Ο κυβερνητισμός αντιπροσωπεύει μια σταθερά πολιτικής πρακτικής που συνοδεύει ένα μεγάλο μέρος των σχηματισμών του ελληνικού αριστερού κινήματος.

Μάλιστα βρέθηκε στο απόγειό του στην περίοδο Ιουνίου 2012 – Ιανουαρίου 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναδειχθεί στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κι’ αυτό, παρά την μετάλλαξη και την αυτό-αναίρεση της τότε Ριζοσπαστικής Αριστεράς, συνεχίζει και σήμερα να χαρακτηρίζει την πολιτική ορισμένων αριστερών δυνάμεων, με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περίπτωση. Πρόκειται για το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτό το διάστημα, εμφάνισε μια ριζική εγκατάλειψη του λαϊκού εργατικού κινήματος και των κινηματικών του δράσεων απέναντι στο δεύτερο μνημόνιο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, και προσανατολίστηκε αποκλειστικά και μόνον στην αναμονή της κατάκτησης της πολιτικής διακυβέρνησης, ως προϊόν της μείζονος λαϊκής δυσαρέσκειας, όχι όμως της ενεργού δράσης των εργατικών και λαϊκών συλλογικοτήτων. Και προφανώς μια τέτοια πρακτική συνδέεται άμεσα με τον εκλογικισμό (συνεχής απαίτηση για προσφυγή στις κάλπες του τότε ΣΥΡΙΖΑ), καθώς και στην καθαρά υπαγωγή στις αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Άλλωστε και το Πρόγραμμα των 15 Στόχων Πάλης που είχε κυκλοφορήσει στα τέλη του 2008, μπήκε στο περιθώριο και απενεργοποιήθηκε.

Κυβερνητικοί σχεδιασμοί και ταξική λαϊκή αντιπολίτευση

Στη σημερινή συγκυρία όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατοπισθεί από το πεδίο της αριστερής πολιτικής σ’ αυτό της κεντρώας νεοφιλελεύθερης παράταξης, και με την αποστασιοποίηση του μεγαλύτερου πλέον μέρους του εκλογικού του δυναμικού του 2015, η παράταξη της Αριστεράς φαίνεται να επανέρχεται και να συρρικνώνεται στις αθροιστικές ιστορικές επιδόσειςτου 10% περίπου (ΚΚΕ + Λαϊκή Ενότητα + Ανταρσύα). Αυτό καταδεικνύει σήμερα ότι πλέον εκ νέου χρειάζεται πολύς δρόμος να διανυθεί για να φτάσει η ελληνική Αριστερά να χτυπήσει την πόρτα της διακυβέρνησης της χώρας, άρα το πρωταρχικό ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει σ’ αυτή την ενδιάμεση μακρά περίοδο είναι η ανάπτυξη μιας ενεργού και δραστικής κοινωνικής αντιπολίτευσης, που να επιχειρεί να ανατρέψει πλευρές της κυρίαρχης μνημονιακής πολιτικής και έτσι να διαμορφώνει όρους μιας στρατηγικής κυβερνητικής εναλλακτικής λύσης.

          Αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό αριστερό κίνημα, στην πολυμορφία των εκφράσεών του, μπορεί προφανώς να επεξεργάζεται «πολιτικούς σχεδιασμούς επί χάρτου» για ρήξεις με τους θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για την κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων και της καθολικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, για την ανάδειξη μιας αντικαπιταλιστικής επαναστατικής διαδικασίας, ωστόσο αυτοί αναφέρονται σε μέγιστους μετασχηματισμούς, είτε τοποθετούνται στο απροσδιόριστο μέλλον, είτε επιδιώκονται στην ολότητά τους στο άμεσο ιστορικό παρόν. Από εκεί και πέρα το ζήτημα είναι πώς πολιτεύονται οι αριστεροί σχηματισμοί στη συγκυρία και σε μεσοπρόθεσμο τακτικό επίπεδο : Αν σ’ αυτή την περίπτωση συνεχίζουν και επικαλούνται ως κυρίαρχη κεντρική πολιτική γραμμή αυτούς τους «πολιτικούς σχεδιασμούς επί χάρτου» που έχουν στρατηγικά χαρακτηριστικά και περιλαμβάνουν τη δυνατότητα άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας, τότε παραμένει ένα «τεράστιο κενό», μια «μαύρη τρύπα», την οποία σε σημαντικό βαθμό καταλαμβάνουν οι αστικοί μνημονιακοί σχηματισμοί.

