Κοινή εκτίμηση όλων των ομιλητών ότι η «ομαλότητα» δεν θα αποκατασταθεί σύντομα στον αραβικό κόσμο ο οποίος ζει ένα «αραβικό 1848».
Την τρίτη μέρα της διεθνούς συνάντησης που οργάνωσε το Rproject.grπραγματοποιήθηκε η συζήτηση για τις αραβικές εξεγέρσεις, την Αίγυπτο και την Τυνησία.
Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ, περιέγραψε τα όσα συμβαίνουν στον αραβικό κόσμο ως μια «μακροχρόνια επαναστατική διαδικασία». Στήριξε την εκτίμησή του στο γεγονός ότι πίσω από τον πολιτικό-δημοκρατικό χαρακτήρα που πήραν οι επαναστάσεις, κρύβονται βαθιές οικονομικές και κοινωνικές αιτίες που συσσωρεύονταν επί δεκαετίες και οι οποίες κατά τον ίδιο είναι αδύνατο να λυθούν χωρίς μια ριζοσπαστική μεταμόρφωση των αραβικών κρατών.
Ανέλυσε τις αιτίες της κυριαρχίας του πολιτικού Ισλάμ στην αρχική μεταδικτατορική περίοδο (η οποία δεν θα έπρεπε να αιφνιδιάσει κανέναν όπως είπε), εστιάζοντας στο κενό που άφησε η αποτυχία του αραβικού εθνικισμού και στην ανεπάρκεια της Αριστεράς να το καλύψει. Θύμισε επίσης ότι τα ισλαμικά κόμματα μπορεί να μην οργάνωσαν τον ξεσηκωμό, αλλά συμμετείχαν σε αυτόν. Αν κάτι θα έπρεπε να αιφνιδιάζει, συμπλήρωσε, είναι το πόσο γρήγορα τα ισλαμικά κόμματα χάνουν την δημοφιλία τους, ανίκανα να διαχειριστούν την οικονομική κρίση.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο ρόλο του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Κάνοντας παραλληλισμούς με τις αποστάσεις που κράτησε μεγάλη μερίδα της Αριστεράς από τις λαϊκές εξεγέρσεις στην Ουγγαρία το 1956, την Τσεχοσλοβακία το 1968 και την Πολωνία το 1980, τόνισε ότι δεν πρέπει η ίδια λογική «στρατοπεδισμού» (campism») σήμερα να μας οδηγεί στην καταδίκη λαϊκών εξεγέρσεων και την υπεράσπιση δικτατόρων όπως ο Άσαντ ή ο Καντάφι, επειδή ο ιμπεριαλισμός θα επιχειρήσει να επωφεληθεί από την ανατροπή τους. Επισήμανε μάλιστα ότι η μεγαλύτερη εμμονή της Ουάσινγκτον είναι η σταθερότητα, η λεγόμενη «ομαλή μετάβαση», που θα διατηρεί τους κρατικούς μηχανισμούς των καθεστώτων άθικτους. Το μοντέλο αυτό, κατά τον Ασκάρ, επιδίωξε στην Αίγυπτο, την Υεμένη, αλλά και στη Λιβύη πριν την πτώση του Καντάφι και στη Συρία σήμερα.
Κλείνοντας, έκανε εκτεταμένη αναφορά στο εργατικό και αριστερό κίνημα, το οποίο «αγνοείται» στα δυτικά ΜΜΕ. Αναφέρθηκε στις δυνατότητες: η δύναμη της εργατικής συνομοσπονδίας UGTTκαι της αριστερής συμμαχίας του Λαϊκού Μετώπου στην Τυνησία, ή η σημασία των απεργιών, των νέων συνδικάτων και της εκλογικής δύναμης του αριστερού νασερικού Σαμπάχι στην Αίγυπτο. Αλλά και στους κινδύνους: Με μεγαλύτερο τον πειρασμό του «λαϊκού μετώπου», της «πλατιάς» συμμαχίας με μερίδες της αστικής τάξης και τα φιλελεύθερα κόμματά της, που κατά τον ίδιο θα οδηγήσει όχι σε «διεύρυνση», αλλά σε συρρίκνωση της επιρροής της Αριστεράς στα ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα του πληθυσμού.
Ο Πέτρος Πακακωνσταντίνου, ξεκίνησε βάζοντας και ένα επιπλέον «ελληνικό ενδιαφέρον» στη συζήτηση, πέρα από τα μαθήματα που έχουμε να πάρουμε: τις μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές σε μια περιοχή και μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την όξυνση των ανταγωνισμών Ελλάδας-Τουρκίας με φόντο τις ΑΟΖ, την προωθούμενη συμμαχία Ελλάδας-Ισραήλ και την προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης σε ένα τέτοιο τοπίο.
Όσον αφορά την ίδια την αραβική άνοιξη, σε παρόμοιο μήκος κύματος με τον Ασκάρ, εξήγησε πως δεν πρόκειται ούτε για ένα «1989» (με την επικράτηση μιας αστικής δημοκρατίας και του νεοφιλελευθερισμού) ούτε για ένα «1979» («αρπαγή» των επαναστάσεων από θεοκρατικά καθεστώτα), αλλά για ένα αραβικό «1848». Όπως και οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848, έτσι και η «αραβική άνοιξη», κατά τον Παπακωνσταντίνου, ακόμα και αν έχουν την λιγότερο επιθυμητή τελικά έκβαση, θα έχουν επιφέρει βαθιές αλλαγές στην περιοχή. Πατώντας σε αυτή την εκτίμηση, επέμεινε πως το μεγαλύτερο λάθος είναι η τάση υποτίμησης των όσων συμβαίνουν στον αραβομουσουλμανικό κόσμο. Τόσο από την μεριά των φιλελεύθερων αστών (που «απαιτούν» από τους Άραβες να υλοποιήσουν σε λίγους μήνες όσα οι ευρωπαϊκές κοινωνίες κατέκτησαν σε δεκαετίες ή και αιώνες). Όσο και από μερίδα της Αριστεράς που βλέπει συνωμοσίες πίσω από τις λαϊκές εξεγέρσεις. Πηγαίνοντας και στις «δύσκολες» χώρες, ισχυρίστηκε πως η λιβυκή ένοπλη εξέγερση μπροστά στην αδυναμία να τα καταφέρει μόνη της, υποχρεώθηκε να αλλάξει θέση και τελικά να στραφεί στη βοήθεια της Δύσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν «πράκτορες» του δυτικού ιμπεριαλισμού. Αντίστοιχα για τη Συρία, ισχυρίστηκε πως «ό,τι κι αν είναι οι τζιχαντιστές στο Χαλέπι», αυτό δεν αναιρεί το δίκαιο του αγώνα των Συρίων ενάντια στον Άσαντ.
Ωστόσο, ήταν πιο προσεκτικός όσον αφορά τη δυνατότητα του ιμπεριαλισμού να αξιοποιήσει τα όσα γίνονται (πχ δεν αποκλείει μια ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία) και το ενδεχόμενο δίκαιοι αγώνες να οδηγήσουν τελικά σε αρνητικές γεωπολιτικές αλλαγές.
Θύμισε επίσης πως οι αριστερές ιδέες δεν είναι «ξένες» στον αραβικό κόσμο, αλλά υπάρχουν και υπήρχαν εδώ και δεκαετίες, τονίζοντας πως αν δεν υπερίσχυσαν, σε αυτό ευθύνεται η ίδια η Αριστερά και τα λάθη του παρελθόντος, τα οποία βλέπει να επαναλαμβάνονται (όπως η συμμαχία του Σαμπάχι με τους δυτικούς φιλελεύθερους αλλά και πρώην καθεστωτικούς).
Παρ’ όλα αυτά, δήλωσε γενικά αισιόδοξος, περιγράφοντας με το δικό του τρόπο την «μακροχρόνια επαναστατική διαδικασία»: Αφενός πως μέσα από επιτυχίες και αποτυχίες, συσσωρεύονται εμπειρίες και αφετέρου πως η κρίση δεν αφήνει περιθώρια «ομαλοποίησης», αλλά δημιουργεί ένα «ιστορικό παράθυρο» αλλαγής που αν το αξιοποιήσουμε -όσο παραμένει ανοιχτό- κι από τις δυο πλευρές της Μεσογείου, μπορούμε να την κάνουμε «θάλασσα των εξεγέρσεων».
Ο Άχμεντ Σόκι, προφανώς εστίασε στην Αίγυπτο, την κατάσταση στην οποία γνωρίζει από κοντά. Ξεκίνησε από την τάση υποτίμησης των αραβικών εξεγέρσεων, αποδίδοντας την στις μεγάλες προσδοκίες που γέννησε η αρχική της φάση, για να εξηγήσει ότι η συνέχεια θα είναι πιο δύσκολη και μακροχρόνια. Όμως και αυτός δήλωσε σίγουρος πως θα υπάρξει συνέχεια, μιλώντας για «πολλαπλές, παράλληλες μοριακές αλλαγές» στην αιγυπτιακή κοινωνία, δίνοντας ζωντανές εικόνες της δυναμικής που απελευθερώθηκε μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ (από τους αγώνες εκδημοκρατισμού, ως την έκρηξη της πολιτικής συζήτησης). Έδωσε μεγάλη έμφαση στην ριζική αλλαγή που έφεραν οι επαναστάσεις στο πώς βλέπουν οι ίδιοι οι Άραβες πλέον τον εαυτό τους, μετά από δεκαετίες καταπίεσης, καταλήγοντας ότι δεν θα μπορέσει να υπάρξει για χρόνια «σταθερό» καθεστώς.
