Η περίοδος χαρακτηρίζεται από την κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου ιδεολογικού πλαισίου, καθώς η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξαν όλες τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του σύγχρονου καπιταλισμού.

Το κράτος «επέστρεψε» παραμερίζοντας το «αόρατο χέρι της αγοράς». Μαζί του επέστρεψαν τα χρέη, τα ελλείμματα, ο πληθωρισμός, την ώρα που η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης βρίσκεται τουλάχιστον σε αναστολή και οι θεωρίες για την ενιαία καπιταλιστική προοπτική, διεθνώς, σκόρπισαν στα πεδία των μαχών στην Ουκρανία.

Η ταξική λιτότητα, ο ρατσισμός, ο κρατικός αυταρχισμός, ο πόλεμος κλιμακώνονται πλέον χωρίς ιδιαίτερα ιδεολογικά προσχήματα. Συνέπεια είναι η αύξηση της αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος στα μάτια των πλατιών κοινωνικών ακροατηρίων. Αυτή η ιστορική τροπή συνάντησε τη μετάλλαξη ή ακόμη και την κατάρρευση της μαζικής, ρεφορμιστικής Αριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας ή κεντροαριστεράς, που εδώ και καιρό έχει παραδώσει την ιδεολογικοπολιτική της ταυτότητα στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, με σημαντικές πολιτικές και οργανωτικές συνέπειες για το ίδιο το κίνημα.

Το κενό της πολιτικής εκπροσώπησης των «από κάτω» στην εποχή που οι ανισότητες διαρκώς διευρύνονται και τα κυρίαρχα ιδεολογήματα διαλύονται από την ίδια τη συστημική πράξη, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη της ακροδεξιάς ως εναλλακτικό συστημικό εργαλείο, χαρακτηριστικά της οποίας ενσωματώνει διαρκώς το νεοφιλελεύθερο κράτος. Ταυτόχρονα, όμως, το κενό αυτό αποτελεί πρόκληση για την αντινεοφιλελεύθερη, ριζοσπαστική έως αντικαπιταλιστική Αριστερά να το διεκδικήσει. Οι πρόσφατες επιδόσεις της γαλλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς δείχνουν ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην κοινωνική «ζήτηση» για ριζοσπαστικές, αριστερές απαντήσεις.

Ο προηγούμενος κύκλος της απόπειρας να αντιμετωπιστεί η νεοφιλελεύθερη στρατηγική και να εκφραστεί  πολιτικά η σημαντικότερη διεθνής κινηματική αμφισβήτησή  της, από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, με τις προσπάθειες των «πλατιών κομμάτων» της ριζοσπαστικής Αριστεράς,  έχει κλείσει. Το πιο «ηχηρό» επεισόδιο που σηματοδότησε την ήττα ήταν η μεταστροφή προς τα δεξιά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που ο ελληνικός λαός έδινε την διαυγέστερη ταξική καταγραφή του εδώ και πολλές δεκαετίες, στο δημοψήφισμα του 2015.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε «παιδί» των διεθνών κινηματικών και πολιτικών εξελίξεων και ως «πλατύ κόμμα» αποτέλεσε πεδίο συνύπαρξης και σύγκρουσης μεταξύ των συστημικών πιέσεων και των αριστερών, ριζοσπαστικών απαντήσεων. Εκ του αποτελέσματος είναι σαφές πώς οι αντινεοφιλελεύθερες, ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές δυνάμεις ηττήθηκαν καθώς, εξάλλου, δεν κατάφεραν να συμπήξουν τη συνολική δύναμή τους. 

Ωστόσο την ίδια ακριβώς περίοδο, στις ίδιες συνθήκες συγκροτήθηκε και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως αμιγώς αντικαπιταλιστική συσπείρωση. Η στάση της ήταν δίπλα και μέσα στους λαϊκούς αγώνες και μάλιστα χωρίς ελιτισμό απέναντι στην μαζική έκφραση του κόσμου, όπως φάνηκε στο δημοψήφισμα. Θα περίμενε κανείς πως μετά την ήττα του ριζοσπαστικού ΣΥΡΙΖΑ θα διεκδικούσε την συνέχεια. Όμως αυτό δεν συνέβη. Αντίθετα υποχώρησε μέχρι του βαθμού της εμφάνισης ενός ορισμένου «διπολισμού» στα μάτια της κοινωνίας, συχνά στο κίνημα αλλά και πολιτικά, όπως, σε ορισμένες περιπτώσεις, στις δημοτικές εκλογές.

Τα «πλατιά κόμματα» δεν αποτελούν μοντέλο, καθώς το καθένα από αυτά καθορίζεται από την σύνθεσή του, αλλά αποτελούν πεδίο πάλης. Συγκροτήθηκαν, εξ αντικειμένου, ως συνάντηση τμημάτων της επαναστατικής και της ρεφορμιστικής Αριστεράς σε μια καπιταλιστική εποχή που δεν ανέχεται όχι μόνο την επαναστατική προσέγγιση του αντικαπιταλισμού αλλά ούτε την ρεφορμιστική άρνηση του νεοφιλελευθερισμού.

Οι εξελίξεις στην ταξική και πολιτική πάλη στην αυγή του 21ου αιώνα διαμορφώνουν προκλήσεις και δυνατότητες για το κίνημα και για την αντικαπιταλιστική Αριστερά, που απαιτούν τις αντίστοιχες επεξεργασίες και επιλογές και ασφαλώς την ανάληψη ρίσκων προκειμένου να διακοπεί ο «σισύφειος κύκλος» και να διεκδικηθούν οι νίκες της εποχής μας. Δεν ωφελεί, ωστόσο, να αντιμετωπίζονται ως δυνατότητα δικαίωσης, ενίοτε στο όνομα θεωρητικών και πολιτικών παραδόσεων, συγκεκριμένων οργανωτικών σχημάτων και υποκειμενικών διαδρομών. 

Σήμερα το άμεσο ζήτημα αφορά στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Οι εξελίξεις στο κεντρικό πολιτικό πεδίο παίζουν καίριο ρόλο στις πολιτικές διεργασίες και τις συνειδήσεις των πλατιών κοινωνικών ακροατηρίων και ο στόχος πρέπει να είναι η εκάστοτε αστική κυβέρνηση να πέφτει «απ’ τα κάτω και από τ’ αριστερά». Η αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει με την τακτική της να διεκδικεί τη συμμετοχή και τις δικές της απαντήσεις στο αριστερό και λαϊκό αίτημα να πέσει η νεοφιλελεύθερη και ακροδεξιά κυβέρνηση.  Όσο η ταξική και πολιτική πάλη δεν παράγει επαναστατικές συνθήκες, η ενιαιομετωπική προσέγγιση αποτελεί μονόδρομο. Όχι μόνο στο κίνημα αλλά, υπό όρους, και στο πολιτικό πεδίο.

Με την πεποίθηση ότι ο Σοσιαλισμός είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, χρειάζεται να επικεντρωθούμε περισσότερο στην διεκδίκηση της πολιτικής, της μαζικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, παρά μόνον ή κυρίως της προπαγάνδας.

Η περίοδος, μαζί με τη βαρβαρότητα προσφέρει και την ευκαιρία.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 18/6/2022

 

*Αντικαπιταλιστική Πολιτική Ομάδα (ΑΠΟ)