Η παρέμβαση του Γιώργου Σαπουνά, στο Διεθνές Τριήμερο που διοργάνωσε το Rp στην ΑΣΟΕΕ (4-6/11), στη συζήτηση "Η εναλλακτική λύση...".

  1. Η αριστερή, αντικαπιταλιστική εναλλακτική αντιπαρατίθεται στη στρατηγική της ταξικής λιτότητας μέσα στην κρίση, από την σκοπιά των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας.  Αφορά στο ερώτημα «ποιος πληρώνει την κρίση». Στην Ελλάδα η απάντηση έχει δοθεί σε βάρος του κόσμου της εργασίας και ευρύτερα της κοινωνικής πλειοψηφίας μέσω των μνημονίων με την επιβολή ακραίας λιτότητας, ευρύτατων ν/φ αναδιαρθρώσεων  αλλά και εκκαθάρισης τμημάτων του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτή είναι σε πλήρη εξέλιξη και συναρτάται με τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής κρίσης και της νεοφιλελεύθερης  στρατηγικής συνολικά. Ήδη μέσα στη χώρα ο ταξικός συσχετισμός έχει διαμορφωθεί συντριπτικά υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου ανατρέποντας μέσα σε λίγα χρόνια κατακτήσεις του κινήματος 10ετιών.

Η εναλλακτική είναι το «μνημόνιο στο κεφάλαιο» δηλαδή «να πληρώσουν την κρίση οι πλούσιοι, οι καπιταλιστές». Αυτή δεν είναι μια ακραία διατύπωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Είναι η μοναδική εναλλακτική πρόταση από τη σκοπιά των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας και της αριστεράς στις τρέχουσες συνθήκες. Εξάλλου στην Ελλάδα, η εκδοχή μιας δήθεν πιο ήπιας αριστερής πολιτικής απ’ ό,τι το «μνημόνιο στο κεφάλαιο» ώστε να αποφευχθεί η συνέπεια της εξόδου από την ευρωζώνη είναι αυτή που έχει οδηγήσει στην τραγική κατάληξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα υλοποιεί το 3ο μνημόνιο και βαθαίνει την ταξική λιτότητα έτι περαιτέρω.   Μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε το συμπλήρωμα της σοσιαλδημοκρατίας  σε μια κεντροαριστερή κυβέρνηση. Οδηγήθηκε στην ίδια θέση καθώς με επιχείρημα και όριο το ευρώ δεν τόλμησε να επιλέξει τη μόνη διαθέσιμη εναλλακτική, δηλαδή την σύγκρουση με το κεφάλαιο, το «μνημόνιο στο κεφάλαιο».

Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής του συμβιβασμού με τα αστικά κέντρα που εκφράστηκε με την υποταγή του Τσίπρα στους δανειστές και την υπογραφή του 3ου μνημονίου, έχει οδηγήσει την κυβέρνηση σε μια παράδοξη συνθήκη όπου, ενώ ευθυγραμμίζεται με τον «διεθνή παράγοντα» καθώς σοκάρισε και παρέλυσε το κοινωνικό κίνημα αποδεχόμενη το ΤΙΝΑ, βάλλεται από το εγχώριο αστικό καθεστώς που αφενός επιθυμεί να συντρίψει κάθε ίχνος αριστερής απάντησης ακόμα και ως ψευδεπίγραφο «άρωμα», μετά την «λαχτάρα» της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης των τελευταίων ετών και αφετέρου δεν διατίθεται να παραδώσει το σύστημα της διαπλοκής σ’ αυτούς τους νέους διαχειριστές. Το αποτέλεσμα αυτής της πίεσης είναι η διαρκής στροφή του Τσίπρα προς τα δεξιά, όπως φάνηκε και με τον ανασχηματισμό.

Οι εξελίξεις αφήνουν αντικειμενικά χώρο για την αριστερή, ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική απάντηση – το «μνημόνιο στο κεφάλαιο» - με αυστηρές ωστόσο προϋποθέσεις συγκρότησης του πολιτικού φορέα της αριστεράς.

  1. Το «μνημόνιο στο κεφάλαιο», μια κυβερνητική πολιτική άμεσης και δραματικής αναδιανομής υπέρ των «από κάτω», έχει μια σειρά από αναπόδραστες και πολύ σοβαρές προϋποθέσεις /συνέργειες:

  • Απαιτεί την ακύρωση και την ανατροπή των μνημονίων.
  • Απαιτεί την άρνηση του χρέους μέσω της άμεσης παύσης πληρωμών τόκων και τοκοχρεολυσίων.
  • Απαιτεί την άμεση εθνικοποίηση – κοινωνικοποίηση (εργατικός έλεγχος και όχι απλώς αλλαγή νομικής μορφής) των τραπεζών καθώς και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και της παραγωγής.
  • Απαιτεί την αθέτηση των ευρωπαϊκών συμφωνιών και συνθηκών ξεκινώντας από το τραπεζικό σύστημα.
  • Απαιτεί τη βαριά φορολόγηση του κεφαλαίου, των κερδών και του συσσωρευμένου πλούτου, αλλά και σημαντικές παρεμβάσεις στις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής, στην καρδιά της παραγωγής - επιχείρηση - με αμφισβήτηση των εξουσιών της εργοδοσίας (περιορισμός) και ταυτόχρονη ισχυροποίηση των εργαζομένων
  • Οδηγεί στην σφοδρή σύγκρουση με την ευρωζώνη, την ευρωπαϊκή ένωση και ευρύτερα στην σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς.

