Αν και η σύρραξη του Ιούνη τερματίστηκε (προσωρινά) χωρίς περαιτέρω κλιμάκωση, ο «πόλεμος των 12 ημερών» μεταξύ Ιράν και Ισραήλ υπήρξε ένα μεγάλο γεγονός.
Έσπασε ένα ακόμα «ταμπού» στην αντιπαράθεση των δύο χωρών. Στα πάνω από 40 χρόνια ζωής της Ισλαμικής Δημοκρατίας, τα δύο κράτη δεν είχαν ανταλλάξει -άμεσα- χτυπήματα. Τους τελευταίους 20 μήνες είχαμε μια συμβολική και «χορογραφημένη» ανταλλαγή χτυπημάτων, την οποία διαδέχτηκε μια εξίσου περιορισμένη αλλά πραγματική ανταλλαγή πυραύλων, πριν φτάσουμε στις 12 ημέρες αυθεντικής ένοπλης σύρραξης. Ήταν η πρώτη φορά που το ιρανικό κράτος δέχτηκε μια τέτοια μαζική επίθεση μετά τον πολυετή καταστροφικό πόλεμο με το Ιράκ τη δεκαετία του 1980. Ήταν η πρώτη φορά που υπέστησαν καταστροφές τα μεγάλα αστικά κέντρα του Κράτους του Ισραήλ.
Μια τόσο σημαντική σύρραξη αφήνει πίσω της κάποια πρώτα συμπεράσματα, αλλά και κάποια ερωτηματικά που μπορούν να απαντηθούν μόνο σε δεύτερο χρόνο.
Ο πόλεμος του Νετανιάχου
Από την αρχή της επίθεσης στο Ιράν, έγινε σαφές ότι το σιωνιστικό κράτος πήγαινε σε (αστραπιαίο;) πόλεμο και όχι σε ένα περιορισμένο πλήγμα. Με τις πρώτες βόμβες να πέφτουν στην Τεχεράνη, ο Νετανιάχου προειδοποιούσε τους Ισραηλινούς για δοκιμασία που δεν συγκρίνεται με προηγούμενες και για συνθήκες λοκντάουν που θα διαρκούσαν -τουλάχιστον- δύο εβδομάδες. Ο επικεφαλής του Ισραηλινού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, Τζάχι Χανέγκμπι, εξομολογούνταν ότι η κρατική ηγεσία είχε «προϋπολογίσει» από 800 ως 4.000 νεκρούς Ισραηλινούς αμάχους όταν σχεδίαζε αυτή την επίθεση και προέβλεπε την εξέλιξή της.
Ο Νετανιάχου παραδέχθηκε ότι είχε δώσει την εντολή προετοιμασίας της επίθεσης κατά του Ιράν από το Γενάρη. Υπολόγιζε στις προηγούμενες στρατιωτικές επιτυχίες του φθινοπώρου (αποδυνάμωση Χεζμπολά, καταστροφή της ιρανικής αεράμυνας), αλλά και στην πολιτική «επιτυχία» της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ.
Αυτά υπογραμμίζουν τις πιο βαθιές αιτίες της επίθεσης, που αφορούν τη στρατηγική επιδίωξη του Κράτους του Ισραήλ να κυριαρχήσει βίαια και να αλλάξει το χάρτη της Μέσης Ανατολής, αλλά και το επικίνδυνο δόγμα με το οποίο κινείται ο σημερινός κυβερνητικός συνασπισμός. Ο Νετανιάχου και οι σύμμαχοί του έχουν επενδύσει σε μια κατάσταση «Διαρκούς Πολέμου», ως απάντηση και στις εξωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το σιωνιστικό εγχείρημα (την επίμονη ύπαρξη εκατομμυρίων Παλαιστινίων που αρνούνται να… αδειάσουν τη «Γη του Ισραήλ») αλλά και στην εσωτερική κρίση του σιωνισμού, που ο Ιλάν Παπέ έχει κωδικοποιήσει ως βαθύ διχασμό ανάμεσα στο «φανταστικό Κράτος του Ισραήλ» (αυτό που οι φιλελεύθεροι σιωνιστές φαντάζονται ως «δημοκρατία») και το «Κράτος της Ιουδαίας» (αυτό που επιδιώκουν ανοιχτά οι φανατικοί έποικοι, οι φονταμενταλιστές και οι ακροδεξιοί σιωνιστές). Ενώ οι πρώτοι στέκουν αδύναμοι να διαμορφώσουν στρατηγικές απαντήσεις πέραν μιας επιστροφής στο (υπονομευμένο) προηγούμενο στάτους κβο, για τους δεύτερους, ο διαρκής πόλεμος είναι ταυτόχρονα μέθοδος παραμονής στην κυβερνητική εξουσία, τρόπος «τελικής λύσης» του Παλαιστινιακού, αλλά και μέσο «εξαγνισμού» της Ισραηλινής κοινωνίας.
Αυτά κάνουν δευτερεύουσες τις συζητήσεις για τον ακριβή χρόνο που επιλέχθηκε, αλλά δεν τις καθιστούν αδιάφορες. Η επιλογή του χρόνου που εξαπολύθηκε η επίθεση είχε διάφορους πολιτικούς υπολογισμούς για τον Νετανιάχου.
Άλλαζε το κλίμα στο εσωτερικό. Μια μέρα πριν, η κυβέρνησή του είχε επιβιώσει οριακά από μια πιθανή απώλεια της πλειοψηφίας στην Κνεσέτ, η αντιπολίτευση κλιμάκωνε τις παρεμβάσεις της κατά της συνέχειας του πολέμου στη Γάζα (ως «πόλεμο για τα συμφέροντα ενός ανθρώπου») και αυτό έδινε κάποιες δυνατότητες και στις πιο ειλικρινείς, μειοψηφικές, αντιπολεμικές φωνές. Με το που σηκώθηκαν τα ισραηλινά μαχητικά στον αέρα, οι σφοδροί πολέμιοι του Νετανιάχου ευθυγραμμίστηκαν και μετατράπηκαν σε υποστηρικτές του, ενώ η εθνική ενότητα αποκαταστάθηκε απέναντι στον «μεγάλο εχθρό που θέλει να καταστρέψει το Ισραήλ».
Άλλαζε το κλίμα στο εξωτερικό. Ελάχιστες μέρες πριν, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είχε απαιτήσει άμεση κατάπαυση του πυρός και τερματισμό του αποκλεισμού στη Γάζα, με συντριπτική πλειοψηφία που ενισχυόταν από τις ψήφους των περισσότερων χωρών της «Δύσης». Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην λιμοκτονία στη Γάζα και το Κράτος του Ισραήλ βρισκόταν στη γωνία, με καλούς του φίλους να υποχρεώνονται να παίρνουν αποστάσεις ή να προειδοποιούν ότι «βλάπτει τον εαυτό του». Ο Μακρόν, σε συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία, προετοίμαζε μια διεθνή διάσκεψη προώθησης της «λύσης δύο κρατών» τον Ιούνη. Με τις πρώτες ανταλλαγές πυραύλων μεταξύ Τεχεράνης και Τελ Αβίβ, όλα αυτά ξεχάστηκαν και οι δυτικές πρωτεύουσες άρχισαν πάλι να παπαγαλίζουν «το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα». Με την κορύφωση της γενοκτονίας, το σιωνιστικό κράτος είχε αποδειχθεί ένας σύμμαχος που μπορεί να «εκθέτει» τους υποστηρικτές του και να τους γίνεται «βάρος» επικοινωνιακά ή πολιτικά. Με την επίθεση στο Ιράν, ο Νετανιάχου υπενθύμιζε στη Δύση τον λόγο για τον οποίο ανέχεται τα εγκλήματά του: Όπως παραδέχθηκε με ωμή ειλικρίνεια ο Γερμανός καγκελάριος, «κάνει τη βρώμικη δουλειά για όλους μας».
Όλα αυτά αναδεικνύουν την λογική πίσω από την επιλογή ενός πολέμου με το Ιράν. Και επειδή η λογική είναι ισχυρή και πολύπλευρη από μόνη της, δεν απαιτούσε καν τη διαμόρφωση σαφούς στόχου. Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ ποιο είναι το περίφημο «endgame» του Νετανιάχου, δηλαδή η πολιτικοστρατιωτική κατάληξη μετά την οποία θεωρείται μια πολεμική επιχείρηση «ολοκληρωμένη» κι «επιτυχημένη».
Η υποχρεωτική απάντηση του Ιράν
Η ιρανική ηγεσία οδηγήθηκε σε έναν πόλεμο τον οποίο προσπαθεί να αποφύγει επίμονα τους τελευταίους 20 μήνες. Η Τεχεράνη δεν θέλησε να παρέμβει άμεσα σε κανένα στάδιο της μεγάλης κρίσης που σπαράζει τη Μέση Ανατολή, ενώ όποτε εξωθήθηκε από το Ισραήλ να «απαντήσει» σε προκλητικά-ταπεινωτικά χτυπήματα (επίθεση στην ιρανική πρεσβεία στη Συρία, δολοφονία Χανίγιε μέσα στην Τεχεράνη, επίθεση με βομβητές, δολοφονία Νασράλα και εισβολή στο Λίβανο), φρόντιζε πάντα να είναι προσεκτική και να αποφεύγει την κλιμάκωση. Αυτή τη φορά ήταν αδύνατη μια τέτοια διαφυγή. Η Ισραηλινή Αεροπορία σφυροκοπούσε καθημερινά στρατιωτικούς, πυρηνικούς, πολιτικούς στόχους και υποδομές ενώ με τη βοήθεια της Μοσάντ δολοφονούνταν ηγετικά στελέχη του στρατού και των Φρουρών της Επανάστασης, στοχεύονταν κορυφαίοι σύμβουλοι του Χαμενεΐ, εξολοθρεύονταν κορυφαίοι επιστήμονες. Ήταν η ώρα να χρησιμοποιηθεί το πυραυλικό απόθεμα, που -μαζί με τον ιρανικό «Άξονα της Αντίστασης»- αναπτύχθηκε ιστορικά ως «εργαλείο αποτροπής» μιας ξένης επιθετικότητας κατά του καθεστώτος.
Ο αρχικός αιφνιδιασμός αποτέλεσε ένα σοκ, με την Ισραηλινή Αεροπορία να χτυπά κατά βούληση στόχους «μέρα-μεσημέρι». Μετά την αρχική παράλυση που δημιουργούσε μεγάλα ερωτηματικά για την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης, ο ιρανικός στρατός έδειξε ότι διατηρεί τη δυνατότητα να εκτοξεύει πυραύλους και να διαπερνά τα αντιπυραυλικά συστήματα του Κράτος του Ισραήλ. Όμως οι πύραυλοι δεν μπορούσαν να λύσουν την απουσία (σοβαρής) αεροπορίας και (λειτουργικής) αεράμυνας. Με το Ισραήλ να ελέγχει τον αέρα, το Ιράν μπορούσε να «απαντά», αλλά δεν ήταν σε θέση να «αμυνθεί».
Αυτός ο παράξενος πόλεμος έπαιρνε τη μορφή δοκιμασίας αντοχής. Κοινωνικής-οικονομικής απέναντι στις καταστροφές που προκαλούσε ο αντίπαλος. Αλλά και στρατιωτικής, ανάλογα τα «αποθέματα» του καθενός. Μέσα σε 12 μέρες, οι κοινωνικές αντοχές δεν πρόλαβαν να δοκιμαστούν, καθώς επικράτησε το αρχικό ανακλαστικό της συσπείρωσης απέναντι στην εξωτερική απειλή. Η ιρανική κοινωνία απέρριψε την ισραηλινή επιθετικότητα, ακόμα και μέσα από τις φυλακές του ιρανικού καθεστώτος, ακόμα και από εργατικές συλλογικότητες που αντιμετωπίζουν την πιο άγρια καταστολή. Η ισραηλινή κοινωνία μπήκε σε «λειτουργία επιβίωσης» και συσπειρώθηκε γύρω από την ηγεσία της καθώς η «ιρανική απειλή» εμφανίστηκε στον ουρανό του Τελ Αβίβ ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Σε έναν πόλεμο, οι εσωτερικές ανατροπές προκύπτουν συνήθως μέσα από τη μεγάλη χρονική του διάρκεια ή στις στιγμές μιας (αποφασιστικής) έκβασής του. Δεν έφτασαν τα πράγματα εκεί. Όσον αφορά τις στρατιωτικές αντοχές, καθώς περνούσαν οι μέρες, ο αριθμός των πυραύλων που εκτόξευε το Ιράν έφθινε διαρκώς, πέφτοντας από τους αρχικούς 40 ή 30 (σε κάθε «κύμα») σε μονοψήφιο αριθμό, ενώ ποτέ δεν υλοποιήθηκε η αρχική απειλή για «1.000 πυραύλους». Αλλά ενώ ο αριθμός μειωνόταν, η δυνατότητα να διαπεράσουν την Ισραηλινή αεράμυνα (που δούλευε «στα κόκκινα») αυξανόταν.
Η αμερικανική παρέμβαση
Σε αυτό το σημείο ήρθε η παρέμβαση του Ντόναλντ Τραμπ, με τον βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Ήταν μια επίδειξη δύναμης. Οι πολυδιαφημισμένες μεγα-βόμβες και τα αεροπλάνα που έχουν την ικανότητα να τις μεταφέρουν και ρίχνουν διανύοντας τεράστιες αποστάσεις, δεν είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί. Ήταν ένα «μήνυμα» προς την Τεχεράνη αλλά και ευρύτερα. Στο πεδίο των εμπορικών πολέμων, οι αλλοπρόσαλλες στροφές του Αμερικανού Προέδρου είχαν γεννήσει τον όρο… TACO στις γραμμές του αστικού Τύπου: Trump Always Chickens Out, ο Τραμπ στο Τέλος Πάντα Κωλώνει. Έχουμε ξαναγράψει ότι ο Τραμπ αξιοποιεί το γεγονός ότι θεωρείται «απρόβλεπτος και ικανός για όλα» και σημειώναμε ότι ο κίνδυνος με αυτήν τη μέθοδο «διαπραγμάτευσης» είναι ότι ίσως χρειαστεί κάποια στιγμή να το αποδείξεις, για να παραμείνει πειστικός ο ισχυρισμός. Απαντώντας στον κίνδυνο ενός γεωπολιτικού «TACO», ο Τραμπ πέρασε από την ρητορική απειλή στρατιωτικής ισχύος, σε μια επίδειξή της. Αλλά φρόντισε να επικοινωνήσει -δημόσια και ιδιωτικά- ότι επιδιώκει «όλα να σταματήσουν εκεί».
Διατάζοντας τον βομβαρδισμό του Ιράν, έδωσε μια «νίκη» στον Νετανιάχου, που είχε επενδύσει πολλά στο κλίμα «Κύριε Πρόεδρε, Απλά Κάντε Το!» -το οποίο είχε κυριαρχήσει μέσα στο Ισραήλ- και του άνοιγε μια διέξοδο τερματισμού του πολέμου. Έχοντας ήδη προκαλέσει μεγάλη καταστροφή στο Ιράν και χωρίς σαφή «αποστολή», ο Νετανιάχου ήταν εύκολο να ανακοινώσει ότι αυτή «εξετελέσθη», με τη βοήθεια του πανίσχυρου συμμάχου που στάθηκε στο πλευρό του.
Ισορροπώντας με αυτόν τον τρόπο, ο Τραμπ ξεπερνούσε προσωρινά το εσωτερικό πρόβλημα που είχε προκύψει. Όπου τα κορυφαία και πιο λαοπρόβλητα στελέχη του MAGA είχαν βγει δημόσια στα κεραμίδια ενάντια σε έναν πόλεμο με το Ιράν, ενώ οι νεοσυντηρητικοί και οι φιλοσιωνιστές πίεζαν για αμερικανική εμπλοκή. Συνδυάζοντας έναν εντυπωσιακό βομβαρδισμό του Ιράν με την έκκληση για άμεση κατάπαυση του πυρός, ο Τραμπ τους ικανοποίησε όλους, αποφεύγοντας μια κλιμάκωση της εσωτερικής κρίσης στο συνασπισμό που τον στηρίζει.
Ταυτόχρονα, στέλνοντας το μήνυμα ότι επρόκειτο για μεμονωμένο χτύπημα και όχι αρχή πολέμου («εφόσον μείνει αναπάντητο και δεν σκοτωθούν Αμερικάνοι πολίτες») έδινε στην Τεχεράνη την επιλογή διεξόδου. Η ιρανική ηγεσία ανταποκρίθηκε. Το χτύπημα στην αμερικανική βάση στο Κατάρ ήταν προορισμένο να αποτύχει. Με την έγκαιρη προειδοποίηση του Ιράν, η βάση είχε εκκενωθεί ενώ η αεράμυνα του Κατάρ ήταν έτοιμη να καταρρίψει τους πυραύλους (πλην ενός). Αντίστοιχη μορφή είχε πάρει το 2020 η «απάντηση» του Ιράν στη δολοφονία του Σολεϊμανί. Ήταν και τότε «χορογραφημένη», αλλά αποτελούσε -έστω κι έτσι- ένα σκαλί στη σκάλα της κλιμάκωσης: η πρώτη φορά που κράτος στόχευε απευθείας αμερικανική βάση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επανάληψη αυτής της μεθόδου φέτος δείχνει ότι η ιρανική ηγεσία ήθελε να αποφύγει οτιδήποτε θα παρέπεμπε σε «νέο σκαλοπάτι κλιμάκωσης» ως προς τη σχέση με τις ΗΠΑ, οτιδήποτε θα έσπαγε κάποιο νέο «ταμπού» και θα ρίσκαρε μια νέα απάντηση του αμερικανικού στρατού. Το «επιχείρημα» του πρώτου αμερικανικού βομβαρδισμού αποδείχθηκε πειστικό για το ιρανικό καθεστώς και το ένστικτο αυτοσυντήρησής του.
Τι προκύπτει ως προκαταρκτικός απολογισμός από όλα αυτά;
Ο «Άξονας της Αντίστασης»
Στις 12 ημέρες του πολέμου, καταγράφηκε η αποδυνάμωση του λεγόμενου «Άξονα της Αντίστασης», με τη μορφή της απροθυμίας ή αδυναμίας του να απαντήσει στο μέγεθος της επίθεσης που δέχτηκε το Ιράν, από φόβο κλιμάκωσης της σύγκρουσης. Η Χεζμπολά, που λογιζόταν διαχρονικά ως η «πρώτη γραμμή αποτροπής» σε περίπτωση που το Ιράν απειλούταν, έμεινε έξω από τη μάχη. Είτε το πολυσυζητημένο οπλοστάσιό της έχει συρρικνωθεί (και δεν «φυλάχθηκε» στον πόλεμο του φθινοπώρου του 2024 για την περίπτωση που το Ιράν δεχόταν αργότερα επίθεση…), είτε αντιμετώπισε τον πολιτικό περιορισμό της εμπλοκής του Λιβάνου σε πόλεμο για χάρη του Ιράν (σε μια συγκυρία που αντιμετωπίζει την κατηγορία ότι λειτουργεί ως «ιρανικός βραχίονας» κι όχι ως λιβανέζικο κόμμα από τους αντιπάλους της). Οι ιρακινές πολιτοφυλακές δεν στόχευσαν αμερικανικές βάσεις στο έδαφός τους. Οι Χούθι συνέχισαν να στοχοποιούν το Ισραήλ, αλλά απέφυγαν να ξανακλείσουν την Ερυθρά Θάλασσα. Το Ιράν δεν έκλεισε τα Στενά του Ορμούζ και επεφύλασσε μια συμβολική-«χλιαρή» απάντηση στον αμερικανικό βομβαρδισμό.
Αυτοί οι 20 μήνες, με την γενοκτονία στη Γάζα και την καταβρόχθιση της Δυτικής Όχθης, με την συντριπτική επίθεση στο Λίβανο, με τους σαρωτικούς βομβαρδισμούς στην Τεχεράνη, δεν δικαιολογούν τις θεωρίες που ισχυρίζονται ότι ο «Άξονας» διαθέτει μια στρατιωτική ισχύ την οποία δεν «ξοδεύει πρόωρα» γιατί την επιφυλάσσει για την ώρα της πραγματικής ανάγκης ή της αποφασιστικής αναμέτρησης με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Πόσο μεγαλύτερη ανάγκη και πόσο πιο αποφασιστικές αναμετρήσεις σε σχέση με όσα πράττει το Ισραήλ τους τελευταίους 20 μήνες;
Όσοι εκτιμούν ότι ο «Άξονας» συγκροτήθηκε με στόχο μια αποφασιστική αναμέτρηση με το Ισραήλ, θα πρέπει να αναρωτηθούν αν διαθέτει όντως τη στρατιωτική δυνατότητα να το κάνει. Όσοι ισχυριζόμαστε ότι εξαρχής ο «Άξονας» δεν συγκροτήθηκε (από τη σκοπιά της Τεχεράνης…) με στόχο μια τέτοια στρατιωτική αναμέτρηση, αλλά ως προληπτικό μέσο «αποτροπής» μιας επίθεσης στο Ιράν (από οποιονδήποτε…), διαπιστώνουμε σήμερα ότι αυτή η τακτική αντιμετωπίζει τα όριά της.
Οι επιδιώξεις των ΗΠΑ
Η συμμαχία ΗΠΑ-Ισραήλ κατέγραψε αυτήν την αδυναμία και κλήθηκε να αποφασίσει το βαθμό που θα την αξιοποιήσει. Στρατιωτική πίεση στο Ιράν για να χαμηλώσει τον πήχη στις διαπραγματεύσεις και να «ψαλιδίσει» τις φιλοδοξίες του; Στρατιωτική καταστροφή του πυρηνικού και του πυραυλικού του προγράμματος; Ανατροπή του καθεστώτος; Ο Νετανιάχου είχε κηρύξει τον πόλεμο με βάση τη φράση που αποδίδεται στον Ναπολέοντα: «Εμπλεκόμαστε. Και μετά βλέπουμε». Με ανοιχτό τον χαρακτήρα της «αποστολής», ήθελε να διερευνήσει (έμπρακτα…) τι μπορεί να πετύχει και μέχρι πού θα του επιτραπεί να φτάσει. Ήταν εξαρχής σαφές ότι οι μεγάλοι στόχοι εξασφαλίζονταν από την αμερικανική -έμμεση ή άμεση- συμμετοχή. Έγινε γρήγορα σαφές ότι οι «μάξιμουμ» στόχοι (ανατροπής του καθεστώτος ή πλήρους «αποστρατιωτικοποίησής» και «αποπυρηνικοποίησής» του) δεν μπορούν να επιτευχθούν από αέρος κι από μακριά, ούτε διέθεταν σοβαρό εσωτερικό έρεισμα. Θα απαιτούσαν μια χερσαία εισβολή και κατοχή, που θα έκανε τις πολυετείς περιπέτειες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν να μοιάζουν με «βόλτα στο πάρκο» και την οποία θέλησε να αποφύγει ο Τραμπ.
Αυτά έκριναν τη διαχείριση του, καθώς αποκτάμε μια εικόνα για την εξωτερική του πολιτική. Ο Αμερικανός Πρόεδρος προτιμά τις διαπραγματεύσεις με τις υπαρκτές κρατικές ηγεσίες και αντιμετωπίζει τη στρατιωτική δράση ως «επιχείρημα» που ενισχύει τη θέση του στο τραπέζι. Η «ειρήνη μέσω δύναμης» σημαίνει ότι είναι πρόθυμος να ρίξει βόμβες (και να πείσει την άλλη πλευρά ότι θα ξαναρίξει) αν η διαπραγμάτευση δεν πηγαίνει όπως θα ήθελε, αλλά παραμένει έτοιμος να επιστρέψει σε αυτήν. Αν πειστεί ότι η στρατιωτική ισχύς θα αποδώσει και θα τον ενισχύσει, δε θα διστάσει να καταφύγει σε αυτήν. Αλλά παραμένει επιφυλακτικός απέναντι στους «αιώνιους πολέμους» που προϋποθέτει μια επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος (τύπου Μπους), από τον φόβο ότι αυτοί μπορεί να πάνε στραβά. Η τακτική αυτή θα σημαίνει τραμπουκισμούς, απειλές και ένα διαρκές εκκρεμές ανάμεσα σε μια άδικη ειρήνη με το πιστόλι στον κρόταφο και τον κίνδυνο πολέμου «δια της διολίσθησης», στο βαθμό που η εκάστοτε διαπραγμάτευση δεν πάει καλά και η περιορισμένη επίδειξη ισχύος δεν αποδειχθεί αρκετή...
Σήμερα η Ουάσινγκτον εκπέμπει και πάλι σήματα «επιστροφής στις διαπραγματεύσεις» με την Τεχεράνη. Από την πορεία τους θα δοθούν πολλές απαντήσεις που θα ολοκληρώνουν τον απολογισμό του πολέμου των 12 ημερών.
Προς ένα τελικό απολογισμό
Ένα μεγάλο ερωτηματικό είναι η αλήθεια γύρω από το μέγεθος της ζημιάς που υπέστη το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Καταστράφηκε; Πήγε πίσω χρόνια; Πήγε πίσω μήνες; Όλες οι εκδοχές κυκλοφορούν στη δημόσια συζήτηση. Για αυτό θα απαιτηθούν εβδομάδες συλλογής πληροφοριών. Δεν ξέρουμε αν θα μάθουμε την αλήθεια ως ευρύ κοινό, αλλά θα την μάθει σίγουρα ο Στίβεν Γουίτκοφ, που περιμένει να εξακριβώσει τι πέτυχαν τα όπλα για να δει τι έχει να διεκδικήσει με το διάλογο.
Μια πιθανή επίτευξη συμφωνίας και η μορφή της θα ολοκληρώνει τον απολογισμό. Όπως γράφτηκε εύστοχα, ο απολογισμός του αραβοϊσραηλινού πολέμου του Γιομ Κιπούρ (1973) δεν μπορεί να γίνει ολοκληρωμένα χωρίς να ληφθεί η υπόψη και η συμφωνία Αιγύπτου-Ισραήλ στο Καμπ Ντέιβιντ (1977).
Αλλά κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει κι ένα άλλο σενάριο. Ο απολογισμός να αποδειχθεί «προκαταρκτικός» γιατί ο «πόλεμος των 12 ημερών» μπορεί να αποδειχθεί ένα ακόμα σκαλοπάτι στη σκάλα της κλιμάκωσης, δηλαδή το πρελούδιο ενός πιο καταστροφικού κι αποφασιστικού πολέμου. Η αδυναμία ή απροθυμία του Ιράν να υλοποιήσει τις μεγάλες απειλές που εκτόξευε σε κάθε στάδιο της κρίσης, αν συνοδευτεί από σθεναρή στάση του στη διαπραγμάτευση, μπορεί να προκαλέσει μια νέα αμερικανοϊσραηλινή επιθετικότητα. Στην αρχή αυτού του πολέμου, σχολιάζοντας τη διαχρονικά «μεσοβέζικη» τακτική του Ιράν, ο Ζιλμπέρ Ασκάρ ανακαλούσε τη ρήση του Σεν Ζυστ για την επανάσταση («όποιος την κάνει μισή, σκάβει τον δικό του τάφο») για να την παραφράσει ως προς την στρατιωτική αντιπαράθεση του ιρανικού καθεστώτος με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Η «Ανατολή»
Είναι προφανές ότι η ιρανική ηγεσία, διαμορφώνοντας τις αποφάσεις της ως προς την «απάντηση» στον αμερικανικό βομβαρδισμό, πήρε υπόψη τις διαθέσεις (και τις συμβουλές…) -δυνητικών- μεγάλων συμμάχων. Εκεί επικράτησε διακριτική αδράνεια.
Η Κίνα ήταν η δύναμη που θιγόταν πιο άμεσα από την επίθεση κατά του Ιράν: Η πρόσβαση σε ιρανικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο δυσκόλευε, οι διεθνείς τιμές αυξάνονταν. Αλλά ήταν και η δύναμη που θα θιγόταν από μια κλιμάκωση του πολέμου από το Ιράν (αν αυτό έκλεινε τα Στενά του Ορμούζ ή χτυπούσε αμερικανικές βάσεις στα αραβικά κράτη του Κόλπου). Συνολικότερα, το Πεκίνο είναι αλλεργικό στους πολέμους που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία του παγκόσμιου συστήματος, γιατί γνωρίζει ότι αυτή λειτουργεί προς όφελός του κάθε μήνα και χρόνο που περνά. Είναι ακόμα πιο αλλεργικό σε ενέργειες που μπορεί να οδηγήσουν σε δική του -πρόωρη- πολεμική εμπλοκή. Γιατί γνωρίζει ότι η άνοδος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού επισφραγίστηκε από την ένοπλη παρέμβασή του (στον ΒΠΠ), αλλά και ότι η δυνατότητά του να παρέμβει με όρους νίκης είχε χτιστεί στις δεκαετίες που οι ΗΠΑ παρέμεναν άθικτες από τις πολεμικές περιπέτειες που ρήμαζαν άλλα μέρη του πλανήτη κι αποδυνάμωναν τους παλιούς κυρίαρχους…
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η πολιτική της Ρωσίας. Αν και η σχέση της με το Ιράν είναι πιο βαθιά («στρατηγικός σύμμαχος») σε σύγκριση με τον οικονομικό-εμπορικό χαρακτήρα της σχέσης Ιράν-Κίνας, Ρώσοι αναλυτές εντόπιζαν τα «βραχυπρόθεσμα οφέλη» της επίθεσης που δέχτηκε η Τεχεράνη. Τα έσοδα της Μόσχας (που στηρίζουν την πολεμική της προσπάθεια) ευνοήθηκαν από την εκτίναξη των διεθνών τιμών, η διπλωματική προσοχή της «Δύσης» μεταφέρθηκε από την Ουκρανία στη Μέση Ανατολή (όπως και κάποιοι αμερικανικοί Patriot…), η αβεβαιότητα για την ενεργειακή σταθερότητα στην περιοχή ενίσχυσε τις ρωσικές αξιώσεις απέναντι στο… Πεκίνο ως προς την αγορά ρωσικής ενέργειας.
Αυτά υπογραμμίζουν τις διαφορές συμφερόντων ανάμεσα και στα πλέον «αντιδυτικά» μέλη του «μη-δυτικού» κόσμου. Όμως «μεσοπρόθεσμα», η διακριτικότητα της Μόσχας αφορούσε και την ιδιαίτερη σχέση με το Ισραήλ, που διαχρονικά δυσχεραίνει τις προσπάθειες του Ιράν να αποκτήσει πρόσβαση σε πιο σύγχρονα ρωσικά όπλα (αεροπλάνα, συστήματα αεράμυνας). Άλλωστε η πρόσφατα εγκεκριμένη «στρατηγική συνεργασία» Μόσχας-Τεχεράνης είχε φροντίσει να μην περιλάβει ρήτρες «αμυντικής συνδρομής». Πολύ περισσότερο, ο Πούτιν δεν ήθελε να διαταράξει τη «χημεία» που αναπτύσσει με τον Τραμπ και τους διαύλους συνεννόησης που έχει αποκτήσει με τις ΗΠΑ. Η δημόσια «κόκκινη γραμμή» της Μόσχας ήταν η χρήση… πυρηνικών όπλων κατά του Ιράν. Ένα ενδεχόμενο που δεν βρισκόταν στο τραπέζι και μια έμμεση δήλωση ότι όλα τα άλλα… επιτρέπονται.
Κατά τη γνώμη μου, υπήρχε ένας πήχης εμπλοκής της Μόσχας ή και του Πεκίνου (έστω έμμεσα, εξοπλίζοντας αποφασιστικά το Ιράν), με πραγματική «κόκκινη γραμμή» -όχι μια υποθετική πυρηνική επίθεση, αλλά- την απειλή κατάρρευσης ενός φιλικού και χρήσιμου σε αυτές καθεστώτος. Αλλά οι «φιλικές συμβουλές» στην Τεχεράνη μάλλον ήταν να κάνει ό,τι μπορεί η ίδια για να αποφευχθεί μια τέτοια περιπέτεια…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά