Για πρώτη φορά στην κινηματογραφική ιστορία των ΗΠΑ, η απελευθέρωση των σκλάβων αναγνωρίζεται ως κεντρικό ζήτημα του Εμφυλίου Πολέμου. Από αυτήν την άποψη, η ταινία «Λίνκολν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ κάνει ένα μεγάλο βήμα μπρος. Όμως η επιλογή του σεναρίου αφήνει μια πικρή γεύση: Σπαταλά μια μεγάλη ευκαιρία να αποκατασταθεί (στη μεγάλη οθόνη και στο πλατύτερο δυνατό κοινό) η πραγματική ιστορία του Αμερικανικού Εμφυλίου.

Οι παραγωγοί επέλεξαν να κάνουν μια ταινία που εξελίσσεται στο τέλος του πολέμου, στους τελευταίους 4 μήνες πριν τη ψήφιση της 13ης Τροπολογίας, που καταργούσε τη δουλεία. Περιγράφει την προσπάθεια του Λίνκολν και των πολέμιων της σκλαβιάς να κατακτήσουν την απαιτούμενη πλειοψηφία για την ψήφισή της. Σε αυτήν την περιγραφή, κάνει μια εξαιρετική δουλειά. Όμως η πολιτική μάχη που περιγράφει, γινόταν για την επικύρωση μιας πραγματικότητας που σε μεγάλο βαθμό είχε επιβληθεί από εκατομμύρια μαύρους και λευκούς, που γκρέμιζαν το δουλοκτητικό καθεστώς με τη δράση τους στον Εμφύλιο. Αυτή η δράση καθόρισε και την ίδια την πολιτική διαδρομή του Λίνκολν. Είναι κρίμα που οι παραγωγοί της ταινίας, αποφασίζοντας να καταπιαστούν με το ζήτημα, επέλεξαν να την αφήσουν εκτός ταινίας.

Οι αντικειμενικοί περιορισμοί που επιβάλλει αυτή η επιλογή, επηρεάζουν την ίδια την ταινία. Καθώς εξελίσσεται στους πολιτικούς διαδρόμους, στην ταινία κυριαρχούν οι λευκοί χαρακτήρες, ενώ οι μαύροι εμφανίζονται στο «περιθώριο». Κάνοντας ένα βήμα μπρος κινηματογραφικά, ταυτόχρονα κάνει και ένα πίσω: στην εποχή πριν το ’60, όπου οι μαύροι χαρακτήρες περιορίζονταν στα «περιθώρια» των ταινιών, συνήθως ως παθητικά αντικείμενα (γεμάτα αγάπη προς τους αφέντες τους στις χειρότερες περιπτώσεις, γεμάτα ευγνωμοσύνη στους «απελευθερωτές» τους στις καλύτερες). Ωστόσο ακόμα και μέσα στους αντικειμενικούς περιορισμούς της πλοκής, αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί: Οι δύο μαύροι χαρακτήρες της ταινίας δεν έχουν σχέση με το δυναμικό ρόλο που έπαιξαν πραγματικά στα γεγονότα. Επιπλέον, είναι αδικαιολόγητη η «απουσία» του μαύρου αγωνιστή Φρέντερικ Ντάγκλας, της σημαντικότερης ιστορικά προσωπικότητας στον αγώνα ενάντια στη δουλεία.

Όμως αυτό το άρθρο δεν είναι για την ίδια την ταινία «Λίνκολν». Η ταινία είναι μια εξαιρετική ιστορική αναπαράσταση της μάχης για να περάσει η 13η Τροπολογίας. Δεν είναι όμως ιστορία για τον ίδιο τον Εμφύλιο, ούτε καν για τον ίδιο τον Λίνκολν. Και αυτή είναι μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί.  

Ο Αμερικανικός Εμφύλιος ήταν μια στιγμή της ιστορίας που οι στόχοι της αμερικανικής αστικής τάξης, συνέπιπταν με έναν προοδευτικό σκοπό. «Για τελευταία φορά στην ιστορία», γράφει ο Χάουαρντ Ζιν στην «Ιστορία του Λαού των ΗΠΑ». Στα γεγονότα του Εμφυλίου, που κατέληξαν στην απελευθέρωση των μαύρων από τη σκλαβιά, ο Λίνκολν έπαιξε καταλυτικό ιστορικά ρόλο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τα καθοδήγησε από την αρχή συνειδητά.