Είναι σαφές ότι μια τέτοια πολιτική είναι απόλυτα ασυμβίβαστη με το τρέχον καθεστώς του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Μάλιστα θα ήταν τεράστια αυταπάτη να αναζητηθεί μια διέξοδος συναίνεσης με τα εγχώρια και τα διεθνή αστικά κέντρα από μια πραγματική «κυβέρνηση της αριστεράς» και ως εκ τούτου να γίνονται σχεδιασμοί με επίκεντρο την ανάπτυξη και την διαχείριση ενός φιλολαϊκού κυβερνητικού προγράμματος μακράς πνοής (είτε μέσα είτε,κυρίως, έξω από το ευρώ). Εάν και όταν συμβούν αυτού του είδους οι ανατροπές στην Ελλάδα ή σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα αυτό που θα ξεπροβάλει θα είναι η σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας, συστήματος και κινημάτων, καθεστώτος και αριστεράς σε όλη της την έκταση. Θα είναι η αρχή μιας σφοδρής πολεμικής αντεπίθεσης των λαών και όχι το «τέλος του πολέμου».

Πρόκειται  για ένα σχέδιο αποσταθεροποίησης του καθεστώτος και όχι ασφαλώς το αντίθετο.

  1. Το ζήτημα της εξόδου μιας χώρας από το ευρώ – το «νομισματικό δίλημμα» - και κατ’ επέκταση της διαλυτικής προοπτικής για την ευρωζώνη διατυπώνεται ως κεντρικό πολιτικό δίλημμα πρωτίστως από την πλευρά του συστήματος. Και πράγματι είναι ένα δίλημμα με υπονομευμένη τη θέση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς καθώς αναπαράγει τα συστημικά όρια της οικονομίας και την κυρίαρχη ιδεολογία (προτεραιότητα της «ανάπτυξης» έναντι της ρήξης στο πεδίο των παραγωγικών σχέσεων).

Η θέση ότι πρέπει να εξηγήσουμε λεπτομερώς το μέλλον (τη ζωή έξω από το ευρώ) στο κοινωνικό ακροατήριο για να είναι διαθέσιμο για την ανατροπή– θέση που δεν επιβεβαιώνεται ιστορικά από καμιά μεγάλη επαναστατική ανατροπή «απ’ τα κάτω» ούτε και θεωρητικά ως προς την περιγραφή του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού αλλά ακόμα ούτε και από την  πρόσφατη εμπειρία του δημοψηφίσματος – είναι απόδειξη της υπονόμευσης της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής και ταυτόχρονα αποτελεί βαθιά υποτίμηση του κοινωνικού υποκειμένου. Στην Ελλάδα κυριαρχεί το επιχείρημα ότι επειδή η άρχουσα τάξη είναι στο σύνολό της ευρωπαϊστική ακυρώνονται οι κίνδυνοι και το σύνθημα «έξοδος από το ευρώ» αποκτά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Εντούτοις στη Βρετανία ή στη Γαλλία δεν μπορεί ασφαλώς να ειπωθεί το ίδιο.

Πίσω απ’ αυτή την συζήτηση εντός της αριστεράς κρύβεται ένα σοβαρό θεωρητικό πρόβλημα: τι αντιπαραθέτουμε στρατηγικά στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση; Το εθνικό κράτος ή την εναλλακτική του διεθνισμού των «από κάτω»; Η απάντηση είναι ασφαλώς η δεύτερη και δόθηκε από το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση εγκαίρως.  Συγκεκριμένες απόψεις, όχι και τόσο αντικαπιταλιστικές, αναζητούν είτε την επιδιόρθωση της λειτουργίας του συστήματος απ’ τ’ αριστερά είτε φαντασιώνονται τον «σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα».

Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να αποφευχθεί το δίλημμα, μπορεί ωστόσο να «αναπλαισιωθεί».

Το Lexit (αριστερή έξοδος – έξοδος ως απόρροια της ανατροπής της νεοφιλελεύθερης λιτότητας και της εφαρμογής του μεταβατικού εργατικού/λαϊκού προγράμματος) αποτελεί μια στρατηγική που βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση τόσο με τη νεοφιλελεύθερη ΟΝΕ/ΕΕ όσο και με τον αστικό, ακροδεξιό «ευρωσκεπτικισμό».

