Mike Gonzalez, Charles-André Udry, Χιλή 1970-73. Κυβέρνηση της Αριστεράς, κράτος και εξουσία (μτφρ.: Κώστας Τσάγκος), Red Marks 2013, σσ. 196.
Η φωτογραφία του Αλιέντε με το όπλο στο χέρι και η ιστορική τελευταία ομιλία του, το τρύπιο από σφαίρες Μέγαρο της Λα Μονέδα, ο ρόλος της CIA και η αγριότητα της χούντας του Πινοτσέτ, τα θαυμάσια ντοκυμανταίρ του Γκουσμάν: η εικονογραφία της χιλιανής 11ης Σεπτεμβρίου βρίσκεται παντού αυτές τις μέρες – παντού, τουλάχιστον στο αριστερό ίντερνετ.
Συμβαίνει, όμως (το ζήσαμε τις μέρες που αποχαιρετούσαμε τον Μίκη Θεοδωράκη) η απόσταση να φτιάχνει τη μνήμη με υλικό κυρίως από τις κορυφώσεις και τις μεγάλες συγκινήσεις – από τις στιγμές με τη μεγαλύτερη φόρτιση. Το αποτέλεσμα, στην περίπτωση της Χιλής, είναι να χάνονται συχνά κεφάλαια κρίσιμα για να καταλάβει κανείς τι έγινε μεταξύ ’70 και ‘73 στη χώρα – και γιατί αυτό που έγινε, μακρινό στο χρόνο και στο χάρτη, ενδιαφέρει ακόμα την Αριστερά, στην Ευρώπη και διεθνώς.
Το προσόν, λοιπόν, του βιβλίου των Μάικ Γκονζάλεζ και Σαρλ-Αντρέ Υντρί είναι αυτό: ότι επιτρέπει να καταλάβουμε κρίσιμες διαστάσεις που, καθώς δεν συμπυκνώνονται εύκολα, κατά κανόνα χάνονται στους απολογισμούς και τις επετείους. Αποφεύγοντας τις ευκολίες των έτοιμων «διδαγμάτων της Ιστορίας», οι συγγραφείς προσφέρουν ένα βιβλίο-αντίβαρο στις απλοποιήσεις των επετειακών συγκινήσεων και, ταυτόχρονα, ένα βιβλίο γραμμένο για να διαβαστεί από πολύ κόσμο.
Πώς ανεβαίνει στην εξουσία η Λαϊκή Ενότητα
Στις προεδρικές εκλογές του 1964, ο Αλιέντε μένει πίσω από τον Χριστιανοδημοκράτη υποψήφιο Εντουάρντο Φρέι που, συσπειρώνοντας τη Δεξιά, κερδίζει ένα 56% (1.409.012 ψήφοι). Το Μέτωπο Λαϊκής Δράσης, η συνεργασία της Αριστεράς, με κορμό το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, και τον Αλιέντε επικεφαλής, μένει στο 38,93%, ενώ τρίτος τερματίζει ο Ντουράν, του Ριζοσπαστικού Κόμματος, που ανήκει στη Δεύτερη (Σοσιαλιστική) Διεθνή.
Ο Φρέι έχει υποσχεθεί αγροτική μεταρρύθμιση. Θέλει να σχηματίσει μια μεσαία τάξη μικρών καλλιεργητών, προκειμένου να μετριάσει ανισότητες και εντάσεις στον αγροτικό κόσμο (σ. 24-25). Μη θέλοντας όμως να τα βάλει με τους μεγαλοκτηματίες, αφήνει την μεταρρύθμιση στη μέση, προκαλώντας επιπλέον ένα κύμα καταλήψεων γης από ακτήμονες. Η κατάσταση αυτή διχάζει τη Δεξιά.
