Κύρια και σχεδόν αποκλειστική έκφραση της αστικής πολιτικής στην τελευταία εξαετία (2010 - 16) στάθηκε η εφαρμογή των τριών μνημονίων και των εκατοντάδων εφαρμοστικών τους νόμων και ρυθμίσεων.
Οι άλλες πλευρές της κρατικής πολιτικής, είτε αφορούσαν την υγειονομική περίθαλψη, είτε την κατασκευή έργων υποδομής, είτε τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, περιήλθαν σε δεύτερη μοίρα, περιθωριοποιήθηκαν και προσαρμόστηκαν στα μνημονιακά δεδομένα. Η φύση αυτής της μνημονιακής πολιτικής υπήρξε δυσδιάστατη, δηλαδή προέρχονταν από δύο παραμέτρους : Την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, καθώς και την διασφάλιση των όρων αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων του διογκωμένου δημόσιου χρέους. Οι φορείς που επέβαλαν τα μνημονιακά μέτρα ήταν αφενός τα όργανα της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης, και από την άλλη πλευρά η ελληνική αστική τάξη. Άλλωστε η κοινή ευρωπαϊκή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική δεν ήταν ένας στενός κορσές, μια δικτατορική οικονομική επιβολή από «εξωγενείς» παράγοντες, που δημιουργούσαν «κατοχή», αλλά ήταν αυτή η ίδια η ευρωπαϊκή ενοποίηση των αστικών τάξεων, και προφανώς και πρωτίστως της ελληνικής.
Η διπλή φύση και στόχευση των μνημονίων
Αυτή η διπλή φύση των συνεχών μνημονίων συνάγεται από το ίδιο τους το περιεχόμενο :
Από τη μια πλευρά πρόκειται για μέτρα απορρύθμισης της μισθωτής εργασίας σε όλα τα επίπεδα : Μείωση μισθών και συντάξεων, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, υπερδιογκωμένη ανεργία κλπ. Αυτό έγινε προκειμένου να καταστεί η εργατική δύναμη φθηνή, πειθήνια και αποδιαρθρωμένη, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης, να σταματήσει η ζημιογόνος δραστηριότητα της πλειονότητας των ιδιωτικών επιχειρήσεων και να ενισχυθεί εκ νέου η καπιταλιστική κερδοφορία.
Από την άλλη πλευρά μέτρα δημοσιονομικής πειθάρχησης, προκειμένου να διασφαλιστούν οι όροι αποπληρωμής των δανείων που συνήψαν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ). Έτσι αυτά αφορούσαν αφενός την δραστική και πάγια περικοπή των δημόσιων κοινωνικών δαπανών (υγείας, πρόνοιας, εκπαίδευσης, πολιτισμού), αφετέρου την πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών τάξεων (αύξηση του ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ, φορολόγηση ελευθέρων επαγγελματιών κ.ά.).
Άρα επρόκειτο αθροιστικά για μέτρα που στόχευαν στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στην ανάταξη της κερδοφορίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου, και στο ευρωπαϊκό επίπεδο στην εξυπηρέτηση της κερδοσκοπίας του τραπεζικού κεφαλαίου, του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβληθούν και να σταθεροποιηθούν μαζικά μορφές εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας σε σχέση με την κυριαρχία στο ευρωπαϊκό επίπεδο του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας, στη βάση του οποίου και πραγματοποιείται ο διεθνής ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός.
Κατά συνέπεια οι πολιτικές λογικές που επικεντρώνονται μονοδιάστατα στη μία πλευρά των πραγμάτων, δηλαδή στον ρόλο της λειτουργίας και μόνον της ζώνης του ευρώ, και άρα αναζητούν την διέξοδο αποκλειστικά και κυρίαρχα στην έξοδο από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και θέτουν στο απυρόβλητο ουσιαστικά την άλλη πλευρά των πραγμάτων, θέτουν ουσιαστικά στο απυρόβλητο την κρίση και την ανάταξη του ελληνικού καπιταλισμού, ο οποίος μετατρέπεται σε «εθνική οικονομία» που χρειάζεται να «αναπτυχθεί» κατά έναν τρόπο αυτόνομο και εθνικά ανεξάρτητο. Έτσι αυτή η οπτική μετατοπίζεται από το πεδίο του αναντικατάστατου αντικαπιταλισμού, της κατάργησης δηλαδή των μνημονίων ως εργαλείων ανασύνταξης της κερδοφορίας της ελληνικής αστικής τάξης, στο επίπεδο της «απαλλαγής από την υποτέλεια», της «απελευθέρωσης» της χώρας και της οικονομίας της, πράγμα που στερεί από την αριστερή ριζοσπαστική πολιτική τα χαρακτηριστικά της λαϊκότητας, της ταξικότητας και της επαναστατικότητας.