Η εκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ, το 1860, πυροδότησε ουσιαστικά τον εμφύλιο. Το κόμμα του, οι Ρεπουμπλικάνοι, εναντιώνονταν στην πολιτική ισχύ των δουλοκτητών (αλλά όχι στην ίδια τη δουλοκτησία, όπως τόνιζε ο Φρέντερικ Ντάγκλας). Οι Πολιτείες του Νότου αντέδρασαν επιθετικά, αποσχίστηκαν και ίδρυσαν την Συνομοσπονδία. Εκείνη την εποχή, η αστική τάξη του Βορρά και το Ρεπουμπλικάνικο Κόμμα πίστευαν πως ο θεσμός της δουλειάς θα «απονεκρωθεί» και ήθελαν να αποφύγουν τη μετωπική σύγκρουση με το Νότο. Η πρώτη ορκωμοσία του Λίνκολν, έγινε κάτω από τα μαύρα σύννεφα της απόσχισης και της ίδρυσης της Συνομοσπονδίας. Στην ομιλία του ήταν σαφής:

«Δείχνει να υπάρχει η αντίληψη στο λαό των Νότιων Πολιτειών ότι με την άνοδο μιας Ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης η περιουσία τους, η ειρήνη και η προσωπική τους ασφάλεια διακινδυνεύουν. Ποτέ δεν υπήρξε σοβαρός λόγος για τέτοιες ανησυχίες. Στην πραγματικότητα, οι πιο ξεκάθαρες αποδείξεις για το αντίθετο υπήρχαν πάντοτε και ήταν γνωστές. Αυτές οι αποδείξεις βρίσκονται σε σχεδόν όλους τους δημοσιευμένους λόγους αυτού που τώρα σας απευθύνεται. Θα παραθέσω απόσπασμα από μια από αυτές τις ομιλίες όπου διακηρύσσω ότι: δεν έχω καμία πρόθεση, άμεσα ή έμμεσα, να παρέμβω στο θεσμό της δουλείας στις Πολιτείες όπου υπάρχει. Πιστεύω πως δεν έχω το νόμιμο δικαίωμα να το κάνω και δεν έχω καμία διάθεση να το κάνω».

Ο στόχος του πολέμου, για την Ένωση (Βόρειες Πολιτείες) και τον ίδιο τον Λίνκολν, ήταν η αποτροπή της διάσπασης, η επανένωση των Πολιτειών. Το ζήτημα της απελευθέρωσης των μαύρων δεν είχε τεθεί. Αντίθετα, η δέσμευση για διατήρηση του θεσμού της δουλείας ήταν το βασικό διαπραγματευτικό «όπλο» του Λίνκολν, στην προσπάθειά του να διατηρήσει στην Ένωση τις δουλοκτητικές «συνοριακές Πολιτείες» και να αποτρέψει την προσχώρησή τους στην Συνομοσπονδία. Η ίδια η διεξαγωγή του πολέμου γινόταν με «μισή καρδιά» από τη μεριά της Ένωσης. Είναι χαρακτηριστικό, πως όταν κάποιοι Βόρειοι αξιωματικοί ανακήρυσσαν τους φυγάδες σκλάβους, «πολεμικά κατασχεμένη ιδιοκτησία», δέχτηκαν κριτική από τον Λίνκολν που επέμενε στην τήρηση του νόμου του 1850 που επέβαλλε την επιστροφή των φυγάδων στους ιδιοκτήτες τους.

