Η Ρόζα θεωρούσε ότι η ιστορία διδάσκει. Και πραγματικά, παρακολουθώντας τις συζητήσεις, τους προβληματισμούς, τις προτάσεις, αντιμετωπίζοντας τα αδιέξοδα και τις ήττες αγώνων (όπως πρόσφατα των καθηγητών), αλλά και βλέποντας το ορμητικό ποτάμι των ανθρώπων που κατά χιλιάδες την τελευταία εβδομάδα «άφησαν τον καναπέ» για να συμπαρασταθούν στην ΕΡΤ, διαπιστώνουμε ότι τα ίδια «παλιά» προβλήματα αναζητούν λύση.

Τα ζητήματα των απεργιών, της γενικής πολιτικής απεργίας, του αυθόρμητου, του ρόλου του κόμματος (ή των κομμάτων) της Αριστεράς, του ρόλου των συνδικάτων και της «ανεξαρτησίας» τους από τα αριστερά κόμματα, μας απασχολούν όλες και όλους τα τελευταία χρόνια. 

Σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, οι απόψεις και η εμπειρία της Ρόζας Λούξεμπουργκ έχουν πολλά να μας πουν και σήμερα.

Με το βιβλίο της «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα», η Ρόζα ανέπτυξε τις ιδέες για τη γενική απεργία ως πολιτικό όπλο. Συνόψισε τα πολιτικά συμπεράσματα από το κύμα των εργατικών απεργιών που συγκλόνισε τη Ρωσία κατά την επανάσταση του 1905.

Στόχος της ήταν να χτυπήσει το συντηρητισμό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στη Γερμανία. Επίσης έτσι ενίσχυε τη μάχη μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (το SPD που ήταν η πλατιά Αριστερά της εποχής, όπου συνυπήρχαν ακόμα ρεφορμιστές και επαναστάτες), για το ρόλο του στους αγώνες και για να «ξεκολλήσει» από την κοινοβουλευτική δράση, στην οποία υπέτασσε τα πάντα.

Γενική πολιτική απεργία: Ένα νέο όπλο

Η ιδέα της γενικής απεργίας ήταν γνωστή από παλιά. Μεγάλες απεργίες είχαν ήδη γίνει είτε για πολιτικά δικαιώματα (δικαίωμα της ψήφου), είτε για εργατικές διεκδικήσεις. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας (SPD) η γενική απεργία θεωρείτο «γενική τρέλα».

Την έβλεπαν σαν εμμονή και πλάνη των αναρχικών, που θεωρούσαν ότι μόνο με μια γενική απεργία (έστω και 10 ημερών!) θα κατέρρεε το αστικό κράτος. Οι ηγέτες των γερμανικών συνδικάτων (τα οποία είχαν τεράστια δύναμη) ήταν αντίθετοι στη γενική απεργία. 

Η αντιπαράθεση της Ρόζας με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία είχε ξεκινήσει από νωρίτερα. Η αφορμή δόθηκε αρχικά από το Βέλγιο. Το 1903, η ηγεσία του εκεί Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος σταμάτησε τη γενική απεργία, που είχε ξεκινήσει αυθόρμητα από τους εργάτες για το καθολικό δικαίωμα ψήφου, με το πρόσχημα ότι η απεργία φόβιζε τους Φιλελεύθερους συμμάχους της Αριστεράς.

Στη διαμάχη που ξέσπασε, η Ρόζα μαστίγωσε «τους ερασιτέχνες του ρεαλισμού που δεν κουράζονται να φωνάζουν για τις “θετικές επιτυχίες” της κοινοβουλευτικής δράσης για να τις χρησιμοποιήσουν ως όπλα κατά της αναγκαιότητας και σκοπιμότητας της βίας στον εργατικό αγώνα». 

Για τη Ρόζα η πείρα της ρωσικής επανάστασης του 1905 άλλαζε το πρίσμα με το οποίο έβλεπαν μέχρι τότε τη διεκδίκηση της εξουσίας. Στην εξέγερση των εργατών/τριών είδε το μέλλον για το οποίο έπρεπε να προετοιμάζεται και το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αντίθετα, οι περισσότεροι ηγέτες του κόμματος θεώρησαν την επανάσταση στη Ρωσία μια τοπική ιδιορρυθμία, ασύμβατη  με  ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς όπως αυτό στη Γερμανία.

Αυθόρμητο 

και συνειδητό

Η Ρόζα δείχνει στο βιβλίο της πώς αλλάζουν και προχωρούν οι συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων, καθώς εμπλέκονται στις απεργίες και τις μάχες. Υπογραμμίζει: «Στην επανάσταση, όταν η ίδια η μάζα εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή, η ταξική συνείδηση γίνεται πρακτική και δραστήρια. Έτσι, ένας χρόνος επανάστασης έδωσε στο ρώσικο προλεταριάτο τόση “μόρφωση” όση δεν μπόρεσαν τεχνητά να δώσουν στο γερμανικό προλεταριάτο 30 χρόνια κοινοβουλευτικών και συνδικαλιστικών αγώνων».

Τα γεγονότα στη Ρωσία, για τη Ρόζα, αποδεικνύουν ότι:


– Τα οικονομικά και πολιτικά αιτήματα (που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν σαν ξεχωριστές μάχες) δεν είναι ξεχωριστά, αλλά αδιάσπαστα συνδεδεμένα.

Αυτό έχει γίνει εξόφθαλμο για μας σήμερα, μιας και η οποιαδήποτε οικονομική διεκδίκηση για να νικήσει, πρέπει … να ρίξει την κυβέρνηση!


– Η μαζική απεργία είναι συνδεδεμένη με την προοπτική τις ανατροπής. Στη Ρωσία σχεδόν κάθε μαχητική απεργία κατέληγε σε αιματηρή αναμέτρηση με τις δυνάμεις του τσάρου.


– Μια γενική απεργία δεν μπορεί να κηρυχτεί αυθαίρετα από την ηγεσία του κόμματος ή των συνδικάτων. Όμως, οι μαρξιστές πρέπει να μπαίνουν σ’ αυτές τις μάχες και να γίνονται τμήμα τους, όπως έκανε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στη Ρωσία. Δεν πρέπει να περιμένουν μια «οργανωμένη και πειθαρχημένη μάχη που θα διεξάγεται σύμφωνα με ένα σχέδιο», για να πάρουν μέρος σ’ αυτή, γιατί τότε δεν θα τη δουν ποτέ. Επίσης, όμως, δεν πρέπει να υποτάσσονται στο μέσο όρο των απόψεων του κόσμου, ούτε –ακόμα χειρότερα– να είναι πίσω από τις διαθέσεις του, αλλά να προχωρούν και να πολιτικοποιούν τη μάχη, δίνοντας την προοπτική της συνέχειας και την αυτοπεποίθηση στους αγωνιζόμενους εργαζόμενους/ες.

Η Ρόζα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, όταν επιτέθηκε σφοδρά στο συντηρητισμό των ηγετών (συνδικαλιστικών και κομματικών). Όμως, αυτό δεν την οδήγησε σε μια αναρχοφιλελεύθερη «θεωρία του αυθόρμητου», όπως πολλοί  ισχυρίστηκαν μετά το θάνατό της.

Αν το αυθόρμητο, όπως η έκρηξη μιας μαζικής απεργίας, είναι ανεξάρτητη από τη θέληση των οργανώσεων, η Ρόζα υποστήριζε ότι όμως το κόμμα είναι και πρέπει να είναι ένας ουσιαστικός παράγοντας σ’ αυτές τις καταστάσεις. Το κόμμα μπορεί να δώσει μια ξεκάθαρη άποψη της ουσίας της πάλης και να ενισχύσει τη θέληση για πάλη.

«Η σοσιαλδημοκρατία είναι η πρωτοπορία η πιο φωτισμένη και η πιο συνειδητή του προλεταριάτου. Αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει μοιρολατρικά να περιμένει με σταυρωμένα χέρια την έλευση της “επαναστατικής κατάστασης”, να περιμένει το αυθόρμητο κίνημα να πέσει από τον ουρανό. Αντίθετα, το καθήκον της είναι όπως πάντα να προηγείται της εξέλιξης των πραγμάτων, να προσπαθεί να την επισπεύσει…

»Η τακτική του κόμματος δεν πρέπει ποτέ να βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του υπάρχοντος στην πραγματικότητα συσχετισμού των δυνάμεων, αλλά αντίθετα πρέπει να υπερβαίνει αυτό το επίπεδο… Μια τακτική συνεπής, αποφασιστική, που να ανοίγει δρόμους προς τα εμπρός, προκαλεί στις μάζες το αίσθημα της ασφάλειας, της εμπιστοσύνης, της ορμής στη μάχη. Αντίθετα μια διστακτική και φοβισμένη τακτική, που στηρίζεται στην υποτίμηση του προλεταριάτου, ασκεί στις μάζες μια παραλυτική επίδραση και μια ψυχική κατάπτωση». 

Σήμερα

Η μαζική αντίδραση στο κλείσιμο της ΕΡΤ ήταν κυρίως αυθόρμητη και φανέρωσε κοινωνικές δυνάμεις που σχεδόν κανείς δεν περίμενε. Δυνάμεις επίσης που δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να εκφραστούν στην απεργία της ΟΛΜΕ…

Στην ουσία, από την πρώτη μέρα ο αγώνας ενάντια στο κλείσιμο της ΕΡΤ ήταν πολιτικός αγώνας. Το αίτημα του κόσμου δεν ήταν απλώς να σπάσει το λουκέτο και να επαναπροσληφθούν οι 2.650 εργαζόμενοι/ες. Ήταν να πέσει η κυβέρνηση της λιτότητας, της καταστροφής, του αυταρχισμού. Τα συνθήματα ήταν συνθήματα Πολυτεχνείου. 

Το αυθόρμητο υπήρξε για άλλη μια φορά. Και για άλλη μια φορά η Αριστερά και τα συνδικάτα δεν πήραν «πάνω» τους αυτό τον αγώνα. Η απλή συμπαράσταση και ο «σεβασμός» στην ανεξαρτησία είτε των συνδικάτων είτε των κινημάτων δεν έχει οδηγήσει ποτέ σε νίκες. Ούτε στην εποχή της Ρόζας, ούτε σήμερα.

Από την πρώτη ώρα στο προαύλιο της ΕΡΤ έμπαινε το αίτημα «να μπει μπροστά η πολιτική Αριστερά» και να συμπαρασταθούν τα μεγάλα συνδικάτα (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ κλπ) στον αγώνα, για να ανοίξει η δημόσια ραδιοτηλεόραση και να πέσει η κυβέρνηση. Ο κόσμος καταλάβαινε την πολιτική διάσταση του ζητήματος, όπως και προς τα πού είναι η λύση.

Το θέμα, δυστυχώς, είναι –όπως και παλιά– να καταλάβουν και οι ηγεσίες. Να μπουν μπροστά, αντί να παρακολουθούν τα γεγονότα και να περιμένουν «κοινοβουλευτικές» ανατροπές ή τις εκλογές για να λυθούν τα ζητήματα.