Το πρόγραμμα του Φρέι υπόσχεται, επίσης, βιομηχανική ανάπτυξη. Αυτός είναι ο λόγος που αγρότες μετανάστες φτάνουν σε εργατικές περιοχές στις πόλεις, φτιάχνουν παραγκουπόλεις και ζητούν γη και υποδομές, περιμένοντας. Μέχρι τότε, ο βιομηχανικός τομέας της Χιλής αποτελείται κυρίως από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, από 50 μέχρι 200 εργαζόμενους, και η εισροή συναλλάγματος (δολαρίου) εξαρτάται κατά 80% από την εξαγωγή χαλκού: αυτή η «εξάρτηση» εξηγεί και τη σημασία που αποκτούν αργότερα οι κινητοποιήσεις στα ορυχεία.
Μεταξύ 1968 και’69, τέλος, ο Φρέι βρίσκει απέναντι ένα σημαντικό κίνημα για τη μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση, που προσθέτει τη Χιλή στον μαυροκόκκινο χορό του παγκόσμιου ’68. Στο κλίμα και της νικηφόρας επανάστασης στην Κούβα, το 1965 φτιάχνεται το MIR, το Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς, που μετράει 5.000 μέλη.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, τον Σεπτέμβρη του ’70η Δεξιά κατεβαίνει διασπασμένη στις προεδρικές εκλογές: το πλειοψηφικό τμήμα της στηρίζει τον «ανεξάρτητο» Χόρχε Αλεσάντρι (35,27%), ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες ψηφίζουν τον Ραντομίρο Τόμιτς (28,11%). Στην απέναντι όχθη, η Λαϊκή Ενότητα και ο Αλιέντε κερδίζουν την πρωτιά με περισσότερες ψήφους –αν και μικρότερο ποσοστό– από το 1964 (36,61%), και οι πρώην αντίπαλοι Ριζοσπάστες μπαίνουν στην κυβέρνηση του Αλιέντε.
Οι διαρκείς εγγυήσεις νομιμοφροσύνης της Λαϊκής Ενότητας
Αυτός ο εύθραυστος συσχετισμός είναι το φόντο για μια σειράς υποχωρήσεων και αυτοπεριορισμών της Αριστεράς, που δεν είναι μόνο στα λόγια. Ξεκινούν ήδη απ’ το πώς τα κόμματα της Λαϊκής Ενότητας αντιλαμβάνονται το ρόλο τους: Ο Αλιέντε μιλά για επανάσταση, αλλά με ειρηνικά μέσα: η μεν κοινοβουλευτική δημοκρατία θεωρείται ότι λειτουργεί στη Χιλή με τρόπο που εγγυάται την ανεκτικότητα, ο δε επαγγελματικός στρατός λογίζεται, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, ως μη πραξικοπηματική δύναμη. Τα κόμματα της Λαϊκής Ενότητας αναζητούν έρεισμα σε μια φράση του Μαρξ από το συνέδριο της Πρώτης Διεθνούς στη Χάγη: «Δεν αρνούμαι», έλεγε εκείνος, «ότι υπάρχουν έθνη όπως η Αγγλία και η Αμερική […] όπου η εργατική τάξη θα μπορούσε να πετύχει τους σκοπούς της με ειρηνικά μέσα».
Τις μέρες που φτιάχνει το πρώτο υπουργικό συμβούλιο ο Αλιέντε λέει πως η μελλοντική κυβέρνηση δεν θα είναι σοσιαλιστική κυβέρνηση, αλλά «πολυκομματική». Το κυβερνητικό πρόγραμμα, πάλι με τα λόγια του Αλιέντε, «αντιστοιχούσε στα συμφέροντα όλων εκείνων που κερδίζουν τη ζωή τους από τη δουλειά: εργατών, επαγγελματιών, τεχνικών, καλλιτεχνών, διανοουμένων, υπαλλήλων […] και μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών».
Αυτή η πολυ-ταξικότητα αντανακλάται τελικά στη σύνθεση της νέας κυβέρνησης: μολονότι κορμός της είναι το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα (και μολονότι τάσεις του πρώτου είναι σαφώς αριστερότερα απ’ το δεύτερο), οι υπουργοί προέρχονται από τα πιο μετριοπαθή στελέχη των βασικών κομμάτων, καθώς και από τους δεξιότερους Ριζοσπάστες, το MAPU (χριστιανική Αριστερά), τους Σοσιαλδημοκράτες, το API (το υπουργείο Οικονομικών αναλαμβάνει ένας ανεξάρτητος, μάλλον ο πιο αριστερός στο υπουργικό συμβούλιο).
