Βέβαια στην τρέχουσα συγκυρία εκείνο που απαιτείται είναι η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής λαϊκής άμυνας απέναντι στην καινούρια μείωση των συντάξεων, την ταπείνωση του αφορολογήτου ορίου, τα συνεχή δημοσιονομικά μέτρα.

Η πρόσφατη πρόταση που διατύπωσε η Ανταρσύα προς τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις για την συγκρότηση και παρέμβαση ενός μετώπου – κινήματος, βαθειά κοινωνικού χαρακτήρα, στη βάση τόσο της απόκρουσης των ρυθμίσεων του τετάρτου μνημονίου που απεργάζεται αυτό το διάστημα το αστικό κατεστημένο, σε Ελλάδα και Ευρώπη, όσο και την δρομολόγηση της διεκδίκησης επιθετικών λαϊκών στόχων, παρουσιάζει αδιαμφισβήτητα μια σημασία, παρόλο που αναφέρεται στα «αυτονόητα» που τόσο πολύ συνήθως παραγνωρίζουμε και πελαγοδρομούμε σε άλλες κατευθύνσεις. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πρότασης αναφέρεται στην αναγκαιότητα μιας ευρείας εργατικής και λαϊκής κινητοποίησης για την προαγωγή καίριων κοινωνικών αναγκών των «από κάτω», πράγμα που το έχουμε ήδη αναδείξει με την ανάλυσή μας για ένα «Κίνημα Ζωτικών Λαϊκών Αναγκών» (όπως δημοσιεύτηκε πριν λίγο καιρό στις αριστερές ιστοσελίδες rproject, iskra, ergasianet και newreport , εφεξής «Ιστοσελίδες της Αριστεράς»), όπου θέταμε την πρόταξη μιας ενεργού λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στην ασκούμενη πολιτική του τρίτου μνημονίου (που έχει επισωρευθεί αθροιστικά σε όλες τις ισχύουσες διατάξεις των δύο προηγουμένων μνημονίων).

          Πρόκειται προφανώς για συμμαχική πρόταση που απευθύνεται στις κοινωνικές δυνάμεις της μισθωτής εργασίας, των ανέργων, της νεολαίας, των συνταξιούχων με το σύνολο των αγωνιστικών συλλογικοτήτων στις οποίες έχουν αναφορά, και όχι για μέτωπο πολιτικών σχηματισμών, που ανταποκρίνεται σε ένα διαφορετικό πεδίο δυνητικής συμμαχικής συμπαράταξης. Αφορμή προφανώς οι νέες αντιδραστικές μεταλλάξεις που προετοιμάζονται για το επόμενο διάστημα και αφορούν την ακόμη μία φορά μείωση των συντάξεων (μέσα από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς), την μείωση του αφορολογήτου ορίου που θα πλήξει πλέον τα πιο χαμηλά αμειβόμενα στρώματα της εργατικής τάξης, καθώς και για μια ολόκληρη σειρά περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων, με το πρόσχημα της αμφιβόλου αποτελεσματικότητας λήψης «αντισταθμιστικών» μέτρων, που θα μηδενίζουν το δημοσιονομικό κόστος, όπως ορισμένες φοροαπαλλαγές στους δείκτες κερδοφορίας των ελληνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Δεν πρόκειται βέβαια απλώς για «υπαγορεύσεις» των «ξένων αρπακτικών», αλλά για επιδιώξεις σταθεροποίησης της εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας του ίδιου του ελληνικού καπιταλισμού, όπως οι σχετικές επεξεργασίες του ΣΕΒ, υποδεικνύουν, πράγμα που αναλύσαμε στο «Ελληνικό Μνημόνιο Plus» (σχετικά στις «Ιστοσελίδες της Αριστεράς»).

          Μια τέτοια πρόταση διευρύνει τα μέγιστα το κοινωνικό πεδίο απεύθυνσης των ριζοσπαστικών εργατικών δυνάμεων, πράγμα που για αντικειμενικούς και ιστορικούς λόγους, δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν τα αριστερά σχήματα (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενότητα, Ανταρσύα), όπου η πρόταξη των πολιτικών στρατηγικών στόχων στερείται δυστυχώς της αναγκαίας συσπειρωτικής λαϊκής δυναμικής. Απεναντίας εκείνο που επιζητείται από τους φορείς της Αριστεράς είναι να θέσουν στην άκρη τον πολιτικό τους υποκειμενισμό και να επικεντρώσουν την πολιτική τους παρέμβαση στην στήριξη, ανάπτυξη, δυναμική ενός τέτοιου κοινωνικού μετωπικού κινήματος, που έχει τη δυνατότητα να φέρει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στο πολιτικό προσκήνιο. Μόνον μ’ αυτό τον όρο είναι δυνατή στη συνέχεια η επανατροφοδότηση της Αριστεράς από την κοινωνική δυναμική, έτσι ώστε να μπορέσει να σπάσει τον κλοιό των χαμηλών πολιτικών της επιδόσεων και να διαδραματίσει ενεργότερο ρόλο στους πολιτικούς συσχετισμούς, χωρίς σε καμία περίπτωση να μπορεί να υποκαταστήσει το ίδιο το λαϊκό κίνημα.

          Μ’ αυτή την έννοια εύστοχα προτάσσονται οι εκρηκτικές λαϊκές ανάγκες έναντι πολιτικών προσδιορισμών (π.χ. αφετηριακή αποχώρηση από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση), που δεν μπορούν να έχουν πλατειά συσπειρωτικά αποτελέσματα, και που η πραγμάτωσή τους δεν μπορεί να είναι παρά το επακόλουθο αποτέλεσμα της κινηματικής ανόδου. Κι’ αυτό γιατί οι επιθετικοί κοινωνικοί στόχοι που τίθενται (αποκατάσταση μισθών συλλογικών συμβάσεων, αποκατάσταση των συντάξεων, γενικευμένο επίδομα ανεργίας κλπ.), έχουν ευθέως αντιμνημονιακό προσανατολισμό, και δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά με μια ριζική αναδιανομή εισοδήματος, σύγκρουση με τις δημοσιονομικές και νομισματικές υπαγορεύσεις της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, παύσης πληρωμών του δημόσιου χρέους. Η υλοποίησή τους αντιπροσωπεύει ευθέως βαθιές αντικαπιταλιστικές τομές στις οικονομικές λειτουργίες και στις κοινωνικές δομές, που δεν μπορούν παρά να διαρρήξουν πολύμορφα τα δεσμά της αστικής κυριαρχίας σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

          Από την άλλη πλευρά, η μετάβαση από το πεδίο της έσχατης κοινωνικής άμυνας στο οποίο έχει οδηγηθεί ο εργαζόμενος κόσμος στην υιοθέτηση μιας πολιτικής αντεπίθεσης είναι θεμελιωμένη στις ίδιες τις οικονομικές παραμέτρους της σύγχρονης συγκυρίας  (σχετικά η ανάλυσή μας «Από την άμυνα στην αντεπίθεση του κινήματος», «Ιστοσελίδες της Αριστεράς»). Και μόνον ένας δείκτης, μεταξύ άλλων, θα αρκούσε να στηρίξει το βάσιμο μιας τέτοιας στάσης : Ο επιχειρηματικός τομέας της οικονομίας έχει εισέλθει από τις χρήσεις 2014 / 2015 σε πλήρη τροχιά κερδοφόρου λειτουργίας, ξεπερνώντας, εξ αιτίας των μνημονιακών πολιτικών, τα ζημιογόνα αποτελέσματα των πρώτων χρόνων της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Έτσι από τα 10 περίπου δισεκ. ευρώ ζημίες στην αρχή της δεκαετίας του 2010, φτάνουμε στη σημερινή περίοδο όπου το 61% των εταιριών είναι κερδοφόρες με κέρδη που φτάνουν ετησίως τα 13 δισεκ. ευρώ.

Με σαφήνεια και καθαρότητα τοποθετείται αυτή η μετωπική εργατική πρόταση απέναντι στην σήψη, την αφερεγγυότητα και την αναξιοπιστία των κορυφών του θεσμικού συνδικαλιστικού κινήματος, φορέων του «ναι» στο δημοψήφισμα της 5ης-Ιουλίου-2015, παραγόντων πρόκλησης της εξουδετέρωσης των όποιων αγωνιστικών κινητοποιήσεων, όπως στο πρώτο πεντάμηνο του 2015, απέναντι στην ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων του τρίτου μνημονίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, πράγματα που κατ’ επανάληψιν έχουν αναδειχθεί στην προηγούμενη περίοδο («Απεργιακή αφλογιστία του εργατικού κινήματος», «Ιστοσελίδες της Αριστεράς»). Και αν για την ΑΔΕΔΥ η αδρανοποίηση προέρχεται και από την διασφάλιση της μόνιμης απασχόλησης και την ως εκ τούτου αποφυγή του καιάδα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, για την ΓΣΕΕ ο υπονομευτικός και εργοδοτικός της ρόλος δεν βασίζεται σε κάποιες αντιλήψεις «σοσιαλδημοκρατικού» χαρακτήρα, αλλά στο γεγονός ότι η αντιπροσωπευτικότητά της βρίσκεται σε μονοψήφιο νούμερο ενός ιστορικού ναδίρ, και απαρτίζεται κυρίαρχα από εκπροσώπους των κοινωφελών επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ κλπ.) και καταφανώς εργοδοτικών σωματείων της καπιταλιστικής παραγωγής (λ.χ. ΕΛΒΟ, ΟΑΣΘ κ.ά.), όπου έχουν γίνει στις προηγούμενες δεκαετίες ρουσφετολογικές προσλήψεις και διαδικασίες συναλλαγών επαγγελματικής αποκατάστασης από τους πολιτικούς μηχανισμούς του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ. Έτσι, η εκ βάθρων ανασύσταση των μορφών της εργατικής συλλογικότητας και η παρέμβασή τους στα πεδία των ζωτικών λαϊκών αναγκών γίνεται όρος εκ των ων ουκ άνευ για την ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής συμμαχίας.

          Βέβαια στην τρέχουσα συγκυρία εκείνο που απαιτείται είναι η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής λαϊκής άμυνας απέναντι στην καινούρια μείωση των συντάξεων, την ταπείνωση του αφορολογήτου ορίου, τα συνεχή δημοσιονομικά μέτρα που καταβροχθίζουν άλλο ένα 2% του ΑΕΠ (3,6 δισεκατ. ευρώ), η απόπειρα μετάλλαξης της συνδικαλιστικής νομοθεσίας του Νόμου 1264 / 1982 («Κοινωνική κινηματική αντιπαλότητα στο νέο κύμα των μνημονιακών ρυθμίσεων», «Ιστοσελίδες της Αριστεράς»). Εφόσον γίνει εφικτή η ανάπτυξη ενός αγωνιστικού εργατικού κινήματος που να μπορεί να ορθώσει φραγμό σ’ αυτές τις επιδιώξεις, τότε μπορεί να διανοιχθεί ο δρόμος για το ξεδίπλωμα επιθετικών στόχων αποκατάστασης μισθών, συντάξεων, νοσηλευτικών παροχών και υπηρεσιών παιδείας κλπ. Αυτό είναι εκείνο που μπορεί να κλονίσει την ασφυκτική αστική, ελληνική και ευρωπαϊκή, κυριαρχία, να αναδιατάξει τον συσχετισμό των δυνάμεων προς όφελος της μισθωτής εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου, να θέσει στην επικαιρότητα την ανάγκη αντιπαλότητα στις υπαγορεύσεις της ζώνης του ευρώ και στις ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προσδώσει πολιτικά χαρακτηριστικά στο κίνημα υπηρέτησης των καίριων λαϊκών αναγκών.

Ετικέτες