν θα εμποδιστεί από την υποτιθέμενη «ανετοιμότητα του κόσμου». Ο κόσμος «τραβάει αρκετά» ώστε η Αριστερά, αν η ίδια σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να δώσει τη μάχη για την ανατροπή.

Πού βαδίζουμε; «Ιταλία»,

«Χιλή» ή «Βενεζουέλα»;

Τίποτε, ποτέ και πουθενά δεν είναι ίδιο με ιστορικά γεγονότα που έχουν προηγηθεί, αλλά καμιά φορά οι αναλογίες έχουν τη σημασία τους. Μπορεί λοιπόν να είναι χρήσιμη η εξής πολιτική άσκηση για το σχέδιο της επόμενης μέρας μιας πολιτικής ανατροπής. Μια τέτοια «επόμενη μέρα» θα μοιάζει με την εμπειρία της Ιταλίας (είτε του Μπερλίγκουερ είτε του Μπερτινότι), της Χιλής του Αλιέντε ή της Βενεζουέλας του Τσάβες;

Όσοι πιστεύουν ότι μια εκλογική νίκη και κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα δεν θα είναι ένα γνήσιο «επεισόδιο» της ταξικής πάλης και δεν θα ανοίξει μια νέα φάση κλιμάκωσης του αγώνα για την εξουσία, πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση θα είναι κάτι ανάλογο με τον Μπερτινότι ή τον Μπερλίγκουερ: ένα απλό «επεισόδιο» αριστερής διαχείρισης του συστήματος χωρίς καμία θετική δυνατότητα και με αποκλειστικά αρνητικές προοπτικές.

Όσοι, από την άλλη, πιστεύουν στο πρότυπο Τσάβες, δηλαδή σε μια μακρόχρονη αριστερή «διακυβέρνηση» σε συνθήκες ταξικής ισορροπίας που επιτρέπουν μια αριστερή πολιτική αλλά όχι την κλιμάκωσή της σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, εθελοτυφλούν μπροστά στις τεράστιες διαφορές με τη Βενεζουέλα: τη συμμετοχή της Ελλάδας σε μια ζώνη «ολοκλήρωσης» του αναπτυγμένου καπιταλισμού με κοινό νόμισμα και δρακόντειο πλαίσιο δεσμεύσεων, τη βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού που δεν επιτρέπει στην ελληνική αστική τάξη να ανεχτεί οποιαδήποτε αριστερή πολιτική (δεν μπόρεσε να «χωνέψει» τον Κουβέλη και θα ανεχτεί ένα «Τσάβες»;), την ανυπαρξία ενός σημαντικού πόρου όπως το πετρέλαιο και κυρίως τα ερείσματα μέσα στο στρατό (ο Τσάβες ανατράπηκε με δεξιό πραξικόπημα αλλά επανεγκαθιδρύθηκε με «αριστερό» πραξικόπημα).

Το λάθος όσων πιστεύουν στο «υπόδειγμα Ιταλία» είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται πως εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα ενεργοποιήσει εξελίξεις στην ταξική πάλη που θα ξεπερνούν τους όποιους σχεδιασμούς (είτε κανείς συμφωνεί είτε διαφωνεί με αυτούς) της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, που θα υπερβαίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο σύνολό του, από την έκβαση των οποίων θα κριθεί η μοίρα του κινήματος και της Αριστεράς για πάρα πολλά χρόνια.

Το λάθος όσων πιστεύουν στο «υπόδειγμα Τσάβες» είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται πως η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσει σε κλιμάκωση της ταξικής πάλης, ότι δεν θα υπάρξει κανενός είδους ταξική ισορροπία και μάλιστα μακρόχρονη και ότι όλα θα κριθούν πολύ σύντομα όχι σε μια μεσομακροπρόθεσμη αριστερή διαχείριση αλλά σε μια βραχυμεσοπρόθεσμη σύγκρουση μέχρις εσχάτων πάνω στις θεμελιώδεις επιλογές (μνημόνιο, χρέος, σχέση με Ευρωζώνη).

Με λίγα λόγια, από τα τρία «υποδείγματα», το πιο κοντινό μας είναι η Χιλή του 1973. Και θυμίζουμε ότι τότε, ο Αλιέντε ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία αφού πρώτα υπόγραψε (στην κυριολεξία) δεσμεύσεις ότι δεν θα θίξει την ατομική ιδιοκτησία, την Εκκλησία, τις δομές της παιδείας κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, ο σχηματισμός της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας οδήγησε σε μια «κολασμένη» τριετία ταξικής σύγκρουσης μέχρις εσχάτων, που κατέληξε με το πραξικόπημα του Πινοσέτ, αλλά αφού είχαν δοθεί στην Αριστερά πολλές ευκαιρίες για τη νίκη.

Από αυτή την άποψη, οι διαβεβαιώσεις του Αλέξη Τσίπρα στο Όστιν του Τέξας ότι δεν θα αμφισβητήσουμε το «στάτους» της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, από τη μια είναι το υπόδειγμα του τρόπου με τον οποίο δεν πρέπει να πάμε σε αυτή την αναμέτρηση, από την άλλη όμως μπορεί να αποδειχτεί ότι έχουν τόση σημασία για το σκηνικό που θα στηθεί την «επόμενη μέρα» όση η υπογραφή του Αλιέντε κάτω από τις δεσμεύσεις του προς τους Χιλιανούς καπιταλιστές…

Τελειώνοντας, θα το ξαναπούμε: η «επόμενη μέρα» της πτώσης της μνημονιακής κυβέρνησης ή μιας εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ θα σηματοδοτήσει μια περίοδο κορύφωσης του αγώνα για την εξουσία. Η Αριστερά μέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα αυτή που εμπνέεται από τις κατευθύνσεις του ενιαίου μετώπου και του μεταβατικού σχεδίου, έχει χρέος να προετοιμαστεί γι’ αυτό. Ένα τέτοιο μεταβατικό σχέδιο για την ανατροπή οφείλει να ενσωματώνει την «κυβέρνηση της Αριστεράς» και την «Ταχρίρ», στην αλληλοσυσχέτισή τους με τον εξής τρόπο: η «κυβέρνηση της Αριστεράς» θα πρέπει να αξιοποιηθεί σαν θρυαλλίδα πολιτικής αποσταθεροποίησης του αστικού-μνημονιακού πολιτικού συστήματος ώστε η «Ταχρίρ» ή, για να μιλήσουμε με ένα δικό μας παράδειγμα, «το Πολυτεχνείο», να πάρει τη σκυτάλη για την τελική νίκη…

Ετικέτες