Σε αυτήν την περιγραφή της κατάστασης, έκανε συγκεκριμένο τον ορισμό του «αραβικού 1848». Αρχικά ήταν εύκολο να ενωθούν όλοι ενάντια στον Μουμπάρακ. Αλλά μετά την ανατροπή του, τα κοινωνικά προβλήματα, αλλά και ακόμα και τα δημοκρατικά ζητήματα, παραμένουν άλυτα και αυτό δίνει μια άλλη διάσταση στη συνέχεια της επανάστασης.
Με την πρόσφατη εμπειρία της σύγκρουσης του Μόρσι με το λαϊκό κίνημα, περιέγραψε την αδυναμία του πολιτικού Ισλάμ να διαχειριστεί την μεταδικτατορική περίοδο. Όπως είπε, ο Μόρσι που μετά την εκεχειρία στη Γάζα χαρακτηρίστηκε «ο πιο σημαντικός άντρας της Μέσης Ανατολής» από το περιοδικό Time, μετά από μια βδομάδα είχε μετατραπεί στον πιο γελοιοποιημένο από το λαό του πρόεδρο στην ιστορία της Αιγύπτου. Πέρα από τους άγαρμπους χειρισμούς του ίδιου του Μόρσι, απέδωσε αυτήν την εξέλιξη και στην υποχρέωση της Αδελφότητας να εφαρμόσει μια νεοφιλελεύθερη πολιτική (σε συμφωνία με το ΔΝΤ). Περιγράφοντας την ταχύτητα της φθοράς των Αδελφών Μουσουλμάνων, είπε χαρακτηριστικά πως το Μάρτη του 2011 η αιγυπτιακή κοινωνία δεν τους ανεχόταν απλά, αλλά τους θαύμαζε. Και το Νοέμβρη του 2011 έφτασε να τους απεχθάνεται.
Σε αυτό το φόντο, και έχοντας παρουσιάσει την Αίγυπτο πριν την επανάσταση (πχ με τις απεργίες στη Μαχάλα) και μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ (με την κοινωνική-πολιτική-συνδικαλιστική έκρηξη που ακολούθησε), επέμεινε πως κοιτάζοντας τις αραβικές χώρες, δεν πρέπει να μένουμε στην επιφάνεια, αλλά να βλέπουμε τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν στη βάση της κοινωνίας. Με βάση αυτήν τη λογική, ισχυρίστηκε άλλωστε ότι όσοι παρακολουθούσαν τις διεργασίες πριν τις 25 Γενάρη του 2011, μπορούσαν να δουν πίσω από την «εικόνα» που μετέφερε ζωντανά ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου (σιδηρόφρακτη δικτατορία, από τη μια ο Φαραώ με το στρατό του κι από την άλλη οι σκλάβοι που χτίζουν τις πυραμίδες), και να περιμένουν ότι το καθεστώς θα έμπαινε σε βαθιά κρίση… «η επανάσταση δεν προέκυψε από το πουθενά. Μπορεί να μην ξέραμε ότι θα ξεσπάσει στις 25 Γενάρη, αλλά καταλαβαίναμε ότι έρχεται…».
Οι παρεμβάσεις από το ακροατήριο, τροφοδότησαν τα «κλεισίματα» των ομιλητών σε μια σειρά ζητήματα (σχέσεις πρωτοπορίας-μαζών, ο ρόλος των νέων τεχνολογιών, ο αντιλαϊκός χαρακτήρας των δικτατορίων της Συρίας και της Λιβύης κ.ά.).
Ξεχωριστό ενδιαφέρον είχε το κλείσιμο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου που μετέφερε τη συζήτηση στην Ελλάδα και τα «καθ’ ημάς»: Ισχυρίστηκε ότι στην Ελλάδα μια επαναστατική κατάσταση είναι πιο δύσκολο να ξεσπάσει (η άρχουσα τάξη δεν είναι διασπασμένη όπως στις αραβικές χώρες), αλλά πιο εύκολο να νικήσει, γιατί σε αντίθεση με τις αραβικές χώρες, στην Ελλάδα οι ιμπεριαλιστές δεν έχουν «εφεδρείες». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η τοποθέτησή του για το πώς εντάσσεται ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν τη συζήτηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, είπε, δεν είναι -οργανωτικά και πολιτικά- «του χεριού τους». Για δύο λόγους: Ο ένας είναι ότι στην εποχή που ζούμε, «και κεϊνσιανός να είσαι, πρέπει να φερθείς λίγο σαν λενινιστής, αν θες να παραμείνεις κεϊνσιανός που σέβεται τον εαυτό του». Ο δεύτερος ότι ακόμα κι αν προκύψει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τις χειρότερες δυνατές προθέσεις και τον δεξιότερο πιθανό προσανατολισμό, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την αντίδραση που θα προκύψει από δυνάμεις στο εσωτερικό του, αλλά και από τον κόσμο που τον ακολουθεί.