Πριν λίγες μέρες είδε το φως της δημοσιότητας η απαντητική επιστολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ(1) στην δημόσια πρόταση της ΛΑΕ(2) για συμπόρευση, κοινή δράση και πολιτική συνεργασία. Η απάντηση τονίζει την ανάγκη και τη δυνατότητα της κοινής δράσης απορρίπτοντας ωστόσο την πολιτική και εκλογική συνεργασία.

Η αλήθεια είναι ότι η τρέχουσα συγκυρία που καθορίζεται από τα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα» έχει περιπλέξει τις ήδη υφιστάμενες δυσκολίες για τη συγκρότηση μαζικής αριστερής εναλλακτικής στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ όσο και στη δεξιά αντιπολίτευση. Την κυβέρνηση που ανέλαβε, βασισμένη στην μαζική κοινωνική απογοήτευση για την εξέλιξη που ακολούθησε το θαρραλέο, ταξικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, επιχειρώντας εδώ και τρία χρόνια να «στολίζει» με αριστερή ρητορεία την, ίσως πιο πετυχημένη εκπλήρωση απ’ όλες τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις, των στόχων του εγχώριου αστισμού, υλοποιώντας το 3ο μνημόνιο με τους δανειστές και τη στενή σύμπλευση με τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών κέντρων των ΗΠΑ/ ΝΑΤΟ / ΕΕ.

Οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων ρευμάτων και παραδόσεων της αριστεράς συχνά παροξύνονται σε μια διαπάλη που έχει σήμερα, κυρίως ως υπόβαθρο την αμηχανία και ακόμη, την ηττοπάθεια. Εντούτοις και παρά αυτή την εικόνα της πολιτικής αποσυσπείρωσης της αριστερής αντιπολίτευσης, το πολιτικό σύστημα απέχει από τη σταθεροποίησή του μέσα σ’ ένα διεθνές πλαίσιο επικίνδυνης κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ιδιαίτερα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Η φρίκη της καπιταλιστικής βαρβαρότητας αναδύεται μέσα από τον πόλεμο ο οποίος έχει ήδη μετατρέψει τη ζωή των ανθρώπων στην Συρία σε κόλαση και τα πυκνά σύννεφά του φτάνουν και στον δικό μας ουρανό. Οι κυρίαρχες εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αντιπαρατίθενται, σαν σε θεατρική παράσταση, πάνω στον ίδιο κοινό παρονομαστή που δεν είναι άλλος από την αποδοχή του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, της ταξικής λιτότητας και της υπηρέτησης των επικίνδυνων ιμπεριαλιστικών μεθοδεύσεων. Οι κίνδυνοι για τη ζωή των ανθρώπων της κοινωνικής πλειοψηφίας και ιδιαίτερα για τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, μισθωτούς/ες, ανέργους/ες, νεολαία, αποκλεισμένους/ες, όχι μόνο δεν τελειώνουν αλλά κλιμακώνονται. Μάλιστα σ’ αυτό το κλίμα που το ενισχύει ο εθνικισμός αποθρασύνονται οι φασίστες απειλώντας με κλιμάκωση της βαρβαρότητας για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Παρά ταύτα σ’ αυτές τις συνθήκες η επίτευξη των πολυπόθητων για το σύστημα κοινωνικών συναινέσεων γίνεται ακόμη δυσκολότερη όσο ο κόσμος δεν αποδέχεται την υποταγή στην «μοίρα».

Ταυτόχρονα αναδεικνύεται «ηχηρά» το κενό στ’ αριστερά της κυβέρνησης. Η στρατηγική της δήθεν «ευαίσθητης» διαχείρισης της μνημονιακής λιτότητας από την κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα σε πραγματικό σταυροδρόμι. Η σχετική αντοχή της υποδηλώνει την επιμονή ενός ευρύτατου κοινωνικού τμήματος στην άρνηση της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Ωστόσο σήμερα προσκρούει όχι μόνο στην καθημερινή κλιμάκωση των οικονομικών επιθέσεων και την άρση των κατακτήσεων του εργατικού /λαϊκού κινήματος μα και στην προοπτική της στρατιωτικής κλιμάκωσης της έντασης με την γείτονα σαν μέρος των αντιθέσεων και των επιδιώξεων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων και βέβαια του ανταγωνισμού των αρχουσών τάξεων στις δυο όχθες του Αιγαίου. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες και τις πολιτικές αντιφάσεις, παρά την αδυναμία της αριστεράς να εμφανιστεί συγκεντρωμένη και διεκδικητική, οι «από κάτω» βρίσκουν όλο και πιο συχνά την ευκαιρία να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, την αντοχή τους απέναντι στην εθνικιστική και ρατσιστική προπαγάνδα και σε ορισμένες περιπτώσεις βρίσκουν ξανά τον δρόμο του μαζικού κινήματος (πλειστηριασμοί, εκπαίδευση κ.α.).   

