Το άρθρο της Σάρον Σμιθ δημοσιεύτηκε την 1η Αυγούστου του 2017 στην εφημερίδα «Socialist Worker» (https://socialistworker.org/2017/08/01/a-marxist-case-for-intersectionality) και αναδημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 11 του περιοδικού "Κόκκινο". Τη μετάφραση έκανε η Κατερίνα Καλλέργη και την επιμέλεια η Έλενα Λεχρή-Κοτρώνη.

Ει­σα­γω­γι­κό ση­μεί­ω­μα της Σύ­ντα­ξης

Τα τε­λευ­ταία χρό­νια έχει δη­μο­σιευ­τεί πλη­θώ­ρα άρ­θρων και βι­βλί­ων για τη δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα τόσο στην Ελ­λά­δα όσο και διε­θνώς. Η χρήση της έν­νοιας στην Ελ­λά­δα είναι ιδιαί­τε­ρα δια­δε­δο­μέ­νη στις  προ­σεγ­γί­σεις των Σπου­δών Φύλου, καθώς και σε ένα πιο ακα­δη­μαϊ­κό πε­ρι­βάλ­λον. Είναι τόσο δια­φο­ρε­τι­κές και αντι­φα­τι­κές όμως οι διά­φο­ρες χρή­σεις της, που θα μπο­ρού­σα­με να κά­νου­με λόγο για δια­θε­μα­τι­κό­τη­τες. To ση­μείο στο οποίο συ­γκλί­νουν οι δια­φο­ρε­τι­κές ανα­γνώ­σεις της έν­νοιας είναι στην πα­ρα­δο­χή ότι οι κα­τα­πιέ­σεις που προ­κύ­πτουν από το φύλο, την κα­τα­γω­γή, την τάξη κ.ο.κ αλ­λη­λε­πι­δρούν με­τα­ξύ τους και βιώ­νο­νται με δια­φο­ρε­τι­κό τρόπο και σε δια­φο­ρε­τι­κή έντα­ση από τις/τους κα­τα­πιε­σμέ­νες/ους. 

Η συ­ζή­τη­ση αυτή διε­ξά­γε­ται με με­γα­λύ­τε­ρη και αυ­ξα­νό­με­νη έντα­ση στους κόλ­πους των κι­νη­μά­των από τη δε­κα­ε­τία του 1980 και ύστε­ρα, ιδιαί­τε­ρα στις ΗΠΑ, τη Βρε­τα­νία και την Ισπα­νία, που συ­γκε­ντρώ­νουν με­τα­να­στευ­τι­κούς πλη­θυ­σμούς οι οποί­οι κα­λού­νται να «εν­σω­μα­τω­θούν» στις νέες χώρες δια­μο­νής τους. Δεν είναι όμως κα­θό­λου τυ­χαίο το γε­γο­νός ότι η καρ­διά αυτής της συ­ζή­τη­σης βρί­σκε­ται στην Αμε­ρι­κή. Η πρώτη γυ­ναί­κα που έκανε χρήση του όρου είναι η μαύρη νο­μι­κός ακα­δη­μαϊ­κός και φε­μι­νί­στρια Κί­μπερ­λι μόλις το 1989, με αφορ­μή μια δι­κα­στι­κή συ­ζή­τη­ση που ανέ­δει­ξε το κενό στο νόμο για τις πε­ρι­πτώ­σεις απο­λύ­σε­ων ή βια­σμών μαύ­ρων γυ­ναι­κών. Την ίδια εποχή αν­θί­ζουν οι με­τα­δο­μι­στι­κές και με­τα­μο­ντέρ­νες θε­ω­ρί­ες που κά­νουν κρι­τι­κή στο μαρ­ξι­σμό για ου­σιο­κρα­τία και ανα­πτύσ­σουν μια πο­λι­τι­κή των ταυ­το­τή­των, που είναι βα­σι­σμέ­νη στη δια­φο­ρά και όχι στα ση­μεία όπου οι κα­τα­πιε­σμέ­νοι συ­να­ντώ­νται. 

Η Σάρον Σμιθ, φε­μι­νί­στρια συγ­γρα­φέ­ας και ηγε­τι­κό στέ­λε­χος της αμε­ρι­κά­νι­κης ορ­γά­νω­σης ISO, εν μέσω ισχυ­ρών κι­νη­μά­των όπως είναι το Black Lives Matter και το φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα που εξε­γεί­ρε­ται ενά­ντια στον Τραμπ, γρά­φει το άρθρο που ακο­λου­θεί στις επό­με­νες σε­λί­δες, ενώ έχει ήδη από το 2014 προ­χω­ρή­σει σε ανα­θε­ω­ρη­μέ­νη έκ­δο­ση του βι­βλί­ου της «Γυ­ναί­κες και Σο­σια­λι­σμός: Τάξη, Φυλή, Κε­φά­λαιο», στο οποίο επα­να­το­πο­θε­τεί τη σχέση μαρ­ξι­σμού και φε­μι­νι­σμού, κα­τα­γρά­φο­ντας συ­γκλί­σεις και όχι απο­κλί­σεις. «Ανα­κα­λύ­πτο­ντας» την εμπει­ρία μιας γυ­ναι­κεί­ας μαύ­ρης συλ­λο­γι­κό­τη­τας, της Κό­μπα­χι Ρίβερ, επι­χει­ρεί μια επα­να-οι­κειο­ποί­η­ση της έν­νοιας της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας, μι­λώ­ντας για τις δια­φο­ρε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις του όρου. Αυτή του μαρ­ξι­σμού και αυτή του με­τα­δο­μι­σμού. Το παρόν κεί­με­νο είναι ιδιαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κό, γιατί το­πο­θε­τεί τη συ­ζή­τη­ση σε ένα ιστο­ρι­κό πλαί­σιο, γε­ω­γρα­φι­κά προσ­διο­ρι­σμέ­νο. Την ιστο­ρία του μαύ­ρου κι­νή­μα­τος στην Αμε­ρι­κή. Χωρίς τη γνώση αυτού του πλαι­σί­ου δεν μπο­ρεί να γίνει κα­τα­νοη­τή η χει­ρα­φε­τη­τι­κή προ­ο­πτι­κή της έν­νοιας, με κίν­δυ­νο να πα­ρα­μεί­νει κενή. 

Η Σάρον Σμιθ προ­χω­ρά σε μια θαρ­ρα­λέα το­πο­θέ­τη­ση, χωρίς να δι­στά­ζει να επι­ση­μά­νει την υπο­τί­μη­ση της εμπει­ρί­ας των μαύ­ρων γυ­ναι­κών και των φε­μι­νι­στριών από τον αμε­ρι­κά­νι­κο μαρ­ξι­σμό, τμήμα του οποί­ου είναι και η ορ­γά­νω­σή της, η ISO. Η Σάρον Σμιθ, υιο­θε­τώ­ντας αυτή τη στάση, επι­ση­μαί­νει ότι ο μαρ­ξι­σμός απο­τε­λεί μια ζω­ντα­νή θε­ω­ρία, η οποία εξε­λίσ­σε­ται συ­νε­χώς και επα­να-νοη­μα­το­δεί­ται μέσα από την εμπει­ρία των κα­τα­πιε­σμέ­νων. Η συλ­λο­γι­κό­τη­τα Κό­μπα­χι Ρίβερ ήταν μια συλ­λο­γι­κό­τη­τα μαύ­ρων σο­σια­λι­στριών, λε­σβιών γυ­ναι­κών και η Σάρον Σμιθ επι­μέ­νει πως οι μαρ­ξι­στές έχουν να μά­θουν από την εμπει­ρία, απο­δε­χό­με­νοι νέους τρό­πους να μι­λούν, να αντι­λαμ­βά­νο­νται και να πα­λεύ­ουν τις κα­τα­πιέ­σεις που δη­μιουρ­γεί ο κα­πι­τα­λι­σμός και οι τα­ξι­κοί αγώ­νες. Την ίδια συ­ζή­τη­ση προ­σεγ­γί­ζουν πιο δι­στα­χτι­κά άλλες ορ­γα­νώ­σεις της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς διε­θνώς, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι η μαρ­ξι­στι­κή πα­ρά­δο­ση έχει ήδη εξη­γή­σει τις δια­φο­ρε­τι­κές κα­τα­πιέ­σεις και πως ό,τι ήταν να ει­πω­θεί έχει ήδη ει­πω­θεί, μη απο­δε­χό­με­νες τον όρο δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα, τον οποίο αντι­με­τω­πί­ζουν ως απο­κλει­στι­κά με­τα­μο­ντέρ­να κα­τα­σκευή. 

