Για την κυρίαρχη τάξη οι προοπτικές είναι αντιφατικές και σύνθετες.
Οι καπιταλιστές γνωρίζουν ότι το σύστημα διεθνώς μπαίνει σε σοβαρή δοκιμασία, που θα έχει συνέπειες βαρύτερες για τους ασθενέστερους καπιταλισμούς, όπως ο ελληνικός. Προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν σοβαρά κρισιακά φαινόμενα και αυτό σημαίνει ότι δεν επιθυμούν στο πολιτικό πεδίο «απειθαρχίες» που μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες.
Η παρούσα και κυρίως η επερχόμενη κρίση δεν απειλεί ισομερώς όλους. Είναι φανερό ότι ένα τμήμα της κυρίαρχης τάξης -οι ισχυρότεροι «όμιλοι» στο εσωτερική της- που επωφελήθηκε αγρίως από τις μνημονιακές πολιτικές και στη συνέχεια από τις πολιτικές Μητσοτάκη, σήμερα κάνουν κυριολεκτικά πάρτι. Στον καθεστωτικό Τύπο μπορεί να βρει κανείς αναφορές όπως ότι «η οικογένεια Βαρδινογιάννη θεωρείται αυτή τη στιγμή οικονομικά ισχυρότερη από ποτέ», όπως ότι «οι Έλληνες εφοπλιστές… πλέον κατέχουν δεσπόζουσα θέση διεθνώς, όχι μόνο στη μεταφορά υγρών καυσίμων και φυσικού αερίου, αλλά και ευρύτερα…», αλλά και πανηγυρισμούς για τα στοιχεία που δείχνουν κερδοφορίες-ρεκόρ στους κλάδους της ενέργειας, των επικοινωνιών, των εμπορικών δικτύων, της επεξεργασίας μετάλλων και ορυκτών, ή και τα στοιχεία για τις συνολικές εξαγωγές που ξεπέρασαν τα 50 δισ. ευρώ μέσα στο 2022. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτή η «ηγεσία» θα παρέμβει δραστήρια και με καθοριστικό τρόπο στις πολιτικές εξελίξεις.
Όμως το πόσο ενιαία θα είναι αυτή η παρέμβαση παραμένει ερωτηματικό. Είναι ίσως η πρώτη φορά στην εκλογική ιστορία της μεταπολιτευτικής περιόδου που, λίγες εβδομάδες πριν τις επερχόμενες εκλογές, το ηγετικό τμήμα της κυρίαρχης τάξης δεν έχει εικόνα για το ποιος θα είναι ο νικητής και ποιο φάσμα του πολιτικού προσωπικού θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Η ερμηνεία αυτού του φαινομένου πρέπει να αναζητηθεί σε δύο παράγοντες: Αφενός, υπάρχει εν εξελίξει ένα καθεστωτικό «ρήγμα». Οι αποκαλύψεις για τις υποκλοπές της ΕΥΠ (όπου αποκαλύφθηκε ότι υπό την επιτήρηση του Predator βρίσκονταν και κάποιοι μεγαλοκαπιταλιστές) και ίσως περισσότερο οι αποκαλύψεις για τις δραστηριότητες του δικτύου της Greek Police Mafia (με το «Βήμα» του Βαγγέλη Μαρινάκη να επιμένει στη διασύνδεσή του με τη λαθρεμπορία καυσίμων…) δείχνουν μια σύγκρουση που τείνει να πάψει να είναι υπόγεια. Αφετέρου, οι προηγούμενες πολιτικές «περιπέτειες» έχουν φθείρει σε μεγάλο βαθμό κεντρικές δυνάμεις του πολιτικού προσωπικού, με αποτέλεσμα να εγείρονται αμφιβολίες για το εάν ή κατά πόσο, αυτό είναι ακόμα ικανό για να επιβάλει τις πολιτικές που απαιτεί το συλλογικό συμφέρον της κυρίαρχης τάξης.
Το αποτέλεσμα είναι να παραμένει ενεργή μια συζήτηση που παλαντζάρει μεταξύ της ανφανδόν υποστήριξης στη ΝΔ υπό την ηγεσία Μητσοτάκη (με καταγεγραμμένα όμως πλέον τα ερωτηματικά για την ικανότητά της) και της μεταστροφής προς την υποστήριξη κυβέρνησης «ευρύτερων συναινέσεων». Το πού ακριβώς θα πέσει το βάρος της κυρίαρχης τάξης θα κριθεί στο παρά 5 των εκλογών, ή και μετά τον πρώτο γύρο της κάλπης, συνυπολογίζοντας τις εκλογικές επιδόσεις των πρωταγωνιστών.
ΝΔ: Μπορεί;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολούθησε με συνέπεια μια ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική με στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών αλλά και των «ευκαιριών» για το μεγάλο κεφάλαιο. Οι ασύστολες ιδιωτικοποιήσεις ακόμα και στους πιο κοινωνικά «ευαίσθητους» τομείς (εκπαίδευση, περίθαλψη, ενέργεια κ.ο.κ.), η μείωση της φορολόγησης των κερδών και του συσσωρευμένου πλούτου με την ταυτόχρονη αύξηση των φορολογικών εσόδων, η διαρκής ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, ήταν οι βασικές συντεταγμένες της κυβερνητικής πορείας μεταξύ 2019-23.
Ο Μητσοτάκης διακήρυξε ότι με σημαία αυτή την πολιτική θα πάει στην αναμέτρηση της κάλπης, υπολογίζοντας να επικρατήσει στηριζόμενος στην εκλογική υποστήριξη των καπιταλιστών και των ανώτερων μεσοστρωμάτων. Η προεκλογική τακτική του δεν αποκλίνει από αυτή την πολιτική. Τα 30 νομοσχέδια που υπόσχεται μέχρι τις εκλογές θα ολοκληρώνουν ένα αντιμεταρρυθμιστικό υπόβαθρο. Η «επιδοματική» πολιτική δεν είναι χαλάρωση της λιτότητας: Τα ποικίλα «pass» είναι μέτρα ενίσχυσης συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομάδων και όχι μέτρα στήριξης του κόσμου απέναντι στον πληθωρισμό και την ακρίβεια. Τα «επιδόματα» (επιλεκτικά και εφάπαξ) λειτουργούν ως διαβρωτική ελαστικοποίηση των μισθών και των συντάξεων και όχι ως υπεράσπιση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων και των φτωχών. Γι’ αυτό και η πολιτική αυτή έγινε δεκτή με συγκατάβαση και ευχαρίστως από την κυρίαρχη τάξη.
Όμως αυτή η «ευχάριστη ατμόσφαιρα» υφίσταται τις δοκιμασίες σοβαρών τριγμών. Οι δραστηριότητες του «παράκεντρου» Δημητριάδη (που δεν περιορίζονταν στον έλεγχο της ΕΥΠ…) επέφεραν την υπονόμευση των συμμαχικών προοπτικών ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, τη διάσπαση του «μετώπου» του ακραίου κέντρου (με κορυφαίο παράδειγμα την αντιπολιτευτική στροφή του Βενιζέλου), ή και την εμφάνιση στο προσκήνιο φωνών διαμαρτυρίας από το εσωτερικό της ΝΔ που, ως τα τώρα, έμεναν στο περιθώριο (όπως η δημόσια επιστολή παλαιών «καραμανλικών»).
Το βασικό πρόβλημα του Μητσοτάκη είναι αλλού. Στο αν θα μπορέσει να διαχειριστεί την οργή και αγανάκτηση των λαϊκών μαζών. Σε πείσμα των αναλύσεων των εκλογομαγειρείων της Δεξιάς, αυτό το πρόβλημα καταγράφεται πλέον και δημοσκοπικά. Στη φιλική δημοσκόπηση της Metron Analysis, η «εκλογική δεξαμενή» της ΝΔ (το ποσοστό των εκλογέων μέσα στο οποίο ο Μητσοτάκης θα μπορούσε να ελπίζει, υπό προϋποθέσεις, σε ψήφο) έχει μειωθεί από το 60% του 2019 και το 58% του 2020, σε μόλις 44% σήμερα. Πρόκειται για μια μεγάλη υποχώρηση που προειδοποιεί ότι η στρατηγική της αυτοδυναμίας της ΝΔ υπό τον Μητσοτάκη γίνεται πλέον από δύσκολη ως ανέφικτη. Στη γλώσσα των αριθμών της «πρώτης Κυριακής», αυτό σημαίνει ότι ο Μητσοτάκης οφείλει να πείσει τουλάχιστον το 35% για να είναι ρεαλιστική η αυτοδυναμία στη δεύτερη Κυριακή. Το 33% αφήνει το παιχνίδι ανοιχτό αλλά δύσκολο, ενώ κάθε ποσοστό κάτω από αυτό (πχ 31%), τελειώνει τη συζήτηση περί αυτοδυναμίας και ανοίγει τις διεργασίες περί συνεργασιών που πιθανότητα θα συνδυάζονται με αλλαγές ηγεσιών.
Το γεγονός ότι είχαν γίνει στενά τα όρια μεταξύ των πιθανοτήτων εκλογικής αναπαραγωγής του Μητσοτάκη και εκλογικής/πολιτικής ήττας του, επαναφέρει την έμφαση στα ζητήματα συσπείρωσης της «δεξιάς πολυκατοικίας», του αναγκαίου περιορισμού των απωλειών του Μητσοτάκη προς τα δεξιά. Η ενεργοποίηση του Καρατζαφέρη δείχνει ότι υπάρχουν προς τούτο κάποια «εργαλεία», αλλά δείχνει και τη φτώχεια της σημερινής ηγεσίας της ΝΔ. Μιας ηγεσίας που ξεκίνησε θεωρώντας ότι θα «μαζεύει» από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και θα «ηγεμονεύει» στο κέντρο, ενώ σήμερα θα παλεύει να περιορίσει την επιρροή του… Βελόπουλου και του Κασιδιάρη, προκειμένου να διασωθεί.
ΣΥΡΙΖΑ: Ποιος; Πώς;
Κατά το πολιτικό ρεπορτάζ, την απόφαση για την αποχή του ΣΥΡΙΖΑ από τις ψηφοφορίες στη Βουλή μέχρι τις εκλογές, πήρε μόνος του ο Αλ. Τσίπρας και την ανακοίνωσε μαζί με τη νέα (λαμπερή) εκπρόσωπο Τύπου κ. Πόπη Τσαπανίδου. Αυτή η εικόνα στην πραγματικότητα είναι μια προειδοποίηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αδύναμο κόμμα.
Στα «μοντέρνα» σποτάκια της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, υπό τον γενικό τίτλο «Χάου Του», εμφανίζεται ο Αλέξης Τσίπρας μπροστά στο ερώτημα: «Πώς να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου;». Και απαντά αφοπλιστικά: «Να πας να ψηφίσεις!». Οι οπαδοί της μεταμοντερνιάς ενθουσιάστηκαν, αλλά αυτό το μήνυμα είναι επίσης προειδοποίηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αδύναμο κόμμα, πιο αδύναμο απ’ ό,τι ήταν το 2015, όταν πρόβαλε ισχυρότερες απαντήσεις πάνω σε κρίσιμα ερωτήματα του ποιοι και πώς μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Το συμπέρασμα που πρέπει να κρατήσουμε από αυτήν τη σύγκριση είναι ότι σήμερα τα περιθώρια «κωλοτούμπας» είναι κατά πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι ήταν το 2015. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά πολύ πιο «αρχηγική» και οι δεσμεύσεις που αυτή αναλαμβάνει είναι κατά πολύ χαλαρότερες και ψηφοθηρικές.
Το πρόβλημα της αξιοπιστίας αποτυπώνεται δημοσκοπικά. Όχι κυρίως στην πρόθεση ψήφου και στη χιλιοτραγουδισμένη «ψαλίδα» της διαφοράς ΝΔ/ΣΥΡΙΖΑ που αποπροσανατολιστικά υπερπροβάλλουν οι δημοσκόποι. Αλλά στην εκτίμηση της εκλογικής δεξαμενής του ΣΥΡΙΖΑ (με την ίδια έννοια που σημειώσαμε παραπάνω για τη ΝΔ) που σήμερα βρίσκεται στο 37% του συνόλου των εκλογέων, αυξημένη κατά 4% σε σύγκριση με την εκλογική/πολιτική ήττα του 2019, αλλά μειωμένη κατά 4% σε σύγκριση με το 41% του 2020, όταν άρχισε να καταγράφεται η πολιτική φθορά του Μητσοτάκη. Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποτύχει να μετατρέψει τις απώλειες του Μητσοτάκη σε συνεκτικό εναλλακτικό πολιτικό ρεύμα. Στα πιο προνομιακά «ακροατήρια», στη νεολαία και στην εργατική τάξη, η απόρριψη του Μητσοτάκη παραμένει σε αξιοσημείωτο βαθμό (ελάχιστα πριν την κάλπη!) στο έδαφος της αποχής. Και όποιος διατηρεί σχέσεις με την αριστερή πολιτική, οφείλει να γνωρίζει ότι αυτό το πρόβλημα δεν λύνεται με προτροπές τύπου «Να πάτε να ψηφίσετε!».
Αυτή η αδυναμία ερμηνεύεται από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και από τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει (ή όχι…) απέναντι στον κόσμο. Όταν ο Τσίπρας μιλά για ΑΤΑ στους μισθούς και στις συντάξεις, εννοεί την υποχρέωση για αυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού ή για μια εφάπαξ ενίσχυση και υπό την προϋπόθεση της συμφωνίας των εργοδοτών; Όταν ο Τσίπρας μιλά για τον 13ο μισθό και την 13η σύνταξη εννοεί την κατάργηση των μνημονιακών ρυθμίσεων που επέβαλαν αυτές τις περικοπές, ή κάποια εφάπαξ «επιδόματα» που η κάθε κυβέρνηση θα δίνει ένα και όσο προαιρείται (πρακτικά, όπως έγινε το 2018 και όπως κάνει σήμερα ο Μητσοτάκης); Αυτή η τακτική που επιχειρεί να διατηρήσει και την πίτα (των εργοδοτών) σωστή και τους «σκύλους» (τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων) χορτάτους, δεν είναι ικανή να συγκροτήσει εναλλακτικό ρεύμα ελπίδας.