          Γιατί βέβαια η απόσταση που χωρίζει (όχι τόσο από την χρονική άποψη όσο από την άποψη των ταξικών συσχετισμών)την σημερινή στάση αντιπολίτευσης από την μελλοντική κατάκτησης της διακυβέρνησης, είναι σημαντική (π.χ. η απόσταση ανάμεσα στο 2%, στο 6% ή στο 10% της λαϊκής απήχησης και στο 38% - 40% της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας), πράγμα που σημαίνει ότι σ’ αυτό το μεσοδιάστημα είναι αναγκαία μια μεταβατική πολιτική γραμμή, που διαμεσολαβεί το στρατηγικό πολιτικό σχέδιο στην τρέχουσα συγκυρία. Ένα Πρόγραμμα δηλαδή Στόχων Πάλης του κινήματος, που και στα ζωτικά λαϊκά συμφέροντα έχουν αναφορά, αλλά και ανοίγουν τον δρόμο για την προσέγγιση προς την πολιτική εξουσία, η κατάκτηση της οποίας (κοινοβουλευτικά, εξεγερτικά, επαναστατικά) είναι προϋπόθεση για την υλοποίηση των στρατηγικών αριστερών σχεδιασμών. Διευκρινιστικά, το Πρόγραμμα Στόχων Πάλης είναι διαφορετική μορφή πολιτικής υπόστασης σε σχέση με το Μεταβατικό Ριζοσπαστικό Πρόγραμμα: Το πρώτο αφορά την αντιπολιτευτική κοινωνική περίοδο, ενώ το δεύτερο ξεδιπλώνεται αμέσως μετά την κατάκτηση της πολιτικήςδιακυβέρνησης.

          Αν πάρουμε τώρα τις συγκεκριμένες περιπτώσεις των κομμάτων της ελληνικής Αριστεράς, εκείνο που θα διαπιστώσουμε ευθύς εξ αρχής, δια γυμνού οφθαλμού, είναι ότι εκφέρουν ως πολιτική τους γραμμή ουσιαστικά το στρατηγικό τους πρόγραμμα, για όταν και όποτε καταστούν διακυβέρνηση  της χώρας, κοινοβουλευτικού ή επαναστατικού τύπου. Απουσιάζει δηλαδή η άμεση πολιτική αναφορά και υλοποίηση του Προγράμματος Στόχων Πάλης στην τρέχουσα περίοδο, και στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται απευθείας «απογείωση» στο κυβερνητικό στρατηγικό πρόγραμμα. Μ’ αυτή την έννοια η ενδιάμεση αλλαγή των πραγμάτων εξοβελίζεται από την πολιτική τακτική, κι’ αυτό που μένει είναι η κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων (ως προϋπόθεση ριζικών αλλαγών), η έξοδος από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ένωση (ως προϋποθέσεις για την εφαρμογή της όποιας ριζοσπαστικής ή αντικαπιταλιστικής πολιτικής).