Απ’ την μια η ανάγκη για δυνατή, συγκεντρωμένη αριστερά με μαζική παρουσία, δυνατότητες οργάνωσης και στήριξης των κινηματικών προσπαθειών και πολιτική, εναλλακτική, αντικαπιταλιστική πρόταση είναι παραπάνω από εμφανής. Απ’  την άλλη οι αντιθέσεις μεταξύ των γραμμών της πολλαπλασιάζονται. Συχνά οι «τάσεις φυγής» από τις ιστορικές προκλήσεις οδηγούν σε σεχταρισμό και διασπάσεις την ώρα που τα μέτωπα της αριστεράς θάπρεπε να διευρύνονται. Οι αντιθέσεις ωστόσο δεν αφορούν συνολικά την πάλη μεταξύ τους – μεταξύ της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ οι οποίες αποτελούν σήμερα τους υπαρκτούς μετωπικούς σχηματισμούς της αριστεράς – αλλά διατρέχουν το καθένα απ’ αυτά αποδεικνύοντας ότι τα μέτωπα και οι «πλατιοί σχηματισμοί» είναι οι ίδιοι πεδία διαπάλης. Το συμπέρασμα ότι στην θέση τους μπορεί να βρεθεί «Το» κόμμα που θα συγκεντρώσει όλη την πολιτική και ταξική δύναμη είναι το πρόσχημα για την εγκατάλειψη της μάχης.

Υπάρχουν δύο κομβικά ζητήματα που καθορίζουν τις κατευθύνσεις και τις συνακόλουθες επιλογές. Το ένα είναι η αναγνώριση του πολιτικού κενού και της ύπαρξης ευρύτατου αριστερόστροφου κοινωνικού ακροατηρίου. Η ταύτιση των ψηφοφόρων, ακόμη και των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ με τις κυβερνητικές επιλογές είναι μια τουλάχιστον επιδερμική ανάγνωση της πραγματικότητας, όταν εξάλλου είναι γνωστό ότι το δίλλημα στην μαζική, πολιτική και εκλογική κλίμακα αντιπαραθέτει την δεξιά και την ακροδεξιά. Πολύ περισσότερο εάν αθροίσει κανείς και τη δύναμη του ΚΚΕ (την οποία κρατά συστηματικά και επιδέξια εκτός ουσιαστικής μάχης καθώς συμπεριφέρεται σεχταριστικά όχι μόνο στις πολιτικές οργανώσεις αλλά και προς το ίδιο το κίνημα) και βέβαια την απήχηση της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων, μικρότερων δυνάμεων της αριστεράς. 

Το δεύτερο ζήτημα, που είναι πιο απαιτητικό, αφορά στις παραδόσεις, στις θεωρητικοποιήσεις και εν τέλει στους όρους της ιδεολογικής διαπάλης μέσα στην αριστερά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σύγχρονες συνθήκες, τόσο διεθνώς όσο και εντός της χώρας δεν απαντιούνται αποτελεσματικά με τις «έτοιμες απαντήσεις» και τα «τσιτάτα» του βαθιού παρελθόντος και μάλιστα του «σταλινισμού» τον οποίο κανείς ωστόσο δεν αποδέχεται ρητά. Ο αναδυόμενος εθνικισμός σήμερα δοκιμάζει σκληρά τις «αφηγήσεις» και υπονομεύει αν όχι συντρίβει κάθε αναφορά στην σοσιαλιστική προοπτική ως ιστορικά επίκαιρη. Το ίδιο ωστόσο πετυχαίνει στην πράξη και ο σκληρός σεχταρισμός στο όνομα του αντικαπιταλισμού, ακόμη και της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Αυτές οι αντιθέσεις, τα ερωτηματικά και οι προκλήσεις ταλαιπωρούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και τις δύο μετωπικές συσπειρώσεις, τη ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απαντά ότι δεν υπάρχουν προϋποθέσεις πολιτικής συμπόρευσης με την ΛΑΕ αλλά μόνο κοινής δράσης. Το ζήτημα της δράσης είναι κορυφαίο. H κοινή δράση των δύο χώρων έχει επιτευχθεί σε πολλές περιπτώσεις δίνοντας θετικές εμπειρίες. Ασφαλώς μπορεί και πρέπει να αναβαθμιστεί και να οδηγήσει σε ανώτερο επίπεδο ως μόνιμη κατάκτηση. Παρά ταύτα μια ενδεχόμενη σύμπλευση των δύο μετωπικών χώρων, μια μεγάλη διεύρυνση του πολιτικού μετώπου της ριζοσπαστικής αριστεράς, μπορεί να δημιουργήσει τους όρους για την υπέρβαση ενός «κλιμακίου χαμηλής κοινωνικής ορατότητας» σε ένα σαφώς ανώτερο επίπεδο μαζικής κοινωνικής απεύθυνσης και φυσικά δυνατότητας και ευθυνών.  Αυτό ακριβώς που αποφεύγει το ΚΚΕ επιλέγοντας τη σιγουριά του ιστορικού «κομπάρσου». 

