Παρατηρώντας τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών, μπορούμε να συμπεράνουμε πως και στους δύο βαθμούς αυτοδιοίκησης η ΝΔ κατάφερε να εξασφαλίσει πλειοψηφικά ποσοστά στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας, να διατηρήσει τις τάσεις που καταγράφηκαν στις εθνικές εκλογές, διευρύνοντας τα επίπεδα επιρροής στις τοπικές κοινωνίες και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει σε σημαντικό βαθμό την πολιτική συνέχεια από την κεντρική στην αποκεντρωμένη διοίκηση.

Το αποτέλεσμα αυτό εξασφαλίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη πρώτη Κυριακή των εκλογών. Αντίθετα, στο δεύτερο γύρο παρατηρήθηκε μια ευρεία συσπείρωση δυνάμεων ενάντια στις επίσημες υποψηφιότητες της ΝΔ τόσο σε επίπεδο δήμων όσο και περιφερειών, γεγονός που οδήγησε σε μια σημαντική ήττα της κυβέρνησης στους δύο μεγαλύτερους δήμους της χώρας, σε περιφέρειες όπως η Θεσσαλία, αλλά και στην επικράτηση νυν δημάρχων στους οποίους επιτέθηκε η ΝΔ όπως στην Πάτρα και το Χαλάνδρι. Γίνεται εμφανές πως η αλαζονική στάση της κυβέρνησης -κυρίως το μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο καλπών-, η σύνδεση των χρηματοδοτήσεων των δήμων και περιφερειών με την επικράτηση των υποψηφίων της, αλλά και η πραγματικότητα των πεπραγμένων των καταστροφικών διαχειρίσεων που είχαν οι πρώην δήμαρχοι ή περιφερειάρχες, οδήγησαν σε μια καταφανή αντι-ΝΔ ψήφο, που αποτελεί πλήγμα στη παντοκρατορία της κυβέρνησης Μητσοτάκη και των πολιτικών της επιλογών. Σημαντικά ενισχυμένο εμφανίζεται τόσο το ΠΑΣΟΚ, που με ένα ανανεωμένο στελεχιακό δυναμικό και βελτιωμένη σύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες, κατάφερε να συσπειρώσει το μεγαλύτερο μέρος της αντiκυβερνητικής ψήφου, όσο και το ΚΚΕ, που αύξησε τον αριθμό των δήμων που πλέον διοικεί, έχοντας ως παράδειγμα αυτό της Πάτρας αλλά και τη βελτιωμένη κατά τόπους φυσιογνωμία του. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε στις αυτοδιοικητικές εκλογές αποδυναμωμένος, χωρίς σχέδιο και ουσιαστική πολιτική πρόταση, καταλήγοντας να μετράει περισσότερες τρίτες παρά δεύτερες θέσεις ή ακόμα και να μην έχει υποψηφίους σε περιοχές, παίρνοντας την επιλογή να στηρίξει υποψηφίους του ΠΑΣΟΚ. Η προσπάθεια να εμφανιστεί επικοινωνιακά ως μέρος των ¨νικητών” πάσχει πολιτικά, μιας και η εσωτερική του κρίση λειτουργεί αποσυσπειρωτικά όπως αποτυπώθηκε και στις κάλπες, ενώ η απουσία πολιτικής στρατηγικής και γείωσης με τις τοπικές κοινωνίες δεν καλύφθηκε από την εκλογή της νέας ηγεσίας. 

Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε το υψηλό ποσοστό αποχής και στους δύο γύρους. Ο συνδυασμός της κόπωσης του εκλογικού σώματος μετά από τις δύο βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις του καλοκαιριού, η αποπολιτικοποίηση της συζήτησης σε σχέση με τα θέματα της τοπικής αυτοδιοίκησης και η τεχνοκρατική αντίληψη διαχείρισης των τοπικών ζητημάτων, ο προσωποκεντρισμός, οι μειωμένες δυνατότητες άσκησης πολιτικής σε αυτοδιοικητικό επίπεδο και οι υπερεξουσίες της κεντρικής διοίκησης, οδήγησαν στην απαξίωση της διαδικασίας. Τέλος, έχει σημασία να τονίσουμε πως αποδείχθηκε στη πράξη η αντιδημοκρατικότητα και η καλπονοθευτική λογική του ν. Βορίδη. Τόσο το όριο του 3% (όπου σε πολλές περιπτώσεις ήταν μεγαλύτερο λόγω των μειωμένων εδρών στα συμβούλια)  όσο και η εκλογή δημάρχου/περιφερειάρχη με ποσοστό 43% δημιούργησαν ένα συνδυασμό όπου και η εκπροσώπηση και η συμμετοχή στη διαδικασία ήταν ιδιαίτερα δύσκολες, κοστοβόρες με αποτέλεσμα αποκλεισμούς σχημάτων, ενώ αποδείχθηκε στη πράξη πως το 43% δεν έχει καμία άλλη πολιτική λογική πέρα από το να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της κυβέρνησης.

Σε μια πιο ειδική ανάγνωση που αφορά τα αποτελέσματα του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς σε επίπεδο δημοτικών εκλογών, μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως συνολικά προκύπτει μια αρκετά αισιόδοξη εικόνα. Μια σειρά από προϋπάρχοντα και γειωμένα σχήματα (Θεσσαλονίκη, Αγ. Παρασκευή, Νεάπολη/Συκιές, Ν. Σμύρνη κ.α.) καθώς και νέες ενωτικές προσπάθειες και συνεργασίες (πχ Αθήνα, Μαρούσι, Βύρωνας) πέτυχαν πολύ σημαντικά εκλογικά αποτελέσματα, πολλαπλασιαστικά των προηγούμενων τόσο ποσοστιαία όσο και σε απόλυτο αριθμό ψήφων. Αποδείχθηκε στη πράξη πως μια αυτοδιοικητική στρατηγική που βασίζεται σε πραγματική ανάλυση των τοπικών ζητημάτων, που μιλάει ανοιχτά και με μια φρέσκια φυσιογνωμία και αισθητική για τα προβλήματα, τις λύσεις που προτείνει, και συνολικά για ένα εναλλακτικό σχέδιο για την εκάστοτε πόλη, εκφράζοντας σε μεγάλο βαθμό τοπικά κινήματα και αγώνες μιας και ήταν σώμα αυτών, αμφισβητώντας ανοιχτά το κυρίαρχο αφήγημα και αναδεικνύοντας τις αιτίες των παθογενειών και τα αποτελέσματα των αστικών πολιτικών, μπορεί να πετύχει σημαντικές νίκες, να βρει ανοιχτά αυτιά και να συνομιλήσει αδιαμεσολάβητα με τους κατοίκους, όπως και να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική. Ταυτόχρονα, αυτή η στρατηγική πέτυχε τον απεγκλωβισμό του αριστερόστροφου εκλογικού κοινού  από τις διαχειριστικές και ενσωματωμένες πολιτικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας διέξοδο έκφρασης στη κάλπη σε κόσμο που έχει στραμμένο το βλέμμα του αριστερά. Προφανώς η παραπάνω εικόνα δεν είναι καθολική, ούτε διαπερνά οριζόντια τα σχήματα της μαχόμενης αριστεράς. Για ακόμα μια εκλογική αναμέτρηση, φάνηκαν τα όρια της στείρας αντικαπιταλιστικής κριτικής, των αποκλεισμών, της θεωρίας του τοπικού κράτους και της διατήρησης μιας ιδεολογικής καθαρότητας που αποφεύγει να αντιπαρατεθεί με τις αντιφάσεις της και τη φοβικότητα να συνομιλήσει με ευρύτερα ακροατήρια και να απευθυνθεί στο σύνολο του κόσμου της αριστεράς.