          Τέτοιου είδους στόχοι όμως (κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, άμεση έξοδος από την ευρωζώνη, αντικαπιταλιστική επανάσταση σήμερα κλπ.), ουσιαστικά για να πραγματοποιηθούν προϋποθέτουν την ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Αριστεράς, πράγμα απόμακρο με βάση τα σύγχρονα δεδομένα. Άρα οπωσδήποτε χρειάζεται η επικέντρωση σε τακτικό μεσοπρόθεσμο επίπεδο στην ανάδειξη του ενδιαμέσου Προγράμματος Στόχων Πάλης, διαφορετικά η μονοδιάστατη αναφορά στους μακροπρόθεσμους στόχους παραμένει μετέωρη και χωρίς διασύνδεση με την πραγματική κίνηση των λαϊκών τάξεων. Ακόμη και η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ, εφόσον προκύψει μέσα από τις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις και όχι ως αποτέλεσμα της οργανωμένης κινηματικής λαϊκής παρέμβασης (που απουσιάζει σ’ αυτό το επίπεδο), θα γίνει πεδίο ακόμη πιο αντιδραστικών αστικών πολιτικών, που θα παραμείνουν κυρίαρχες του παιχνιδιού και με το εθνικό νόμισμα.

Κοινωνικό κίνημα και αριστερός κυβερνητισμός

          Όλα αυτά παραπέμπουν τελικά σε ιδιόμορφες εκφράσεις του κυβερνητισμού, που καθιστούν την Αριστερά εκφωνητή ενός κυβερνητικού «προγράμματος επί χάρτου», πράγμα που δεν είναι άσχετο με την περιορισμένη πολιτική απήχηση του αριστερού κινήματος. Βέβαια μπορεί να αντιταχθεί ότι οι αριστεροί σχηματισμοί προβάλλουν κατά κόρον διάφορες κριτικές και καταγγελίες στην ασκούμενη μνημονιακή αστική πολιτική. Ωστόσο αυτές καταλήγουν συνήθως στην ανάδειξη «κοινωνικών διαμαρτυριών» ή δειγματολοπτικών ακτιβισμών, και όχι με την οικοδόμηση εργατικού και λαϊκού κινήματος γύρω από άμεσους ζωτικούς λαϊκούς στόχους, και την δρομολόγηση κοινωνικών κινητοποιήσεων για την προώθησή τους.

          Το Πρόγραμμα Στόχων Πάλης μιας λαϊκής αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης έχει αναφορά σε επιδιώξεις που αφορούν το σύνολο των εργαζομένων λαϊκών στρωμάτων (π.χ. γενικευμένη μείωση μισθών και συντάξεων), και έχει κοινωνικά ταξικά χαρακτηριστικά απεύθυνσης που βασίζονται στις ζωτικές ανάγκες και όχι σε αφετηριακούς πολιτικούς και ιδεολογικούς προσδιορισμούς που περιορίζουν το εύρος των αναφορών. Δεν μπορείς λ.χ. να προτάσεις την αποχώρηση από τους θεσμούς της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, ή την προοιμιακή μετάβαση από το κοινό στο εθνικό νόμισμα, σε σχέση με την άμεση διεκδίκηση της αποκατάστασης του κατώτατου μισθού και των αμοιβών των συλλογικών συμβάσεων κλπ. Η ανάπτυξη του κινήματος σ’ αυτή τη βάση των γενικευμένων ζωτικών κοινωνικών αναγκών, μέσα από την ενδεχόμενη δυναμική της αναγκαστικά επιφέρει την αντιπαράθεση με τις ρυθμίσεις της ευρωζώνης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει : Η αφετηριακή επιδίωξη αποχώρησης από τους θεσμούς της καπιταλιστικής διεθνοποίησης δεν επιφέρει αναγκαστικά την αποκατάσταση των εργατικών δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών και μπορεί να οδηγεί στην λειτουργία ενός καπιταλισμού της απόλυτης υπεραξίας και των μνημονιακών υπαγορεύσεων εντός του πλαισίου του  εθνικού νομίσματος.

Π.χ. μια ενδεχόμενη επικράτηση του Εθνικού Μετώπου στις γαλλικές προεδρικές εκλογές και η δρομολόγηση του «νέου φράγκου» της Ζ.Μ.Λεπέν όχι μόνον δεν συνεπάγεται, αλλά επιφέρει την εργατική καταστολή, την εθνική περιχαράκωση έναντι των προσφύγων και μεταναστών, την αναγόρευση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών σε υπέρτατο ρυθμιστή της κοινωνικής ζωής. Η ίδια η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την ακροδεξιά ηγεμονία των Φάρατζ και Τζόνσον, και σήμερα του πλειοψηφικού τμήματος της βρετανικής αστικής τάξης, ουδόλως έχει επιφέρει βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης των εργαζομένων τάξεων, αλλά απεναντίας τροφοδοτεί έναν σύγχρονο θατσερισμό.