Δύο γεγονότα άλλαξαν την κατάσταση. Το ένα ήταν οι στρατιωτικές επιτυχίες των Νοτίων τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου. Ο Βορράς υπερτερούσε σε μια σειρά στρατιωτικούς, τεχνολογικούς τομείς, όπως και σε στρατεύσιμο πληθυσμό. Αλλά αυτά δεν αρκούσαν για να νικήσει έναν πόλεμο που ο τρόπος διεξαγωγής του καθοριζόταν από πολιτικές επιλογές, που στην ουσία του ήταν πάλη μεταξύ δύο κοινωνικών συστημάτων. Το δεύτερο γεγονός είναι πως στις δουλοκτητικές Πολιτείες, οι μαύροι σκλάβοι κλιμάκωσαν τον αγώνα τους. Αρνούμενοι να εργαστούν για τη συντήρηση του στρατού των Νοτίων, δραπετεύοντας και προσφέροντας την εργασία τους στα στρατεύματα του Βορρά. Με την ίδια τους την πρωτοβουλία, έθεταν ένα αμείλικτο ερώτημα στους αξιωματικούς των Βορείων: Ενώ ο πόλεμος δεν πήγαινε καλά, θα απαρνούνταν πολύτιμους συμμάχους και θα τους χάριζαν κιόλας στον αντίπαλο;

Οι ριζοσπάστες οπαδοί της κατάργησης της δουλείας ανακινούσαν όλο και πιο επιθετικά το αίτημα. Απαντώντας τότε στον εχθρό της δουλείας Οράτιο Γκρίλεϊ, ο Λίνκολν σε μια διάσημη επιστολή του, έβαζε για πρώτη φορά το ζήτημα σε δημόσιο διάλογο, αλλά με τρόπο που έκανε και πάλι σαφείς τις προθέσεις του:

«Ο μόνιμος στόχος μου σε αυτήν την πάλη είναι να σώσω την Ένωση και δεν είναι ούτε να σώσω ούτε να καταστρέψω την σκλαβιά. Αν μπορούσα να σώσω την Ένωση χωρίς να σώσω κανένα σκλάβο θα το έκανα. Και αν μπορούσα να τη σώσω, απελευθερώνοντας όλους τους σκλάβους, θα το έκανα. Και αν μπορούσα να τη σώσω, ελευθερώνοντας κάποιους σκλάβους και εγκαταλείποντας άλλους, επίσης θα το έκανα».

Αρκετό καιρό πριν τεθεί το ζήτημα, τον Οκτώβρη του 1861, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Καρλ Μαρξ προέβλεπε την εξέλιξη των γεγονότων:

«Ο σημερινός αγώνας ανάμεσα στο Νότο και το Βορρά είναι, λοιπόν, ένας αγώνας ανάμεσα σε δύο κοινωνικά συστήματα, το σύστημα της σκλαβιάς και το σύστημα της ελεύθερης εργασίας. Ο αγώνας ξέσπασε επειδή τα δύο συστήματα δεν μπορούν πλέον να ζουν ειρηνικά το ένα δίπλα στο άλλο στην βορειοαμερικανική ήπειρο. Μπορεί να τερματιστεί μόνο με την νίκη του ενός συστήματος επί του άλλου.

(…)

Το άγχος να διατηρήσουν ικανοποιημένους τους νομιμόφρονες δουλοκτήτες των συνοριακών Πολιτειών, ο φόβος μην τους σπρώξουν στην αγκαλιά των διασπαστών, με μια λέξη η ευαισθησία προς τα συμφέροντα, τις προκαταλήψεις και τη λογική αυτών των αμφίβολων συμμάχων έχει χτυπήσει την κυβέρνηση της Ένωσης με αθεράπευτες αδυναμίες από την αρχή του πολέμου, την έχει οδηγήσει σε ημίμετρα, την έχει υποχρεώσει να υποκρίνεται όσον αφορά τις αρχές του πολέμου και να μην χτυπάει το πιο αδύναμο σημείο του εχθρού, τις ίδιες τις ρίζες της σκλαβιάς».

Αυτά ο Μαρξ τα έγραφε λίγο καιρό αφότου ο Λίνκολν είχε απορρίψει τις προσπάθειες των αξιωματικών να χαρίσουν την ελευθερία στους φυγάδες σκλάβους. Ο πόλεμος διεξαγόταν σε όλες τις «συνοριακές» Πολιτείες και το ζήτημα της σκλαβιάς έμπαινε με πραγματικούς όρους στο προσκήνιο… «Έχουμε ήδη φτάσει σε σημείο καμπής. Με τον πραγματικό πόλεμο για τις συνοριακές Πολιτείες να διεξάγεται μέσα στις ίδιες τις συνοριακές Πολιτείες, το ζήτημα του ποιος θα τις κερδίσει αποσύρεται από την σφαίρα των διπλωματικών και κοινοβουλευτικών συζητήσεων… τα ίδια τα γεγονότα οδηγούν στην ανάδειξη του αποφασιστικού συνθήματος –απελευθέρωση των σκλάβων».