Ποιες όμως είναι οι προϋποθέσεις για μια τέτοια εξέλιξη; Ο μόνος δρόμος είναι η συζήτηση και η διαπραγμάτευση επί των κοινών θέσεων του κάθε μετωπικού σχηματισμού, δηλαδή της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο κι αν είναι σαφές ότι σε διάφορα ζητήματα και επιλογές η εσωτερική τους διαπάλη οδηγεί συχνά σε ανεξάρτητες επιλογές συνιστώσες τους ή / και στελέχη. Η σύνθετη αυτή πραγματικότητα είναι κατανοητή στην βάση της πάλης των απόψεων και μάλιστα στη βασική διαχωριστική «ρεφορμισμού και επανάστασης» όπως κι αν αυτή μπορεί να διατυπώνεται - επί μέρους ή και ολοκληρωμένα - στην εποχή μας. Ο στόχος εντούτοις της κατίσχυσης του αντικαπιταλισμού και της σοσιαλιστικής επικαιρότητας μέσα σε σημαντικά κοινωνικά τμήματα είναι το αποτέλεσμα της πάλης μέσα στις βέλτιστες συνθήκες συγκέντρωσης δύναμης και συσπείρωσης, τόσο του κινήματος όσο και της πολιτικής αριστεράς. Υπάρχουν τέτοιες προϋποθέσεις;

Από την πλευρά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εγείρονται διαπιστώσεις υπαρκτών πτυχών της φυσιογνωμίας της ΛΑΕ (ξεχνώντας άλλες) και τείνουν να συμπυκνώνονται στην προοπτική της μετωπικής συγκέντρωσης των δυνάμεων, των συμμαχιών και του χαρακτήρα του μετώπου.

Η ΛΑΕ τονίζει τόσο με την πρακτική στάση και την επιμονή της όσο και ρητά την επιλογή κατά προτεραιότητα του καλέσματος προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δηλώνει έτσι πως μια τέτοια ενδεχόμενη εξέλιξη θα δημιουργούσε όρους δεσμευτικούς για τις περαιτέρω επιλογές, στην βάση του νέου μετωπικού σχηματισμού. Εξάλλου δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά με μια τέτοια επιλογή «εκκίνησης». Πρόκειται για μία τολμηρή και όχι συνηθισμένη επιλογή/ δέσμευση που καταργεί κάθε φόβο, αναστολή και βέβαια «δίκη πρόθεσης» καθώς κλείνει οριστικά τη συζήτηση για επιλογές συμμαχιών που δεν θα είναι από κοινού αποδεκτές στο νέο, μετωπικό εγχείρημα. Πέρα λοιπόν από τα σοβαρά και δύσκολα ζητήματα συζήτησης και επιλογών στις τρέχουσες συνθήκες η επιλογή για την οικοδόμηση νέου, ευρύτερου και δυνατότερου, μετωπικού πλαισίου – πεδίο διαμόρφωσης νέων συσχετισμών, στέκεται πάνω από τις αντιφάσεις και θέτει μια νέα, αφετηριακή πρόκληση για τη σύγχρονη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά. Η πορεία προς μια τέτοια κινηματική και πολιτική συνεργασία δεν παρακάμπτει τα υπαρκτά σημεία διαφορών αλλά αντίθετα μπορεί να διασφαλίσει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο την συζήτησή τους οργανωμένα και δημόσια. 

Η σύγκλιση στην αναγκαιότητα εμφάνισης στο κοινωνικό ακροατήριο και μάλιστα στην εργατική τάξη και τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, ισχυρής, μετωπικής συγκέντρωσης δύναμης της ριζοσπαστικής αριστεράς που θα διεκδικεί το πολιτικό κενό στ’ αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και θα απαντά από ριζοσπαστικές/ αντικαπιταλιστικές θέσεις στη συστημική προπαγάνδα και στον κίνδυνο της δεξιάς και της ακροδεξιάς αποτελεί την πρόκληση για την αξιοποίηση της πρόσφατης πείρας του λαού και της αριστεράς στο δρόμο της ανατροπής και της κοινωνικής απελευθέρωσης.

 

[1] http://antarsya.gr/node/4743

[2] http://laiki-enotita.gr/2018/02/27/%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B5%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B1%CE%B5-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1/ 

Ετικέτες