Το ζήτημα μπορεί να εξετασθεί και από μια άλλη σκοπιά : Η επιδιωκόμενη αποχώρηση από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποσκοπεί, όπως διακηρύσσεται σε όλους τους τόνους, πρωταρχικά στην ολοσχερή κατάργηση των τριών μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων. Προφανώς μια τέτοια επιδίωξη δεν μπορεί παρά να έχει άμεσο χαρακτήρα, και δεν μπορεί να συναρτάται από τους όποιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, που θα επέβαλαν μια σταδιακή άρση των μνημονιακών ρυθμίσεων σε βάθος χρόνου, γιατί αυτό θα παρέπεμπε ευθέως στην μέχρι σήμερα κυβερνητική πρακτική των αστικών μνημονιακών κομμάτων. Εάν λοιπόν αυτό πραγματικά συμβεί, όπως επιδιώκουν οι αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις, και δεν παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, τότε εκ των πραγμάτων και χωρίς περιστροφές τίθεται ζήτημα οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος στη χώρα.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι μνημονιακές ρυθμίσεις, των οποίων επιζητείται η ακύρωση, είναι πλέον σήμερα ο απαρέγκλιτος όρος και συνθήκη για την αναπαραγωγή, με όρους κερδοφορίας, της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Αν ο ελληνικός επιχειρηματικός τομέας κατόρθωσε να επιβιώσει και να αναταχθεί σε σημαντικό βαθμό, και όχι καθ’ ολοκληρία, στην τελευταία οκταετία της κρίσης υπερσυσσώρευσης, αυτό έγινε χάρις στην άτεγκτη εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Κατά συνέπεια κατάργηση των μνημονίων σημαίνει ευθέως καθαίρεση των σύγχρονων θεμελίων (εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας) στα οποία εδράζεται η σημερινή καπιταλιστική ανάπτυξη. Μια τέτοια προοπτική θα οδηγούσε σε σαφή επιδείνωση της καπιταλιστικής κρίσης, συνέχιση της εντατικής εκκαθάρισης των ζημιογόνων επιχειρήσεων, και έτι περαιτέρω διόγκωση της ανεργίας σε δυσθεώρητα επίπεδα.
Ο κλονισμός των πυλώνων της καπιταλιστικής ανάπτυξης
Μ’ άλλες λέξεις, η ακύρωση των μνημονίων (και επαναλαμβάνουμε εφόσον πραγματοποιηθεί στην ολότητά της), οδηγεί στη δρομολόγηση ισχυρών τάσεων «κατάρρευσης» του ελληνικού καπιταλισμού, πράγμα που άμεσα θέτει ζητήματα καθεστωτικού χαρακτήρα, δηλαδή ανάληψης της κοινωνικής παραγωγικής ευθύνης από έναν εργατικό λαϊκό συνασπισμό δυνάμεων αναγκαστικής σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης. Οι συνέπειες της κατάργησης των μνημονιακών ρυθμίσεων δεν μπορούν κατά κανέναν τρόπο να απορροφηθούν από την ελληνική καπιταλιστική οικονομία, η οποία και θα αποδιαρθρωθεί, έτσι ώστε η μοναδική οδός κοινωνικής σωτηρίας δεν θα είναι άλλη από την εγκαθίδρυση της εργατικής λαϊκής εξουσίας με πρόγραμμα σοσιαλιστικής παραγωγικής και κοινωνικής αναδιοργάνωσης. Έτσι η αποχώρηση από τους ευρωπαϊκούς υπερεθνικούς θεσμούς και η συνακόλουθη ακύρωση της μνημονιακής νομοθεσίας, φέρνει, είτε το θέλει κανείς είτε όχι, στην επικαιρότητα τον σοσιαλισμό.
