Η δολοφονία του Π. Φύσσα και ακόμη περισσότερο η απόφαση της κυβέρνησης να διώξει την ηγεσία της ΧΑ με τον τρομονόμο έχει καθορίσει την πολιτική ατζέντα και τη δημόσια συζήτηση.
Η κυβέρνηση Σαμαρά έχει στηρίξει όλη την μνημονιακή πολιτική της στο ακροδεξιό δόγμα του τσακίσματος της Αριστεράς όχι μόνο ως πολιτικό αντίπαλο (ΣΥΡΙΖΑ) αλλά βαθύτερα, ιδεολογικά, ως κοινωνική μνήμη, κεκτημένο και εμπειρία. Η επιλογή αυτή κρύβει μέσα της ταξική ευθυκρισία από την σκοπιά των αστικών συμφερόντων και κατανόηση των ευρύτερων χαρακτηριστικών της κρίσης, ιδιαίτερα στο οξυμένο βαθμό που εμφανίζεται στην Ελλάδα. Σχεδιάζεται και υποστηρίζεται κατ’ αρχάς από τον ίδιο τον πρωθυπουργό (με ιστορική διαδρομή στο δεξιό άκρο του νεοδημοκρατικού φάσματος) καθώς και από ακροδεξιά στελέχη με σημαίνοντα ρόλο όπως σύμβουλοί του αλλά και αντίστοιχες μεταγραφές όπως ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος. Το εγχείρημα αφορά στην αυταρχοποίηση του κράτους με την κατάχρηση και την πλέον διασταλτική ερμηνεία του υφιστάμενου (αστικοδημοκρατικού) νομικού πλαισίου. Στόχος του η καθοριστική ανατροπή του ιδεολογικοπολιτικού ισοζυγίου προς τα δεξιά και η επιβολή της πυγμής και του αυταρχισμού ως εγγύηση μέσα στην κρίση.
Η στρατηγική Σαμαρά και ο ρόλος της Χρυσής Αυγής (ΧΑ)
Αυτή η στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης με τους νεοφιλελεύθερους όρους που επιβάλουν τα ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα (πέρα από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις) συνέταξε πίσω της όλα τα τμήματα της αστικής διαχείρισης ολοκληρώνοντας την συντριβή του παλιού δικομματισμού – διπολισμού από την ίδια την εξέλιξη της κρίσης. Διαδικασία που εξελίσσεται με διάφορες μορφές σε ολόκληρη την ΕΕ, αλλά ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου.
Ωστόσο παρότι ο πρωθυπουργός εδώ και μήνες αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων έχει φανεί αφενός ότι δεν μπορεί, παρά τον αυταρχισμό, να κάμψει καθοριστικά τις εργατικές- κοινωνικές αντιστάσεις ( η ΕΡΤ αποτελεί απόδειξη) και την Αριστερά και αφετέρου υπονομεύεται διαρκώς από τα ίδια, εγγενή αδιέξοδα της κρίσης, από την ίδια την μνημονιακή πολιτική. Οι απέλπιδες προσπάθειες του να εμφανίσει, εκτός από την διαρκή επίθεση στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, και κάποια προοπτική (success story), πέφτουν εύκολα και γρήγορα στο κενό.
Σ’ αυτό το περιβάλλον και έχοντας να αντιμετωπίσει μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις και ταυτόχρονα τις πιέσεις της τρόικα για την προετοιμασία του 3ου μνημονίου η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με μια νέα εξέλιξη που συγκλόνισε την κοινωνία και έριξε άφθονο λάδι στην φωτιά των αντιθέσεων: την απροκάλυπτη πολιτική δολοφονία του Π. Φύσσα από τους δολοφόνους της ΧΑ.
Μέχρι σήμερα η ΧΑ όχι μόνο δεν αποτελούσε εμπόδιο για τα σχέδια της κυβέρνησης αλλά αντίθετα λειτουργούσε ευεργετικά γι’ αυτήν πρωτίστως παρέχοντας άλλοθι δικαιολόγησης της «θεωρίας των δύο άκρων» και δευτερευόντως λειτουργώντας συμπληρωματικά στην κυβερνητική πολιτική, είτε ως «ανεπίσημο τμήμα» του κατασταλτικού μηχανισμού, είτε ως άμεσο όπλο των ίδιων των καπιταλιστών ενάντια στις διεκδικήσεις και τους αγώνες του κόσμου της εργασίας, με προμετωπίδα την σκληρή καταστολή των πλέον αδύναμων εργατικών τμημάτων, των μεταναστών. Το ίδιο το περιστατικό της δολοφονίας στην συγκεκριμένη περιοχή μα και η επίθεση στα μέλη του ΚΚΕ στο Πέραμα που προηγήθηκε και μόνο από τύχη δεν κατέληξε σε φόνο, δείχνει την επιχειρησιακή προτεραιότητα της ΧΑ σε λαϊκές, εργατικές συνοικίες στις οποίες η Αριστερά είχε μακρά παράδοση και γειωμένες σχέσεις.