Δεν υπάρ­χει λόγος σε αυτό το μικρό προ­λο­γι­κό ση­μεί­ω­μα να επε­κτα­θού­με σε αυτή τη συ­ζή­τη­ση. Θα επα­νέλ­θου­με άλ­λω­στε και σε επό­με­να τεύχη. Μπο­ρού­με ωστό­σο να υπο­γραμ­μί­σου­με τo ανοι­χτό πνεύ­μα με το οποίο προ­σεγ­γί­ζει η Σάρον Σμιθ την έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας, τη διά­θε­σή της να υπο­δε­χτεί τις μαύ­ρες θε­ω­ρη­τι­κούς, εντάσ­σο­ντας τη σκέψη και τις επε­ξερ­γα­σί­ες τους στη μαρ­ξι­στι­κή πα­ρά­δο­ση και την πε­ποί­θη­σή της ότι οι μαρ­ξι­στές δεν μα­θαί­νουν στα, αλλά κυ­ρί­ως από τα κι­νή­μα­τα και τις εμπει­ρί­ες των κο­λα­σμέ­νων της γης. 

Μια μαρ­ξι­στι­κή ανά­λυ­ση για τη δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα

Της Σάρον Σμιθ*

Πολ­λοί/ές ακτι­βι­στές/στριες, ακού­γο­ντας να γί­νε­ται λόγος στους κόλ­πους της Αρι­στε­ράς για τη λέξη «δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα», συ­να­ντά­νε δυ­σκο­λί­ες στο να την ορί­σουν –και η αιτία είναι απο­λύ­τως κα­τα­νοη­τή: όταν δια­φο­ρε­τι­κοί άν­θρω­ποι με δια­φο­ρε­τι­κό ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό υπό­βα­θρο προ­σεγ­γί­ζουν τη δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα, την ερ­μη­νεύ­ουν ο κα­θέ­νας με ξε­χω­ρι­στό τρόπο, επο­μέ­νως είναι ανα­με­νό­με­νο να δη­μιουρ­γεί­ται έντο­νη αντι­πα­ρά­θε­ση ήδη από τον ορι­σμό της έν­νοιας. Γι’ αυτό το λόγο –και επει­δή πρό­κει­ται για μία επτα­σύλ­λα­βη λέξη [ΣτΜ: Στην αγ­γλι­κή γλώσ­σα οι λέ­ξεις με πάνω από 4 συλ­λα­βές χρη­σι­μο­ποιού­νται συχνά για να πε­ρι­γρά­ψουν αφη­ρη­μέ­νες έν­νοιες]– η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα αρ­χι­κά φα­ντά­ζει ως μια αφη­ρη­μέ­νη έν­νοια με ασαφή σύν­δε­ση με την υλική πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Θα ήταν λάθος όμως να απορ­ρί­ψου­με τον όρο εξαρ­χής.

Υπάρ­χουν δύο δια­κρι­τές ερ­μη­νεί­ες για τη δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα: αυτή που ανα­πτύ­χθη­κε από τις μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες και αυτή που ανα­πτύ­χθη­κε από τη «με­τα­δο­μι­στι­κή» πτέ­ρυ­γα του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού. Σ’ αυτό το άρθρο θα απο­πει­ρα­θώ να απο­σα­φη­νί­σω τις δια­φο­ρές τους και να εξη­γή­σω γιατί η μαύρη φε­μι­νι­στι­κή πα­ρά­δο­ση ενι­σχύ­ει την προ­σπά­θεια οι­κο­δό­μη­σης ενός ενω­τι­κού κι­νή­μα­τος που θα ενα­ντιώ­νε­ται σε όλες τις μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης, προ­σπά­θεια η οποία βρί­σκε­ται στο κέ­ντρο της πρα­κτι­κής και της θε­ω­ρί­ας των σο­σια­λι­στών, αλλά όχι των με­τα­δο­μι­στών.

Μία έν­νοια, όχι μία θε­ω­ρία

Θα ήθελα να ξε­κι­νή­σω δια­σα­φη­νί­ζο­ντας κά­ποια πράγ­μα­τα. 

Πρώ­τον, η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα είναι μία έν­νοια, όχι μία θε­ω­ρία. Είναι μια πε­ρι­γρα­φή του πώς οι δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης –ο ρα­τσι­σμός, ο σε­ξι­σμός, η κα­τα­πί­ε­ση των ΛΟ­ΑΤ­ΚΙ και όλες οι άλλες μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης– αλ­λη­λε­πι­δρούν με­τα­ξύ τους και συ­ντί­θε­νται σε μια μο­να­δι­κή εμπει­ρία. Ως εκ τού­του, οι μαύ­ρες γυ­ναί­κες δεν είναι απλώς «διπλά κα­τα­πιε­σμέ­νες» –δη­λα­δή η κα­τα­πί­ε­ση που βιώ­νουν, δεν αφορά δύο ξε­χω­ρι­στές εμπει­ρί­ες που απλά προ­στί­θε­νται η μία στην άλλη. Δεν βιώ­νουν το ρα­τσι­σμό με τον ίδιο τρόπο που τον βιώ­νουν οι μαύ­ροι άντρες και πα­ράλ­λη­λα το σε­ξι­σμό με τον ίδιο τρόπο που τον βιώ­νουν οι λευ­κές γυ­ναί­κες. Αντί­θε­τα, ο ρα­τσι­σμός επη­ρε­ά­ζει τον τρόπο με τον οποίο οι μαύ­ρες γυ­ναί­κες κα­τα­πιέ­ζο­νται τόσο ως γυ­ναί­κες, όσο και ως μαύ­ροι άν­θρω­ποι. 

Η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα είναι ένας άλλος τρό­πος για να πε­ρι­γρα­φεί η δια­σταύ­ρω­ση των κα­τα­πιέ­σε­ων της φυλής, του φύλου και της τάξης και ακο­λου­θεί τους όρους που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν οι μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες. Έτσι λοι­πόν, δίπλα στους όρους «ταυ­τό­χρο­νες κα­τα­πιέ­σεις»,  «επι­κα­λυ­πτό­με­νες κα­τα­πιέ­σεις», «συν­δε­ό­με­νες κα­τα­πιέ­σεις», βρί­σκε­ται και ο όρος της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας. Όπως υπο­στή­ρι­ξε η μαύρη φε­μι­νί­στρια και ακα­δη­μαϊ­κός Μπάρ­μπα­ρα Σμιθ το 1983 στο «Home Girls: A Black Feminist Anthology»: 

«Η αντί­λη­ψη της ταυ­τό­χρο­νης-πολ­λα­πλής κα­τα­πί­ε­σης εξα­κο­λου­θεί μέχρι και σή­με­ρα να απο­τε­λεί την πεμ­πτου­σία της μαύ­ρης φε­μι­νι­στι­κής κα­τα­νό­η­σης της πο­λι­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και, όπως πι­στεύω, η προ­α­να­φερ­θεί­σα αντί­λη­ψη συ­νι­στά μία από τις πιο ση­μα­ντι­κές συ­νει­σφο­ρές της μαύ­ρης φε­μι­νι­στι­κής σκέ­ψης γε­νι­κό­τε­ρα». 

Εφό­σον η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα είναι μία έν­νοια (απο­τε­λεί δη­λα­δή μία πε­ρι­γρα­φή της εμπει­ρί­ας των πολ­λα­πλών κα­τα­πιέ­σε­ων χωρίς να εξη­γεί τις αι­τί­ες τους) και όχι μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη θε­ω­ρία (η οποία απο­πει­ρά­ται να εξη­γή­σει τις ρίζες των κα­τα­πιέ­σε­ων), μπο­ρεί να εντα­χθεί σε διά­φο­ρες θε­ω­ρί­ες για την προ­έ­λευ­ση της κα­τα­πί­ε­σης –τη μαρ­ξι­στι­κή, τη με­τα­μο­ντέρ­να, αλλά και τη σε­πα­ρα­τι­στι­κή [ΣτΜ: που επι­διώ­κει το «δια­χω­ρι­σμό»] κλπ. 

Καθώς λοι­πόν ο μαρ­ξι­σμός και ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός βρί­σκο­νται συχνά σε σύ­γκρου­ση, η χρήση της έν­νοιας της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας στα δύο αυτά θε­ω­ρη­τι­κά πλαί­σια γί­νε­ται με πολύ δια­φο­ρε­τι­κούς και αντι­κρουό­με­νους τρό­πους. 

Ο μαρ­ξι­σμός εντο­πί­ζει την αιτία όλων των μορ­φών κα­τα­πί­ε­σης στην ύπαρ­ξη τα­ξι­κών κοι­νω­νιών, ενώ άλλες θε­ω­ρί­ες, που προ­έρ­χο­νται από το ρεύμα του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, απορ­ρί­πτουν αυτή τη θε­ώ­ρη­ση ως «ου­σιο­κρα­τι­κή» και «απλου­στευ­τι­κή». Αυτός είναι ο λόγος που αρ­κε­τοί μαρ­ξι­στές έχουν υπάρ­ξει επι­φυ­λα­κτι­κοί έως και εχθρι­κοί απέ­να­ντι στον όρο «δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα», χωρίς όμως να κά­νουν τον απα­ραί­τη­το δια­χω­ρι­σμό με­τα­ξύ των δύο αντα­γω­νι­στι­κών θε­ω­ρη­τι­κών θε­με­λί­ων του όρου: με­τα­ξύ δη­λα­δή του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού και του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού/με­τα­δο­μι­σμού.

Η πα­ρά­δο­ση του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού

Είναι ση­μα­ντι­κό να κα­τα­νο­ή­σου­με ότι η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας ανα­πτύ­χθη­κε σε πρώτο στά­διο από τις μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες και όχι από το ρεύμα του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού. 

Το ρεύμα του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού έχει μακρά και πο­λυ­σύν­θε­τη ιστο­ρία, που βα­σί­ζε­ται στην ανα­γνώ­ρι­ση ότι το σύ­στη­μα της δου­λο­κτη­σί­ας και έκτο­τε ο σύγ­χρο­νος ρα­τσι­σμός και ο φυ­λε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός έχουν κάνει τις μαύ­ρες γυ­ναί­κες να υπο­φέ­ρουν με τρό­πους που οι λευ­κές γυ­ναί­κες δεν βί­ω­σαν ποτέ.

Το 1851, η Σο­τζέρ­νερ Τρουθ έκανε τη διά­ση­μη πλέον ομι­λία της με τίτλο «Δεν είμαι εγώ γυ­ναί­κα;» («Ain’t I a woman?») στο Συ­νέ­δριο των Γυ­ναι­κών στο Άκρον του Οχάιο. Η ομι­λία αυτή στό­χευε στο να το­νί­σει στις λευ­κές με­σο­α­στές σου­φρα­ζέ­τες ότι η κα­τα­πί­ε­σή της ως μαύρη πρώην σκλά­βα δεν είχε καμία σχέση με τις δικές τους εμπει­ρί­ες. 

Σε αυτές, η Τρουθ αντι­πα­ρέ­βα­λε την προ­σω­πι­κή της κα­τα­πί­ε­ση. Ως μαύρη γυ­ναί­κα υπέ­φε­ρε από σω­μα­τι­κή κα­κο­ποί­η­ση και μειω­τι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές, υπο­χρε­ω­νό­ταν σε ατε­λεί­ω­τες ώρες κα­τα­να­γκα­στι­κής και απλή­ρω­της ερ­γα­σί­ας και γεν­νού­σε παι­διά μόνο για να τα δει να εξα­να­γκά­ζο­νται σε δου­λεία.

Για πάνω από έναν αιώνα, προ­τού η μαύρη νο­μι­κή ακα­δη­μαϊ­κός και φε­μι­νί­στρια Κί­μπερ­λι Γουί­λιαμς Κρίσ­νο­ου επι­νο­ή­σει τον όρο δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα το 1989, η ίδια έν­νοια πε­ρι­γρα­φό­ταν με τους όρους «συν­δε­ό­με­νες κα­τα­πιέ­σεις», «ταυ­τό­χρο­νες κα­τα­πιέ­σεις» και με άλ­λους πα­ρό­μοιους όρους. Ο μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός όμως έδωσε με­γά­λη έμ­φα­ση στις τα­ξι­κές δια­φο­ρές που ενυ­πήρ­χαν ανά­με­σα στις γυ­ναί­κες, καθώς η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία του μαύ­ρου πλη­θυ­σμού των ΗΠΑ ήταν πά­ντο­τε τμήμα της ερ­γα­τι­κής τάξης και βίωνε δυ­σα­νά­λο­γη με τους λευ­κούς φτώ­χεια, ως οι­κο­νο­μι­κή συ­νέ­πεια του ρα­τσι­σμού. 

Η Κρίσ­νο­ου το 1989, στο δο­κί­μιό της με τίτλο «Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of Antidiscrimination Doctrine, Feminist Theory and Antiracist Politics», στο οποίο ει­σή­γα­γε τον όρο «δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα», απο­τί­νει φόρο τιμής στον λόγο της Σ. Τρουθ: 

«Όταν η Τρουθ ξε­κί­νη­σε να μι­λά­ει», γρά­φει η Κρισ­νό­ου, «πολ­λές λευ­κές γυ­ναί­κες την πα­ρό­τρυ­ναν να σιω­πή­σει, φο­βού­με­νες ότι θα εκτρέ­ψει την προ­σο­χή από την πάλη των γυ­ναι­κών για το δι­καί­ω­μα ψήφου [προς την κα­τεύ­θυν­ση της πάλης για την κα­τάρ­γη­ση της δου­λεί­ας]». Η Κρίσ­νο­ου συ­νε­χί­ζει με­τα­φέ­ρο­ντας τον ίδιο προ­βλη­μα­τι­σμό στο δικό της ιστο­ρι­κο-πο­λι­τι­κό παρόν λέ­γο­ντας: 

«Όταν η φε­μι­νι­στι­κή θε­ω­ρία και οι φε­μι­νι­στι­κές πο­λι­τι­κές ισχυ­ρί­ζο­νται ότι αντα­να­κλούν τους προ­βλη­μα­τι­σμούς και τους στό­χους των γυ­ναι­κών, χωρίς να πε­ρι­λαμ­βά­νουν ή να απευ­θύ­νο­νται στις μαύ­ρες γυ­ναί­κες, οι μαύ­ρες γυ­ναί­κες πρέ­πει να ρω­τή­σουν: “Δεν εί­μα­στε κι εμείς γυ­ναί­κες;”».

Αρι­στε­ρός μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός

Είναι επί­σης ση­μα­ντι­κό να ανα­γνω­ρί­σου­με ότι ο μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός εμπε­ριεί­χε πά­ντο­τε μια αρι­στε­ρή ανά­λυ­ση, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης μιας συ­μπό­ρευ­σης με­τα­ξύ κά­ποιον μαύ­ρων φε­μι­νι­στριών και του Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος στα μέσα με τέλη του 20ού αιώνα. Για πα­ρά­δειγ­μα, τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, Κλα­ού­ντια Τζό­ουνς και Άν­τζε­λα Ντέι­βις, ανέ­πτυ­ξαν και οι δύο την ιδέα της μαύ­ρης κα­τα­πί­ε­σης ως μια συν­δε­ό­με­νη εμπει­ρία της φυλής, του φύλου και της τάξης. Το 1949, η Κλα­ού­ντια Τζό­ουνς έγρα­ψε ένα πρω­το­πο­ρια­κό κεί­με­νο με τίτλο «An End to the Neglet of the Problems of the Negro Woman!», στο οποίο υπο­στη­ρί­ζει ότι «Οι νέ­γρες γυ­ναί­κες –ως ερ­γά­τριες, ως νέ­γρες και ως γυ­ναί­κες– είναι το πιο κα­τα­πιε­σμέ­νο στρώ­μα  όλου του πλη­θυ­σμού». Σε αυτό το κεί­με­νο, η Τζό­ουνς το­νί­ζει ότι η σε­ξουα­λι­κή κα­τα­πί­ε­ση είναι ένα φυ­λε­τι­κό ζή­τη­μα για τις μαύ­ρες γυ­ναί­κες:

«Τί­πο­τα δεν πε­ρι­γρά­φει τόσο έντο­να την κα­τα­πιε­στι­κή κα­τά­στα­ση της Νέ­γρι­κης θη­λυ­κό­τη­τας όσο η υπό­θε­ση της Ρόζα Λι Ιν­γκραμ, χήρα μη­τέ­ρα 14 παι­διών –με τα 2 από αυτά να έχουν πε­θά­νει– η οποία αντι­με­τώ­πι­ζε ισό­βια κά­θειρ­ξη στη φυ­λα­κή της Τζόρ­τζια για το “έγκλη­μα” της αυ­το­ά­μυ­νας ενά­ντια στις ανή­θι­κες βλέ­ψεις ενός υπο­στη­ρι­κτή της λευ­κής ανω­τε­ρό­τη­τας… Εκ­θέ­τει το υπο­κρι­τι­κό άλ­λο­θι αυτών που λίν­τσα­ραν τον Νέ­γρι­κο αντρι­κό πλη­θυ­σμό, οι οποί­οι ιστο­ρι­κά πάντα κρύ­βο­νταν κάτω από τις φού­στες των λευ­κών γυ­ναι­κών, όταν προ­σπα­θούν να κα­λύ­ψουν τα βρο­με­ρά εγκλή­μα­τά τους επι­κα­λού­με­νοι τον “ιπ­πο­τι­σμό” της “προ­στα­σί­ας των λευ­κών γυ­ναι­κών”». 

Αυτή η προ­σέγ­γι­ση –ότι η σε­ξουα­λι­κή κα­κο­ποί­η­ση δεν είναι απλά ένα γυ­ναι­κείο ζή­τη­μα, αλλά και ένα φυ­λε­τι­κό ζή­τη­μα στην κοι­νω­νία των ΗΠΑ– συ­νε­χί­στη­κε και επε­κτά­θη­κε αρ­γό­τε­ρα και από την Άν­τζε­λα Ντέι­βις, της οποί­ας η μα­κρο­χρό­νια αφο­σί­ω­ση στην πάλη ενά­ντια σε όλες της μορ­φές εκ­με­τάλ­λευ­σης και κα­τα­πί­ε­σης, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του ρα­τσι­στι­κού συ­στή­μα­τος μη-δι­καιο­σύ­νης [ΣτΜ: Injustice system,  λο­γο­παί­γνιο με τον όρο «Σύ­στη­μα Δι­καιο­σύ­νης» και τη λέξη «Αδι­κία»] είναι ευ­ρέ­ως γνω­στή. 

Το 1981, η Άν­τζε­λα Ντέι­βις στο βι­βλίο της «Γυ­ναί­κες: Φυλή και Τάξη» έγρα­ψε ότι ο βια­σμός «στις ΗΠΑ έχει κι ένα τα­ξι­κό ρα­τσι­στι­κό συ­στα­τι­κό, που υπάρ­χει από την πε­ρί­ο­δο της δου­λεί­ας σαν βα­σι­κό όπλο στη δια­τή­ρη­ση του συ­στή­μα­τος της λευ­κής υπε­ρο­χής». Πε­ρι­γρά­φει τον βια­σμό ως «ένα όπλο κυ­ριαρ­χί­ας, ένα όπλο κα­τα­στο­λής του οποί­ου απώ­τε­ρος στό­χος ήταν να εξα­φα­νί­σει τη θέ­λη­ση των σκλά­βων γυ­ναι­κών να αντι­στα­θούν και πα­ράλ­λη­λα να κλο­νί­σει το ηθικό των αντρών τους». Οι συ­στη­μα­το­ποι­η­μέ­νοι βια­σμοί μαύ­ρων γυ­ναι­κών συ­νε­χί­στη­καν και μετά από την κα­τάρ­γη­ση της δου­λεί­ας.

Σύμ­φω­να με την Ντέι­βις: 

«Οι ομα­δι­κοί βια­σμοί που δια­πράτ­το­νταν από την Κου Κλουξ Κλαν και άλλες τρο­μο­κρα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις στη με­τα-εμ­φυ­λια­κή πε­ρί­ο­δο έγι­ναν ένα πρό­δη­λο πο­λι­τι­κό όπλο για να οδη­γη­θεί σε μα­ταί­ω­ση το κί­νη­μα των Μαύ­ρων για την ισό­τη­τα».

Η κα­ρι­κα­τού­ρα του μαύ­ρου άντρα ως σε­ξουα­λι­κού θη­ρευ­τή με ατε­λεί­ω­τη επι­θυ­μία να βιά­σει τις ενά­ρε­τες, λευ­κές, Νό­τιες «πε­ντά­μορ­φες» [ΣτΜ: Belle, η όμορ­φη στη γαλ­λι­κά και το όνομα της Πε­ντά­μορ­φης στο γνω­στό πα­ρα­μύ­θι με το τέρας. Την εποχή μετά τον Εμ­φύ­λιο, στον αμε­ρι­κά­νι­κο Νότο πε­ριέ­γρα­φε τις νε­α­ρές, ανύ­πα­ντρες λευ­κές γυ­ναί­κες της ανώ­τε­ρης τάξης, σε μια εποχή που οι μαύ­ροι άντρες θε­ω­ρού­νταν τα «τέ­ρα­τα»] είχε ως «αχώ­ρι­στη συ­νο­δεία», όπως γρά­φει η Ντέι­βις: «την ει­κό­να των μαύ­ρων γυ­ναι­κών ως μό­νι­μα πρό­θυ­μων σε­ξουα­λι­κά… καθώς αντι­με­τω­πί­ζο­νταν ως “χα­λα­ρών ηθών” και που­τά­νες, οι κραυ­γές τους ότι βιά­στη­καν αντι­με­τω­πί­ζο­νταν ως ανα­ξιό­πι­στες».

Ακόμα και στη δε­κα­ε­τία του ’70, πολ­λές λευ­κές φε­μι­νί­στριες –με πιο γνω­στή τη Σού­ζαν Μπρα­ουν­μί­λερ και το βι­βλίο της «Against our Will: Men, Women and Rape»– πε­ριέ­γρα­φαν τον βια­σμό ως μια πάλη απο­κλει­στι­κά ανά­με­σα σε άν­δρες και γυ­ναί­κες. Αυτό το πο­λι­τι­κό πλαί­σιο οδή­γη­σε την Μπρα­ουν­μί­λερ να κα­τα­λή­ξει ανοι­χτά σε ρα­τσι­στι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα, σχε­τι­κά με το λιν­τσά­ρι­σμα το 1955 του Έμι­λετ Τιλ –ενός 14χρο­νου που κατά την επί­σκε­ψή του στην οι­κο­γέ­νειά του στον Μι­σι­σί­πι, όπου ίσχυαν οι νόμοι Τζιμ Κρόου [ΣτΜ: η ρα­τσι­στι­κή νο­μο­θε­σία του αμε­ρι­κα­νι­κού Νότου], απή­χθη­κε, βα­σα­νί­στη­κε και εκτε­λέ­στη­κε για το «έγκλη­μα» ενός φη­μο­λο­γού­με­νου σφυ­ρίγ­μα­τος σε μια λευκή πα­ντρε­μέ­νη γυ­ναί­κα. Παρά το λιν­τσά­ρι­σμα και τη δο­λο­φο­νία του Τιλ, η Μπρα­ουν­μί­λερ εντό­πι­σε τόσο στον Τιλ, όσο και στους φο­νιά­δες του, μια κοινή πρό­θε­ση εξου­σί­ας και κυ­ριαρ­χί­ας απέ­να­ντι σε μία «λευκή γυ­ναί­κα» –χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα στε­ρε­ό­τυ­πα που η Ντέι­βις πε­ρι­γρά­φει ως «ανα­βί­ω­ση του πα­λιού ρα­τσι­στι­κού μύθου του μαύ­ρου βια­στή».

Υπάρ­χουν πολ­λοί άλλοι τρό­ποι με τους οποί­ους η εμπει­ρία της γυ­ναι­κεί­ας κα­τα­πί­ε­σης δια­φέ­ρει ανά­λο­γα με τη φυλή και την τάξη των γυ­ναι­κών. Το κυ­ρί­αρ­χο (mainstream) φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα του ’60 και του ’70 διεκ­δι­κού­σε την κα­το­χύ­ρω­ση των εκτρώ­σε­ων στη βάση του δι­καιώ­μα­τος των γυ­ναι­κών να τερ­μα­τί­ζουν μια ανε­πι­θύ­μη­τη εγκυ­μο­σύ­νη. Αυτό, φυ­σι­κά, είναι ένα ζω­τι­κό δι­καί­ω­μα για όλες τις γυ­ναί­κες –χωρίς το οποίο δεν μπο­ρούν να ελ­πί­ζουν στην πραγ­μα­τι­κή και ου­σια­στι­κή θε­με­λί­ω­ση της ισό­τη­τας ανά­με­σα σε άν­δρες και γυ­ναί­κες. Την ίδια στιγ­μή όμως, το κυ­ρί­αρ­χο κί­νη­μα επι­κε­ντρω­νό­ταν απο­κλει­στι­κά στο ζή­τη­μα των εκτρώ­σε­ων, όταν η ιστο­ρία των ανα­πα­ρα­γω­γι­κών δι­καιω­μά­των κα­θι­στού­σε το ζή­τη­μα πολύ πιο πε­ρί­πλο­κο για τις μαύ­ρες γυ­ναί­κες και για άλλες έγ­χρω­μες γυ­ναί­κες [ΣτΜ: «Women of colour», όρος που πε­ρι­γρά­φει της «μη-λευ­κές», δηλ. μι­γά­δες, λα­τί­νες και ιθα­γε­νείς], οι οποί­ες ιστο­ρι­κά έχουν υπάρ­ξει στό­χος ρα­τσι­στι­κών στει­ρω­τι­κών κα­κο­ποι­ή­σε­ων.

Η συλ­λο­γι­κό­τη­τα Κό­μπα­χι Ρίβερ  

Το βα­σι­κό συ­μπέ­ρα­σμα που προ­κύ­πτει από αυτά τα πα­ρα­δείγ­μα­τα είναι ότι δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει απο­κλει­στι­κά «γυ­ναι­κείο ζή­τη­μα» με απλές απα­ντή­σεις, όταν προ­κύ­πτει σε ένα κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα το οποίο ιδρύ­θη­κε πάνω στη δου­λεία των Αφρι­κα­νών και στο οποίο ο ρα­τσι­σμός πα­ρα­μέ­νει εν­σω­μα­τω­μέ­νος στα θε­μέ­λιά του και σε όλους τους θε­σμούς του. Επο­μέ­νως σχε­δόν σε κάθε «γυ­ναι­κείο ζή­τη­μα» εμπε­ριέ­χο­νται και φυ­λε­τι­κά ζη­τή­μα­τα.

Τις δε­κα­ε­τί­ες του ’60 και του ’70 ανα­δύ­θη­κε ένα ισχυ­ρό κί­νη­μα ανά­με­σα στις αρι­στε­ρές μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες, το οποίο απει­κο­νί­ζε­ται κα­λύ­τε­ρα από τη συλ­λο­γι­κό­τη­τα Κό­μπα­χι Ρίβερ, μια ομάδα μαύ­ρων λε­σβιών φε­μι­νι­στριών στη Βο­στό­νη. Οι γυ­ναί­κες αυτές συ­στή­νο­νταν ως «μαρ­ξί­στριες», όπως προ­κύ­πτει και από το βα­σι­κό κεί­με­νό τους το 1977:

«Εί­μα­στε σο­σια­λί­στριες επει­δή πι­στεύ­ου­με ότι η ερ­γα­σία πρέ­πει να ορ­γα­νώ­νε­ται για το συλ­λο­γι­κό συμ­φέ­ρον αυτών που ερ­γά­ζο­νται και πα­ρά­γουν τα προ­ϊ­ό­ντα και όχι για τα κέρδη των αφε­ντι­κών. Οι υλι­κοί πόροι πρέ­πει να μοι­ρά­ζο­νται ανά­με­σα σε αυτές/ούς που τους δη­μιουρ­γού­νε. Δεν έχου­με πει­στεί, παρ’ όλα αυτά, ότι μια σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση που δεν θα είναι επί­σης αντι­ρα­τσι­στι­κή και φε­μι­νι­στι­κή θα εγ­γυ­η­θεί την απε­λευ­θέ­ρω­σή μας. Πα­ρό­τι βρι­σκό­μα­στε σε ου­σια­στι­κή  συμ­φω­νία με τη μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρία, όπως εφαρ­μό­ζε­ται στις συ­γκε­κρι­μέ­νες οι­κο­νο­μι­κές σχέ­σεις που ανα­λύ­ο­νται μέσω αυτής, θε­ω­ρού­με πα­ράλ­λη­λα ότι αυτή η ανά­λυ­ση πρέ­πει να επε­κτα­θεί πε­ραι­τέ­ρω, ώστε να κα­τα­νο­ή­σου­με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση των μαύ­ρων γυ­ναι­κών».

Αυτός είναι ένας πολύ λο­γι­κός τρό­πος σκέ­ψης, που φαί­νε­ται σαν κοινή λο­γι­κή στους πε­ρισ­σό­τε­ρους αν­θρώ­πους της Αρι­στε­ράς του σή­με­ρα. Η συλ­λο­γι­κό­τη­τα Κό­μπα­χι Ρίβερ δεν υπο­στή­ρι­ζε τον σε­πα­ρα­τι­σμό, όπως έχουν λαν­θα­σμέ­να συ­μπε­ρά­νει με­ρι­κοί μαρ­ξι­στές/στριες. Η Μπάρ­μπα­ρα Σμιθ, ένα από τα ιδρυ­τι­κά μέλη της συλ­λο­γι­κό­τη­τας, σε μια συ­νέ­ντευ­ξή της το 1984 στο βι­βλίο «This Bridge Called my Back», υπο­στή­ρι­ξε μια στρα­τη­γι­κή «οι­κο­δό­μη­σης συμ­μα­χιών», απο­δο­μώ­ντας το «φυ­λε­τι­κό σε­πα­ρα­τι­σμό». Υπο­στή­ρι­ξε ότι «κάθε είδος σε­πα­ρα­τι­σμού οδη­γεί σε αδιέ­ξο­δο… Δεν υπάρ­χει κα­νέ­νας τρό­πος μια κα­τα­πιε­σμέ­νη ομάδα να ρίξει το σύ­στη­μα από μόνη της. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο είναι να δη­μιουρ­γού­με συμ­μα­χί­ες αρχών γύρω από συ­γκε­κρι­μέ­να ζη­τή­μα­τα». 

Η πα­ρά­δο­ση του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού υπήρ­ξε πάντα συν­δε­μέ­νη με τη συλ­λο­γι­κή πάλη ενά­ντια στην κα­τα­πί­ε­ση –ενά­ντια στη δου­λεία, ενά­ντια στον φυ­λε­τι­κό δια­χω­ρι­σμό, ενά­ντια στον ρα­τσι­σμό, την αστυ­νο­μι­κή βαρ­βα­ρό­τη­τα, τη φτώ­χια, τις βί­αιες στει­ρώ­σεις, τους συ­στη­μα­τι­κούς βια­σμούς μαύ­ρων γυ­ναι­κών και το συ­στη­μα­τι­κό λιν­τσά­ρι­σμα των μαύ­ρων αντρών. Πι­θα­νώς, το πιο ση­μα­ντι­κό μά­θη­μα που μπο­ρού­με να πά­ρου­με από τη Συλ­λο­γι­κό­τη­τα Κό­μπα­χι Ρίβερ είναι πως, όταν θα χτί­ζου­με το επό­με­νο μα­ζι­κό κί­νη­μα για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των γυ­ναι­κών –ευ­ελ­πι­στώ πως κάτι τέ­τοιο θα έρθει σύ­ντο­μα– οφεί­λου­με να στη­ρι­χθού­με στις ανά­γκες αυτών που κα­τα­πιέ­ζο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο, απο­φεύ­γο­ντας να μι­λή­σου­με για πολ­λο­στή φορά μο­νά­χα για τις ανά­γκες των λι­γό­τε­ρο κα­τα­πιε­σμέ­νων –μία τέ­τοια ιδέα είναι που απο­τε­λεί και την «καρ­διά» της ου­σί­ας της αλ­λη­λεγ­γύ­ης.

Όμως, η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα είναι μια έν­νοια για την κα­τα­νό­η­ση της κα­τα­πί­ε­σης και όχι της εκ­με­τάλ­λευ­σης. Πολ­λές μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες ανα­γνω­ρί­ζουν τις συ­στη­μι­κές ρίζες του ρα­τσι­σμού και του σε­ξι­σμού, αλλά εστιά­ζουν πολύ λι­γό­τε­ρο από τις/τους Μαρ­ξι­στές/στριες στη σύν­δε­ση με­τα­ξύ του συ­στή­μα­τος εκ­με­τάλ­λευ­σης και της κα­τα­πί­ε­σης. Ο μαρ­ξι­σμός είναι απα­ραί­τη­τος. Αρ­χι­κά γιατί πα­ρέ­χει διά­φο­ρα ερ­γα­λεία για την κα­τα­νό­η­ση της σχέ­σης με­τα­ξύ κα­τα­πί­ε­σης και εκ­με­τάλ­λευ­σης και επι­πλέ­ον γιατί εντο­πί­ζει το υπο­κεί­με­νο που μπο­ρεί να δη­μιουρ­γή­σει τις υλι­κές και κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες που θα κά­νουν εφι­κτό το τέλος τόσο της κα­τα­πί­ε­σης όσο και της εκ­με­τάλ­λευ­σης: την ερ­γα­τι­κή τάξη. Οι εργάτ(ρι)ες έχουν τη δύ­να­μη όχι μόνο να πα­ρα­λύ­σουν το σύ­στη­μα, αλλά και να το αντι­κα­τα­στή­σουν με μία σο­σια­λι­στι­κή κοι­νω­νία, βα­σι­σμέ­νη στη συλ­λο­γι­κή κτήση των μέσων πα­ρα­γω­γής. Αν και πολ­λές άλλες κοι­νω­νι­κές ομά­δες βιώ­νουν επί­σης κα­τα­πί­ε­ση, η ερ­γα­τι­κή τάξη είναι η μόνη που κα­τέ­χει αυτή τη συλ­λο­γι­κή δύ­να­μη. Οπότε, η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας χρειά­ζε­ται τη μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρία για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει αυτό το ενω­τι­κό κί­νη­μα που θα έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να βάλει τέλος σε όλες τις μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης. Πα­ράλ­λη­λα, ο μαρ­ξι­σμός μόνο όφε­λος θα έχει από την προ­σπά­θεια να εντά­ξει τον αρι­στε­ρό μαύρο φε­μι­νι­σμό στην πο­λι­τι­κή θε­ω­ρία και πράξη του.