Αν ο ελληνικός καπιταλισμός κινδυνεύει με κατάρρευση με την ολοσχερή κατάργηση των μνημονίων, η αποκατάσταση των συνεπειών της μνημονιακής πολιτικής θέτει αυτό το ζήτημα, από την σκοπιά της διασφάλισης των αναγκαίων κοινωνικών πόρων. Μεταξύ των άλλων, ακύρωση των μνημονιακών ρυθμίσεων σημαίνει :
Αποκατάσταση των μισθών των συλλογικών συμβάσεων και των νομίμων συντάξεων τουλάχιστον στα επίπεδα του 2010.
Επιδοματική κάλυψη του συνόλου των ανέργων με το 60% - 80% του αποκατεστημένου κατώτατου μισθού, για όσο διάστημα διαρκεί η ανεργία.
Κατάργηση όλων των πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων των λαϊκών τάξεων (άμεσης φορολογίας, ΕΝΦΙΑ, έμμεσης φορολόγησης του ΦΠΑ κλπ.).
Άμεση στήριξη της επαρκούς λειτουργίας του δημόσιου νοσηλευτικού συστήματος σε πρωτοβάθμιο και νοσοκομειακό επίπεδο.
Αυστηρή επαναφορά της εργατικής νομοθεσίας στα κλασικά επίπεδα του ιστορικού Εργατικού Δικαίου (8ωρο, ελαστική και προσωρινή απασχόληση κ.ά.).
Το σύνολο αυτών, και πλείστων άλλων, μέτρων ακύρωσης των τριών μνημονίων, αφενός τροποποιεί ριζικά τον συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων προς όφελος της μισθωτής εργασίας και σε βάρος της επιχειρηματικής εργοδοσίας, ενώ αφετέρου επιχειρεί να αποκαταστήσει ένα σημαντικό επίπεδο κοινωνικών δαπανών σε επίπεδο επιχειρήσεων και κρατικού προϋπολογισμού, ενώ τέλος περιορίζει τα φορολογικά έσοδα που ακυρώνουν τα πλεονάσματα και αντιτίθενται στις δημοσιονομικές ρυθμίσεις της ευρωζώνης. Όλα αυτά σημαίνουν ισχυρή εκτίναξη προς τα πάνω των άμεσων εργατικών αποδοχών, συντάξεων και επιδομάτων ανεργίας, των κρατικών κοινωνικών δαπανών και συνολικότερα του έμμεσου μισθού. Αυτή η ριζική κοινωνική αναδιανομή εισοδήματος, θα ενισχύσει προφανώς τη ζήτηση και θα λειτουργήσει τονωτικά για την παραγωγική δραστηριότητα.
Ωστόσο όμως, επειδή η αποκατάσταση αυτού του προηγούμενου «κοινωνικού στάτους» θα επιβαρύνει καθοριστικά τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, και επειδή οι κοινωνικές δαπάνες και η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων των λαϊκών τάξεων θα χρειάζεται να οδηγήσουν σε ακόμη ισχυρότερη φορολόγηση του κεφαλαίου, η ελληνική καπιταλιστική οικονομία, η οποία διασώθηκε χάρις στην εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, θα κλονισθεί ανεπανόρθωτα, και θα αναζωπυρωθούν όλα τα χαρακτηριστικά της κρίσης υπερσυσσώρευσης (κλείσιμο επιχειρήσεων, συσσώρευση ζημιογόνων αποτελεσμάτων κλπ.). Μια τέτοια κατάρρευση του οικονομικού αστικού καθεστώτος είτε θα οδηγήσει σε καθολική κοινωνική καταστροφή, είτε στην υιοθέτηση λύσεων αντιδημοκρατικών εκτροπών. Η μοναδική δυνατότητα για την γενικευμένη κοινωνική σωτηρία δεν είναι άλλη από την θέση στο επίκεντρο του ζητήματος της επαναστατικής αλλαγής του καθεστώτος αστικής κυριαρχίας, της ανάληψης της ευθύνης της κοινωνικής οικονομικής αναδιοργάνωσης από την πλειονότητα των λαϊκών εργατικών δυνάμεων : Και προφανώς όταν ο σοσιαλισμός σου χτυπήσει την πόρτα, εσύ δεν μπορείς παρά να την ανοίξεις.