Οι επιτροπές της Λαϊκής Ενότητας διαλύονται. Το κυριότερο: το Νοέμβρη του ’70, η κυβέρνηση παραχωρεί στη Δεξιά το «Νόμο για τις Δημοκρατικές Εγγυήσεις»: θεωρώντας ότι εξασφαλίζει τη δήλωση πολιτικής ουδετερότητας του στρατού και της αστυνομίας, ο νόμος αυτός (που απαγορεύεται να συζητιέται δημόσια από τα μέλη των Σοσιαλιστών και των Κομμουνιστών) εγγυάται στο στρατό το ρόλο ρυθμιστή, διαβεβαιώνει τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ ότι η κυβέρνηση δεν θα μπλεχτεί στα πόδια τους, παραιτείται από παρεμβάσεις στον ιδεολογικό ρόλο της εκπαίδευσης, δεσμεύεται για την ανεξαρτησία των συνδικάτων και αποδέχεται ρητά τη συνέχεια του κράτους (του πολιτικού συστήματος και του Συντάγματος), καθησυχάζοντας τη Δεξιά για τα όρια της καινούριας κυβερνητικής πολιτικής.
Η κυβέρνηση ως παράγοντας της ταξικής πάλης
Οι παραχωρήσεις αποτελούν το πλαίσιο εγγυήσεων για την εφαρμογή ενός κυβερνητικού προγράμματος που ο Αλιέντε δεν έπαψε να αποκαλεί επαναστατικό, ορίζοντας την επανάσταση ως διαδικασία μεταφοράς εξουσίας από την αστική στην εργατική τάξη (βλ. Régis Debray, Conversations with Allende, NLB 1971). Τον πρώτο χρόνο ο εργατικός μισθός αυξήθηκε 38%, ο μισθός των υπάλληλων 120%, η ανεργία έπεσε κάτω από το 19% και το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8%. Πολλές επιχειρήσεις εθνικοποιήθηκαν, στη λειτουργία άλλων παρενέβη δραστικά οι κυβέρνηση, ενώ άλλες πέρασαν στα χέρια εργατών (για μια λεπτομερή αποτίμηση, βλ. Ian Roxborough, Philip O’ Brien, Jackie Roddick, Chile: The State and Revolution, Palgrave 1977).
Το 1971 πια, οι Χιλιανοί βιομήχανοι δεν θα έμεναν άπραγοι:
Εξήγαγαν όσο περισσότερα κεφάλαια μπορούσαν και δεν επένδυαν τίποτα. Σε πολλές περιπτώσεις τα μόνα κεφάλαια που επενδύονταν στη βιομηχανία ήταν οι κυβερνητικές επιδοτήσεις. Το αυξανόμενο επίπεδο διαβίωσης της εργατικής τάξης έφερε αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης και την αναμενόμενη μείωση της προσφοράς που εντεινόταν από την συστατική συσσώρευση αγαθών από τη μεσαία τάξη. Η ατμόσφαιρα της ανεπάρκειας αγαθών και της ανασφάλειας διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για την πρώτη αμφισβήτηση του Αλιέντε από την αστική τάξη. Η στιγμή επιλέχθηκε πολύ προσεκτικά. Τον Νοέμβριο του 1971 ο Φιντέλ Κάστρο επισκεπτόταν τη Χιλή. Τη δεύτερη μέρα της επίσκεψής του έγινε δεκτός από μία διαδήλωση: την «Πορεία της Άδειας Κατσαρόλας» (σ. 34).