Και από την άλλη πλευρά οι δύο μεγάλες κινητοποιήσεις του λαϊκού παράγοντα στην ευρωπαϊκή ήπειρο την τελευταία περίοδο, πρόβαλαν τις άμεσες κοινωνικές διεκδικήσεις, την αντιπαράθεση με τους όρους της αστικής κυριαρχίας στο εσωτερικό των επιμέρους χωρών, που μόνον στην προοπτική ανάπτυξής τους μπορούν να καταλήξουν σε αναδιάταξη του ευρωπαϊκού οικονομικού και πολιτικού πλαισίου. Το πολύμηνο απεργιακό εργατικό κίνημα στη Γαλλία είχε στο επίκεντρό του την απόκρουση των ρυθμίσεων και  της κατάργησης του Κώδικα Εργασίας, και μέσα από αυτό τη δυνατότητα αμφισβήτησης της σύγχρονης καπιταλιστικής διεθνοποίησης στην Ευρώπη, και όχι ένα κυβερνητικό σχέδιο που επικεντρώνονταν αφετηριακά στη ρήξη με τους  ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και αντίστοιχα η μεγαλειώδης συγκέντρωση των 200 χιλιάδων πολιτών στη Βαρκελώνη ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος, είχε στο επίκεντρό της την απαίτηση υποδοχής των προσφύγων και μεταναστών, που είναι μείζον ευρωπαϊκό ζήτημα, ωστόσο τίθεται με υλικό και συγκεκριμένο τρόπο στο εσωτερικό της ισπανικής κοινωνίας.

Το περιεχόμενο των Στόχων Πάλης, εφόσον επικεντρώνεται σε νευραλγικής σημασίας κοινωνικές ανάγκες, είναι σε θέση να λειτουργήσει εκ των πραγμάτων σε δύο κατευθύνσεις : Από τη μια πλευρά θέτει σε αμφισβήτηση τη μνημονιακή αστική κυριαρχία εφόσον επιδιώκει την αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων, τη μείωση της υπέρμετρης φορολογικής επιβάρυνσης, την επαναθεμελίωση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών κλπ. Μ’ αυτή την έννοια τέτοιοι στόχοι προσλαμβάνουν εκ των πραγμάτων αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, που με την πολιτική τους ολοκλήρωση μπορούν προοπτικά να στηρίξουν έναν προγραμματικό κυβερνητικό σχεδιασμό, βασισμένο στην ισχύ και τον ρόλο ενός ενεργού εργατικού λαϊκού κινήματος. – Από την  άλλη πλευρά, η διεκδίκηση τέτοιων στόχων, μέσα από την ανάπτυξη των ταξικών ανταγωνισμών, συμβάλλει στην ίδια την κινηματική χειραφέτηση των λαϊκών τάξεων στην αναζήτηση ενός πρωταγωνιστικού ρόλου, σε σχέση με τις κοινοβουλευτικές πολιτικές εκπροσωπήσεις. Μόνον ένα τέτοιο κοινωνικό κίνημα μπορεί να είναι εγγυητής μιας σταθερής ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής πορείας. Το 62% του «όχι» των λαϊκών τάξεων στο δημοψήφισμα της 5ης – Ιουλίου – 2015, επειδή ακριβώς στερούνταν συγκροτημένου κινηματικού ερείσματος, εκ των πραγμάτων «αποδέχθηκε» τη μετατροπή του «όχι» σε «ναι» από την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να καταγραφούν αντιθετικές και αντιπολιτευτικές λαϊκές κινητοποιήσεις.

Ετικέτες