Αδιάσπαστο της ακύρωσης των μνημονίων, της σύγκρουσης με την ευρωζώνη, της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης
Προβάλουμε τον ισχυρισμό ότι με την αποχώρηση από την ευρωζώνη και την κατάργηση των μνημονίων, θα χρειαστεί να προχωρήσουμε στον δημόσιο έλεγχο (εθνικοποίηση) του τραπεζικού συστήματος, στην επαναφορά των κοινωφελών επιχειρήσεων στο δημόσιο, στην εφαρμογή ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και στην χρηματοδοτική στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο θεωρούμε ότι θα δρομολογηθεί μια ισχυρή οικονομική ανάταξη της χώρας (μεγάλωμα της εισοδηματικής πίτας), και με την κατάλληλη εφαρμογή πολιτικών κοινωνικής δικαιοσύνης θα θεραπεύσουμε τις ανοιχτές πληγές των μνημονιακών πολιτικών. Είναι ευθύς εξ αρχής σαφές ότι αυτού του είδους τα μέτρα ριζοσπαστικής οικονομικής πολιτικής αποτελούν κλασικά εργαλεία της αστικής οικονομικής διαχείρισης, και δεν εμπεριέχουν πλευρές σοσιαλιστικής οικονομικής αναδιοργάνωσης.
Τέτοιου είδους μέτρα έχουν εφαρμοστεί στο παρελθόν από τις αστικές κυβερνήσεις της συντηρητικής παράταξης και της σοσιαλδημοκρατίας, προκειμένου ωστόσο να στηριχθούν επιμέρους πλευρές της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας (π.χ. κυβερνήσεις ΕΡΕ και ΝΔ, ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια). Ο δημόσιος έλεγχος των τραπεζών με εθνικό νόμισμα εξασφαλίζει δανειοδοτήσεις προς τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις του εταιρικού τομέα της οικονομίας, πράγμα που αντιπροσωπεύει συνήθη πρακτική της τραπεζικής χρηματοδότησης («σοσιαλμανία» Κ. Καραμανλή στην μεταπολίτευση ). Μπορεί έτσι, από μια άποψη, να στηριχθεί η χρηματοδοτική ανάκαμψη του επιχειρηματικού κεφαλαίου, αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με οποιονδήποτε ριζοσπαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Εκτός και αν περιμένουμε πρώτα η Αριστερά να συνδράμει στην ανάταξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, και μετά να θέσει ζήτημα κοινωνικού μετασχηματισμού που προφανώς θα είναι αργά, γιατί τότε ο ελληνικός καπιταλισμός θα είναι απείρως πιο ισχυροποιημένος και αλώβητος.
Από την άλλη πλευρά η επαναφορά ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων στην δημόσια κυριότητα, όσο και αν εμφανίζεται να έχει κοινωφελή χαρακτηριστικά, εντούτοις είχε αποτελέσει κύριο επενδυτικό πεδίο της αστικής κρατικής πολιτικής στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, χωρίς ουσιαστικά μεγάλες συνέπειες και αντανακλάσεις στην επιχειρηματική παραγωγή, εφόσον ο δημόσιος οικονομικός τομέας δεν αντιπροσωπεύει παρά μια ελάχιστη ποσότητα στην συνολική κοινωνική παραγωγή. Εξίσου η άσκηση δημόσιας επενδυτικής πολιτικής (ΠΔΕ) εφαρμόζεται συστηματικά εδώ και μια 30ετία τουλάχιστον από τις κυβερνήσεις του δικομματισμού, δια μέσου των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και μεταγενέστερα των ΕΣΠΑ, κυρίως σε έργα υποδομών. Αυτά είναι αναγκαία για την διασφάλιση των όρων αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε διευρυμένο επίπεδο (μεγάλοι οδικοί άξονες, Μετρό, Αεροδρόμια κλπ.), δηλαδή της πιο λειτουργικής μεταφοράς εμπορευμάτων και εργατικού δυναμικού, δηλαδή αποτελούν στα σίγουρα τεχνικά έργα οικονομικού εκσυγχρονισμού, που όμως δεν επιφέρουν ουδέ τις μικρότερες αλλαγές στις κυρίαρχες ταξικές κοινωνικές σχέσεις.
Τέλος, η περίφημη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν την μαζική βάση της πυραμίδας της καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας, συνιστά κατά τον πλέον καθαρό τρόπο οικονομικό εργαλείο ενίσχυσης της αστικής ανάπτυξης, και πολιτικά σηματοδοτεί μια διαταξική κοινωνική συμμαχία χωρίς εργατικό ταξικό πρόσημο. Άλλωστε δεν είναι παρά η σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που κατά κόρον κατευθύνει τις κάθε μορφής ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις που διαθέτει, προς την κατεύθυνση υποστήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Επιπρόσθετα δεν είναι παρά οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που προσφεύγουν στην εξαγωγή μορφών απόλυτης υπεραξίας, διαδικασία που εισάχθηκε με τα μνημόνια και συνεχίζεται σταθερά σήμερα.
Κατά συνέπεια, αυτό το τετράπτυχο των εργαλείων μιας ριζοσπαστικής οικονομικής πολιτικής, σ’ ένα πλαίσιο εθνικής και νομισματικής ανεξαρτησίας, δεν εκφεύγει των ορίων της αστικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονου κρατικού παρεμβατισμού, προκειμένου να υποστηριχθεί κατά τρόπο αποτελεσματικό η κλασική διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν οριοθετείται καμία διαδικασία οικονομικού μετασχηματισμού των αστικών παραγωγικών σχέσεων, που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ακύρωσης των μνημονίων.
Έτσι, ο συντριπτικά πλειοψηφικός επιχειρηματικός καπιταλιστικός τομέας τίθεται στο απυρόβλητο της ριζοσπαστικής οικονομικής πολιτικής, αντί να τοποθετείται στο επίκεντρο μιας ανατρεπτικής παρέμβασης, αντιμνημονιακού και σοσιαλιστικού χαρακτήρα, θέτοντας στην πρώτη γραμμή τη γενικευμένη επιβολή του εργατικού ελέγχου στο σύνολο των ιδιωτικών επιχειρήσεων, προχωρώντας σε μια εκ βάθρων αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των κοινωνικών αναγκών και σε βάρος της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ανοίγοντας δρόμους για την ίδια την κοινωνικοποίηση της επιχειρηματικής οικονομικής δράσης κλπ.
Συμπεραίνεται έτσι ότι η αντιπαράθεση και σύγκρουση με τις ευρωπαϊκές νομισματικές και δημοσιονομικές ρυθμίσεις, η ολοσχερής κατάργηση των νόμων και των τριών μέχρι σήμερα μνημονίων, και η δρομολόγηση της διαδικασίας σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της οικονομίας, αντιπροσωπεύουν μια διαδικασία που δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά κατά τρόπο ταυτόχρονο και αδιάσπαστο. Μονοδιάστατη αποχώρηση από την ζώνη του ευρώ, χωρίς να συνοδεύεται από βαθιούς αντικαπιταλιστικούς μετασχηματισμούς, οδηγεί στο εγχείρημα εθνικής ανάταξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Μονοδιάστατη κατάργηση των μνημονίων δεν μπορεί να υλοποιηθεί στο δημοσιονομικό και οικονομικό πλαίσιο της ευρωζώνης.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, ακόμα και αν εκφράζεται η πρόθεση αποχώρησης με την μορφή δημοψηφισμάτων, ακόμη και αν έχει την εκλογική στήριξη τμημάτων των λαϊκών τάξεων, μπορούν να δρομολογηθούν διαδικασίες το λιγότερο άγονες και αναποτελεσματικές για τα συμφέροντα των εργαζομένων στρωμάτων. Άλλωστε σ’ αυτή την περίπτωση είναι δυνατή η επικράτηση νεοσυντηρητικών αστικών επιδιώξεων, στα πλαίσια των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών ανταγωνισμών, κι’ ακόμη περισσότερο ακροδεξιών σχηματισμών (η περίπτωση της Βρετανίας είναι χαρακτηριστική, κι’ ακόμη περισσότερο θα ήταν η γαλλική ή η αυστριακή περίπτωση), με καθαρή την ρατσιστική και εθνικιστική ηγεμονία. Η ευρωπαϊκή καπιταλιστική διεθνοποίηση δεν «υπερίπταται» υπεράνω των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών, αλλά είναι το αντικειμενικό προϊόν της ενοποιημένης συνάρθρωσης των επιμέρους εθνικών καπιταλισμών. Μόνον η αμφισβήτηση των αστικών παραγωγικών σχέσεων στα επιμέρους εθνικά επίπεδα είναι σε θέση να οδηγήσει σε ανατρεπτικές πρακτικές και στο συνολικό ευρωπαϊκό επίπεδο, που να μην ηγεμονεύονται από τις ακροδεξιές δυνάμεις, και να φέρουν ισχυρή τη σφραγίδα των ταξικών λαϊκών συμφερόντων.