Συμμαχία για την Ανατροπή στο Μαρούσι

Ειδικότερα στο Μαρούσι, η «Συμμαχία για την Ανατροπή» πέτυχε μια πολύ σημαντική εκλογική επιτυχία (9,8% και 3 έδρες), η οποία εδράζεται τόσο στη παραπάνω στρατηγική κατεύθυνση και βηματισμό που περιεγράφηκε παραπάνω, όσο και στο θαρρετό βήμα ενότητας ιστορικών δημοτικών κινήσεων με πολύχρονη παρέμβαση στη πόλη (Ενότητα, Ανατροπή & Έργο για το Μαρούσι και Εκτός των Τειχών) αλλά και ανεξάρτητων δημοκρατικών πολιτών που αντιπαρήλθαν τις διαφωνίες τους και στρατεύτηκαν κάτω από ένα πολυσυλλεκτικό συνδυασμό στη βάση ενός κοινού προγράμματος. Η ενότητα αυτή αναπτέρωσε ελπίδες και προσδοκίες σε μερίδα των κατοίκων που βιώνουν την υποβάθμιση της πόλης, ανεξάρτητα από πολιτικές – κομματικές προτιμήσεις. Το γεγονός αυτό αποτελεί κατάκτηση που πρέπει να περιφρουρηθεί με κάθε θυσία στο μέλλον. Επίσης, τόσο η επικεφαλής, όσο και τα στελέχη του συνδυασμού, έχουν αναγνωρισιμότητα, συνεπή διαχρονική αυτοδιοικητική παρουσία και αγωνιστική προσφορά, εμπνέοντας αξιοπιστία και εμπιστοσύνη διαθέτοντας γνώση των προβλημάτων και προτάσεις για τη λύση τους. Επίσης η αναβαθμισμένη νεολαιίστικη παρουσία προσέδωσε ένα έντονο στίγμα ανανέωσης και προοπτικής για το μέλλον. 

Η επόμενη μέρα φέρνει αναβαθμισμένες ευθύνες για τη Συμμαχία, ώστε να πετύχουμε παλεύοντας για ένα Μαρούσι βιώσιμο για τους κατοίκους του, με περισσότερο πράσινο και ελεύθερους δημόσιους χώρους και όχι πεδίο ασέλγειας του κατασκευαστικού κεφαλαίου και των υπερτοπικών χρήσεων, μια πόλη που η δημοκρατία, η ισότητα και η αλληλεγγύη θα πρυτανεύουν. Κρίσιμοι παράγοντες αποτελούν η διασφάλιση της ενότητας και της συλλογικής δημοκρατικής λειτουργίας του συνδυασμού μας με τη διεύρυνση της συμμετοχής σε αυτόν όσων συμφωνούν με τις θέσεις μας και επιθυμούν να αγωνιστούν για το Μαρούσι, η εμβάθυνση και περαιτέρω επεξεργασία των θέσεων μας, η συνεχής εμβάθυνση και περαιτέρω επεξεργασία των θέσεων μας, η αντιμετώπιση των προβλημάτων της νεολαίας που πλήττονται από την ανεργία την επισφάλεια και την αύξηση των ενοικίων, η ενθάρρυνση συμμετοχής των δημοτών στις διαδικασίες του συνδυασμού σε αντίθεση με την αντίληψη της ανάθεσης, η ουσιαστική – αγωνιστική και διεκδικητική αντιπολίτευση μέσα και έξω από το δημοτικό συμβούλιο, η αναβαθμισμένη συμμετοχή στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα (ΠΕΔΑ) και επιτροπές (αν εκλεγούμε σε αυτές), καθώς και οι διαδημοτικές συνεργασίες. Τα παραπάνω θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την επόμενη περίοδο την ουσιαστική πολιτική και οργανωτική εξέλιξη της Συμμαχίας και τη δυνατότητά της να αναβαθμίσει τόσο τη παρέμβασή της στο Μαρούσι όσο και τη γείωσή της στις συνειδήσεις των κατοίκων.

* Μέλος του συντονιστικού της «Συμμαχίας για την Ανατροπή στο Μαρούσι» και του ΠΣ της Αναμέτρησης

**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά, σε αφιέρωμα στα συμπεράσματα από τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών

Ετικέτες