Η με­τα­μο­ντέρ­να απόρ­ρι­ψη της «ολό­τη­τας»

Αυτό που προ­σπά­θη­σα να ανα­δεί­ξω μέχρι τώρα είναι το πώς η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας ή των αλ­λη­λο­συν­δε­ό­με­νων κα­τα­πιέ­σε­ων είχε τις ρίζες της στις ανα­λύ­σεις του μαύ­ρου φε­μι­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος για μια με­γά­λη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο και επί­σης το κατά πόσο η έν­νοια αυτή είναι συμ­βα­τή με τον μαρ­ξι­σμό. Στο ση­μείο αυτό θα ήθελα να στρέ­ψω την προ­σο­χή μου  στον με­τα­μο­ντερ­νι­σμό και στην αντί­θε­ση ανά­με­σα στη με­τα­μο­ντέρ­να αντί­λη­ψη της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας και την πα­λαιό­τε­ρη μαύρη φε­μι­νι­στι­κή έν­νοια του όρου.

Για να είμαι ξε­κά­θα­ρη: δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία ότι ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός έχει ενι­σχύ­σει τον αγώνα ενά­ντια σε όλες τις μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων της κα­τα­πί­ε­σης που βιώ­νουν τα τρανς άτομα, τα άτομα με ανα­πη­ρία, τα άτομα που έρ­χο­νται αντι­μέ­τω­πα με ηλι­κια­κές δια­κρί­σεις και πολ­λών άλλων μορ­φών κα­τα­πί­ε­σης που απορ­ρί­πτο­νταν άκρι­τα πριν αρ­χί­σουν να αν­θί­ζουν οι με­τα­μο­ντέρ­νες θε­ω­ρί­ες του ’80 και ’90.

Ο βρε­τα­νός θε­ω­ρη­τι­κός της λο­γο­τε­χνί­ας Τέρι Ίγκλε­τον υπο­στή­ρι­ξε πως το «μο­να­δι­κό, αλλά διαρ­κές κα­τόρ­θω­μα» του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού είναι «το γε­γο­νός ότι βο­ή­θη­σε να τε­θούν ερω­τή­μα­τα για τη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα, το φύλο και την εθνό­τη­τα τόσο ξε­κά­θα­ρα στην πο­λι­τι­κή ατζέ­ντα, ώστε είναι αδύ­να­τον πλέον να φα­ντα­στού­με τον πα­ρα­γκω­νι­σμό των πα­ρα­πά­νω χωρίς σκλη­ρή μάχη».

Την ίδια στιγ­μή βέ­βαια, ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός υψώ­νει ένα τεί­χος απόρ­ρι­ψης της πο­λι­τι­κής γε­νί­κευ­σης και των κα­τη­γο­ριών κοι­νω­νι­κών δομών και υλι­κών πραγ­μα­τι­κο­τή­των, οι οποί­ες ανα­φέ­ρο­νται ως «αλή­θειες», «ολό­τη­τες», «κα­θο­λι­κό­τη­τες» –και αυτό στο όνομα της εφαρ­μο­γής της «αντι-ου­σιο­κρα­τί­ας». (Φυ­σι­κά μια τέ­τοια πλή­ρης άρ­νη­ση  της πο­λι­τι­κής γε­νί­κευ­σης είναι από μόνη της μια πο­λι­τι­κή γε­νί­κευ­ση –κάτι το οποίο απο­τε­λεί εγ­γε­νή αντί­θε­ση της με­τα­μο­ντέρ­νας σκέ­ψης!). Οι με­τα­μο­ντερ­νιστ(ρι)ες εστιά­ζουν υπερ­βο­λι­κά στον πε­ριο­ρι­σμέ­νο, με­ρι­κό και υπο­κει­με­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα της ατο­μι­κής εμπει­ρί­ας των αν­θρώ­πων, απορ­ρί­πτο­ντας τη στρα­τη­γι­κή ενός συλ­λο­γι­κού αγώνα ενά­ντια στους θε­σμούς της κα­τα­πί­ε­σης και της εκ­με­τάλ­λευ­σης, προ­κει­μέ­νου να εστιά­σουν στις ατο­μι­κές και πο­λι­τι­σμι­κές σχέ­σεις ως τα επί­κε­ντρα του  αγώνα.

Δεν είναι σύμ­πτω­ση ότι ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός άν­θι­σε και ρι­ζώ­θη­κε στις συ­νει­δή­σεις των μελών της ακα­δη­μαϊ­κής κοι­νό­τη­τας την πε­ρί­ο­δο μετά την υπο­χώ­ρη­ση των τα­ξι­κών και κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των των δε­κα­ε­τιών του ’60 και του ’70 –την πε­ρί­ο­δο ανό­δου της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρής επί­θε­σης από την άρ­χου­σα τάξη. Κά­ποιοι/ες από τους ακα­δη­μαϊ­κούς που συμ­με­τεί­χαν στην ανά­πτυ­ξη του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, ήταν βε­τε­ρά­νοι ρι­ζο­σπάστ(ρι)ες του ’60, που έχα­σαν την πίστη τους στην πι­θα­νό­τη­τα της επα­νά­στα­σης. Τους ακο­λού­θη­σε μια γενιά από νέους/ες ρι­ζο­σπάστ(ρι)ες που ήταν πολύ νε­α­ροί/ες σε ηλι­κία για να έχουν ζήσει τη με­γά­λη ανα­τα­ρα­χή της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 και ήταν επη­ρε­α­σμέ­νοι από τον πε­σι­μι­σμό της πε­ριό­δου. Σε αυτό το πλαί­σιο, ο μαρ­ξι­σμός δυ­σφη­μού­νταν ευ­ρέ­ως ως «απλου­στευ­τι­κός» και «ου­σιο­κρα­τι­κός» από ακα­δη­μαϊ­κούς που απο­κα­λού­σαν τους εαυ­τούς τους με­τα­μο­ντερ­νι­στές, με­τα­δο­μι­στές και με­τά-μαρ­ξι­στές.

Μέσα στα θε­ω­ρη­τι­κά όρια του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, ο με­τά-μαρ­ξι­σμός πα­ρεί­χε ένα νέο θε­ω­ρη­τι­κό πλαί­σιο, το οποίο άρ­χι­σε να ανα­τέλ­λει τη δε­κα­ε­τία του 1980. Δύο με­τά-μαρ­ξι­στές θε­ω­ρη­τι­κοί, ο Ερ­νέ­στο Λα­κλά­ου και η Σα­ντάλ Μουφ, δη­μο­σί­ευ­σαν το βι­βλίο «Ηγε­μο­νία και Σο­σια­λι­στι­κή Στρα­τη­γι­κή: Προς Ρι­ζο­σπα­στι­κές Δη­μο­κρα­τι­κές Πο­λι­τι­κές» το 1985. Ο Λα­κλά­ου και η Μουφ εξή­γη­σαν τις θε­ω­ρί­ες τους ως την άρ­νη­ση της σο­σια­λι­στι­κής «ολό­τη­τας»: 

«Δεν υπάρ­χει, για πα­ρά­δειγ­μα, υπο­χρε­ω­τι­κή  σύν­δε­ση με­τα­ξύ του αντι­σε­ξι­σμού και του αντι­κα­πι­τα­λι­σμού και η ενό­τη­τα αυτών των δύο μπο­ρεί να είναι μο­νά­χα απο­τέ­λε­σμα της άρ­θρω­σης ενός ηγε­μο­νι­κού λόγου. Επα­κό­λου­θα, η μόνη δυ­να­τό­τη­τα να αρ­θρω­θεί ένας τέ­τοιος λόγος βρί­σκε­ται στη βάση ξε­χω­ρι­στών αγώ­νων… Αυτό απαι­τεί την αυ­το­νό­μη­ση των σφαι­ρών του αγώνα». 

Η ανω­τέ­ρω το­πο­θέ­τη­ση επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί υπέρ του δια­χω­ρι­σμού των αγώ­νων. Αυτοί οι «διά­χυ­τοι» αγώ­νες όπως πε­ρι­γρά­φο­νται, θα πρέ­πει λοι­πόν να διε­ξα­χθούν απο­κλει­στι­κά στο πεδίο που ο Μαρξ πε­ρι­γρά­φει ως εποι­κο­δό­μη­μα, χωρίς να συν­δέ­ο­νται κα­θό­λου με την οι­κο­νο­μι­κή βάση της κοι­νω­νί­ας.

Επι­πλέ­ον, η αντί­λη­ψη του Λα­κλά­ου και της Μουφ για την «αυ­το­νό­μη­ση των σφαι­ρών του αγώνα» δεν επι­κε­ντρώ­νε­ται μο­νά­χα στο γε­γο­νός ότι ο κάθε αγώ­νας δύ­να­ται να αντι­στα­θεί μόνο σε μία συ­γκε­κρι­μέ­νη μορφή υπο­τα­γής μέσα σε έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο κοι­νω­νι­κό τομέα, αλλά και στο ότι ο εκά­στο­τε αγώ­νας δεν χρειά­ζε­ται καν την εμπλο­κή πάνω από ενός ατό­μου πέραν του εαυ­τού σου. Αυτό το έθε­σαν με ακρί­βεια οι Λα­κλά­ου και Μουφ υπο­στη­ρί­ζο­ντας: 

«Πολ­λές από αυτές τις μορ­φές αντί­στα­σης εκ­δη­λώ­νο­νται όχι με τη μορφή συλ­λο­γι­κών αγώ­νων, αλλά μέσα από έναν όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο εξο­πλι­σμέ­νο ατο­μι­σμό». 

Αυτό το από­σπα­σμα δεί­χνει ξε­κά­θα­ρα τη με­τα­τό­πι­ση του βά­ρους από την αλ­λη­λεγ­γύη με­τα­ξύ των κι­νη­μά­των στον ατο­μι­κό δια­προ­σω­πι­κό αγώνα. Με αυτόν τον τρόπο οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις γί­νο­νται τα κε­ντρι­κά πεδία πάλης, με βάση τις  υπο­κει­με­νι­κές αντι­λή­ψεις του κα­θε­νός για το ποιο άτομο βρί­σκε­ται σε θέση «εξου­σί­ας» και ποιο σε θέση «υπο­τα­γής» σε κάθε ξε­χω­ρι­στή κα­τά­στα­ση.

Το 1985 ο θε­ω­ρη­τι­κός του κουήρ [ΣτΜ: Queer, η με­τα­μο­ντέρ­να θε­ω­ρεία κα­τα­στρα­τή­γη­σης των ταυ­το­τή­των –γυ­ναί­κα, γκέι κλπ] Τζέ­φρι Εσκο­φιέ συ­νό­ψι­σε λέ­γο­ντας: «Οι πο­λι­τι­κές ταυ­το­τή­των πρέ­πει να είναι επί­σης και πο­λι­τι­κές δια­φο­ρών… Οι πο­λι­τι­κές δια­φο­ρών επι­βε­βαιώ­νουν τον πε­ριο­ρι­σμό και τη με­ρι­κό­τη­τα της κάθε ύπαρ­ξης». Οι με­τα­δο­μι­στές οι­κειο­ποι­ή­θη­καν όρους όπως «πο­λι­τι­κές ταυ­το­τή­των» και «δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα», που προ­έρ­χο­νται από το μαύρο φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα της επο­χής του ’70. Όταν η συλ­λο­γι­κό­τη­τα του Κό­μπα­χι Ρίβερ ανα­φε­ρό­ταν στην ανά­γκη θε­με­λί­ω­σης της πο­λι­τι­κής των ταυ­το­τή­των, ου­σια­στι­κά πε­ριέ­γρα­φε τη συλ­λο­γι­κή ταυ­τό­τη­τα των μαύ­ρων γυ­ναι­κών. Όταν επί­σης εστί­α­ζε στη ση­μα­σία της ανα­γνώ­ρι­σης των «δια­φο­ρών» με­τα­ξύ των γυ­ναι­κών, ανα­φε­ρό­ταν στην ανά­γκη να πά­ψουν οι μαύ­ρες γυ­ναί­κες να είναι συλ­λο­γι­κά αό­ρα­τες μέσα στον κα­τε­ξο­χήν λευκό, με­σο­α­στι­κό φε­μι­νι­σμό της επο­χής. 

Υπάρ­χει όμως τε­ρά­στια δια­φο­ρά ανά­με­σα στη συλ­λο­γι­κή ταυ­τό­τη­τα –το να προσ­διο­ρί­ζε­σαι δη­λα­δή ως μέρος μια κοι­νω­νι­κής ομά­δας– και στην ατο­μι­κή ταυ­τό­τη­τα. Η με­τα­δο­μι­στι­κή αντί­λη­ψη της «ταυ­τό­τη­τας» είναι βα­σι­σμέ­νη στα άτομα, ενώ «δια­φο­ρές» μπο­ρεί να επι­ση­μαί­νο­νται σε κάθε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που ξε­χω­ρί­ζει ένα άτομο από τα άλλα, είτε είναι σχε­τι­κό με την κα­τα­πί­ε­ση, είτε βρί­σκε­ται απλώς εκτός της κυ­ρί­αρ­χης «κα­νο­νι­κό­τη­τας».

Αξί­ζει να ανα­φέ­ρου­με ότι η μαύρη φε­μι­νί­στρια Κί­μπερ­λι Γουί­λιαμς Κρίσ­νο­ου, τη δε­κα­ε­τία του ’90, έθεσε υπό αμ­φι­σβή­τη­ση «μια εκ­δο­χή της αντι-ου­σιο­κρα­τί­ας που εν­σαρ­κώ­νει αυτό που μπο­ρεί κα­νείς να ονο­μά­σει ως θε­ω­ρία των εκ­χυ­δαϊ­σμέ­νων κοι­νω­νι­κών κα­τα­σκευών, το νόημα της οποί­ας είναι ότι, αφού όλες οι κα­τη­γο­ρί­ες είναι κοι­νω­νι­κά κα­τα­σκευα­σμέ­νες, δεν υπάρ­χει αυτό που λέμε “μαύ­ρες” ή “γυ­ναί­κες” και ως εκ τού­του δεν βγά­ζει κα­νέ­να νόημα να συ­νε­χί­σου­με να ορ­γα­νω­νό­μα­στε με βάση αυτές τις κα­τη­γο­ρί­ες». Αντι­θέ­τως, υπο­στή­ρι­ξε: 

«Μια πρώτη απά­ντη­ση σε αυτά τα ερω­τή­μα­τα απαι­τεί αρ­χι­κά να ανα­γνω­ρί­σου­με ότι οι ορ­γα­νω­μέ­νες ομά­δες ταυ­το­τή­των, στις οποί­ες βρί­σκου­με τους εαυ­τούς μας, είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα συμ­μα­χί­ες, ή του­λά­χι­στον δυ­νη­τι­κές συμ­μα­χί­ες που πρό­κει­ται να σχη­μα­τι­στούν». Και κα­τέ­λη­ξε επι­ση­μαί­νο­ντας: «σε αυτό το ση­μείο της ιστο­ρί­ας μπο­ρού­με να υπο­στη­ρί­ξου­με βά­σι­μα ότι η πιο ζω­τι­κή στρα­τη­γι­κή αντί­στα­σης για τις αδύ­να­μες ομά­δες είναι να κα­τα­λά­βου­με και να υπε­ρα­σπι­στού­με μια πο­λι­τι­κή κοι­νω­νι­κών θέ­σε­ων, αντί να την εγκα­τα­λεί­ψου­με και να την κα­τα­στρέ­ψου­με». 

«Ατο­μι­κή» ενα­ντί­ον «Συλ­λο­γι­κής» Ταυ­τό­τη­τας

Αυτός είναι ο λόγος που η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας, η οποία ανα­πτύ­χθη­κε πρώτα μέσα στη μαύρη φε­μι­νι­στι­κή αντί­λη­ψη, απο­τέ­λε­σε πολύ αρ­γό­τε­ρα ση­μείο ανα­φο­ράς του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού. Παρ’ ότι ο μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός και κά­ποια ρεύ­μα­τα της με­τα­μο­ντέρ­νας θε­ω­ρί­ας μοι­ρά­ζο­νται κά­ποιες κοι­νές υπο­θέ­σεις και κοινή γλώσ­σα, αυτά υπερ­κα­λύ­πτο­νται από θε­με­λιώ­δεις δια­φο­ρές που τις κα­θι­στούν δύο τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις για την αντι­με­τώ­πι­ση της κα­τα­πί­ε­σης. Ως εκ τού­του η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας έχει δύο δια­φο­ρε­τι­κές πο­λι­τι­κές βά­σεις: εκεί­νη που δη­μιουρ­γή­θη­κε κυ­ρί­ως από τον μαύρο φε­μι­νι­σμό και εκεί­νη που υιο­θε­τή­θη­κε από τον με­τα­μο­ντερ­νι­σμό.

Η πιο πρό­σφα­τη εξέ­λι­ξη της με­τα­δο­μι­στι­κής προ­σέγ­γι­σης στις πο­λι­τι­κές ταυ­το­τή­των και στη δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα, η οποία έχει επη­ρε­ά­σει έντο­να τη ση­με­ρι­νή γενιά ακτι­βι­στών, δίνει τε­ρά­στια έμ­φα­ση στην αλ­λα­γή της ατο­μι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς ως τον πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κό τρόπο να αντι­με­τω­πί­σου­με την κα­τα­πί­ε­ση. Κάτι τέ­τοιο οδή­γη­σε στην εμ­φά­νι­ση μιας αντί­λη­ψης, που καλεί το κάθε άτομο να «κα­ταγ­γέλ­λει» τις δια­προ­σω­πι­κές πρά­ξεις τις οποί­ες αντι­λαμ­βά­νε­ται ως κα­τα­πιε­στι­κές και αντι­με­τω­πί­ζει αυτή την πρα­κτι­κή ως μια κρί­σι­μη πο­λι­τι­κή πράξη. Με άλλα λόγια, μια δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα με με­τα­μο­ντέρ­νους όρους, ακόμα και ανά­με­σα σε όσους δεν έχουν ιδέα τι είναι ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός. 

 Όπως υπο­στή­ρι­ξε και ο μαρ­ξι­στής ακα­δη­μαϊ­κός Κέβιν Άντερ­σον:

«Στο τέλος του 20ού αιώνα η θε­ω­ρη­τι­κή ρη­το­ρι­κή της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας  έγινε σχε­δόν ηγε­μο­νι­κή σε πολ­λούς το­μείς της ρι­ζο­σπα­στι­κής δια­νοη­τι­κής ζωής. Σε αυτή τη συ­ζή­τη­ση, η οποία αφορά κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα και κι­νή­μα­τα σχε­τι­κά με τη φυλή, το φύλο, την τάξη, τη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα και άλλες μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης, υπο­στη­ρι­ζό­ταν συχνά ότι πρέ­πει να απο­φύ­γου­με κάθε εί­δους τα­ξι­κή απλού­στευ­ση ή ου­σιο­κρα­τία, στις οποί­ες το φύλο και η φυλή υπά­γο­νται στην κα­τη­γο­ρία της τάξης. Αυτό που υπο­στη­ρι­ζό­ταν κυ­ρί­ως ήταν ότι τα κι­νή­μα­τα σχε­τι­κά με τη φυλή, το φύλο, τη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα ή την τάξη μπο­ρούν το πολύ να δια­σταυ­ρώ­νο­νται με­τα­ξύ τους, αλλά δεν μπο­ρούν εύ­κο­λα να συ­νε­νω­θούν σε ένα ενιαίο κί­νη­μα ενά­ντια στη δομή της εξου­σί­ας και το κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα, το οποίο σύμ­φω­να με τους μαρ­ξι­στές βρί­σκε­ται από πίσω της. Ως εκ τού­του, η πραγ­μα­τι­κή δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των –ως αντί­θε­ση στο σε­πα­ρα­τι­σμό τους– γι­νό­ταν συ­νή­θως αντι­λη­πτή ως κάτι πε­ριο­ρι­σμέ­νο, τόσο ως πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όσο και ως δυ­να­τό­τη­τα. Σε πε­ρί­πτω­ση που ισχυ­ρι­ζό­ταν κα­νείς το αντί­θε­το, διέ­τρε­χε τον κίν­δυ­νο να πέσει στην άβυσ­σο της απλού­στευ­σης και της ου­σιο­κρα­τί­ας».

Αν και συμ­φω­νώ με τον Άντερ­σον σε αυτό το ση­μείο του, θεωρώ ότι  είναι ξε­κά­θα­ρο ότι κάνει κρι­τι­κή στη με­τα­μο­ντέρ­να προ­σέγ­γι­ση της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας και όχι σε αυτήν του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού. Θεωρώ ότι  είναι λάθος για τους μαρ­ξι­στές να αγνο­ή­σουν την αξία της μαύ­ρης φε­μι­νι­στι­κής πα­ρά­δο­σης, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της έν­νοιας της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας, τόσο για τη συμ­βο­λή της στην αντι­με­τώ­πι­ση της κα­τα­πί­ε­σης των έγ­χρω­μων [ΣτΜ: women of color, όπως πα­ρα­πά­νω] γυ­ναι­κών και των γυ­ναι­κών της ερ­γα­τι­κής τάξης, όσο και για τους τρό­πους με τους οποί­ους μπο­ρεί να συμ­βά­λει στην ανά­πτυ­ξη της μαρ­ξι­στι­κής θε­ω­ρί­ας και πρά­ξης. 

Οι μαρ­ξι­στές εκτι­μούν τη συ­νει­σφο­ρά της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας του μαύ­ρου εθνι­κι­σμού, όπως ο Μάλ­κομ Χ και ο Φραντς Φανόν, μαζί με τον σο­σια­λι­σμό του Κόμ­μα­τος των Μαύ­ρων Παν­θή­ρων και έχουν προ­σπα­θή­σει να εντά­ξουν πλευ­ρές της θε­ω­ρη­τι­κής και πρα­κτι­κής συμ­βο­λής τους στη δικιά μας πο­λι­τι­κή πα­ρά­δο­ση. Τα πα­ρα­πά­νω πα­ρα­δείγ­μα­τα πα­ρέ­χουν απτές απο­δεί­ξεις για τον λόγο που πρέ­πει, ομοί­ως, να εν­σω­μα­τώ­σου­με τα μα­θή­μα­τα που έχει να δι­δά­ξει ο μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός στο μαρ­ξι­σμό.

Ο φυ­λε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός στις ΗΠΑ δια­δρα­μά­τι­σε πολύ ση­μα­ντι­κό ρόλο στο να εμπο­δί­σει την ανά­πτυ­ξη ενός ενο­ποι­η­μέ­νου γυ­ναι­κεί­ου κι­νή­μα­τος, καθώς αυτό απέ­τυ­χε να ανα­γνω­ρί­σει τις άπει­ρες επι­πτώ­σεις και εκ­φάν­σεις που έχει ο ιστο­ρι­κός φυ­λε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός. Κα­νέ­να κί­νη­μα δεν μπο­ρεί να ισχυ­ρί­ζε­ται ότι μι­λά­ει εξ ονό­μα­τος όλων των γυ­ναι­κών, αν δεν εκ­φρά­ζει και τις γυ­ναί­κες που αντι­με­τω­πί­ζουν επί­σης τις συ­νέ­πειες του ρα­τσι­σμού. Του ρα­τσι­σμού που το­πο­θε­τεί τη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των έγ­χρω­μων γυ­ναι­κών στις γραμ­μές της ερ­γα­τι­κής τάξης και των φτω­χών. Η φυλή και η τάξη πρέ­πει να βρί­σκο­νται στο επί­κε­ντρο της πάλης για τη γυ­ναι­κεία απε­λευ­θέ­ρω­ση –όχι μόνο στη θε­ω­ρία, αλλά και στην πράξη– ώστε να έχει ση­μα­σία και νόημα για εκεί­νες, για γυ­ναί­κες που είναι οι πλέον κα­τα­πιε­σμέ­νες από το σύ­στη­μα.

*Η Σάρον Σμιθ είναι φε­μι­νί­στρια συγ­γρα­φέ­ας και ηγε­τι­κό στέ­λε­χος της ορ­γά­νω­σης ISΟ στις ΗΠΑ.

Ετικέτες