Ως προς την προοπτική κυβέρνησης εθνικής συνεννόησης και συνεργασίας πρόκειται, ιστορικά επιβεβαιωμένα, για την πλέον «κλασσική» περίπτωση «υποβοηθούμενης αυτοκτονίας» της αριστεράς, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε τον Μάη του 2012, επιβραβεύτηκε από τον λαό γι’ αυτό και θα’ ναι τραγικό και απόλυτα αδικαιολόγητο, με όρους συλλογικής πολιτικής και ιστορικής «φιλοδοξίας», να οδηγηθεί εκεί σήμερα.
Οι ευρωεκλογές του 2014 έχουν πια περάσει στην Ιστορία. Ο λαός απεφάνθη. Ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε με 4 μονάδες διαφορά, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να καταρρεύσει η κυβέρνηση. Ο Σαμαράς εξακολουθεί το καταστροφικό του έργο προσπαθώντας αφενός να πείσει την κοινωνία πως δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική και αφετέρου να παραμείνει γαντζωμένος στην εξουσία. Ταυτόχρονα ο κυβερνητικός θίασος ανασχηματίστηκε, στην θρυμματισμένη κεντροαριστερά προστέθηκε το Ποτάμι και οι ναζί σκαρφάλωσαν στο ανατριχιαστικό 10%.
Ήδη μετά από τις πρώτες μετεκλογικές δηλώσεις και αποτιμήσεις που επικέντρωναν, φυσιολογικά, στο στοιχείο της εκλογικής επιτυχίας, έχουν δει το φως της δημοσιότητας πλήθος κειμένων, με περιεχόμενο κριτικό για την προεκλογική (και όχι μόνο) πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και κατά συνέπεια (άμεσα ή έμμεσα) για τις επιλογές της ηγετικής ομάδας. Ορισμένα σημεία αποτελούν κοινό τόπο σε όλες, σχεδόν (πλην πασοκογενών), τις προσεγγίσεις: α) η ανάγκη να αποσαφηνιστεί ο χαρακτήρας της κυβέρνησης της αριστεράς β) να αποκλειστεί η προσέγγιση με την κεντροαριστερά ή / και η προοπτική των κυβερνήσεων «εθνικής ενότητας», γ) να ανασυγκροτηθεί η δημοκρατική και συλλογική κομματική λειτουργία και δ) η στροφή στην κοινωνία και στο κίνημα. Ωστόσο η πολιτική αυτή «σύγκλιση» εμφανίζεται σε ανταγωνισμό με μια διαφορετική, διαιρετική, ιδεολογική συζήτηση περί «πατριωτισμού – διεθνισμού». Μια συζήτηση η οποία είτε γίνεται με όρους ανελαστικής και αντιδιαλεκτικής «ιδεολογικής καθαρότητας» και αφηρημένης προπαγάνδας, είτε, ακόμη χειρότερα, με όρους προσχηματικούς που κρύβουν διαφορετικές πολιτικές σκοπιμότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν διάφορες τοποθετήσεις που προέρχονται από το πασοκικό στελεχικό νεφέλωμα της σύγχρονης εποχής που προσπαθούν να κρύψουν πίσω από δήθεν πατριωτικές κορώνες την αδημονία για την κυβερνητική εξουσία, χωρίς ουσιαστικούς αριστερούς ιδεολογικοπολιτικούς όρους και προϋποθέσεις.
Εντούτοις παράλληλα με την πολιτική συζήτηση / αντιπαράθεση το κόμμα ταλαιπωρείται από την ανάπτυξη φαινομένων παραγοντισμού και στείρου «κυβερνητισμού» που εντάθηκαν στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο.
Η δημόσια έκφραση της κριτικής από στελέχη διαφόρων τάσεων του κόμματος πρωτίστως προς την ηγεσία αποτελεί καταρχάς ένδειξη υγιούς και αριστερού ανακλαστικού, τόσο απέναντι στην κυρίαρχη γραμμή και τα αποτελέσματά της, όσο και στην ίδια την (τουλάχιστον) κακή λειτουργία του κόμματος. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη αυτή προοιωνίζει, υπό όρους, την δυνατότητα της υπέρβασης των προβλημάτων και της «διόρθωσης» της γραμμής στην ριζοσπαστική κατεύθυνση. Οι όροι αφορούν στην επιβεβαίωση των πολιτικών προθέσεων για την συγκρότηση του απαραίτητου συσχετισμού και ταυτόχρονα στον αναγκαίο διαχωρισμό των σχετικά αυτόνομων πεδίων της ιδεολογικής συζήτησης / αντιπαράθεσης μεταξύ των ρευμάτων και των αναγκαίων και επειγουσών κεντρικών πολιτικών επιλογών μέσα στην συγκυρία.
Απουσία μαζικού κινήματος και «κυβερνητισμός»
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την αριστερά, για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον στόχο της κυβέρνησης της αριστεράς είναι η απουσία μαζικού και επιθετικού εργατικού και κοινωνικού κινήματος. Αυτό το δεδομένο ευνοεί τις καθεστωτικές προσπάθειες και υπονομεύει τις δυνατότητες και την προοπτική της αριστερής, ριζοσπαστικής εναλλακτικής πρότασης. Ο ηρωικός και επίμονος αγώνας των καθαριστριών, ως εξαίρεση, υπογραμμίζει το αγωνιστικό κενό. Η ανατροπή αυτής της συνθήκης αποτελεί την πιο κρίσιμη προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου για κυβέρνηση της αριστεράς. Όσες ελλείψεις και αδυναμίες μπορεί κανείς να διαπιστώσει, από το οργανωτικό επίπεδο του κινήματος και την συγκρότηση και λειτουργία των διαφόρων μορφών εργατικής και λαϊκής συλλογικότητας μέχρι τις υποκειμενικές δυνατότητες των κομμάτων της αριστεράς δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να υποτιμηθεί το πεδίο αυτό και να προσαρμόζεται η κεντρική πολιτική εκφώνηση του ΣΥΡΙΖΑ στις «δεδομένες συνθήκες». Πολύ περισσότερο που η απουσία «αυθόρμητης» κίνησης του μαζικού κινήματος καθιστά υποχρεωτική τη συμβολή της πολιτικής αριστεράς, όχι μόνο οργανωτικά μα πρωτίστως στο πεδίο της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης, ριζοσπαστικοποιώντας μέσα από τις προγραμματικές αιχμές και του πολιτικούς στόχους που θέτει, τους όρους της αντιπαράθεσης με το καθεστώς.
Συνεπώς μ’ αυτό το κριτήριο, της ενίσχυσης της κοινωνικής αυτοπεποίθησης, της οργάνωσης της κοινωνικής αντίστασης και της ριζοσπαστικοποίησης των πολιτικών στόχων και επιλογών πρέπει να κριθεί η προσπάθεια που κατέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, το αποτέλεσμα των εκλογών και φυσικά η συνέχεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε εκλογική επιτυχία πλην όμως όχι με ενιαίο τρόπο. Αλλού υπερίσχυσε το στοιχείο της ριζοσπαστικής πολιτικής κατεύθυνσης ή του γενικού συμβολισμού «της αριστεράς της ρήξης και της ανατροπής» και αλλού, στις περισσότερες περιπτώσεις, η προεκλογική εκστρατεία προσαρμόστηκε στα εκλογικά συστημικά ήθη και μεθοδεύσεις σε βάρος του ριζοσπαστικού και αριστερού πολιτικού περιεχομένου.
Υπάρχει η άποψη πως αυτό ακριβώς το «μείγμα» αποτελεί επιτυχία επειδή υπερβαίνει την δήθεν περιορισμένη σήμερα «δεξαμενή ψηφοφόρων» της αριστεράς και του κινηματισμού και αλιεύει επιπλέον ποσοστά από την «δεξαμενή» των πιο συντηρητικών ανθρώπων ή / και του κόσμου της απογοήτευσης και του «καναπέ». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια προσέγγιση που προσπαθεί να κρύψει την τάση προς τον συμβιβασμό και τις δεξιόστροφες επιλογές, καθώς εγκαταλείπει την απεύθυνση με ταξική προτεραιότητα στον κόσμο της εργασίας και την ανεργίας, τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, τη νεολαία, τις γυναίκες και κάθε αποκλεισμένο και κυριολεκτικά κατεστραμμένο, χωρίς ελπίδα, από την επίθεση της μνημονιακής λιτότητας και στρέφεται προς το «κέντρο», προς τα μεσαία και ανώτερα στρώματα επιδιώκοντας την υποστήριξη ή έστω, την ανοχή τους. Η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ καθορίστηκε απ’ αυτήν τη λογική. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις η προώθησή της έγινε με τρόπο τουλάχιστον άκομψο και σε κοινή θέα.
Η «εκλογικίστικη» προσέγγιση που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον υπολογισμό των ποσοστών, στην ουσία εκχωρεί, αργά ή ταχέως, το ουσιαστικό περιεχόμενο της κυβέρνησης της αριστεράς και μαζί την ευκαιρία για πολιτική ανατροπή ιστορικών διαστάσεων με πανευρωπαϊκές συνέπειες. Έτσι η συζήτηση για τους όρους και τις προϋποθέσεις, ταξικούς, κινηματικούς, ιδεολογικούς, πολιτικούς και εν τέλει προγραμματικούς έδωσε την θέση της στην συζήτηση για τις «συμμαχίες» και ο όρος «κυβέρνηση της αριστεράς» αντικαταστάθηκε από άλλους όπως «κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ», «κυβέρνηση εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας» και από την δήλωση πως ακόμη και με αυτοδυναμία θα επιδιώξει ο ΣΥΡΙΖΑ να συγκυβερνήσει με ευρύτερες συμμαχίες.
Γύρω από το ζήτημα της κυβέρνησης της αριστεράς έχουν ήδη ειπωθεί πολλά από το παρελθόν. Ωστόσο δεν έγινε δυνατό να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια το περιεχόμενο της κυβέρνησης της αριστεράς ή διαφορετικά, το εύρος των συμμαχιών, με την βούληση της πλειοψηφίας του συνεδρίου. Σήμερα, η διατύπωση «απ’ τ’ αριστερά της αριστεράς έως την αριστερή σοσιαλδημοκρατία» αποδεικνύεται θολή και ανεπαρκής και γίνεται πιο ξεκάθαρος σε ευρύτερα κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ, ο κίνδυνος της διολίσθησης σε κατευθύνσεις κεντροαριστεράς ή και ευρύτερης κυβέρνησης, εξέλιξη που αν ολοκληρωθεί θα σημάνει το (άδοξο) τέλος οποιασδήποτε ρήξης, ανατροπής ή και απλά αριστερής προοπτικής.
Κεντροαριστερά ή / και ευρεία εθνική συνεννόηση
Ως προς την κεντροαριστερά χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ να αποφύγει όχι μόνο την συνεργασία με τον χώρο αυτό αλλά και την αθρόα μεταγραφή στελεχών στο ίδιο του το σώμα. Αν υπήρχαν οι όροι για μια «αριστερή σοσιαλδημοκρατία», αν το ρεύμα αυτό δεν είχε συντριβεί ιστορικά ως προς τον αριστερό μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα του, από τον νεοφιλελευθερισμό, θα υπήρχαν κάποια ευρωπαϊκά υποδείγματα. Αντίθετα, οι ελάχιστες περιπτώσεις μετακίνησης επιφανών στελεχών της σοσιαλδημοκρατίας προς τ’ αριστερά, όπως ο Μελανσό στην Γαλλία βρίσκονται σήμερα στο αριστερό άκρο του ΚΕΑ. Ως προς την ελληνική εμπειρία, η πορεία του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ μα και οι διαδρομές και οι πολιτικές επιλογές μεμονωμένων προσώπων του χώρου δεν αφήνουν περιθώρια για αυταπάτες. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν (όπως έχει φανεί μέχρι σήμερα) Μελανσό και Λαφοντέν ούτε ως προς την ειλικρινή και ουσιαστική πολιτική κίνηση, ούτε ως προς το πολιτικό διαμέτρημα. Ακόμη και η πρόσφατη εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές και στις ευρωεκλογές, ο τρόπος που κινήθηκαν πολλά «πασοκογενή» στελέχη ενταγμένα ή όχι στον ΣΥΡΙΖΑ και προπαντός τ’ αποτελέσματά τους ως προϊόν συγκεκριμένων τακτικών σταυροδοσίας έχουν κάτι να προσθέσουν σ’ αυτή την συζήτηση. Για να το πούμε διαφορετικά, αν ο ΣΥΡΙΖΑ «γύρει» αποφασιστικά στην κεντροαριστερή κατεύθυνση δεν πρόκειται να γίνει «ΠΑΣΟΚ του ‘80» αλλά θα βρεθεί στην ουρά των Σούλτς, Ολάντ, Ρέντσι και των ντόπιων «ομογάλακτων», με καταστροφικές συνέπειες.
Το συμπέρασμα πρέπει να είναι ότι η κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ προς το «κέντρο» και την «κεντροαριστερά» αποδιαρθρώνει το πολιτικό του σήμα και περιεχόμενο και οδηγεί, μέσα από την αποδόμησή του, στην αντικατάσταση ή ακόμη και στην μετάλλαξή του, από την κεντροαριστερά.
Ταυτόχρονα (ή και ως πτυχή της ίδιας συστημικής μεθόδευσης) έχει επανέλθει στην πολιτική συζήτηση το ζήτημα της «εθνικής συνεννόησης» και της προοπτικής των κυβερνήσεων ευρείας συνεργασίας, με ποικίλους τρόπους και δηλώσεις πολιτικών στελεχών απ’ το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού φάσματος, παρά την δυσανεξία του Σαμαρά που προσπαθεί να επιβιώσει και να παραμείνει στο τιμόνι των εξελίξεων.
Η σύγκλιση των προσεγγίσεων προς αυτή την κατεύθυνση δε γίνεται ερήμην των επιλογών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο. Οι προεκλογικές δηλώσεις για την μοιρολατρική αποδοχή του πλαισίου της (σημερινής και πραγματικής) ΕΕ και του ΝΑΤΟ καθώς και για την δυνατότητα ευρύτατων συνεργασιών του ΣΥΡΙΖΑ με όρο την αλλαγή ηγεσιών στα κυβερνητικά κόμματα καθώς ακόμη και το άνοιγμα της συζήτησης για ενδεχόμενη επικοινωνία και «συνεννόηση» για κομβικές αποφάσεις όπως αυτές του κεντρικού τραπεζίτη και του/της επιτρόπου και της πίεσης-πρόκλησης από την πλευρά της κυβέρνησης για συνευθύνη στη διαπραγμάτευση για το χρέος όπως και η συνολική παρουσία και τοποθέτηση στον ΣΕΒ επικοινωνούν ευθέως με τις αβρότητες από την πλευρά διάφορων συστημικών κέντρων και τα σενάρια για «οικουμενικές» λύσεις χωρίς τους Σαμαρά – Βενιζέλο.
Ως προς την προοπτική κυβέρνησης εθνικής συνεννόησης και συνεργασίας πρόκειται, ιστορικά επιβεβαιωμένα, για την πλέον «κλασσική» περίπτωση «υποβοηθούμενης αυτοκτονίας» της αριστεράς, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε τον Μάη του 2012, επιβραβεύτηκε από τον λαό γι’ αυτό και θα’ ναι τραγικό και απόλυτα αδικαιολόγητο, με όρους συλλογικής πολιτικής και ιστορικής «φιλοδοξίας», να οδηγηθεί εκεί σήμερα.
Κυβέρνηση της Αριστεράς – όροι και προϋποθέσεις
Η απόρριψη των κεντροαριστερών κατευθύνσεων καθώς και των κατευθύνσεων ευρείας εθνικής συνεννόησης αποτελούν «κόκκινες γραμμές» και οφείλουν να διατυπωθούν ρητά. Επειδή ωστόσο ούτε αυτά αρκούν για να περιγραφεί το πολιτικό περιεχόμενο της κυβέρνησης της αριστεράς με την ελάχιστη αναγκαία σαφήνεια, είναι απαραίτητο αυτές οι κόκκινες γραμμές να συνοδεύονται από ένα ελάχιστο πλαίσιο προγραμματικών αιχμών που θα «φωτογραφίζει» το ταξικό περιεχόμενο και θα αποκλείει τις «ανίερες» διαταξικές συμμαχίες, με τους πολιτικούς εκπροσώπους του αστισμού ή και άμεσα με αστικά τμήματα (οι θρυλούμενες συναντήσεις – συνεννοήσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ με επιχειρηματίες του εφοπλιστικού χώρου που ποτέ δεν διαψεύστηκαν κατηγορηματικά και πειστικά δημιουργούν τουλάχιστον ανησυχία).
Οι αιχμές αυτές υποχρεωτικά πρέπει να κινούνται στη βάση της έννοιας της «εθνικοποίησης – κοινωνικοποίησης» των τραπεζών και στρατηγικών τομέων της οικονομίας και της παραγωγής παράλληλα με άμεση ανατροπή του υλικού, ταξικού συσχετισμού (κράτος πρόνοιας, μισθοί, ανεργία) και οικοδόμηση νέων θεσμών διευρυμένης δημοκρατίας, κοινωνικής συμμετοχής και εργατικού ελέγχου.
Εδώ αναφύεται ένα «αγκάθι». Είναι το ζήτημα του χρέους και της επιβληθείσας, στο όνομά του, σκληρής ταξικής λιτότητας. Η «δυσκολία» αφορά στο πραγματικά σύνθετο πρόβλημα της σχέσης με την ΟΝΕ/ΕΕ. Η «ιδεολογική» προσέγγιση μέσω δίπολου «πατριωτισμού – διεθνισμού» δεν βοηθά γιατί τούτη την ώρα της ανάγκης των συσχετισμών δεν διαμορφώνει ευρείς ριζοσπαστικούς αριστερούς συσχετισμούς, αλλά εντείνει τις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις εντός τους και ενίοτε μπορεί να χρησιμεύσει ακόμη κι ως βιτρίνα εξωραϊσμού ουσιαστικών συμβιβασμών. Αυτό δεν σημαίνει πως η συζήτηση γύρω από την θεωρία δεν είναι απολύτως απαραίτητη. Πρέπει όμως να γίνεται με ουσιαστικούς όρους, χωρίς προπαγανδιστική υποκατάσταση της πολιτικής και διαλυτικά αποτελέσματα.
Ως προς το χρέος αρκεί να ξεκαθαρίσουμε πως οι ρυθμίσεις που προτείνουν είτε ο Σόιμπλε (επιμήκυνση) είτε η Λαγκάρντ (διαγραφή) δεν έχουν σε τίποτε να κάνουν με τον στόχο για την διαγραφή του ως προϋπόθεση για την εξυπηρέτηση του εργατικού / λαϊκού προγράμματος και όχι γενικώς της «ανάπτυξης» πάνω στα συντρίμμια των εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Το ίδιο ισχύει και για το αστικό δίλημμα «ευρωπαϊσμός - ευρωσκεπτικισμός» καθώς η ριζοσπαστική αριστερά και η προοπτική κυβέρνησης της αριστεράς δεν έχει καμιά πιθανότητα να επιβιώσει και να προωθήσει το εργατικό / λαϊκό πρόγραμμά της ούτε μέσα στο εκβιαστικό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της ΟΝΕ που υποστηρίζουν η δεξιά καθώς και η σοσιαλδημοκρατία / κεντροαριστερά στην Ευρώπη ούτε όμως και στα πλαίσια ενός νομισματικού εθνικισμού ως βάση για την ανάπτυξη των εθνικών κεφαλαίων που υποστηρίζουν τα δεξιά / ακροδεξιά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα της Ευρώπης. Η θέση «καμιά θυσία για το ευρώ» με ειλικρίνεια και χωρίς διασταλτικές ερμηνείες μαζί με τις ανελαστικές και ταξικά μονομερείς προγραμματικές αιχμές και δεσμεύσεις ορίζουν την αναγκαία γραμμή.
Το ζήτημα του κόμματος
Στο συνέδριο ψηφίστηκε από την πλειοψηφία η εκλογή του προέδρου από το ίδιο το συνέδριο και όχι από την Κεντρική Επιτροπή δίνοντας εξουσίες και αρμοδιότητες οργάνου σε έναν μόνο πρόσωπο και κατ’ επέκταση στο «γραφείο του προέδρου». Στα αστικά κόμματα που έχουν αντίστοιχα μοντέλα αυτό δεν αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα διότι, σε τελική ανάλυση, τα κόμματα ελέγχονται από τις τάξεις που εκπροσωπούν και οικοδομούν σχέσεις. Στα αρχηγικά αστικά κόμματα ο πρόεδρος ελέγχεται αυστηρά από τα αστικά και διεθνή οικονομικά κέντρα εξουσίας συχνά χωρίς καν την διαμεσολάβηση συλλογικών κομματικών διαδικασιών και οργάνων. Όμως στην αριστερά η κομματική λειτουργία είναι απαραίτητη όχι μόνο για λόγους δημοκρατίας μα για την ίδια την παραγωγή της πολιτικής καθώς μόνο μέσω της κομματικής δραστηριότητας και λειτουργίας οικοδομούνται οι σχέσεις με τους εργαζόμενους, τις υποτελείς λαϊκές τάξεις και το κίνημα.
Όχι αδικαιολόγητα η απότομη εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης οδήγησε στην ανάγκη μετασχηματισμού και επέκτασης του κόμματος. Ωστόσο η διαδικασία αυτή πραγματοποιήθηκε με τους όρους μιας παρατεταμένης και επικοινωνιακής προεκλογικής καμπάνιας παρά με τους όρους και τη σημασία της οικοδόμησης σχέσεων με τα κοινωνικά τμήματα που κατά προτεραιότητα αποτελούν την κοινωνική βάση εκπροσώπησης της αριστεράς. Συνέπεια αυτού είναι ότι το κόμμα δεν πέτυχε την απαραίτητη κοινωνική γείωση αλλά αντίθετα, όπως φάνηκε και στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο, μετατράπηκε σε εκλογικό μηχανισμό. Ή πιο σωστά σε σύμφυρμα πολλών μηχανισμών με τις γνωστές συνέπειες και αποτελέσματα.
Η στροφή προς την κοινωνία και την επείγουσα ανάγκη οικοδόμησης αντιστάσεων και όρων μαζικής πολιτικής και ιδεολογικής ζύμωσης είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Η συλλογική λειτουργία, συζήτηση, απόφαση και δράση πρέπει να άμεσα να ανοικοδομηθεί σε όλα τα επίπεδα του κόμματος, από τις Οργανώσεις Μελών ως τα κεντρικά όργανα. Μόνο μέσα από μια τέτοια διαδικασία και λειτουργία αποκτά νόημα η συζήτηση για «ενιαίο κόμμα», με δημοκρατικές διαδικασίες και πολιτικοϊδεολογικές τάσεις και όχι βέβαια ως πρόσχημα για την επιβολή «σιωπητηρίου».
Ριζοσπαστική πολιτική γραμμή ταξικής μονομέρειας και δημοκρατική κομματική λειτουργία με κοινωνική γείωση είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος που μπορούν να εγγυηθούν τους όρους μιας δύσκολης, απαιτητικής μα και ταυτόχρονα ιστορικής και ελπιδοφόρας προσπάθειας που συμπυκνώνεται στον στόχο για κυβέρνηση της αριστεράς στην καρδιά της νεοφιλελεύθερης και σε κρίση Ευρώπης.