(άρθρο που γράφτηκε για το alencontre.org, "La Grèce après les incendies")

https://alencontre.org/europe/grece/la-grece-apres-les-incendies.html

Ο απολογισμός του φετινού καταστροφικού Αυγούστου, όταν σημειώθηκαν επίπεδα θερμοκρασίας και ξηρασίας ρεκόρ ακόμα και για μια χώρα με κλίμα ζεστό και άνυδρο όπως η Ελλάδα, είναι κυριολεκτικά τραγικός: Οι τεράστιες και ανεξέλεγκτες πυρκαγιές στην Εύβοια, στην Αττική, στην Πελοπόννησο και αλλού, μετέτρεψαν σε στάχτη περίπου 1.500.000 στρέμματα δάσους.

Αυτή η συγκλονιστική απώλεια είναι ακόμα πιο σημαντική για μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η αναλογία μεταξύ πράσινου ελεύθερου χώρου και κατοίκων έχει μειωθεί σε επίπεδα κατώτερα από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη.

Οι ορατές συνέπειες είναι ήδη μεγάλες: χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους, ενώ ακόμα περισσότεροι έχασαν τη δουλειά τους (κτηνοτρόφοι, αγρότες, δασεργάτες, μελισσοκόμοι, μικρές/οικογενειακές τουριστικές επιχειρήσεις κλπ). Όμως οι μη ορατές συνέπειες είναι ακόμα πιο απειλητικές: είναι γνωστό ότι τον καύσωνα του καλοκαιριού διαδέχονται οι βροχές του φθινοπώρου και τότε τα απογυμνωμένα από δάση βουνά θα απειλήσουν τα χωριά και τις μικρές πόλεις με άγρια φαινόμενα πλημμύρας και κατολισθήσεων. Στο σκληρό μεσογειακό τοπίο, η απώλεια του δάσους συνήθως συνοδεύεται με απώλεια γόνιμου εδάφους, αφού η διάβρωση από τον αέρα και τη βροχή το μετατρέπει σε γυμνό βράχο. Οι μεγάλες πόλεις και κυρίως η Αθήνα θα αντιμετωπίσουν, επίσης, μεγάλα προβλήματα. Στις φετινές πυρκαγιές κάηκαν οι τελευταίοι «πράσινοι πνεύμονες» που είχαν απομείνει στην Αττική και οι δύσκολες συνθήκες ζωής στην άναρχη πρωτεύουσα των περίπου 5 εκατομμυρίων κατοίκων θα γίνουν πιθανότητα ακόμα πιο δύσκολες, ιδιαίτερα για τους φτωχούς που συνωστίζονται στις πυκνοκατοικημένες συνοικίες του κέντρου και των δυτικών προαστίων της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι πλούσιοι εγκαταλείπουν από καιρό τις παραδοσιακές βάσεις τους στο κέντρο της πόλης και μεταφέρονται σε νεόκτιστα προάστια στα βόρεια και στο παραθαλάσσιο μέτωπο της Αττικής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η καταστροφή δεν έχει τελειώσει. Οι εβδομάδες του καλοκαιριού που απομένουν (στην Ελλάδα αυτό επεκτείνεται μέχρι τα τέλη Σεπτέμβρη) είναι εποχή ισχυρών ανέμων και ζέστης, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος των πυρκαγιών να παραμένει ακραίος σε πολλές περιοχές της χώρας.

Μπροστά σε αυτή την καταστροφή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντέδρασε με πανικό. Εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να περιορίσει τις πυρκαγιές (που στην Εύβοια έσβησαν όταν έφτασαν στη θάλασσα) και έδινε διαδοχικές εντολές στον πληθυσμό των απειλούμενων χωριών, ακόμα και μικρών πόλεων, να εγκαταλείψει αμέσως την περιοχή του. Η «λευκή σημαία» του οργανωμένου κράτους μπροστά στην απειλή, έγινε τόσο φανερό που μεγάλα τμήματα του πληθυσμού –παρά τον προφανή κίνδυνο– δεν πειθάρχησαν. Φτωχοί άνθρωποι και ιδίως οι νέοι, χωρίς εκπαίδευση και χωρίς τα αναγκαία μέσα, έμειναν στον τόπο τους και πάλεψαν να σώσουν τα χωριά, τους συνανθρώπους τους, τα ζώα και τα χωράφια τους. Ό,τι σώθηκε, ακόμα και κάποια σημαντικά τμήματα δάσους, σώθηκε χάρις στη δική τους αυτοθυσία, τη σκληρή δουλειά των ελάχιστων πυροσβεστών και των ομάδων εθελοντών που έσπευσαν σε βοήθειά τους.

Την επόμενη μέρα, ο Μητσοτάκης προσπάθησε να δικαιολογήσει την κυβέρνησή του, δίνοντας έμφαση στην κλιματική κρίση. Η διαπίστωση, αν και καθυστερημένη, είναι προφανώς σωστή: ο φετινός καύσωνας μεγάλης διάρκειας και η παρατεταμένη ξηρασία, ήταν μια πρωτοφανής εμπειρία ακόμα και για την Ελλάδα των ζεστών και άνυδρων καλοκαιριών. Όμως πρόκειται για ακραία υποκρισία εκ μέρους του Μητσοτάκη και των κυβερνητικών στελεχών. Η κλιματική κρίση δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο. Σήμερα έρχονται στη δημοσιότητα πολλές εκθέσεις των δασικών υπηρεσιών και της πυροσβεστικής, που προειδοποιούσαν την κυβέρνηση ότι οι αναμενόμενες καιρικές συνθήκες θα μετέτρεπαν τα πευκοδάση της κεντρικής και νότιας Ελλάδας σε εύφλεκτη καύσιμη ύλη. Στην πραγματικότητα, οι αναφορές των στελεχών της Δεξιάς στην κλιματική κρίση είναι πέρα από τα όρια της απλής (και αναμενόμενης) κυβερνητικής υποκρισίας. Προετοιμάζουν ιδεολογικά το έδαφος ώστε οι επιχειρήσεις «ανασυγκρότησης» μετά την καταστροφή, να συμβαδίζουν με το γενικότερο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της ΝΔ. Η «πράσινη πολιτική» του Μητσοτάκη είναι η ανάθεση της διαχείρισης των δασών, της διαχείρισης όλο του δημόσιου χώρου, ακόμα και της διαχείρισης των φυσικών καταστροφών, στη μεγάλη επιχειρηματικότητα, στον ιδιωτικό τομέα.

Όπως πριν από 20-30 χρόνια έλεγαν ότι η μόνη ρεαλιστική απάντηση στη λιτότητα και στην ανεργία ήταν η πλήρης «απελευθέρωση των αγορών», έτσι και σήμερα ισχυρίζονται ότι η μοναδική ρεαλιστική απάντηση στις απειλές της κλιματικής κρίσης είναι η πλήρης «απελευθέρωση» του κεφαλαίου για επιχειρηματικές δραστηριότητες στα δάση, στα βουνά, στα νερά και στον αέρα. Ήδη στην Εύβοια, τα αρπακτικά των «αγορών» καλούνται από την κυβέρνηση να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης περιοχής. Μεταξύ τους είναι και οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες που πριν τις φωτιές είχαν καταθέσει προτάσεις για κατασκευή θηριωδών «αιολικών πάρκων» παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέσα στα πυκνά δάση της βόρειας Εύβοιας. Η απόρριψη αυτών των προτάσεων από τις δασικές υπηρεσίες και τις δημοτικές Αρχές της περιοχής (ακόμα και στους Δήμους που ελέγχει η ΝΔ) δημιούργησε σήμερα στους κατοίκους της Εύβοιας βαριές υποψίες για την πιθανότητα η φωτιά που τους κατέστρεψε να ξεκίνησε από οργανωμένο εμπρησμό.

Κανένα σενάριο συνωμοσίας δεν είναι αναγκαίο για να καταλάβει κανείς ότι η γενικότερη πολιτική των καθεστωτικών δυνάμεων έπαιξε εμπρηστικό ρόλο. Οι καταστροφικές πυρκαγιές στην Ελλάδα φέτος το καλοκαίρι πήραν τέτοιες γιγαντιαίες διαστάσεις γιατί στη χώρα διασταυρώνεται η κλιματική κρίση με τις πολυετείς άγριες πολιτικές λιτότητας και περικοπών στο δημόσιο τομέα και ιδίως στο τμήμα του που αφορά τις συνθήκες ζωής του φτωχότερου πληθυσμού. Η πυροσβεστική υπηρεσία απέμεινε με 250 (!) πυροσβέστες στο μηχανοκίνητο τμήμα της και άλλους 1.200 «πεζοπόρους» για τις ανάγκες όλης της χώρας! Αυτοί, μέχρι πέρσι, πλαισιώνονταν από «εποχικούς» ανειδίκευτους πυροσβέστες, που προσλαμβάνονταν για το καλοκαίρι και μετά απολύονταν. Φέτος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνήθηκε να ανανεώσει την πρόσληψη 5.000 «εποχικών» πυροσβεστών, παρά τις προειδοποιήσεις των κρατικών στελεχών για την ακραία δοκιμασία που επέρχονταν. Τα ιπτάμενα μέσα πυρόσβεσης, απολύτως αναγκαία για το ιδιόμορφο γεωγραφικό ανάγλυφο της Ελλάδας, περιορίζονται σε 15 απαρχαιωμένα αεροπλάνα canadair (που εξ αυτών αποδείχθηκε ότι μόνο 8 ήταν ικανά για πτήσεις…) με προσωπικό που φτάνει στους… 250 πυροσβέστες για το σύνολο των αναγκών τους στο έδαφος και στον αέρα.

Το αποτέλεσμα των περικοπών στα μέσα και στο προσωπικό πυρόσβεσης ήταν η εκτίναξη του μέσου όρου της ετήσιας αποτέφρωσης από την κάθε μια «μεγάλη πυρκαγιά» στα χρόνια που ακολούθησαν τη μεγάλη οικονομική κρίση: από 6.000 στρέμματα το 2008, φτάσαμε στα 20.000 στρέμματα το 2020. Οι πυρκαγιές έγιναν καταστροφικότερες γιατί περιορίστηκαν τα μέσα και το ειδικευμένο σώμα που η κοινωνία διέθετε για να τις αντιμετωπίσει. Και αυτή η συγκλονιστική αλήθεια είναι ακόμα χειρότερη αν συνυπολογίσει κανείς την επικινδυνότητα που δημιουργούν οι περικοπές σε άλλους συναφείς τομείς: Π.χ. στον τομέα καθαρισμού των δασών και των περιαστικών περιοχών, ή στον τομέα συντήρησης και καθαρισμού του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που σε πολλές περιπτώσεις ευθύνεται για το ξεκίνημα των καταστροφικών πυρκαγιών.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι στη φετινή ακραία δοκιμασία η καταστροφή στην Ελλάδα είναι αναλογικά μεγαλύτερη από κάθε άλλη χώρα στην περιοχή. Οι αποτεφρωμένες εκτάσεις συγκρίνονται μόνο με αυτές της γειτονικής Τουρκίας (1.481.000 στρέμματα) που, όμως, έχει εξαπλάσια έκταση από την Ελλάδα.

Η κυρίαρχη τάξη γνωρίζει ότι στην περίοδο που έρχεται οφείλει να συνδυάσει τις απαντήσεις στις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης με τις απαντήσεις στην οικονομική κρίση. Ακριβώς το ίδιο οφείλει να κάνει το εργατικό κίνημα και η Αριστερά.

Δυστυχώς σε αυτό το κρίσιμο σημείο τα νέα δεν είναι ευχάριστα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε (σε αυτή τη συγκυρία!) να δώσει υπόδειγμα «υπευθυνότητας» και δημιουργικής αντιπολίτευσης. Οι δηλώσεις του Αλ. Τσίπρα –πέρα από τις ανέξοδες ρητορείες– απαίτησαν από τον Μητσοτάκη πρωτοβουλίες εθνικής συναίνεσης ενόψει της «ανασυγκρότησης», μένοντας πίσω ακόμα και από την Φώφη Γεννηματά, την τωρινή ηγέτιδα του ιστορικού ΠΑΣΟΚ, που ζήτησε τουλάχιστον παραιτήσεις υπουργών. Επιβεβαιώθηκε έτσι ο ευρωοβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Στέλιος Κούλογλου, που έγραψε δημόσια ότι η γραμμή Τσίπρα συγκροτεί «την πιο ήπια αντιπολίτευση μετά την πτώση της δικτατορίας»

Αυτή η γραμμή δεν «συνομιλεί» με τις διαθέσεις του κόσμου. Οι κραυγές των πυρόπληκτων «μείναμε μόνοι!» έφτασαν σε κάθε σπίτι. Στα κοινωνικά δίκτυα σάρωσε το hashtag «Μητσοτάκη γαμιέσαι». Στην Εύβοια στις 25/8 οργανώθηκε η πρώτη μαζική διαδήλωση καταγγελίας της κυβέρνησης, με πρωτοβουλία του σωματείου δασεργατών και επιτροπών πυρόπληκτων. Συχνά συναντά κανείς αναφορές στο σύνθημα «Μόνο ο λαός θα σώσει το λαό!». Στην Αθήνα, η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά έκανε, με καλή συμμετοχή, την πρώτη διαδήλωση καταγγελίας της κυβέρνησης, παρά τις δυσκολίες του καλοκαιριού.

Στην Τύπο, ο έμπειρος αναγνώστης θα διακρίνει ότι για πρώτη φορά από την εκλογική νίκη της ΝΔ στα 2019, η αυτοπεποίθηση και η αλαζονεία των στελεχών της Δεξιάς ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ο Μητσοτάκης είναι ήδη αντιμέτωπος με ένα κλίμα λαϊκής οργής. Αυτό αποτελεί μια πρώτης τάξεως «καύσιμη ύλη» για τις πολιτικές εξελίξεις. Ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει. Η κυβέρνηση, βγαίνοντας από την καταστροφή των πυρκαγιών δεν θα έχει περιθώρια ανασύνταξης: η πανδημία Covid φουντώνει ξανά, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι το τέταρτο κύμα θα αποδειχθεί σκληρότερο, και στις 13 Σεπτέμβρη θα ανοίξουν ξανά τα σχολεία… Αυτή η κυβέρνηση είναι εφικτό να ανατραπεί, υπό την προϋπόθεση να υπάρξει πόλος που θα πάρει τις πρωτοβουλίες για να την ρίξει.

Ετικέτες