Περίπου ένα χρόνο μετά, πράγματι τα γεγονότα που περιγράφηκαν παραπάνω πίεσαν τον Λίνκολν στην ανάδειξη αυτού του αποφασιστικού συνθήματος: το Σεπτέμβρη του 1862, εξέδωσε μια προκαταρκτική διακήρυξη, πως θα διέταζε την απελευθέρωση όλων των σκλάβων σε οποιαδήποτε Πολιτεία της Συνομοσπονδίας δεν επέστρεφε υπό τον έλεγχο της Ένωσης ως την 1η Γενάρη 1863.

Καμιά Πολιτεία δεν υπέκυψε στον εκβιασμό. Καθώς η απελευθέρωση ίσχυε μόνο για τις «ανυπότακτες» Πολιτειές, στην πράξη απελευθέρωνε ένα μικρό ποσοστό σκλάβων. Οι περισσότεροι σκλάβοι ήταν στις περιοχές που έλεγχαν οι Νότιοι ή σε κατεχόμενες από την Ένωση περιοχές που είχαν όμως εξαιρεθεί από τη διακήρυξη. Ο κυβερνητικός William H. Seward, σχολίαζε: «Δείχνουμε την συμπάθειά μας στη σκλαβιά, απελευθερώνοντας τους σκλάβους εκεί όπου δεν μπορούμε να τους φτάσουμε και κρατώντας τους αιχμαλώτους εκεί όπου μπορούμε να τους απελευθερώσουμε».

Όμως ήταν μια καταλυτική απόφαση στην πορεία του πολέμου. Έδινε ώθηση στη διαδικασία που είχε προβλέψει ο Μαρξ όταν οι ήττες των Βορείων είχαν αποθαρρύνει τον Ένγκελς: Τη μετατροπή του πολέμου από «συνταγματικό, για την ένωση» σε «επαναστατικό». Πράγματι ο στρατός του Βορρά που προέλαυνε προς την Συνομοσπονδία, μετατρεπόταν σε απελευθερωτικός στρατός. Οι μαύροι σκλάβοι γέμισαν ενθουσιασμό και τα κρούσματα ανταρσίας ενάντια στους δουλοκτήτες πήραν μέγεθος γενικευμένης εξέγερσης. Διακόσιες χιλιάδες μαύροι, πρώην σκλάβοι, κατετάγησαν στον στρατό της Ένωσης (μετά από σκληρό πολιτικό αγώνα να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να είναι ένοπλοι, και διεκδικώντας –μάταια- να αντιμετωπίζονται ως ισότιμοι με τους λευκούς στρατιώτες). Στους 200.000, δεν υπολογίζονται όσοι συνόδευαν τις στρατιές του Βορρά προσφέροντας την εργασία τους (μαγείρεμα, οχυρωματικά έργα κλπ). Η ανταρσία των μαύρων σκλάβων, αποδιοργάνωσε τελείως την οικονομική βάση της πολεμικής προσπάθειας των δουλοκτητικών Πολιτειών, σε τέτοιο βαθμό που ο ιστορικός ΝτυΜπουά την αποκάλεσε «γενική απεργία». Η μετατροπή του πολέμου σε επαναστατικό, η πάλη των μαύρων στο Νότο, η πολιτική συζήτηση που άνοιξε, άλλαξε σε μεγάλο βαθμό τις συνειδήσεις και πολλών λευκών του Βορρά που αρχικά εναντιώνονταν ή αδιαφορούσαν για την απελευθέρωση των μαύρων. Ιδιαίτερα οι λευκοί στρατιώτες. Ελάχιστοι ξεκίνησαν ως εχθροί της σκλαβιάς. Είναι διάσημα ιστορικά τα επεισόδια που ξέσπασαν στη Νέα Υόρκη ενάντια στην στρατολόγηση, με τα πλήθη να επιτίθενται στους μαύρους του Βορρά. Πολλοί όμως άλλαξαν στη διάρκεια του πολέμου. Υπάρχουν πολλές επιστολές, όπως αυτή ενός λοχία από το Μίσιγκαν στη γυναίκα του:

«Όσο πιο πολλά μαθαίνω για τον καταραμένο θεσμό της σκλαβιάς, τόσο πιο πολλά είμαι πρόθυμος να υπομείνω για την τελική του καταστροφή… όταν αυτός ο πόλεμος τελειώσει, όλη η χώρα θα περάσει από μια αλλαγή προς το καλύτερο… Η κατάργηση της σκλαβιάς θα δώσει αξιοπρέπεια στην εργασία, αυτό το γεγονός από μόνο του, θα επαναστατικοποιήσει τα πάντα».

Αυτή η αλλαγή συνειδήσεων που περιγράφει η επιστολή έπαιξε επίσης καθοριστικό πολιτικά ρόλο στην έκβαση του πολέμου, καθώς και οι δύο στρατοί ήταν σε συντριπτικό βαθμό εθελοντικοί.

Αυτή η αλλαγή δίκαια χάρισε στον Εμφύλιο το όνομα «Δεύτερη Αμερικανική Επανάσταση». Τότε ακόμη, ο Λίνκολν δεν είχε περάσει στο στρατόπεδο των οπαδών της πλήρους και άμεσης κατάργησης της δουλειάς. Η Διακήρυξη της Απελευθέρωσης ήταν η αναγνώριση μιας πραγματικής αλλαγής που γινόταν ήδη στη φύση του πολέμου. Τα επόμενα χρόνια και καθώς αυτή αλλαγή βάθαινε, ο Λίνκολν κατέληξε αποφασιστικά υπέρ της κατάργησης της δουλείας. Η διάσημη ομιλία του στο Γκέτισμπεργκ, όπου μίλησε για μια «νέα ελευθερία» και ο λόγος της δεύτερης ορκωμοσίας του, το 1864 ήταν πολύ πιο μακριά από τα όσα έλεγε και πίστευε το 1860. Από τη στιγμή που κατέληξε στην αναγκαιότητα του στόχου να τερματιστεί για πάντα η δουλεία, δεν έκανε βήμα πίσω από την ολοκλήρωση αυτού του στόχου. Με αποκορύφωμα την πολιτική πάλη για να κατακτήσει η 13η Τροπολογία για την πλήρη απαγόρευση της δουλείας την απαιτούμενη πλειοψηφία.

Αυτόν τον αποφασισμένο Λίνκολν, βλέπουμε στην ταινία του Σπίλμπεργκ. Τα ίδια τα γεγονότα του επέβαλλαν να αναλάβει επαναστατική, αποφασιστική δράση. Αλλά αυτό δεν υποτιμά το ήταν ο πολιτικός που όταν τα γεγονότα το επέβαλλαν, δε δίστασε να την αναλάβει. Στην ίδια την ταινία τον βλέπουμε πρόθυμο να παρατείνει έναν ολέθριο πόλεμο, προκειμένου να εξασφαλίσει την κατάργηση της σκλαβιάς. Αυτό τον ξεχωρίζει ανάμεσα στους πολιτικούς της εποχής του, οι περισσότεροι των οποίων μέχρι τέλους αναζητούσαν «συμβιβασμό» με το Νότο και «ειρήνη». Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Λίνκολν αξίζει να μνημονεύεται.

Αλλά την καλύτερη αποτίμηση για το ρόλο του στον Εμφύλιο, την έχει κάνει ο ίδιος, όταν ομολόγησε σε επιστολή του ότι «δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έλεγξα τα γεγονότα, αλλά να ομολογήσω σαφώς ότι τα γεγονότα έλεγξαν εμένα». Αυτά τα γεγονότα, της δράσης εκατομμυρίων ανθρώπων, μαύρων και λευκών, σε έναν από τους σπουδαιότερους απελευθερωτικούς αγώνες στην ιστορία της ανθρωπότητας, σίγουρα αξίζουν να γίνουν ταινία.