Η εμπειρία της ήττας του κόμματος του Λούλα στη Βραζιλία δεν θα έπρεπε να αφήνει τον Τσίπρα και τους φίλους του να κοιμούνται.

Η υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας του κεφαλαίου από ένα κόμμα που ονομαζόταν Εργατικό, η «κρατικοποίηση» ενός ολόκληρου στρώματος ακτιβιστών που είχαν ζήσει την προηγούμενη ζωή τους ως ριζοσπάστες αριστεροί, η ανάληψη όλων των «εθνικών- πατριωτικών» στόχων από μια κυβέρνηση της, τάχα, Αριστεράς, δεν είχε ως αποτέλεσμα το να ξεδοντιαστεί ο «δεξιός κίνδυνος». Είχε ως αποτέλεσμα να θρέψει ένα δεξιόστροφο ρεύμα που, πατώντας πάνω στη μαζική κοινωνική απελπισία και την απογοήτευση από την Αριστερά, οδήγησε στη νίκη του νεοφασίστα Μπολσονάρο.

Ο Τσίπρας και το κόμμα του, υπογράφοντας το μνημόνιο 3, ηττήθηκαν στρατηγικά. Παρέμειναν επί 3,5 χρόνια στην κυβερνητική εξουσία εξαρτημένοι από την ανοχή-υποστήριξη των δανειστών και της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, ασκώντας μια πολιτική που συγκρούεται άμεσα με τα συμφέροντα της κοινωνικής βάσης που τους ψήφισε το 2015. Αυτή η στρατηγική ήττα ακυρώνει τις όποιες τακτικές δυνατότητες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Όλες οι καλοσχεδιασμένες (επί χάρτου) καμπάνιες αντεπίθεσης της κυβέρνησης ακυρώνονται και αντιστρέφονται, κάνοντας αμφίβολο το αν ο Τσίπρας θα κατορθώσει να κρατήσει ακόμα και έναν στοιχειώδη έλεγχο επί των εξελίξεων και να παραμείνει στο Μαξίμου μέχρι τον Μάη…

Τα παραδείγματα είναι πολλά.

Ο πρωθυπουργικός ισχυρισμός στη Θεσσαλονίκη για τις οικονομικές προοπτικές –«δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά η οικονομία πάει καλά, περισσότερο από καλά…»– έχει γίνει θρύψαλα. Έχει δημόσια πλέον καταγραφεί ότι το σενάριο περί «εξόδου στις αγορές» ήταν μπούρδα –με τα επιτόκια στα ελληνικά ομόλογα να παραμένουν επικίνδυνα κοντά στο 5%– και κατά συνέπεια το διαβόητο «μαξιλάρι ρευστότητας», που προέκυψε από το 3ο μνημονιακό πρόγραμμα, θα πρέπει να διατηρηθεί άθικτο, ώστε να πληρωθούν οι μεγάλες «δόσεις» χρέους που επανέρχονται από το 2019 και το 2020. Όμως την ίδια στιγμή «σκάνε» ξανά οι τράπεζες. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, οι τρεις από τις τέσσερις μεγάλες «συστημικές» βρίσκονται ήδη διασωληνωμένες. Αν χρειαστεί 4η ανακεφαλαίοποίησή τους, θα απαιτηθούν πόροι (το «μαξιλάρι»;) και η έγκριση των δανειστών. Η εναλλακτική είναι να πληρώσουν το «μάρμαρο» οι μικρομέτοχοι και οι καταθέτες… Όμως ποια κυβέρνηση θα μπορούσε να αντέξει κάτι τέτοιο; Γι’ αυτό κυβέρνηση και τραπεζίτες ομονοούν πάνω στη γραμμή για μαζικούς ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς (μπας και μειωθεί το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων) ελπίζοντας, κατά τα άλλα, στο… Θεό, δηλαδή σε μια γενικευμένη διεθνή βελτίωση της κατάστασης του καπιταλισμού.

Πιο σημαντικό είναι το παράδειγμα των συντάξεων. Ο Τσίπρας και το επιτελείο του είχαν πειστεί ότι η ΕΕ και το ΔΝΤ θα τους κάνουν τη χάρη να επιτρέψουν την αναβολή της περικοπής της «προσωπικής διαφοράς» που θεσμοθέτησε ο νόμος Κατρούγκαλου, υπονομεύοντας τις «παλιές» καταβαλλόμενες συντάξεις για να τις «εξισώσει» με τις ήδη περικομμένες «νέες» συντάξεις, μετά το 2016. Όταν όμως το ΔΝΤ άρχισε τους ελιγμούς, δηλώνοντας ότι προτιμά τώρα την περικοπή των συντάξεων, με στόχο τη χρηματοδότηση φορολογικών «ελαφρύνσεων» (μείωση φορολογίας επιχειρήσεων), η κυβέρνηση βρέθηκε εγκλωβισμένη σε μια πολιτική απειλή κατάρρευσης όποιων ελπίδων του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τις επόμενες εκλογές. Η τελική λύση αυτού του δράματος δεν έχει ακόμα διαφανεί. Στο μεταξύ χιλιάδες συνταξιούχοι –ενθαρρυμένοι από τον ισχυρισμό ότι «βγήκαμε από τα μνημόνια»– καταφεύγουν στα δικαστήρια απαιτώντας την αναδρομική πληρωμή των παράνομων περικοπών στις συντάξεις τους από το 2012 και μετά. Κατά τον Τ. Πετρόπουλο, το επίδικο ποσό, αν η καταβολή γίνει υποχρεωτική και για όλους τους συνταξιούχους, φτάνει στα 11,2 δισ. ευρώ! (Έτσι, για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της ληστείας που έχει συντελεστεί και συνεχίζει να συντελείται, αφού οι παράνομες περικοπές γίνονται και τώρα…).

Σε αυτή την εφημερίδα δεν πιστεύουμε στη δυνατότητα κατάκτησης των εργατικών και λαϊκών στόχων μέσω, κυρίως, της δικαστικής οδού. Όμως αν οι συνταξιούχοι και οι εργαζόμενοι κατορθώσουν να περάσουν σε πιεστικές κινητοποιήσεις, να μετατρέψουν τη δημαγωγία περί «τέλους των μνημονίων» σε αποτελεσματική διεκδίκηση που θα απαιτεί πίσω όλα τα κλεμμένα, τότε η οικονομική βάση του συμβιβασμού του Τσίπρα με τους δανειστές θα τιναχτεί στον αέρα. Και υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι ένα τέτοιο κλίμα επαναδιεκδίκησης αρχίζει να ωριμάζει σε πολλούς κοινωνικούς χώρους. Σε αυτόν το στόχο οφείλει, κατά τη γνώμη μας, να συγκεντρωθεί η πραγματική ριζοσπαστική Αριστερά.

Υπάρχει όμως ένα ακόμα παράδειγμα κυβερνητικού ναυαγίου, με μεγάλους και πραγματικούς κινδύνους. Αναφερόμαστε στην εξωτερική πολιτική, στις «γεωπολιτικές» πρωτοβουλίες των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Η κυβέρνηση ήλπιζε ότι η νεομακεδονική εκστρατεία της, με τις πλάτες των ΗΠΑ και της ΕΕ, θα επέτρεπε στο εσωτερικό μια αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη και των πιθανών συμμαχιών μεταξύ των κομμάτων. Η απόρριψη της συμφωνίας των Πρεσπών από το γειτονικό λαό αφαίρεσε από την πολιτική του Τσίπρα όλα τα δημοκρατικά, φιλειρηνικά και τάχα διεθνιστικά παραμύθια, αφήνοντας γυμνή την αλήθεια: επρόκειτο για τη διευκόλυνση της επέκτασης του ΝΑΤΟ στα δυτικά Βαλκάνια και αυτή η επιχείρηση θα πρέπει, μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, να συνεχιστεί με μεθόδους κυριολεκτικά αυταρχικές. Στη βάση αυτής της αποτυχίας, διαψεύστηκαν ήδη οι ελπίδες διεύρυνσης του ζωτικού χώρου του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. το με το πασοκογενές ΚΙΝΑΛ) και ο Τσίπρας βρέθηκε… χωρίς τον Κοτζιά και σε σφιχτότερο από ποτέ εναγκαλισμό με τον Καμμένο. Τα απόνερα αυτής της υπόθεσης (π.χ. με ενδεχόμενες αποκαλύψεις του Κοτζιά, που δεν «βολεύεται» στο ρόλο Ιφιγένειας) μπορεί να αποδειχτούν εκρηκτικά.

Όμως η πιο επικίνδυνη πτυχή ήταν η επόμενη. Για να ρεφάρει τις εντυπώσεις, η κυβέρνηση, σε συνεργασία ακόμα με τον Ν. Κοτζιά, ανακοίνωσε τα σχέδια για άμεση επέκταση της ελληνικής «εθνικής κυριαρχίας» με την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο και όλη τη δυτική ακτή. Οι παρενέργειες είναι πολλές. Καταρχήν, η πράξη υπενθυμίζει σε πολλούς (ακόμα και μέσα στην Αριστερά…) ότι η νόμιμη και διεθνώς αναγνωρισμένη εθνική κυριαρχία στη θάλασσα είναι στα 6 ναυτικά μίλια. Κατά συνέπεια, υπενθυμίζουμε εμείς, οι πανάκριβες και εξαιρετικά επικίνδυνες «αναχαιτίσεις» πέραν των 6 ν. μιλίων από τις ελληνικές ακτές είναι αυθαίρετες πρωτοβουλίες με στόχο τη δημιουργία τετελεσμένων.

Ο Ν. Κοτζιάς υπαινίχθηκε ότι υπάρχει ήδη μια συμφωνία με την Ιταλία και την Αλβανία. Η δημοσίευσή της θα φέρει στην επιφάνεια πολλά ενδιαφέροντα σημεία, χρήσιμα για τους θερμοκέφαλους πάσης απόχρωσης, που ζητούν να διευρυνθεί η επέκταση των χωρικών υδάτων και στην ανατολική ακτή, κυρίως στο Αιγαίο, αδιαφορώντας για το casus belli της Τουρκίας. Για παράδειγμα: Το «κλείσιμο» των κόλπων με μια ευθεία μεταξύ των ακρωτηρίων τους, που θα νοείται ως «γραμμή βάσης» για τον υπολογισμό των 12 μιλίων, είναι θέση αποδεκτή από την ελληνική πλευρά στο Αιγαίο; (Μια ματιά στο χάρτη δείχνει πολλά ελληνικά νησιά μέσα στο «κλείσιμο» κόλπων της τουρκικής ακτής…).

Τι καθεστώς κυριαρχίας στοιχειοθετούν τα νησιά; Ο υπολογισμός των 12  μιλίων θα αρχίζει από τις κατοικημένες νησίδες των Οθωνιών, βόρεια της Κέρκυρας, ή από τις βορειότερες ακατοίκητες βραχονησίδες, όπως μέχρι τώρα ισχυριζόταν η ελληνική διπλωματία; Σε σχέση με την Ιταλία, ο υπολογισμός των 12 μιλίων θα αρχίζει από την Πελοπόνησσο ή από τα Στροφάδια που βρίσκονται 20 ναυτικά μίλια δυτικότερα;

Αν αυτά τα προβλήματα αναφύονται στο «εύκολο» Ιόνιο, μπορεί κανείς άνετα να φανταστεί την κόλαση που ανοίγει στο Αιγαίο. Όπου, θυμίζουμε, ότι δεν υπάρχει μόνο η τουρκική αντίθεση: Τα 12 ναυτικά μίλια μετατρέπουν το Αιγαίο σε «κλειστή ελληνική λίμνη» και περιορίζουν τη διεθνή ναυτιλία στο καθεστώς της «αβλαβούς διέλευσης». Και αυτό μέχρι σήμερα δεν το αποδέχονται ούτε οι δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις, ούτε –κυρίως– η Ρωσία.

Η κυβέρνηση Τσίπρα παίζει με τη φωτιά. Η πολιτική της διεκδίκησης «τετελεσμένων», με υλική βάση την υποστήριξη από τις ΗΠΑ και από την πολεμική μηχανή του Ισραήλ, είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη πολιτική.

Συνδυάζοντας όλα τα καθήκοντα που παρουσιάζονται σήμερα ως προκλήσεις μπροστά μας: τα ταξικά καθήκοντα της αντίστασης στο νεοφιλελευθερισμό, τα δημοκρατικά καθήκοντα της υπεράσπισης των πολιτικών ελευθεριών και τα αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα, που πάντα είναι στενά συνδεδεμένα με την υπεράσπιση της ειρήνης και την καταδίκη της εθνικιστικής ακροδεξιάς, οφείλουμε να κλιμακώσουμε τον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση Τσίπρα και την πολιτική της. Οφείλουμε επίσης να παρουσιάσουμε μια πειστική εναλλακτική λύση, από τη σκοπιά της πραγματικής ριζοσπαστικής Αριστεράς.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες