Οι ιδιωτικοποιήσεις ως στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού ήδη από τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν παρά η αναζήτηση διεξόδου από την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου.

Η λέξη μεταρρύθμιση κυριαρχεί στην ειδησεογραφία και στον δημόσιο πολιτικό λόγο των τελευταίων ετών. «Μεταρρυθμίσεις» ονομάστηκε το σύνολο των μνημονιακών πολιτικών που έχουν διαλύσει βασικές υποδομές του κράτους, έχουν καταργήσει στοιχειώδη κοινωνικά δικαιώματα κι έχουν απαξιώσει το σύνολο των αξιών και των περιουσιακών στοιχείων, δημόσιων και ιδιωτικών, κινητών και ακινήτων, υλικών και άυλων. Δηλαδή, το σύνολο των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεις ονομάζει και η κυβέρνηση όλα τα μέτρα, εντός και εκτός προεκλογικού της προγράμματος, που υποβάλλει στους δανειστές ως προαπαιτούμενα για μια συμφωνία άρσης του χρηματοδοτικού αποκλεισμού. 

Εδώ υπάρχει πρόβλημα κώδικα επικοινωνίας, γλώσσας, εννοιών που χρησιμοποιούν δυνάμεις που, κατά τεκμήριο, τις χωρίζει ταξική άβυσσος. 

Όταν οι «ταλιμπάν» του νεοφιλελευθερισμού που κυριαρχούν στις τάξεις των δανειστών μιλούν για «μεταρρυθμίσεις», μιλούν για έναν ριζικό μετασχηματισμό του κράτους, της κοινωνίας και των παραγωγικών σχέσεων υπέρ του κεφαλαίου, και δη του σκληρού πυρήνα του, του χρηματοπιστωτικού, εν ονόματι του οποίου άλλωστε προκλήθηκε και η κρίση χρέους. Το να καταστήσει, λοιπόν, μια κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας συμβατή τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα με την αντίστοιχη ατζέντα των δανειστών και της ευρωκρατίας αποτελεί πολιτικό άθλο. Και μάλιστα όχι και πολύ ρεαλιστικό. 

Χαρακτηριστικό πεδίο της αβυσσαλέας αντίθεσης ανάμεσα στο μεταρρυθμιστικό πνεύμα της μιας και της άλλης πλευράς είναι η δημόσια περιουσία. 

Ολοκληρωτική στρατηγική 

Οι ιδιωτικοποιήσεις ως στρατηγική «αξιοποίησης» δεν ήταν μια παρεμπίπτουσα ανάγκη για την εξυπηρέτηση των έκτακτων, μνημονιακών δημοσιονομικών αναγκών, και ιδιαίτερα της εξόφλησης του χρέους. Είναι μια στρατηγική που προϋπάρχει των μνημονίων τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Σε μεγάλο βαθμό είχε ενσωματωθεί θεσμικά στην «κανονική» διαδικασία επιτήρησης των χωρών της ΕΕ λόγω υπερβολικού ελλείμματος. Και, πολύ περισσότερο, μέσω της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού, απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων και απελευθέρωσης των αγορών, προκάλεσε τερατώδεις «αποκρατικοποιήσεις», με εμβληματικά παραδείγματα στην Ελλάδα τον αφανισμό της Ολυμπιακής, την αρπαγή του ΟΤΕ από την κατά 32% κρατική Deutsche Telekom ή το ενεργειακό σκάνδαλο των Energa και Hellas Power. 

Τα μνημόνια κατέστησαν αυτή τη στρατηγική ολοκληρωτική. Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτέλεσαν μία από τις συνιστώσες της «εσωτερικής υποτίμησης» που δεν ήταν παράπλευρη απώλεια, αλλά σκόπιμη και διακηρυγμένη πολιτική με δυο διακεκριμένους στόχους: μια εξευτελιστικά χαμηλή τιμή εργατικής δύναμης και μια εξευτελιστική απαξίωση της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας της χώρας, ώστε να καταστεί πάμφθηνο και πανεύκολο το μεγάλο πλιάτσικο. Οι ιδιωτικοποιήσεις ως στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού ήδη από τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν παρά η αναζήτηση διεξόδου από την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Οι ιδιωτικοποιήσεις με όρους μνημονίου πρόσθεσαν σ’ αυτή τη μακρόχρονη στρατηγική του κεφαλαίου χαρακτηριστικά αποικιοποίησης της χώρας. Γι’ αυτό και το ΤΑΙΠΕΔ συγκροτήθηκε εξ αρχής ως ταμείο εμπράγματης εγγυοδοσίας υπέρ των δανειστών. 

Τα θολά δεδομένα 

Τι προβάλλεται ως αντίποδας στην τέτοιου τύπου «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας της χώρας; Ποιος είναι ο μεταρρυθμιστικός αντίλογος της Αριστεράς στην αποικιοποίηση; Στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ οι αναφορές είναι φειδωλές: «Αναπτυξιακή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας αντί για τις μνημονιακές ιδιωτικοποιήσεις και την εκποίηση αντί πινακίου φακής… Προστασία και αξιοποίηση, όχι ξεπούλημα… Το Δημόσιο θα ασκήσει πλήρως τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα στις ανακεφαλαιοποιημένες με κρατικό χρήμα τράπεζες». 

Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης οι αναφορές έγιναν λίγο πιο συγκεκριμένες και με βασικούς άξονες τους εξής: 1) κατά περίπτωση εξέταση κάθε πρότασης αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας με κριτήρια το σεβασμό της εργατικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας και το δημόσιο συμφέρον, 2) μη παραχώρηση δικτύων και υποδομών που αποτελούν εθνικό κεφάλαιο, 3) κίνητρα για ξένες επενδύσεις, διακρατικές συμφωνίες και αναπτυξιακές κοινοπραξίες με συμμετοχή του Δημοσίου, 4) όχι ξεπούλημα, αλλά αξιοποίηση του φυσικού και ορυκτού πλούτου, 5) Ταμείο Εθνικού Πλούτου και Κοινωνικής Ασφάλισης στο οποίο θα εισφέρονται έσοδα από αξιοποίηση (με παραχώρηση και όχι πώληση) ακίνητης περιουσίας και από την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου. 

Το μόνο νομοθετικό δεδομένο που έχουμε μέχρι στιγμής από την κυβέρνηση είναι η απορρόφηση της ΕΤΑΔ και της Παράκτιο Μέτωπο από το ΤΑΙΠΕΔ που θα εξελιχθεί σε φορέα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας υπέρ κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πολιτικής. Έχουμε, όμως, ενδείξεις ότι στη μεταρρυθμιστική λίστα που υποβλήθηκε στο Brussels Group περιλαμβάνεται η πρόβλεψη για έσοδα 1,5 δισ. από αποκρατικοποιήσεις και με κατονομαζόμενες πηγές τον ΟΔΙΕ, τον ΟΛΠ και τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια. Παρότι πρόκειται για ήδη δρομολογημένες ιδιωτικοποιήσεις για τις οποίες έχει διατυπωθεί η διαπραγματευτική δέσμευση έναντι των δανειστών ότι δεν θα ακυρωθούν, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι δύο –ΟΛΠ και αεροδρόμια– αφορούν εξ ορισμού στρατηγικού χαρακτήρα υποδομές και δίκτυα. Δυο ακόμη αμφιλεγόμενες ενδείξεις για τις κυβερνητικές προθέσεις αποτελούν η επαμφοτερίζουσα θέση στο θέμα της επένδυσης του χρυσού στη Χαλκιδική, αλλά πολύ περισσότερο η τοποθέτηση του Π. Καμμένου υπέρ μιας συνεκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων του Αιγαίου με τις ΗΠΑ. Αλλά και η προβολή του ΟΤΕ ως εξαιρετικού παραδείγματος καλής συνεργασίας από κορυφαία κυβερνητικά στελέχη θολώνει το τοπίο, παρότι πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση ιδιωτικοποίησης με… επανακρατικοποίηση, αλλά με αλλαγή κράτους-ιδιοκτήτη. Αυτό, άλλωστε, αποτελεί χαρακτηριστική τάση στις χώρες του καπιταλιστικού «Βορρά». Παρότι επιβάλλουν γενική εκποίηση των φιλέτων του δημοσίου τομέα στις περιφερειακές χώρες, κρατούν για τις ίδιες το προνόμιο του άμεσου ή έμμεσου κρατικού ελέγχου στους στρατηγικούς τομείς των ενεργειακών, επικοινωνιακών κα μεταφορικών δικτύων. Αυτό δίνει στις ιδιωτικοποιήσεις που επιβάλλονται στην καπιταλιστική περιφέρεια έναν ακόμη πιο εξόφθαλμο ιμπεριαλιστικό, νεοαποικιακό χαρακτήρα. 