Αυτή η πραγματικότητα είναι γνωστή στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό εγκατέλειψαν το σύνθημα για μια «δεύτερη φορά» κυβέρνηση της Αριστεράς, εγκατέλειψαν τη στρατηγική αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ και υιοθέτησαν την προοπτική της «προοδευτικής κυβέρνησης». Όμως και αυτή την επιλογή την υπηρετούν με πρωτοφανώς «ευέλικτο» τρόπο. Σε απόσταση αναπνοής από την κάλπη έχουν αποφύγει να συγκεκριμενοποιήσουν οτιδήποτε σημαντικό και πειστικό προς αυτή την κατεύθυνση, που θα ανάγκαζε σε ανάλογα συγκεκριμένες απαντήσεις είτε τον Ανδρουλάκη, είτε τον Βαρουφάκη, είτε όποιον άλλο υποψήφιο σύμμαχο στον «προοδευτισμό». Γι’ αυτό η αιφνίδια όξυνση των σχέσεων με το ΠΑΣΟΚ, νομίζουμε, δεν μπορεί να αποδοθεί στην πολιτική απειρία της κ. Τσαπανίδου, αλλά στην αποφυγή ανάληψης ηγετικών ευθυνών από τον Αλ. Τσίπρα. Που έτσι αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο για κυβερνητικές λύσεις κατά πολύ ευρύτερες, αν και εφόσον τα αποτελέσματα της «πρώτης Κυριακής» και η φωνή των ισχυρών Ομίλων ανεβάσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το σενάριο «μεγάλου συνασπισμού».
Το ΠΑΣΟΚ ως ρυθμιστής
Αυτό το παιχνίδι έχει μεταφέρει δυσανάλογα μεγάλο πολιτικό βάρος στις κινήσεις του ΠΑΣΟΚ και του Ν. Ανδρουλάκη. Παρότι η επιρροή του παραμένει περιορισμένη, η φθορά του Μητσοτάκη και τα πολιτικά αδιέξοδα του Τσίπρα, κάνουν το ΠΑΣΟΚ, ως το τρίτο κόμμα, να έχει το ρόλο της πολύφερνης νύφης που, ανάλογα με το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης, μπορεί να καθορίσει το «χρώμα» της επόμενης κυβέρνησης.
Ο Ν. Ανδρουλάκης ξεκίνησε με τη δέσμευση περί κυβέρνησης «σοσιαλδημοκρατικού τύπου». Με την εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, η δέσμευση αυτή δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι παραδοσιακή στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όλο και περισσότερο, βάζουν την έμφαση «ενάντια στον πόλωση και τα ψευτοδιλήμματα», αναδεικνύουν ως κριτήριο συνεργασιών «την ειλικρίνεια των προθέσεων… πάνω σε ένα συμφωνημένο πρόγραμμα συγκλίσεων στόχων και προτεραιοτήτων… πέρα από την παραδοσιακή πόλωση Αριστεράς-Δεξιάς», και θυμίζουν «τα παραδείγματα της Γερμανίας και της Σουηδίας, που είναι νωπά και διδακτικά». Εδώ δεν χρειάζεται μετάφραση: το ΠΑΣΟΚ θα επιδιώξει να λειτουργήσει ως η συγκολλητική ουσία, με στόχο να ενισχυθεί η σταθερότητα ενός κυβερνητικού σχήματος συνεργασίας, αν αυτό χρειαστεί να είναι σχήμα-έκπληξη για τους ψηφοφόρους. Υπενθυμίζουμε ότι στο «διδακτικό παράδειγμα» της Γερμανίας, το σχήμα αυτό ήταν η κυβερνητική συνεργασία της σοσιαλδημοκρατίας και της Δεξιάς, με τη μορφή «μεγάλου συνασπισμού» και τη συμμετοχή μικρότερων κομμάτων.
Το βασικό χαρακτηριστικό σε τούτη την προεκλογική περίοδο είναι ότι, πίσω από τις ψηφοθηρικές μεγαλοστομίες, υπάρχει μια ουσιαστική σύγκλιση, προγραμματικά και πολιτικά, πάνω στις γραμμές που χαράζει η κυρίαρχη τάξη και μια συσκότιση και εγκατάλειψη των βασικών αιτημάτων, διαθέσεων και αναγκών των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων. Από τη σκοπιά των κοινωνικών και πολιτικών μαχών της επόμενης ημέρας, γίνεται όλο και πιο σημαντική η μέτρηση των δυνάμεων «εκτός συναίνεσης», όπως θα φανεί στην κάλπη. Και αυτό το τμήμα θα καταγραφεί με την ψήφο στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά