Ο «ριζοσπαστικός ρεαλισμός» είναι εδώ

Ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ κινήθηκε στα πλαίσια του αναμενομένου. Προσπάθησε να κλείσει το δρόμο των αποκαλύψεων για το σκάνδαλο των υποκλοπών/παρακολουθήσεων της ΕΥΠ, να περιορίσει τις απώλειές του σε όσες έχουν ήδη συντελεστεί, να αποκλείσει την πιθανότητα μη-διαχειρίσιμων ειδήσεων σε αυτήν τη βρωμερή υπόθεση (αλήθεια, ποιοι είναι οι 6 ακόμα «πολιτικοί» -πέρα από τον Σπίρτζη- που κατά την «Καθημερινή» τέθηκαν στο στόχαστρο της ΕΥΠ;). Προς τούτο, απευθύνθηκε κυρίως στις καθεστωτικές δυνάμεις, υπενθυμίζοντας το πόσο τις στήριξε η κυβέρνησή του, και υπογραμμίζοντας τα «δίπολα» των επιλογών που έρχονται («πρόοδος - συμφορά») με κεντρικό άξονα τη συστημική σταθερότητα.

Όμως επειδή (αργά ή γρήγορα) έρχονται εκλογές, ο Μητσοτάκης ήταν υποχρεωμένος να υποσχεθεί και κάποια πράγματα που αφορούν τον κόσμο, στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής. Η ΝΔ είχε προαναγγείλει «υπευθυνότητα» και «σύνεση» μπροστά στην προοπτική μιας δημοσιονομικής «στενότητας»: Ο Μητσοτάκης τήρησε απολύτως αυτήν τη γραμμή. Το σύνολο του κόστους των μέτρων που εξήγγειλε φτάνει μετά βίας (και αν όλες οι υποσχέσεις τηρηθούν) στα 5,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2022-23, δηλαδή περίπου στα μισά από όσα η κυβέρνηση ξόδεψε για την αγορά των Μπελχάρα και των Ραφάλ. Όλα τα μέτρα έχουν επιδοματικό χαρακτήρα. Το πρόβλημα με αυτό δεν είναι ότι «μοιράζονται λεφτά», αλλά το ακριβώς αντίθετο: η κυβέρνηση επιμένει στη δρακόντεια λιτότητα, που κόβει πάγιες και σταθερές κατακτήσεις πλατιών εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, ενώ τάχα σε αντιστάθμιση δίνει επιδόματα «βοήθειας στους πιο αδύναμους». Αυτά είναι περιορισμένα, έκτακτα και όχι μόνιμα, αφορούν λίγους «δικαιούχους» και όχι όλους, ενώ όχι σπάνια αποτελούν βοήθεια/ευκαιρία προς τις επιχειρήσεις και όχι προς τους φτωχούς ανθρώπους (στεγαστικά δάνεια, αλλαγή συσκευών, μικρά φωτοβολταϊκά, «κοινωνική αντιπαροχή» δημόσιων κτιρίων κ.ο.κ.). Πρόκειται για το απόγειο της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την κοινωνική αλληλεγγύη.

Την ίδια στιγμή, την πραγματική κατεύθυνση της πολιτικής του Μητσοτάκης αναδείκνυε, πέραν κάθε αμφιβολίας, το ρεσάλτο των ΜΑΤ στα δημόσια πανεπιστήμια.

Φυσιολογικά, λοιπόν, το ενδιαφέρον στη φετινή ΔΕΘ συγκεντρωνόταν στον Τσίπρα, με το ερώτημα αν ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ θα επέλεγε και θα κατόρθωνε να επιφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα στην πολιτική Μητσοτάκη, ανοίγοντας το δρόμο για την ανατροπή του έστω και μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο, που έχει γίνει κυρίαρχος τρόπος άσκησης πολιτικής για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Το αποτέλεσμα ήταν αντιφατικό και αποτυπώνεται στα δύο διακριτά σκέλη της ομιλίας του Τσίπρα.

Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ περιέλαβε στις εξαγγελίες του υποσχέσεις που –αν υλοποιούνταν…– θα είχαν σημασία για τους εργαζόμενους και τους φτωχούς ανθρώπους (αύξηση στον κατώτατο νόμιμο μισθό, αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή στο σύνολο των μισθών, 13η σύνταξη, μείωση ΦΠΑ στα είδα πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ και της Εθνικής Τράπεζας κ.ά.). Στην παρουσίαση αυτών των δεσμεύσεων από τον Τσίπρα υπήρχαν «κενά»: Πχ η 13 σύνταξη δεν είναι ένα εφάπαξ επίδομα, πλήρες ως τα 500 ευρώ και αναλογικό στα παραπάνω, αλλά η αποκατάσταση του δικαιώματος των συνταξιούχων να λαμβάνουν τις συντάξεις που δικαιούνται με βάση τις εισφορές που κατέβαλαν επί 35 τουλάχιστον χρόνια (επί 14 φορές ετησίως). Επίσης η διατήρηση του 40% των μετοχών της Εθνικής στον έλεγχο του Δημοσίου, δεν είναι ακριβώς επανακρατικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας.

Όμως δεν έχουμε καμιά πρόθεση να «ψειρίσουμε» αυτές τις εξαγγελίες. Όπως και με το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» πριν την «πρώτη φορά Αριστερά», αν ο Τσίπρας εννοούσε ειλικρινά ακόμα και τα μισά απ’ όσα υπόσχεται, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν κακό για τον κόσμο μας.

Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται είναι το πόσο ρεαλιστικό είναι να περιμένει κανείς την επίτευξη στόχων, όπως πχ η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών, μέσα από τη γενική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που ο Αλ. Τσίπρας παρουσίασε στο εισαγωγικό τμήμα της ομιλίας του στην ΔΕΘ, μετατοπισμένος σε ακόμα πιο συντηρητική κατεύθυνση.

Ο «αριστερός ριζοσπαστισμός», που αποδείχθηκε ανειλικρινής στα 2015-19, έδωσε τώρα τη θέση του στο «ριζοσπαστικό ρεαλισμό». Μια γλώσσα που χρησιμοποιεί όρους απολύτως αταξικούς και τελικά απολιτικούς, δεν είναι ουδέτερη πολιτικά: είναι προειδοποίηση για μεγάλο πρόβλημα ειλικρίνειας. Το κεντρικό σύνθημα «δικαιοσύνη παντού» (!), συνδυάστηκε με τη στοχοποίηση «των κρατικοδίαιτων ελίτ, του πελατειακού κράτους, του παρασιτισμού και της στασιμότητας» (!!). Οι στόχοι της «Αλλαγής» εντάχθηκαν στην κατεύθυνση «μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας… με σιγουριά και ασφάλεια… (όπου) η πατρίδα θα παράξει όσα μπορεί…» (!!!). Η λέξη «Αριστερά» και τα παράγωγά της, κάθε όρος και έννοια ταξικού προσανατολισμού, εξοβελίστηκαν από τη γλώσσα του αρχηγού ενός κόμματος που συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται ως «ριζοσπαστική Αριστερά». Το «δικαιοσύνη παντού» αφορά τους πάντες, προλετάριους και καπιταλιστές, φτωχούς και πλούσιους, μας λέει ο Τσίπρας, που διεκδικεί μια win-win «λύση», που θα ικανοποιεί ισομερώς όλους, μπροστά σε μια βαθιά κρίση του συστήματος εδώ και παγκόσμια!

Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες πιο συγκεκριμένες προειδοποιήσεις για το πού πραγματικά οδηγεί αυτή η πολιτική κατεύθυνση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε την «κοστολόγηση» του συνόλου των φιλεργατικών-φιλολαϊκών μέτρων που υποσχέθηκε: το κόστος φτάνει στα 5,6 δισ. ευρώ, ακριβώς το ίδιο με το πρόγραμμα του Μητσοτάκη. Οποία σύμπτωσις! Και οι δυο γνωρίζουν τα όρια της «δημοσιονομικής σταθερότητας» και φροντίζουν –μέσα σε αυτά– να «παίξουν» για να μεγεθύνουν το εκλογικό τους ακροατήριο. Αν αύριο αποδειχθεί ότι τα όρια αυτά είναι αισθητά μικρότερα, μέσα στα πλαίσια της συστημικής ανοχής, τόσο το χειρότερο για τα… «προγράμματα» που εξαγγέλθηκαν.

Ερωτηθείς για την παρακολούθηση του Στ. Πιτσιόρλα από την ΕΥΠ, ο Αλ. Τσίπρας απάντησε ότι «δεν αισθάνεται ανάγκη να δώσει λογαριασμό σε κανέναν», γιατί «λειτούργησε απολύτως θεσμικά». Ουδόλως μας ενδιαφέρει ο Στ. Πιτσιόρλας, οι τότε δουλειές του και τα πιθανά σημερινά κομπρεμί του με τον Μητσοτάκη. Όμως όταν ένα κόμμα της Αριστεράς έχει αφήσει τον πρώην καθοδηγητή του (του Συντονιστή της Πολιτικής Γραμματείας του…) στα σκυλιά του αμερικανοθρεμένου Γ. Ρουμπάτη, είναι λίγο δύσκολο να δηλώνει ότι δεν αισθάνεται ανάγκη «να δώσει λογαριασμό». Το κυρίως πρόβλημα είναι η ομολογία του Τσίπρα για την «απολύτως θεσμική» λειτουργία του. Πράγματι, παρέλαβε από τον Σαμαρά την ΕΥΠ, τα ΜΑΤ, το Λιμενικό και άλλους ευαγείς «θεσμούς» και, μετά από 4 χρόνια, τους παρέδωσε στον Μητσοτάκη ανέγγιχτους κι απαράλλαχτους. Ούτε μια ΕΔΕ δεν έχει να παρουσιάσει η «πρώτη φορά Αριστερά» απέναντι στη σκοτεινή λειτουργία αυτού του σκληρού πυρήνα του (αστικού) κράτους). Ούτε μια ΕΔΕ!

Στη ΔΕΘ ο Τσίπρας παρουσίασε ως εναλλακτική λύση απέναντι στον Μητσοτάκη το σχέδιο της «προοδευτικής κυβέρνησης». Πρακτικά αυτό σημαίνει συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ. Όπως κάθε αλυσίδα έχει αντοχή ίση με την αντοχή του πιο αδύναμου κρίκου της, έτσι και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ θα έχει ως όριο στην πολιτική της την «αντοχή» της ηγεσίας Ανδρουλάκη στο ΠΑΣΟΚ απέναντι στις πιέσεις των καπιταλιστών και τις δυσκολίες της «κυβερνησιμότητας». Η ύπουλη προειδοποίηση του Μητσοτάκη προς του ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ ότι «ψηφίζοντας Ανδρουλάκη, θα βγαίνει ο Τσίπρας» έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να υλοποιηθεί… αντίστροφα.

Η πλειοψηφία των δημοσιογράφων εκτίμησε ότι στη ΔΕΘ ο Τσίπρας, τουλάχιστον, «έκλεισε» τη συζήτηση για τα σενάρια Μεγάλου Συνασπισμού, για το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πιο προσεκτικός: «μια τέτοια κυβέρνηση, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν. Δεν μας αφορούν τα σενάρια συνεργασίας με τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ». Πράγματι, «αυτή τη στιγμή». Όμως, θυμίζουμε, ότι και στη Γερμανία η κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού συγκροτήθηκε λόγω «εκτάκτου ανάγκης». Όπως και το ότι συνθήκες «εκτάκτου ανάγκης» κάθε άλλο παρά αποκλείονται στον καπιταλισμό στην Ελλάδα κατά την ερχόμενη περίοδο.

Στην πορεία προς τις εκλογές, το μίσος του κόσμου απέναντι στον Μητσοτάκη θα λειτουργεί ως πολιτικό όπλο του Τσίπρα. Όμως και αντίστροφα, η πολιτική αδυναμία του Τσίπρα να βάλει έστω και σε στοιχειώδη αμφισβήτηση τα όρια ανοχής του συστήματος, θα λειτουργεί ως η τελική σανίδα στήριξης του Μητσοτάκη. Ο κόσμος της Αριστεράς και του κινήματος οφείλει να μην χάνει από τα μάτια του και τα δύο σκέλη αυτής της πολιτικής αντίθεσης, που λογοδοτεί στην «κυβερνησιμότητας», αλλά όχι στην αυθεντική υπεράσπιση των συμφερόντων των από τα κάτω.

Ετικέτες