Πρώτη ύλη ανασυγκρότησης

Το πρόβλημα με τις ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι ούτε το ύψος του τιμήματος που μπορεί να επιτευχθεί για ένα δημόσιο περιουσιακό στοιχείο, ούτε ο συμβολισμός του στοιχείου αυτού, ούτε η νομική μορφή της μεταβίβασης –πώληση ή παραχώρηση. Θα μπορούσε κανείς να αποδεχθεί, για παράδειγμα, ότι το κράτος δεν χρειάζεται τα χιλιάδες διάσπαρτα μικρής αξίας ακίνητα που έχουν περιέλθει με διάφορους τρόπους στην κατοχή του και δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ως δημόσιες ή κοινωφελείς υποδομές. Αν πρόκειται να προσθέσουν κάτι αξιόλογο στον κουμπαρά της κοινωνικής πολιτικής, καλώς να πέσουν. Όταν, όμως, προβάλλεται ως πρόταγμα μια φιλολαϊκή παραγωγική ανασυγκρότηση μιας οικονομίας κυριολεκτικά ισοπεδωμένης και μοιραία στρεβλωμένης από τη μαζική «υπηρεσιοποίησή» της, με τσακισμένη βιομηχανική ραχοκοκαλιά, χωρίς στοιχειώδη διατροφική αυτάρκεια, χωρίς εξαγωγική δυναμική, είναι αυτοχειρία η παραίτηση από τον δημόσιο έλεγχο στρατηγικών πόρων, υποδομών και δικτύων. Είναι απίθανο να σχεδιάσει κανείς παραγωγική ανασυγκρότηση με τα αεροδρόμια σε γερμανικά χέρια, τα τρένα σε γαλλικά, τα λιμάνια σε κινεζικά, τα ενεργειακά δίκτυα σε ιταλικά, τα κοιτάσματα σε αμερικανικά ή ισραηλινά. Το αποτέλεσμα θα είναι η μετατροπή της παραγωγικής βάσης της χώρας σε παρακολούθημα άλλων, και μάλιστα ανταγωνιστικών, «εθνικών σχεδίων». 

Ακόμη και μια κεϊνσιανής έμπνευσης επιχείρηση ανάταξης της οικονομίας, είναι αδύνατη χωρίς μια επιθετική πολιτική δημοσίων επενδύσεων, με πρώτη ύλη την ήδη υπάρχουσα δημόσια περιουσία. Έστω κι αν η αξιοποίησή της, στις υπάρχουσες συνθήκες ταμειακής ασφυξίας, απαιτεί ένα γεωπολιτικά καλοζυγισμένο μίγμα διακρατικών συνεργασιών και επενδυτικών κοινοπραξιών. 

Το ερώτημα είναι αν ακόμη κι αυτό το μίγμα δημόσιων και ξένων επενδύσεων είναι δυνατό να περάσει από τη στενή κρησάρα των «θεσμών». Οι οποίοι συχνά λειτουργούν πιο πολύ ως θλιβεροί ντίλερ των «εθνικών πρωταθλητών» τους, παρά ως εκφραστές κάποιου κοινού «ευρωπαϊκού σχεδίου».