Η χρονιά του 2018 που ξεκινάει σηματοδοτεί εκ των πραγμάτων μια πολιτική αντιπαράθεση που τοποθετείται στο φθινόπωρο 2018, ή το αργότερο στις αρχές του 2019, για τον καθορισμό της πορείας των πραγμάτων της χώρας στην λεγόμενη «μεταμνημονιακή» εποχή, μετά την λήξη του εφαρμοζομένου προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Μέχρι τότε η κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρμόσει με συνέπεια όλες τις δεσμεύσεις που αφορούν το γενικό πλαίσιο του τρίτου μνημονίου που έχει ψηφίσει και των παντοειδών εφαρμοστικών νόμων που το συνοδεύουν. Μ’ αυτό τον τρόπο επιχειρείται να κλείσει ο κύκλος μιας κυβερνητικής διαχείρισης η οποία εμφανίζεται ως «αναγκαστική» και «μη ηθελημένη» από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, και θα επιχειρηθεί προφανώς να ανακηρυχθεί η είσοδος σε μια καινούρια περίοδο, που αφήνει πίσω της τα μνημόνια, αναζητεί την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, και δίνει τη δυνατότητα επικαιροποίησης επιτέλους των στοιχειωδών «παραγκωνισμένων» προγραμματικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ του 2014.
Προς την σοσιαλδημοκρατική ανάταξη του ΣΥΡΙΖΑ ;
Η κυρίαρχη επιχειρηματολογία που αρχίζει πλέον να διαμορφώνεται στους κόλπους του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι το τρίτο μνημόνιο εφαρμόστηκε καταναγκαστικά, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας, περιελάμβανε ως εκ τούτου «επώδυνα» μέτρα, τα οποία βεβαίως απέδωσαν τους αναμενόμενους καρπούς : Η επιβολή της αναγκαστικής αυξημένης φορολόγησης, πρωτίστως των εργαζομένων και μικροαστικών στρωμάτων, συνέβαλε στη δημοσιονομική «εξυγίανση» και στη δημιουργία πλεονάσματος δημοσιονομικής «ασφαλείας», αναγκαίου για την παραπέρα πειθαρχημένη εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Εντούτοις με το τέλος του προγράμματος ανοίγουν οι δρόμοι για την επανάκαμψη του «φιλολαϊκού και προοδευτικού» ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν είναι ικανός μόνον για να επιβάλει τη λιτότητα (που απαιτεί και έχει ανάγκη η αστική τάξη και τα κέντρα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης), αλλά και για να αναδείξει πλευρές μιας κάποιας εισοδηματικής αναδιανεμητικής πολιτικής σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα.
Αν επιχειρήσει κανείς να κάνει τον στοιχειώδη απολογισμό της κυβερνητικής τριετίας του ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνει από τη μια πλευρά ότι περιθωριοποίησε και ακύρωσε και τις πλέον ελάχιστες κατευθύνσεις και στόχους μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής (αφού οι προγραμματικοί συνεδριακοί του στόχοι εξοβελίστηκαν στο πυρ το εξώτερο), και από την άλλη πλευρά ότι προχώρησε στην ψήφιση και άτεγκτη υλοποίηση του τρίτου μνημονίου με επώδυνες συνέπειες στις λαϊκές τάξεις και στα μικροαστικά στρώματα. Μέτρα ενός «παράλληλου προγράμματος», παρεμβάσεις άσκησης μιας πολιτικής αντιμετώπισης της «ανθρωπιστικής κρίσης», μορφές διαμοιρασμού «κοινωνικού μερίσματος» δεν ήταν σε θέση να αμβλύνουν την σκληρότητα της ασκούμενης μνημονιακής πολιτικής και να αποτρέψουν την σταδιακή αποψίλωση της εκλογικής του επιρροής. Επιπρόσθετα ισχυρισμοί που προβάλλονται όπως το «νοικοκύρεμα» των δημοσιονομικών πραγμάτων, η δημιουργία επαρκών πλεονασμάτων, η επίκληση των άμεσων ξένων επενδύσεων που συνεχώς προβάλλει η αστική εξουσία και πάντοτε μετατίθενται για το μέλλον, η επερχόμενη ανάπτυξη που τελικά δεν είναι παρά μεταβίβαση δημόσιων επιχειρήσεων σε ιδιωτικά επιχειρηματικά κεφάλαια κλπ. με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να λειτουργήσουν για την συγκράτηση των συνεχών λαϊκών διαρροών από την δεξαμενή του εκλογικού του ακροατηρίου. Τέλος η επιχειρηματολογία ότι επιτέλους μέσα στο 2018 επιτυγχάνεται η έξοδος της οικονομίας από τον μνημονιακό κλοιό, επειδή ακριβώς δεν συνοδεύεται παρά από την άτεγκτη διατήρηση των ψηφισμένων μνημονιακών νόμων, ούτε από την οποιαδήποτε μείωση των δανειακών υποχρεώσεων, ελάχιστη επίδραση μπορούν να έχουν στην προοπτική της κοινοβουλευτικής αναμέτρησης του τέλους 2018 – αρχών 2019.
Κατά συνέπεια η συνέχεια αυτής της πορείας όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην απώλεια της σχετικής εκλογικής πλειοψηφίας και ενδεχομένως σε μια ισχυρή μείωση των εκλογικών του επιδόσεων, που να καθιστούν προβληματικό πλέον το ζήτημα του να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στις παραπέρα πολιτικές εξελίξεις. Η επιστράτευση έτσι της επιχειρηματολογίας της αντιπαράθεσης μεταξύ «ήπιας – προοδευτικής» Κεντροαριστεράς και σαρωτικής νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, της διπολικής αντιπαράθεσης εντός του αστικού πολιτικού πλαισίου, καταλήγει εν πολλοίς να καταστεί ένα πολιτικό «φιάσκο», εφόσον δεν θα πρόκειται παρά για μια τεχνητή αντιπαλότητα, χωρίς ουσιαστικές πολιτικές διαφοροποιήσεις. Ποιος να πεισθεί για την άσκηση πολιτικής κοινωνικής δικαιοσύνης έναντι της ακραία ταξικής συντηρητικής παράταξης, όταν αυτή αρνείται την χορήγηση αξιοπρεπών επιδομάτων ανεργίας στο 90% των ανέργων, όταν κρατάει τη λαϊκή φορολόγηση σε δυσθεώρητα επίπεδα, όταν δεν διστάζει να οδηγεί σε απροσχημάτιστους πλειστηριασμούς την πρώτη κατοικία λαϊκών στρωμάτων, όταν συντηρεί την διάλυση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, όταν κρατά καθηλωμένους τους εργατικούς μισθούς στα επίπεδα των μνημονιακών περικοπών των αρχών του 2012 κλπ.;
«Αριστερή στροφή» στις λαϊκές τάξεις κενή περιεχομένου ;
Η ΝΔ μπορεί να επιμένει στην ανάδειξη μιας ανοιχτά σαρωτικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής (συρρίκνωση δημόσιων υπηρεσιών, απολύσεις υπαλλήλων, απαλλαγή επιχειρήσεων από φορολογικές επιβαρύνσεις, παραπέρα μείωση συντάξεων, ολοσχερής κατάργηση προστατευτικών διατάξεων Εργατικού Δικαίου κλπ.), χωρίς να νοιάζεται για την όποια λαϊκή νομιμοποίηση, γιατί σήμερα συσπειρώνει αποκλειστικά την αστική κοινωνική συμμαχία : Στρώματα της αστικής τάξης, πλειονότητα των μικροαστικών τάξεων, τμήματα της δημοσιοϋπαλληλίας και των κρατικών μηχανισμών, συνολικά όλο τον «συνασπισμό των από πάνω». Αυτή η ταξική συσπείρωση της παρέχει εκ του ασφαλούς το εκλογικό προβάδισμα, και της ανοίγει το δρόμο προς την διακυβέρνηση, με ανοιχτή πολιτική υπηρέτησης του κεφαλαίου και μετωπική συντριβή των λαϊκών τάξεων.
Μ’ αυτά τα δεδομένα (επίπλαστος χαρακτήρας της διπολικής αντιπαράθεσης, κατά μέτωπο επέλαση των αστικών δυνάμεων), ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγείται στα σίγουρα στην περιθωριοποίηση, εφόσον αδυνατεί με «θετικό πρόσημο» να ανταποκριθεί σε έναν έστω στοιχειώδη σοσιαλδημοκρατικό ρόλο που να μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και να καταστήσει δυνατή την πολιτική του αναπαραγωγή σε ένα αξιοσημείωτο επίπεδο. Άλλωστε η καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ ως εκλογικού εκφραστή των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων (μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Σεπτεμβρίου 2015), λόγω της μνημονιακής του μετάλλαξης και προσχώρησης στην πολιτική του δόρατος του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, είναι σίγουρο ότι θα ακολουθηθεί από μια αντίστοιχη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, αν συνεχίσει να βαδίζει και στον επόμενο χρόνο στον δρόμο υπηρέτησης της αστικής πολιτικής που έχει χαράξει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί βέβαια να υπολογίζει στην όποια μαζική στήριξη από τις αστικές και μικροαστικές δυνάμεις (παρόλο που την πολιτική τους υπηρετεί), ούτε και να αναπαραχθεί στο εκλογικό κενό, πέραν του πεδίου των λαϊκών εργατικών δυνάμεων που τον στήριξαν αποκλειστικά στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015. Οι ίδιες οι υπαρξιακές πολιτικές του ανάγκες τον ωθούν εκ των πραγμάτων σε μια εκ νέου στροφή προς τον λαϊκό κόσμο, αυτόν που έχει διαψεύσει και εμπαίξει. Αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει με τον κενό πολιτικό λόγο περί «επερχόμενης ανάπτυξης», περί επικείμενης εφαρμογής πολιτικής κοινωνικής δικαιοσύνης, περί αναχαίτισης της «συντηρητικής λαίλαπας», περί «αριστερών αξιών» κλπ. Ένας τέτοιος λόγος κενός κοινωνικού περιεχομένου δεν είναι σε θέση να ανατάξει στοιχειωδώς την χαμένη σοσιαλδημοκρατική του τιμή και υπόσταση. Για να γίνει αυτό, μετά από μια τετραετία περικοπών, λιτότητας, αυταρχισμού, επιβαρύνσεων, ανεργίας κ.ά. χρειάζονται μέτρα υλικού χαρακτήρα, που χωρίς να διαταράσσουν το γενικό μνημονιακό πλαίσιο το οποίο θα συνεχίσει να ισχύει, να επιχειρούν να κερδίσουν εκ νέου στρώματα των λαϊκών τάξεων.
Τέτοιου είδους μέτρα τοποθετούμενα στο φθινόπωρο του 2018 για να έχουν αποτελεσματικότητα χρειάζεται να έχουν σοβαρότητα, γιατί στην αντίθετη περίπτωση δεν θα επιφέρουν καμία σοβαρή αλλαγή των πραγμάτων. Αυτά από ό,τι φαίνεται μπορούν να αφορούν ενδεικτικά, μεταξύ άλλων ενδεχομένως : Τη νομοθετική αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, των νέων συμπεριλαμβανομένων, στα 750 ευρώ. – Τη νομοθετική αποκατάσταση των μισθών των συλλογικών συμβάσεων που καταργήθηκαν στην αρχή του 2012 από τη μνημονιακή συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. – Μια ορισμένη μορφή απαλλαγής του φορολογικού φορτίου των λαϊκών στρωμάτων (π.χ. αναπροσαρμογή του κατωτάτου φορολογικού ορίου ή μείωση συντελεστών έμμεσης φορολόγησης κλπ.). – Την αναστολή του μέτρου κατάργησης της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, που επιφέρει από το τέλος του 2018 την μείωσή τους κατά 20%-30% κ.α. Τα μέτρα αυτά, χωρίς να διαρρηγνύουν το συνολικό μνημονιακό πλαίσιο, μπορούν να θεωρηθούν ως μια μορφή άμβλυνσης των συνεπειών της λιτότητας, στοιχειακού αναδιανεμητικού χαρακτήρα, σοσιαλδημοκρατικής ανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ, που μπορούν να δώσουν συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο στην αστική διπολική αντιπαράθεση, μετατρέποντάς την σε πραγματική, από πλασματική που είναι σήμερα, προφανώς εντός ορισμένων ορίων. Τα μέτρα αυτά για να έχουν αξιοπιστία χρειάζεται να νομοθετηθούν μέχρι το τέλος του 2018, και σε κάθε περίπτωση πριν την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών. Διαφορετικά, δεν θα αποτελούν παρά προεκλογικά «πυροτεχνήματα» του τύπου του «σκισίματος των μνημονίων» του Ιανουαρίου 2015, που δεν θα πείθουν κανέναν.
Οι άτεγκτες απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάκαμψης
Πώς τίθεται το ζήτημα ενδεχόμενης εφαρμογής ορισμένων μέτρων αποκατάστασης των μνημονιακών πληγών στα πλαίσια μιας «αριστερής στροφής» του ΣΥΡΙΖΑ, και ακόμη περισσότερο της προώθησης ριζοσπαστικών κοινωνικών τομών από το ίδιο το αριστερό κίνημα στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, μέσα στα σημερινά πλαίσια εξέλιξης του ελληνικού καπιταλισμού ; Το ελληνικό επιχειρηματικό κεφάλαιο απάντησε στην κρίση υπερσυσσώρευσης του 2008 και στην κρίση χρέους που την συνόδευσε, αφενός με την δρομολόγηση διαδοχικών κυμάτων μαζικών εκκαθαρίσεων παραγωγικών μονάδων και θέσεων απασχόλησης, και αφετέρου, σε σύμπλευση με τα νομισματικά ευρωπαϊκά όργανα, στην επιβολή των δύο πρώτων μνημονίων (Μαίου 2010 και Φεβρουαρίου 2012), προκειμένου να αντιμετωπίσει την συσσώρευση μεγάλων ζημιών της πλειονότητας των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας.
Κατόρθωσε μ’ αυτό τον τρόπο να αναχαιτίσει την πτωτική πορεία της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, και μέσα στην πενταετία 2010 – 15 βίαιης αναδιανομής εισοδήματος (σε βάρος του εργαζόμενου κόσμου και προς όφελος της εργοδοσίας), να επιτύχει μιαν ορισμένη ανάκαμψη της κερδοφορίας, παράλληλα με τις δρακόντειες δημοσιονομικές περικοπές. Μετά το 2015 και μέχρι σήμερα αυτή η ανάταξη της καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας, που κατέστησε την πλειονότητα των εταιριών κερδοφόρα, σταθεροποιήθηκε μια κατάσταση όπου ο ελληνικός καπιταλισμός διέφυγε από την τροχιά της κατάρρευσης, ενώ ταυτόχρονα τα ευρωπαϊκά κεφάλαια διασφάλισαν την συνεχή αποπληρωμή του βάρους του δημόσιου χρέους από την χώρα. Εντούτοις αυτή η ανάκαμψη δεν προήλθε ούτε από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, ούτε από το άνοιγμα σε νέες αγορές, ούτε από τεχνολογικούς εκσυγχρονισμούς, ούτε από την παραγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών. Απεναντίας ήταν και συνεχίζει να είναι αποκλειστικό προϊόν αυτής της διατήρησης των μνημονιακών όρων αναδιανομής εισοδήματος από τα λαϊκά στρώματα προς τις αστικές δυνάμεις.
Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη της ελληνικής κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, που πρωταρχικά επικαλείται και υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον χρειάζεται την πλήρη ανάκαμψη της κερδοφορίας του μεγάλου μέρους των ελληνικών εταιριών, απαιτεί την άτεγκτη συνέχιση της εφαρμογής των μνημονιακών ρυθμίσεων, χωρίς καμία διαταραχή και διαφοροποίηση. Οι οικονομικές θέσεις του ΣΕΒ και αντίστοιχα και πολιτικοί προσανατολισμοί της ΝΔ είναι αδιαπραγμάτευτοι πάνω σ’ αυτό το ζήτημα : Η εισοδηματική λιτότητα, η εργασιακή απορρύθμιση, η μερική και προσωρινή απασχόληση, η υπέρμετρη λαϊκή φορολόγηση, η αποδόμηση των δημόσιων κοινωφελών υπηρεσιών κλπ. οφείλουν να χαρακτηρίζουν ολόκληρη την από εδώ και πέρα περίοδο των οικονομικών εξελίξεων. Καμία αναθεώρηση, ακύρωση ή διαφοροποίηση του ισχύοντος μνημονιακού καθεστώτος δεν είναι «νοητή».
Συνεπώς η οποιαδήποτε «ήπια» ή ριζοσπαστική παρέμβαση στα επίδικα ζητήματα της ταξικής πάλης, από μια σοσιαλδημοκρατική (ΣΥΡΙΖΑ) ή λαϊκή αντικαπιταλιστική σκοπιά (Αριστερά) αποτελούν ισχυρότατο casus belli ανοιχτού ταξικού ανταγωνισμού. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και αν οι ανάγκες πολιτικής του αναπαραγωγής το απαιτούν (για λόγους διατήρησης ενός μέρους του λαϊκού του ακροατηρίου), να σηκώσει το «βάρος» μιας τέτοιας αντιπαράθεσης μετά τον Αύγουστο του 2018, έτσι ώστε να επιτύχει μια μερική τουλάχιστον ανάταξη της προτεραίας πολιτικής του δυναμικής ; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά κατηγορηματικά αρνητική για τους ακόλουθους λόγους :
Το γυαλί έχει σπάσει και δεν μπορεί να ξανασυγκοληθεί
Α) Η Ριζοσπαστική Αριστερά βρέθηκε στο απόγειο της πολιτικής και κοινωνικής της ισχύος το πρώτο εξάμηνο του 2015, όταν διέθετε το 36% της σχετικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και το 62% της αντιμνημονιακής ετυμηγορίας του δημοψηφίσματος, την ίδια στιγμή που ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είχε σταθεροποιήσει τη θέση του και το ευρωπαϊκό αστικό κατεστημένο βρισκόταν (παρά τα περί του αντιθέτου επιφαινόμενα) σε κάθε άλλο παρά πλεονεκτική θέση. Όταν ιστορικά σε μια τέτοια συγκυρία και με έναν τέτοιο ευνοϊκό ταξικό συσχετισμό των δυνάμεων δεν προχώρησε στην εφαρμογή των πιο στοιχειωδών σοσιαλδημοκρατικών της εξαγγελιών, θα το κάνει μέσα στο 2018 όπου η πολιτική της θέση είναι εξαιρετικά εξασθενημένη και η «σιδερένια φτέρνα» των μνημονίων, τα οποία όχι μόνον δεν κατάργησε αλλά και επεξέτεινε, συμπιέζει σταθερά την ελληνική οικονομία; Αυτά δεν συμβαίνουν βέβαια ούτε σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας.
Β) Τέτοια μέτρα απαιτούν την λειτουργία ενός ζωτικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που να μπορεί να αντιμετωπίσει δυναμικά τόσο τον δεξιό ρεβανσισμό όσο και τον επιχειρηματικό δεσποτισμό. Εντούτοις όπως κατέδειξε και η τελευταία πανεργατική απεργία της 14ης Δεκεμβρίου, το εργατικό κίνημα βρίσκεται κυριολεκτικά στο ναδίρ της απήχησης και των εργατικών του εκπροσωπήσεων, πράγμα το ποίο γνωρίζει καλά ο βιομηχανικός εργοδοτικός κόσμος, ο οποίος και δεν αισθάνεται καμία κοινωνική πίεση. Άλλωστε αυτό το απεργιακό λαϊκό κίνημα «εξάντλησε» τον εαυτό του στα πρώτα χρόνια της μνημονιακής πολιτικής, και εναπέθεσε τις προσδοκίες του στον αντιμνημονιακό πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Όταν τώρα αυτός ο ίδιος το έχει διαψεύσει πανηγυρικά και χωρίς προσχήματα, επόμενο είναι να έχει αποσυρθεί πρόσκαιρα τουλάχιστον στην «κοινωνική σιωπή», μέχρι ότου διαμορφωθούν νέοι όροι κινητοποίησής του. Το να επικαλείσαι τώρα την «απουσία» κινήματος στους δρόμους, να κάνεις αναφορά σε «δυνατούς» συνδικαλιστικούς αγώνες, όταν εσύ έχεις κόψει τα χέρια και τα πόδια του εργατικού συνδικαλισμού, αυτό ξεπερνάει τα όρια μιας απλής υποκρισίας.
Γ) Τέλος, η ίδια η κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να στηρίξει την προώθηση και υλοποίηση τέτοιων μέτρων σοσιαλδημοκρατικής ανάταξης, των λαϊκών τάξεων και του ιδίου. Κι’ αυτό γιατί αυτή η πολιτική διέπεται από τον άκρατο αστικό οικονομισμό, με βάση τον οποίο πρέπει να αναμένει κανείς την ακόμη παραπέρα παραγωγή «πλούτου» για να μπορέσει να ασκήσει πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στη σημερινή περίοδο όπου η παραγωγή ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας είναι στάσιμη, όπου «επενδύσεις» βαφτίζονται οι εξαγορές δημόσιων επιχειρήσεων, και όπου η εμβληματική επένδυση του Ελληνικού το μόνο που προβλέπεται να παράγει είναι κατοικίες, χωρίς οικονομική παραγωγική απόδοση και δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας, ενώ η παράλληλη στις Σκουριές υποθηκεύει την υγεία εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας. Και αν ακόμη σημειωθούν πραγματικά «αναπτυξιακά βήματα» της ελληνικής οικονομίας, αυτά το μόνο που θα κάνουν είναι να ισχυροποιούν την ταξική θέση του κεφαλαίου και όχι τον κοινωνικό μεταρρυθμισμό.
Με βάση αυτά τα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα προκύπτει ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και αν διακαώς επιθυμεί μια «αριστερή στροφή» στη μεταμνημονιακή περίοδο, εντούτοις είναι καταφανώς ανίκανος να την πραγματοποιήσει, ακόμη και με τους πλέον στοιχειωδώς σοσιαλδημοκρατικούς όρους. Έτσι θα τροφοδοτήσει αντικειμενικά την διπολική αστική αντιπαράθεση με έναν τρόπο ψευδεπίγραφο, ανούσιο, επίπλαστο, που δεν θα μπορεί να πείσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό το γεγονός θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη κεντροαριστερά και στις προηγούμενες λαϊκές της εκπροσωπήσεις, ενδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τη συντηρητική παράταξη, παρά την αδυναμία της τελευταίας να εξασφαλίσει και τα πλέον στοιχειώδη εργατικά κοινωνικά ερείσματα. Συνεπώς το κενό πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης των «από κάτω», με αντιμνημονιακούς και μεταβατικούς αντικαπιταλιστικούς όρους εγκαλεί τις αριστερές δυνάμεις να το καλύψουν, και να πάρουν αυτές την θέση του «προοδευτικού» πόλου, μετατρέποντας την διπολική αντιπαράθεση σε αυθεντικά ταξική αναμέτρηση και περιθωριοποιώντας τον ΣΥΡΙΖΑ, περιορίζοντάς τον τελικά στον πολιτικό σχηματισμό των μικροαστών τεχνοκρατών εκσυγχρονιστών, που κοιτούν αμήχανοι τον εαυτό τους στον καθρέφτη, αδυνατώντας να κατανοήσουν την «έκπτωσή» τους από τον πάλαι ποτέ «παράδεισο» των πλειοψηφικών λαϊκών εκπροσωπήσεων.
Το παράδειγμα των «ελεύθερων» συλλογικών συμβάσεων
Η ψευδεπίγραφη αυτή «αριστερή στροφή» που επιμελώς προετοιμάζεται, όχι μόνον δεν θα περιλαμβάνει καμία αξιόλογη αναδιανεμητική διάσταση (αποκατάσταση μισθών, αποτροπή μείωσης συντάξεων, φορολογική ελάφρυνση κλπ,), αλλά απεναντίας θα ανακυκλώνει τα αδιέξοδα για τον εργαζόμενο κόσμο. Το παράδειγμα με τον κατώτατο μισθό και τις αποδοχές των συλλογικών συμβάσεων είναι από όλες τις πλευρές εύγλωτο. Μια αυθεντικά αριστερή και δημοκρατική στάση θα προχωρούσε στην νομοθετική αποκατάσταση του κατώτατου μισθού των 750 ευρώ (για νέους και μεγαλύτερους εργαζόμενους εξίσου) και στην εξίσου νομοθετική αποκατάσταση των αμοιβών των συλλογικών συμβάσεων που ίσχυαν μέχρι την αρχή του 2012. Αυτό γιατί αυτά τα αντεργατικά μέτρα νομοθετήθηκαν με την απλή Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου της 28-Φεβρουαρίου-2012, και άρα με νόμο μεγαλύτερης ισχύος και κύρους χρειάζεται να καταργηθούν. Οι εργατικές αυτές αποδοχές αντιστοιχούσαν στην προηγούμενη περίοδο ταξικών συσχετισμών, όταν η ανεργία ήταν στο 7,5% του εργατικού δυναμικού (και αντίστοιχα οι συντάξεις κλπ.) και δεν είχε φτάσει στο 27,5% στη συνέχεια, και το συνδικαλιστικό κίνημα διέθετε ακόμη μια ορισμένη ισχύ, που εγγυόταν αυτές τις αμοιβές της μισθωτής εργασίας.
Αντίθετα από αυτό (νομοθετική αποκατάσταση μισθών) ο ΣΥΡΙΖΑ θα διατυμπανίσει την αποκατάσταση των «ελεύθερων» συλλογικών διαπραγματεύσεων, καλώντας μάλιστα τις εργατικές οργανώσεις να διεκδικήσουν καινούργιες συλλογικές συμβάσεις. Σήμερα όμως οι ταξικοί συσχετισμοί έχουν ολοσχερώς μεταλλαχθεί: Το εργατικό κίνημα έχει συνθλιβεί από το αβάσταχτο βάρος της μαζικής ανεργίας και της μερικής και προσωρινής απασχόλησης, καθώς και από το τεράστιο πλήγμα της μνημονιακής μεταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ, που έσπειρε παντού την απογοήτευση και τον όλεθρο και διέλυσε πολιτικά τις εργατικές συλλογικότητες. Άρα η επανεισαγωγή των «ελεύθερων» συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν θα έχει κανένα νόημα εφόσον οι όποιες εναπομείνασες μορφές εργατικού συνδικαλισμού (και μάλιστα υπό την επικυριαρχία των εργοδοτικών και μνημονιακών γραφειοκρατιών), θα έχουν μηδενική κυριολεκτικά διαπραγματευτική ισχύ. Έτσι, και αν ακόμη συναφθούν συλλογικές συμβάσεις κατώτατου μισθού, κλαδικές και επιχειρησιακές, όχι μόνον δεν θα διασφαλίζουν αποκατάσταση των αμοιβών της μισθωτής εργασίας, αλλά το πιθανότερο είναι να περιλαμβάνουν και νέες παραπέρα μειώσεις. Όταν σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ο διαιτητής έχει αποβάλλει τους δέκα από τους έντεκα παίκτες της εργατικής ομάδας (παραλυτική επίδραση ανεργίας, διάλυση εργατικού συνδικαλισμού, χρεοκοπία των προσδοκιών που επενδύθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ), και έχει απομείνει μόνο ο τερματοφύλακας, τότε το μόνο που θα συμβεί είναι να σκοράρει ατελεύτητα η αστική ομάδα που διατηρεί και τους έντεκα παίκτες της στο γήπεδο. Συνεπώς όχι μόνον βελτίωση δεν θα προκύψει, αλλά διαπραγματευτική νομιμοποίηση του ήδη εξαθλιωμένου μισθολογικού επιπέδου της εργατικής τάξης.
Μια εναλλακτική ενωτική κοινωνική και πολιτική προοπτική
Η εναλλακτική λύση για τις αριστερές δυνάμεις σ’ αυτή την προοπτική της εκλογικής αναμέτρησης του τέλους 2018 – αρχών 2019, δεν είναι βέβαια οι όποιες προεκλογικές «ετοιμασίες και διεργασίες». Δεν είναι εξίσου η προβολή «κυβερνητικών προγραμμάτων» για το όταν η συνεπής Αριστερά χτυπήσει εκ νέου την πόρτα της κυβερνητικής εξουσίας. Δεν είναι άλλωστε η οχύρωση στο όποιο «κομματικό φρούριο» και η με κάθε τρόπο ισχυροποίηση του πολιτικού υποκειμενισμού, εν όψει καλύτερων περιόδων του μέλλοντος. Δεν είναι τέλος η αμεσότητα της μετάβασης σε «ανώτερα» επίπεδα μιας κομμουνιστικής πολιτικής οργάνωσης, χωρίς οργανικές διασυνδέσεις με ένα λαϊκό κίνημα που έχει αποσυρθεί. Είναι απεναντίας η ενωτική συμβολή του συνόλου των σχηματισμών της Αριστεράς στην κατεύθυνση ανάδειξης και παρέμβασης ενός αντιπολιτευτικού Αριστερού Λαϊκού Μετώπου, ενός Μετώπου Λαϊκής Χειραφέτησης, ενός Κινήματος Ζωτικών Κοινωνικών Αναγκών, με πλειοψηφική κινηματική, αλλά και πολιτική και εκλογική κατεύθυνση, αυτόνομου, χωρίς κομματικούς επικαθορισμούς, με το αριστερό κίνημα στο ρόλο του υπηρέτη της ανάπτυξής του και δημοκρατικό καταλύτη της πολιτικοποίησής του. Είναι το μόνον που μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις και να εισβάλλει με ισχύ και λαϊκή νομιμοποίηση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, αλλάζοντας ριζικά τους συσχετισμούς των δυνάμεων.
Οι άμεσοι ζωτικοί στόχοι που η ικανοποίησή τους μπορεί να εξασφαλίσει την απαρχή κοινωνικής σωτηρίας των λαϊκών τάξεων είναι :
1) Άμεση νομοθετική αποκατάσταση του κατώτατου μισθού των 750 ευρώ, με την κατάργηση της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου της 28-Φεβρουαρίου-2012.
2) Χορήγηση επιδόματος ανεργίας στο 90% των ανέργων που σήμερα το στερούνται, αναθεωρημένο με βάση την αποκατεστημένο κατώτατο μισθό, και για όσο διάστημα διαρκεί η ανεργία.
3) Άμεση αποκατάσταση με νομοθετική ρύθμιση των αμοιβών όλων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όπως ίσχυαν μέχρι την αρχή του 2012, οπότε και καταργήθηκαν.
4) Εφαρμογή των αποφάσεων 2287, 2288, 2289 και 2290 του Συμβουλίου της Επικρατείας του 2015 που ακύρωσαν τους μνημονιακούς νόμους 4051 και 4093 / 2012, που μείωναν αντισυνταγματικά τις συντάξεις.
5) Αποκατάσταση του νόμιμου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων (ακύρωση του νόμου Κατρούγκαλου 4387 / 2016 του τρίτου μνημονίου), και κατάργηση του νόμου Αχτσιόγλου 4488 / 2017 που κατεδαφίζει την προσωπική διαφορά από 1-Ιανουαρίου-2019.
6) Κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για κατοικίες κάτω των 300 χιλιάδων ευρώ όπως και κάθε μορφής πλειστηριασμού τους εξ αιτίας των κόκκινων δανείων.
7) Μείωση του συντελεστή έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ) στο κατώτερο επίπεδο για το σύνολο των ειδών λαϊκής κατανάλωσης των εργατικών οικογενειών.
8) Κατάργηση του νόμου μείωσης του αφορολογήτου ορίου και προσδιορισμός του στο ύψος τουλάχιστον του αποκατεστημένου κατώτατου μισθού και των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων.
9) Αποκατάσταση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου για το σύνολο των μορφών απασχόλησης της μισθωτής εργασίας, κατάργηση της μερικής και προσωρινής εργασίας, ακύρωση των καταχρηστικών και παράνομων απολύσεων με το βάρος της απόδειξης να βαρύνει την εργοδοσία.
Οι στόχοι αυτοί ανατρέπουν ένα σημαντικό μέρος των μνημονιακών ρυθμίσεων και αφορούν την ευρύτατη εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Είναι διεκδικήσεις υλικά εφικτές στην πραγματοποίησή τους εφόσον επιβληθεί μια ριζοσπαστική αναδιανεμητική πολιτική σε βάρος των κερδοφόρων καπιταλιστικών επιχειρήσεων και των ανώτερων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων, και παράλληλα στο μέτρο που άμεσα υλοποιηθεί παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους και δρομολόγηση της διαδικασίας ισχυρής του απομείωσης, εφόσον βέβαια η ανεργία καταγράψει μονοψήφιο νούμερο, η ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ προσεγγίσει ικανοποιητικούς ρυθμούς κλπ. Πρόκειται για επιδιώξεις ζωτικής λαϊκής αναγκαιότητας που ταυτόχρονα σηματοδοτούν μια αντικαπιταλιστική αντιμετώπιση της σημερινής κατάστασης πραγμάτων και οριοθετούν προοπτικά ένα μεταβατικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα αντιπολιτευτικής διαπάλης και λαϊκής διακυβέρνησης, σε όλο το φάσμα των οικονομικών και κοινωνικών παραμέτρων (π.χ. επαναφορά κοινωφελών επιχειρήσεων στο δημόσιο τομέα, εθνικοποίηση τραπεζικού συστήματος, υλοποίηση εκτενούς προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, εργατικός έλεγχος και κοινωνικοποίηση νευραλγικών επιχειρήσεων κ.ά.). Κανένας ριζοσπαστικός σοσιαλιστικός κυβερνητικός σχεδιασμός δεν μπορεί να γίνεται αν δεν ικανοποιεί πρωτίστως αυτούς τους ζωτικούς κοινωνικούς στόχους.
Προφανέστατα η επιδίωξη αυτών των λαϊκών στόχων φέρνει το Λαϊκό Κοινωνικό Μέτωπο σε αντιπαλότητα με ένα τρίπολο πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων και αναδεικνύει μια ταξική αντιπαράθεση εξαιρετικά υψηλής έντασης: Με τις δυνάμεις της αστικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων της (κορυφές του κράτους, κατασταλτικοί μηχανισμοί, ανώτερες μικροαστικές τάξεις) οι οποίες βλέπουν, σ’ αυτή την περίπτωση, να απειλείται η πορεία ανάκαμψής τους προς την επιχειρηματική κερδοφορία. – Με το τόξο των αστικών μνημονιακών δυνάμεων του μετωπικού συντηρητισμού (ΝΔ) και της νεοφιλελεύθερης Κεντροαριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ + Κίνημα Αλλαγής), οι οποίες και σε περίπτωση ισχυροποίησης του ριζοσπαστικού κοινωνικού κινήματος δεν θα διστάσουν να συνασπισθούν ενιαία απέναντι στον κοινό «εσωτερικό εχθρό». – Με τους θεσμούς και μηχανισμούς της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης ως φορείς της Ιεράς Συμμαχίας επιβολής στο σύνολο του ευρωπαϊκού εργατικού χώρου αλλεπάλληλων νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων και δημοσιονομικών περιοριστικών καταναγκασμών.
Όσο η Αριστερά προωθήσει αυτές τις ενωτικές κοινωνικές κινηματικές στοχεύσεις, τόσο θα δημιουργεί το έδαφος για την δική της διευρυμένη ανασύνθεση και παρέμβαση, ενώ όσο αυτή παραμείνει προσκολλημένη στον πολιτικό της υποκειμενισμό και στον μονοδιάστατο προσδιορισμό της στο στημένο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι, τόσο θα αναπαράγει τη στασιμότητα και τα αδιέξοδα της σημερινής κατάστασης.