Παρέμβαση της Αντικαπιταλιστικής Πολιτικής Ομάδας (ΑΠΟ) στην εκδήλωση "Αριστερά της απόγνωσης ή της διεξόδου; Αναζητώντας δρόμους ελπίδας σε δύσκολους καιρούς" που οργάνωσε το Σάββατο 12/10 η Μετάβαση στα πλαίσια του φεστιβάλ Radikal.

Η συζήτηση για την Αριστερά που χρειαζόμαστε γίνεται σε συνθήκες πολεμικού παροξυσμού πρώτα και κύρια με τον αδιάκοπο και κλιμακούμενο γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ και των ΝΑΤΟικών συμμάχων του (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) κατά των Παλαιστινίων αλλά και τον συνεχιζόμενο πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας (με την Ελλάδα επίσης εμπλεκόμενη στα πλαίσια του ΝΑΤΟ), σε συνθήκες ακρίβειας και φτώχειας, σε συνθήκες κρίσης του πολιτικού σκηνικού στη χώρα, τόσο στην κεντροαριστερά, με αποκορύφωμα την διαλυτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στον χώρο της ΝΔ. Απ’ την άλλη παρά το δύσκολο πολιτικό περιβάλλον οι κινηματικές προσπάθειες, οι επίμονες αντιστάσεις (πχ Παιδεία, Υγεία) και η κοινωνική δυσαρέσκεια για τη δεξιά κυβέρνηση βρίσκει τρόπους να εκφραστεί, ενίοτε εμφατικά (συναυλία για τα Τέμπη).

1. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ μα και ευρύτερα η βασική πολιτική αντιπαράθεση/ πόλωση εμφανίζεται μεταξύ «δημοκρατικού τόξου» και «ακροδεξιάς».

Η σύγχρονη ακροδεξιά είναι μεταλλαγμένη σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν καθώς εμφανίζεται πλέον ως «κοινοβουλευτική» παρά ως «εξωθεσμική/ κινηματική». Όταν φτάνει στην εξουσία όπως πχ στην περίπτωση της Μελόνι στην Ιταλία, εντάσσεται πλήρως στην κυρίαρχη συστημική λειτουργία και στρατηγική, τόσο στην οικονομία (νεοφιλελευθερισμός, κατευθύνσεις ΟΝΕ/ΕΕ) όσο και στο γεωπολιτικό πεδίο (πόλεμοι, ΝΑΤΟ). Εντούτοις παραμένει ακροδεξιά και ακόμη οι ριζοσπαστικές φασιστικές συμμορίες σε κάθε χώρα κρύβονται κάτω από την ομπρέλα των μαζικών εκλογικά ακροδεξιών κομμάτων. Εξάλλου η βασική αιχμή του ρατσισμού και την αναζήτησης «αποδιοπομπαίου τράγου» για τον αποπροσανατολισμό και τον διχασμό της εργατικής τάξης και της κοινωνικής πλειοψηφίας παραμένει στο επίκεντρο. Οι Εβραίοι του σήμερα είναι οι μετανάστες και μάλιστα αυτοί που προέρχονται από μουσουλμανικές χώρες. Ο κίνδυνος που απορρέει από την άνοδο της επιρροής της ακροδεξιάς είναι σοβαρός και δεν πρέπει να υποτιμηθεί.

Βασικός αντίπαλος της ακροδεξιάς εμφανίζεται το «ακραίο κέντρο» το οποίο αποτελεί διαδικασία και αποτέλεσμα συγχώνευσης της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, ως μετάλλαξη του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος στα πρότυπα των ΗΠΑ και υπό την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και των πολιτικών του συνεπειών (νεοφιλελεύθερο κράτος). Στην Ελλάδα εμφανίζεται μια παραλλαγή αυτού του σχήματος καθώς αφενός στον χώρο της κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ) επικρατεί βαθιά κρίση και στον χώρο της κεντροδεξιάς/ ΝΔ, μια σύμπραξη ακραίου νεοφιλελευθερισμού με ακροδεξιά στελέχη και επιλογές. Ωστόσο και εδώ η ακροδεξιά αναπτύσσει την εκλογική της επιρροή και διεκδικεί την αντιπολίτευση εκτός και εντός της ΝΔ.

Η σημαντικότερη παρατήρηση αφορά στο γεγονός ότι δεν εμφανίζεται ως βασικός αντίπαλος της ακροδεξιάς η αριστερά! Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί η Γαλλία, όπου η συγκρότηση του «Λαϊκού Μετώπου» με επίκεντρο την «Ανυπότακτη Γαλλία» δεν οικοδομεί ασφαλώς «μοντέλο» προς αντιγραφή, παράγει ωστόσο συμπεράσματα και κριτήρια, τόσο για την κοινωνική «ζήτηση» για αριστερές απαντήσεις όσο και για τις τακτικές που απαιτούνται για να διεκδικηθεί το μαζικό κοινωνικό ακροατήριο των «από κάτω».

2. Το πολιτικό «κενό» στα αριστερά του πολιτικού φάσματος είναι αδιαμφισβήτητο και «ηχηρό».

Το «αριστερά» εδώ πρέπει να κατανοηθεί όχι με τους όρους και την κριτική των πολιτικών επιλογών των κομμάτων αλλά με την εντύπωση που δημιουργούν στο κοινωνικό ακροατήριο και τις επιλογές που αυτό αναγνωρίζει ως «αριστερές».

Η διεκδίκηση του «κενού» είναι επείγουσα πρώτα και κύρια στο όνομα του κινήματος. Η σχεδόν πλήρης απουσία μαζικών πολιτικών επιλογών προς τ’ αριστερά προκαλεί αρνητικές συνέπειες στο κίνημα όχι μόνο ή κυρίως στην έκβαση των μαχών μα πλέον στην ίδια τη συγκρότησή του.

Η αριστερά που πρέπει να διεκδικήσει την πολιτική εκπροσώπηση των «από κάτω» οφείλει να έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά: να είναι κοινωνικά ορατή, τόσο εκλογικά όσο και ως διαδικασία ουσιαστικής κοινωνικής «γείωσης», να θέτει σαφώς και διακηρυγμένα ως στρατηγικό στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και να σχεδιάζει πολιτικές επιλογές που απαντούν στα αιτήματα και στις ανάγκες των «πολλών και από κάτω» καθώς και στις πολιτικές προκλήσεις που διαμορφώνονται στο σήμερα, στο παρόν. Να γίνεται δηλαδή κατανοητή από το κοινωνικό και ταξικό ακροατήριο όχι μόνο ως ιδεολογική έμπνευση ή έστω «αποκούμπι» αλλά ως άμεσα χρήσιμη.

Το ΚΚΕ αποτελεί παράδειγμα τόσο της σημασίας και των δυνατοτήτων που έχει η «ορατότητα» εκλογικά και πολύ περισσότερο η ουσιαστική κοινωνική «γείωση» αλλά ταυτόχρονα και παράδειγμα αδιεξόδου λόγω της απουσίας μεταβατικής προσέγγισης, απουσίας λύσεων για τα άμεσα προβλήματα και τα αιτήματα του μαζικού κινήματος (η απόρριψη του αιτήματος για εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων μετά τα Τέμπη αποτελεί εμφατικό παράδειγμα). Όλες τις τελευταίες δεκαετίες η δύναμή του αυξάνεται όταν το κίνημα υποχωρεί και μειώνεται όταν αυτό κλιμακώνεται και προκαλεί κοινωνικές εκρήξεις.

3. Μία τέτοια οπτική, ένα τέτοιο σχέδιο απαιτεί μαζικές, μετωπικές συγκεντρώσεις δύναμης της πολιτικής αριστεράς. Πέρα από τα όρια της επιρροής των ρευμάτων και των τάσεων της, ούτως ή άλλως, πολυδιασπασμένης αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Οι πολιτικοί όροι και το προγραμματικό πλαίσιο ενός τέτοιου μετώπου έχουν τεθεί από καιρό. Μάλιστα οι εμπειρίες του παρελθόντος και κυρίως οι εμπειρίες του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρουν συμπεράσματα και οικοδομούν κριτήρια. Τόσο για τα όρια της μαζικής, ριζοσπαστικής, αντινεοφιλελεύθερης πολιτικής όσο και για τις αναπόφευκτες προκλήσεις που η περίοδος αναδεικνύει, ενίοτε μέχρι και το κυβερνητικό ερώτημα.

Απέναντι στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και τις συνακόλουθες πολιτικές επιλογές σε όλα τα επίπεδα, εθνικό, ευρωπαϊκό, διεθνές, δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους «παράλληλο πρόγραμμα». Η αναδιανομή πλούτου και ισχύος υπέρ του κόσμου της εργασίας και των «από κάτω» γενικότερα, τίθεται ως αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα, πέρα από δήθεν «ρεαλιστικές» εναλλακτικές (καπιταλιστικής) ανάπτυξης. Τό ίδιο ανελαστικά τίθεται η αντίθεση στον πόλεμο, πέρα από γεωπολιτικούς «ρεαλισμούς», στον ρατσισμό ενάντια στους μετανάστες/τριες, στον φασισμό και την ακροδεξιά, στην έμφυλη καταπίεση, στην αστυνομοκρατία και την καταστολή, στις αιτίες και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και της καταστροφής του περιβάλλοντος.

Ωστόσο κανένα πλαίσιο και προγραμματική συμφωνία, όσο απαραίτητα και αναγκαία κι αν είναι, δεν αποτελούν επαρκή διασφάλιση για την αταλάντευτη ριζοσπαστική πορεία προς τ’ αριστερά και προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των «πολλών και από κάτω» όπως και της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής.

4. Ο πιο σημαντικός παράγοντας σε αυτή την διαδικασία, η οποία είναι ταυτόχρονα διαδικασία ενότητας και αντιπαράθεσης/πάλης, είναι ο αντικαπιταλιστικός συσχετισμός.

Η συγκρότηση αυτού του συσχετισμού και της δύναμής του μέσα στο πλατύ μέτωπο, αποτελεί επίσης διαδικασία. Μάλιστα πρόκειται για διαδικασία συγκρότησης ενός ορισμένου πολιτικού υποκειμένου παρά ενός «μικρού» μετώπου οργανώσεων (που η καθεμιά θεωρεί πώς είναι ο πυρήνας του επαναστατικού κόμματος) μέσα στο «μεγάλο» μέτωπο. Από αυτή την άποψη η συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού συσχετισμού δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι παν-ενωτικό κάλεσμα και επιδίωξη αθροίσματος όλων των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής, ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής αριστεράς.

Δύο μεγάλες θεματικές τίθενται στο επίκεντρο της συζήτησης. Η μία αφορά στο «όραμα» που προτείνεται στην κοινωνία ως αντικαπιταλιστικό και ταυτόχρονα η επικαιρότητά του. Άλλο πράγμα οι μεγάλες απελευθερωτικές στιγμές της έκρηξης της δημοκρατίας των «από κάτω», των εργατικών και λαϊκών συμβουλίων και συνελεύσεων και της απελευθερωτικής επιβολής των καταπιεσμένων επί των καταπιεστών τους, στα πρώτα χρόνια της ρώσικης επανάστασης, της ισπανικής και σε πολλές άλλες περιπτώσεις διεθνώς, όπου οι εξεγερμένοι άνθρωποι άγγιξαν, έστω για λίγο, εμπειρίες ενός ριζικά διαφορετικού μέλλοντος και άλλο, και μάλιστα αντιθετικό και εχθρικό, τα κράτη – κόμμα – ηγέτης, οι εκδοχές του κρατικού καπιταλισμού, η «αγορά με κρατική διοίκηση» (πολλώ δε μάλλον η σύγχρονη Ρωσία, η Κίνα κ.α.). Αντίστοιχα, άλλο η ιστορική επικαιρότητα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής που προβάλλεται σε κάθε άμεση πολιτική επιλογή και άλλο η αναφορά σε κάποιο αόριστο, τόσο χρονικά όσο και ως προς το περιεχόμενο, «σοσιαλιστικό μέλλον» και ως προς τους άμεσους στόχους, «στάδια», οικονομισμός, εθνικισμός, «εναλλακτική» ανάπτυξη, «παραγωγική ανασυγκρότηση» κ.λ.π.   

Η άλλη θεματική αφορά στη μελέτη, κατανόηση, ανάλυση του «ρεφορμισμού» τόσο ως κοινωνικό αυθόρμητο φαινόμενο όσο και ως πολιτική στρατηγική και μάλιστα στην εποχή μας. Το «ενιαίο μέτωπο» υπήρξε η συμβολή των επαναστατών των αρχών του προηγούμενου αιώνα, για την τακτική της μέγιστης συγκέντρωσης της δύναμης της εργατικής τάξης και έναντι του «ρεφορμισμού», σε μία εποχή όπου το δίλλημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» ετίθετο ως δίλλημα εντός της συνολικής και αυτονόητα και διακυρηχτικά (τότε) αντικαπιταλιστικής αριστεράς και με συνείδηση ότι δεν υπάρχουν μέτωπα μόνο απ’ τα κάτω. Ποια πρέπει να είναι σήμερα η τακτική όταν η πολιτική ρεφορμιστική αριστερά, η στρατηγική και τα κόμματά της καταρρέουν και εξαφανίζονται;

Μέσα από αυτές τις δύο θεματικές, μέσα από τα συμπεράσματα και τα κριτήρια που αναδεικνύονται, διαμορφώνονται οι όροι για την «μεταβατική» αντίληψη και πρόγραμμα.

Οι οργανώσεις, οι συλλογικότητες που συζητούν δημόσια εδώ και καιρό, η Μετάβαση, η Αναμέτρηση, η ΔΕΑ, η ΑΠΟ και όχι μόνο, έκτισαν αυτή τη διαδικασία μέσα από μακρά πορεία κοινής δράσης, εμπειριών και συμπερασμάτων, κοινών πολιτικών επιλογών.

Ωστόσο τώρα πια πρέπει να γίνουν βήματα! Να οριστούν οι συμφωνίες και τα επίδικα και να γίνουν επιλογές περαιτέρω συγκρότησης ώστε να επιτρέψουν πλέον την απαιτούμενη πολιτική εξωστρέφεια!

Οι προϋποθέσεις ενδεχομένως να μην είναι πλήρως εξασφαλισμένες όμως οι ιστορικές συνθήκες απαιτούν τόλμη!

Ετικέτες