Ολόκληρο το 1971 σημειώθηκαν 1.758 απεργίες και 1.278 εισβολές σε γη. Μαζί, λοιπόν, με τις «κατσαρόλες», η κυβέρνηση βρέθηκε να απολογείται στη Δεξιά και για ανικανότητα να εγγυηθεί τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια της ιδιοκτησίας. Η δεξιά αντεπίθεση θα κλιμακωνόταν την επόμενη χρονιά:
Τον Μάρτιο η αμερικάνικη εταιρεία χαλκού Kennecott, της οποίας η χιλιανή θυγατρική είχε εθνικοποιηθεί, απαίτησε παγκόσμιο εμπάργκο του Χιλιανού χαλκού και ο χριστιανοδημοκράτης γερουσιαστής Κάρλος Χάμιλτον κατέθεσε την πρώτη από μια σειρά προτάσεων στο Κογκρέσο προκειμένου να σταματήσουν οι εθνικοποιήσεις (σ. 42).
Σε πολλές περιπτώσεις, η θέσπιση εργατικής συμμετοχής στη διοίκηση επιχειρήσεων ήταν αντάλλαγμα για τη διακοπή εθνικοποιήσεων. Σε άλλες, η αστυνομία επενέβαινε για να οριοθετήσει τη δράση του MIR (σκοτώνοντας, τον Μάιο, ένα μέλος του). Η δε δικαστική εξουσία εμπόδιζε την αναδιανομή της γης, με την αστυνομία να παρεμβαίνει και εδώ, συλλαμβάνοντας ηγέτες των οργανώσεων ακτημόνων.
Η κλιμάκωση της ταξικής πάλης (1972-73)
Αυτό συνέβη τον Ιούνιο του 1972, φέρνοντας τους εργάτες της βιομηχανικής περιοχής Cerillos δίπλα στους ακτήμονες. Ήταν η ιδρυτική πράξη της πρώτης «βιομηχανικής ζώνης» (cordon): τον επόμενο μήνα, η πρώτη ανακοίνωση της cordon του Cerillos απαιτούσε εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και αντικατάσταση του κοινοβουλίου από εργατική συνέλευση. Αποτέλεσμα, το σταλινικό ΚΚ Χιλής, όσο και η δεξιά πτέρυγα των Σοσιαλιστών (όπου ανήκε ο Αλιέντε), ζήτησαν από τα μέλη τους να μην έχουν σχέσεις με τις cordones: η τήρηση της κοινοβουλευτικής νομιμότητας θεωρούνταν όρος προκειμένου η Δεξιά και ο στρατός να σεβαστούν την κυβέρνηση. Ήδη, όμως, ακροδεξιοί καλούσαν δημόσια για «στρατιωτικές ενέργειες» εναντίον του Αλιέντε.
Λίγους μήνες μετά, η Δεξιά οργάνωνε το δικό της «θερμό φθινόπωρο». Τον Σεπτέμβρη του ’72 οι καταστηματάρχες απεργούσαν ενάντια στις προσπάθειες της κυβέρνησης να ελέγξει τις τιμές. Στις 10 Οκτώβρη οργανώθηκε μεγάλη κινητοποίηση ενάντια στην κυβέρνηση, με τον Χριστιανοδημοκράτη αντιπρόεδρο της Χιλιανής Ομοσπονδίας Εργαζομένων ανάμεσα στους ομιλητές. Στις 11 Οκτώβρη οι οδηγοί φορτηγών κατέβαιναν επίσης σε απεργία, με περιφρούρηση τη φασιστική οργάνωση «Πατρίδα και Ελευθερία», που ξεκίνησε μια σειρά βίαιων επιθέσεων μεγάλης κλίμακας, θέτοντας στην Αριστερά με πρακτικό τρόπο ζήτημα οργάνωσης της αυτοάμυνάς της. Στις 31 Οκτώβρη στις απεργίες έμπαιναν και οι πιλότοι.
Το μπλοκάρισμα των μεταφορών σήμανε διακοπή της τροφοδοσίας σε τρόφιμα, ανταλλακτικά, πρώτες ύλες και τη διανομή τροφίμων – δηλαδή κρίση σε όλη τη χώρα. Η παρέμβαση της εργατικής τάξης αποδείχτηκε καταλυτική για να μην πέσει η κυβέρνηση, δείχνοντας και τα όρια της διαταξικής πολιτικής της Λαϊκής Ενότητας:
Στο εργοστάσιο γυαλιού του Cristalerias Chile η εργοδοσία πάγωσε τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Οι εργάτες απάντησαν με την οργάνωση ενός συστήματος άμεσης διανομής. Όπως εξηγεί ένας εργάτης «Τώρα πουλάμε απευθείας σε συνεταιρισμούς και σε μικρές επιχειρήσεις που μας πληρώνουν σε μετρητά και έτσι μπορούμε να πληρώνουμε μισθούς χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουμε στις τράπεζες […] Όταν οι γιατροί ανακοίνωσαν τη συμμετοχή τους στην απεργία στις 17 Οκτωβρίου, σχηματίστηκε μία κοινή επιτροπή των εργαζομένων στα νοσοκομεία προκειμένου να διατηρήσουν τα νοσοκομεία σε λειτουργία (σ. 56).
Στο κλίμα αυτό, στις 3 Νοεμβρίου δύο στρατηγοί έμπαιναν στην κυβέρνηση Αλιέντε, κι αυτή απαγόρευσε τη νυχτερινή κυκλοφορία, κινητοποιώντας την αστυνομία για την επιστροφή των κατειλημμένων εργοστασίων στους ιδιοκτήτες τους. Τα κόμματα της κυβέρνησης, από το MAPU ως το ΚΚ, εκθείαζαν τις ένοπλες δυνάμεις, απόψεις που διάβαζε κανείς ακόμα και στην εφημερίδα του ΜΙR, την Punto Final (σ. 72). Οι αντιδράσεις, από τις τάξεις για παράδειγμα της Χριστιανικής Αριστεράς, ήταν μειοψηφικές και πολύ ήπιες: «Η CUT (σ.σ. η γενική ομοσπονδία εργαζομένων) και οι cordones είναι πολύ πιο αποτελεσματικές στο δικό τους επίπεδο απ’ ό,τι η Λαϊκή Ενότητα στο πολιτικό επίπεδο (σ. 74).
Στο κλίμα αυτό, ο υπουργός Προϋπολογισμού Μίλας, από το ΚΚ Χιλής, ανακοίνωνε στις αρχές του ’73 την επιστροφή 123 εργοστασίων στους ιδιοκτήτες τους, προκαλώντας κύμα αντιδράσεων από τις cordones, που πλέον αγκάλιαζαν ολόκληρη τη χώρα. Οι κινητοποιήσεις σταμάτησαν ενόψει εκλογών για το Κογκρέσο, όπου η Λαϊκή Ενότητα έβγαινε ενισχυμένη. Το σχέδιο Μίλας αποσύρθηκε, οι στρατηγοί έφυγαν από την κυβέρνηση και ο Αλιέντε ανακοίνωνε σε διάγγελμα 43 νέες εθνικοποιήσεις. Όμως, τον Απρίλη του ’73, η άρνηση της κυβέρνησης να αυξήσει τους μισθούς για τους εργάτες στο μεγαλύτερο ορυχείο χαλκού του κόσμου, το El Teniente, είχε ως αποτέλεσμα μια ιστορική απεργία, που η Αριστερά κατήγγειλε για «οικονομισμό», η Δεξιά αγκάλιασε για προφανείς λόγους, ενώ MIR και cordones αποκόπηκαν, βλέποντας την κυβέρνηση να μειώνει τις μεταξύ τους αποστάσεις.
Η πραξικοπηματική κλίση της Δεξιάς, η αμηχανία της Αριστεράς, ο Πινοσέτ υπουργός της κυβέρνησης Αλιέντε
Πόσο αδιάφορες ήταν ωστόσο για τη Δεξιά οι εγγυήσεις νομιμοφροσύνης της κυβέρνησης, το είδαν όλοι τον Ιούνιο του 1973, όταν ο συνταγματάρχης Σουπέρ επιχείρησε πραξικόπημα. Η απάντηση της εργατικής τάξης, των ακτημόνων, της νεολαίας και των δημοσίων υπαλλήλων, που σε αρκετές περιπτώσεις βρέθηκαν μαζί στις cordones, ήταν αστραπιαία: εργοστάσια και νοσοκομεία καταλήφθηκαν από επιτροπές, εργαζόμενοι προχώρησαν σε επίταξη φορτηγών για να ακυρώσουν την απεργία των οδηγών τους, και το MIR, μαζί με MAPU και Σοσιαλιστές, καλούσαν για υπεράσπιση της κυβέρνησης με το όπλο στο χέρι.
Μπροστά στην κατάσταση αυτή, ο Αλιέντε θα κηρύξει και πάλι κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δίνοντας υπερεξουσίες στο στρατό, και κάνοντας, τον Αύγουστο του 1973 υπουργό Εσωτερικών …τον Αουγκούστο Πινοσέτ. Στο αποκορύφωμα της κινητοποίησής της, η Αριστερά δεν θα κινηθεί προς τη ρήξη, δηλαδή την οικοδόμηση της αντι-εξουσίας των cordones, των συνδικάτων, των επιτροπών γειτονιάς, των επιτροπών προμηθειών, των καταλήψεων ακτημόνων (σ. 127).
Ως προς αυτό, το MIR ήταν μέρος του προβλήματος: «Αντί να υποστηρίζει ότι τα όρια [των cordones] πρέπει να επεκταθούν για να γίνουν η εστία μιας εναλλακτικής εξουσίας (όπως υποστήριζαν μερικά τμήματα αριστερών σοσιαλιστών), δέχθηκε να τα περιορίζει σε ένα συνδικαλιστικό ρόλο, πιστεύοντας ότι τα καθήκοντα της στρατιωτικής προετοιμασίας ανήκουν ξεκάθαρα στο κόμμα, δηλαδή στο ίδιο […] Συνολικά η στρατηγική του MIR σήμαινε να προετοιμάζεται για υποθετικά μελλοντικά καθήκοντα σε βάρος των σημερινών καθηκόντων» (βλ. Ντανιέλ Μπενσαΐντ, Η επαναστατική στρατηγική σήμερα, μτφρ.: Νίκος Ταμβακλής, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη 2015, σ. 74-5).
***
Ο Αλιέντε πλήρωσε το πραξικόπημα με τη ζωή του, όπως 30.000 Χιλιανοί μόνο στον πρώτο χρόνο της νεοφιλελεύθερης δικτατορίας που επαίνεσε ο δυτικός αστικός κόσμος. Το σκοτάδι κράτησε πολύ για τη Χιλή: ως το ’98 ο Πινοσέτ ήταν αρχηγός του στρατού. Μέχρι πολύ πρόσφατα, εξάλλου, το εκλογικό σύστημα ευνοούσε σκανδαλωδώς τους πολιτικούς επιγόνους της χούντας. Τίποτα απ’ αυτά, λοιπόν, δεν είναι παλιά ιστορία – κι αυτό δεν αφορά μόνο τη Χιλή. Ο χιλιανός «δημοκρατικός δρόμος» για τον σοσιαλισμό ταύτισε τη δημοκρατία, όχι με την κίνηση των πολλών, αλλά με μια πολιτική «συνεννόησης με τις κορυφές», αποκλειστικά ή κυρίως διαμέσου του κράτους. Η πολιτική αυτή κάθε άλλο παρά εγγυήθηκε τη συμμόρφωσή της Δεξιάς, του στρατού και του διεθνούς παράγοντα στο συνταγματικό/κοινοβουλευτικό δημοκρατικό πλαίσιο. Αντίθετα, απαίτησε παραχωρήσεις πολύ μεγαλύτερες από της άλλης πλευράς, και περιόρισε την κυβερνώσα Αριστερά να χρησιμοποιεί τον κρατικό μηχανισμό προκειμένου να κρατά στα επιτρεπτά όρια τις απαιτήσεις του κόσμου που την έφερε στην κυβέρνηση. Σαν κάτι μας θυμίζει.