  1. Το κεντρικό πρόβλημα σήμερα είναι η συγκέντρωση της δύναμης της αριστεράς, των οργανώσεων και των συλλογικοτήτων αλλά και του «κόσμου της αριστεράς». Αφορά τόσο στην πολιτική γραμμή όσο και στην οργάνωση σε όλα τα επίπεδα και εν τέλει στον πολιτικό σχηματισμό.

Ως προς την πολιτική γραμμή είναι φανερό πως ο συντονισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων είναι όχι απλά ευκταίος αλλά κρίσιμα απαραίτητος. Εντούτοις σε πιο πλαίσιο θα επιτευχθεί ο συντονισμός; Στην απόσυρση κάθε αριστερής δύναμης στα πλαίσια της επιδίωξης της ανάπτυξης στο κάθε εθνικό κράτος; Στη κοινή προσπάθεια να μεταρρυθμιστεί η ΟΝΕ/ΕΕ αντικαθιστώντας το ευρώ με παραλλαγές ελεγχόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών; Γιατί αυτές είναι βασικές απόψεις που συνδιαλέγονται σήμερα στα ευρωπαϊκά φόρα της αριστεράς (αριστερά της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας) αποδεχόμενες ως κύριο στόχο τις μακροοικονομικές πολιτικές της ανάπτυξης.

Η πρόκληση έρχεται από την ίδια την εξέλιξη της κρίσης και θέτει ξανά στην Ιστορία τον καταστροφικό κίνδυνο της επέκτασης των πολέμων και της ευρείας καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά πρωτίστως της εργασίας. Χρειαζόμαστε τα συνθήματα που συγκρούονται στον πυρήνα του ρατσισμού, του εθνικισμού και του πολέμου και αντιστοιχούν στην εναλλακτική, σοσιαλιστική Ευρώπη. Έχουμε την ανάγκη συγκρότησης μιας μεταβατικής πρότασης για όλη την Ευρώπη, έστω και σε προπαγανδιστικό επίπεδο. Χρειαζόμαστε την ρήξη με το ευρώ ως ρήξη των «αδύναμων κρίκων» του συστήματος απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά. 

Οδηγούμαστε στο τελευταίο αλλά όχι μικρότερης σημασίας σημείο: Αυτό του πολιτικού σχηματισμού. Σχηματικά μιλώντας με δύο τρόπους εμφανίζεται σήμερα η δυνατότητα συγκέντρωση δύναμης. Είτε με το - εξ αποκαλύψεως - «μοναδικό κόμμα με τη σωστή γραμμή» ή με το «μετωπικό κόμμα». Τα «πλατιά κόμματα» δεν αποτελούν μοντέλο. Γεννήθηκαν από την αναγκαιότητα να επιτευχθεί η συγκέντρωση της δύναμης της αντινεοφιλελεύθερης αριστεράς  που επιδίωκε να εκφράσει πολιτικά το κίνημα για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση (alterglobalization)ξεπερνώντας ταυτόχρονα την απαξίωση του χώρου στην εποχή μετά την πτώση των ανατολικών καθεστώτων και την ιστορική ήττα της σοσιαλδημοκρατίας από την «ενιαία νεοφιλελεύθερη σκέψη». 

Δύο σχόλια για το τέλος: Α) η ανάγκη των «πλατιών κομμάτων» , των μετωπικών συσπειρώσεων παραμένει επίκαιρη παρά τις αποτυχίες, τουλάχιστον μέχρι να σημειωθεί μια νίκη που θα ξανααναδείξει τη «σωστή γραμμή» στα μαζικά κοινωνικά ακροατήρια. Στα κόμματα αυτά συγκλίνουν αριστεροί ρεφορμιστές, σοσιαλδημοκράτες, ευρωκομμουνιστές, μετασταλινικοί  και «περονιστές» μαζί με διάφορες αντικαπιταλιστικές εκδοχές και εκφράσεις. Η πάλη στο εσωτερικό τους θα καθορίζει πάντα την κρίσιμη επιλογή.

Β) Τα «πλατιά κόμματα» έφεραν στην κεντρική πολιτική σκηνή και στη μαζική κοινωνική ακροαματικότητα, μετά από πολλές δεκαετίες, οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς. Αυτές που διέσωσαν την αναφορά στην επαναστατική, μαρξιστική στρατηγική. Εδώ αναδεικνύεται η ιστορική αναγκαιότητα και η δυνατότητα. Για την άποψη και τη στρατηγική - όχι όμως και για το κάθε οργανωτικό σχήμα ξεχωριστά.

Αυτή είναι η συζήτηση για την αντικαπιταλιστική, μαρξιστική οργάνωση σήμερα και την ανάγκη συνύπαρξης και συγκέντρωσης δύναμης των αντικαπιταλιστών. Πολύ περισσότερο εντός της «πλατιάς διαδικασίας».