Το ίδιο δείχνει και η επιλογή της Νίκαιας για την οικοδόμηση του πιο ισχυρού και στρατιωτικά εκπαιδευμένου πυρήνα της ΧΑ.
Τώρα πια γίνεται παγκοίνως γνωστό αυτό που η Αριστερά και ο κόσμος του κινήματος γνώριζε από χρόνια, ότι η ΧΑ αποτελεί μια εγκληματική συμμορία, με ιδεολογικό πυρήνα το ναζισμό και δραστηριότητες σε όλο το φάσμα του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά πάνω απ’ όλα μια οργάνωση άμεσα διασυνδεδεμένη με το παρακράτος καθώς και με διείσδυση σε τμήματα του κράτους. Ωστόσο η διασύνδεσή της αυτή που αγνοήθηκε ή και ενισχύθηκε από τις κυβερνήσεις εδώ και τρεις δεκαετίες για διάφορους σκοπούς και πολιτικές σκοπιμότητες δεν σημαίνει την απουσία σχετικής αυτονομίας στη κίνηση. Πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για μια ναζιστική οργάνωση. Έτσι όταν έφτασε στην απροκάλυπτη πολιτική δολοφονία που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία και προκάλεσε άμεσα αντιφασιστικά κινηματικά γεγονότα, δημιούργησε προβλήματα στους κεντρικούς σχεδιασμούς του Σαμαρά και της κυβέρνησης.
Το μνημονιακό, νεοφιλελεύθερο κράτος έκτακτης ανάγκης χαρακτηρίζεται από την βίαιη επιβολή πάνω στην μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και την στυγνή περιστολή των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων του εργατικού και κοινωνικού κινήματος. Ωστόσο επιχειρείται πάντα να νομιμοποιηθεί από το δόγμα του μονοπωλίου της κρατικής βίας, ως της μόνης νόμιμης, υπό την διεύθυνση της «δημοκρατικά εκλεγμένης» κυβέρνησης. Εάν επιτραπεί να διαρραγεί (ολοκληρωτικά) αυτή η συνθήκη θα σημαίνει πως η ταξική και πολιτική πάλη θα περάσει σε μια επόμενη φάση έντασης άνευ περιορισμών και προσχημάτων σύγκρουσης και ωμής αντιπαράθεσης των συσχετισμών δύναμης. Κάτι που δεν αποτελεί τούτη την ώρα επιλογή της ντόπιας άρχουσας τάξης. Πολύ περισσότερο των διεθνών κέντρων (ΕΕ – ΗΠΑ) καθώς στην Ελλάδα – πειραματόζωο κρίνεται το υπόδειγμα της πιο σκληρής εκδοχής νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης και μαζί το υπόδειγμα της νεοφιλελεύθερης «δημοκρατίας». Παρόλαυτά οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν ταυτόχρονα πως οι κίνδυνοι και τα ενδεχόμενα αυτά δεν βρίσκονται οριστικά θαμμένα στο ιστορικό παρελθόν.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των λόγων, των διεθνών πιέσεων και της διαρκούς διαρροής πολύτιμων ποσοστών της ΝΔ προς την ΧΑ οδήγησαν τον Σαμαρά στην απόφαση για το «χτύπημα» της ΧΑ με την αξιοποίηση και της ευκαιρίας να μετατρέψει το μειονέκτημα και την αδυναμία της κυβέρνησής του όλους τους τελευταίους μήνες, σε πλεονέκτημα. Να εγκλωβίσει την Αριστερά και το κίνημα στην «ασυνήθιστη» εξέλιξη και να αλλάξει αποφασιστικά την ατζέντα «κρύβοντας» το μνημόνιο και περιορίζοντας ταυτόχρονα τις απεργιακές αντιδράσεις απέναντι στα μνημονιακά μέτρα.
Το αστικό «δίλημμα» – παγίδα για την Αριστερά
Ωστόσο οι εξελίξεις αναδεικνύουν για ακόμη μια φορά την πιο σημαντική αντίθεση που υποβόσκει όλη τη μνημονιακή περίοδο και βρίσκεται στην καρδιά των αντιθέσεων του ελληνικού πολιτικού συστήματος εντός της σφοδρής κρίσης. Την αντίθεση ανάμεσα στην μνημονιακή πολιτική και τους μηχανισμούς δημιουργίας ευρέων κοινωνικών συναινέσεων που να επιτρέπουν την εφαρμογή της λιτότητας σε συνθήκες (σχετικής) ομαλότητας, σε συνθήκες ελέγξιμες από την άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της. Το μνημόνιο στην Ελλάδα κατέστρεψε τον κεντροαριστερό πυλώνα της αστικής διαχείρισης και μαζί μ’ αυτόν τον διαχειριστικό δικομματισμό – διπολισμό. Παράλληλα αναδείχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως ελπίδα του λαού και της εργατικής τάξης, ως προοπτική της «κυβέρνησης της Αριστεράς» αλλά και η ΧΑ (με την παράλληλη ενίσχυσή της από την ακροδεξιά διολίσθηση του μνημονιακού κράτους) ως δήθεν αντισυστημική ακροδεξιά δύναμη. Ο Σαμαράς επιχείρησε και επιχειρεί να εκμεταλλευτεί αυτή την συνθήκη με τη «θεωρία των δύο άκρων», με μονοδιάστατη επιλογή τον αυταρχισμό και την καταστολή. Αυτή η γραμμή (θεωρία των δύο άκρων) ωστόσο έχει μείνει εκτεθειμένη ως προς τη αποτελεσματικότητά της και παράγει σοβαρές παρενέργειες όπως πρόσφατα φάνηκε με την πολιτική δολοφονία. Αυτός είναι ο λόγος που εντείνονται οι αντιφάσεις στο εσωτερικό της ΝΔ και πυκνώνουν οι δημόσιες εκφράσεις της.
Οι δραματικές εξελίξεις μετά τον φόνο του Π. Φύσσα ενδυναμώνουν αντικειμενικά τις πιέσεις για την εξομάλυνση του πολιτικού κλίματος και την ανάταξη του πολιτικού συστήματος. Πιέσεις αφενός προς τον Σαμαρά για την εγκατάλειψη της «θεωρίας των δύο άκρων» και τον ακροδεξιό ανένδοτο κατά της Αριστεράς και ταυτόχρονα πιέσεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ για την αποφασιστική ένταξή του στο «ρεαλιστικό» πλαίσιο και το δήθεν «συνταγματικό τόξο». Οι λύσεις κυβερνήσεων εθνικής σωτηρίας και ενότητας αναφύονται εκ νέου και αποκτούν επικαιρότητα.
Έτσι η τρέχουσα ιστορική συνθήκη εμφανίζει μια διπλή παγίδα για την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ πιο συγκεκριμένα: Είτε να αποσυνδέσει την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου από την οικονομική πολιτική και τα μνημόνια και να βρεθεί, ακόμη και πέρα από τις γενικές προθέσεις του, σε «αντιφασιστικό» μέτωπο μαζί με «δημοκρατικές» μνημονιακές δυνάμεις. Είτε να βρεθεί αμήχανος, έξω μεν από ένα τέτοιο μέτωπο, με την ίδια όμως στόχευση, υπερασπίζοντας την «ορθή λειτουργία» του ίδιου συστήματος και θεσμών που ήδη έχουν εκτεθεί βαρύτατα στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αφήνοντας έτσι πρωτίστως το κίνημα μα και τον ίδιο του τον εαυτό, εκτεθειμένο στην αναζωπύρωση της «θεωρίας των δύο άκρων» και την σκληρή επίθεση που ούτως ή άλλως είναι σε εξέλιξη. Η διατύπωση πως εάν το ένα άκρο είναι η ΧΑ το άλλο είναι η αντίθεση στα μνημόνια, την ΟΝΕ και το ΝΑΤΟ εκφράζει σήμερα, ουσιαστικά το σύνολο των αστικών δυνάμεων.
Μόνο η Αριστερά μπορεί
Πρέπει τώρα να μπει ένα τέλος στην αμηχανία μπροστά στην εξέλιξη της δίωξης της ΧΑ από την κυβέρνηση και τους «θεσμούς».
Το τσάκισμα της ΧΑ αποτελεί καλό νέο ακόμη κι όταν είναι αποτέλεσμα των υποχρεωτικών επιλογών μιας ακροδεξιάς, μνημονιακής κυβέρνησης. Ο περιορισμός ή, και ακόμη καλύτερα, ο τερματισμός της δράσης της εγκληματικής ναζιστικής συμμορίας μειώνει τους κινδύνους όχι μόνο για τους μετανάστες μα και για τους αγωνιστές/τριες του κινήματος και της Αριστεράς.
Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει αποτελεσματικά και να φτάσει ως το τέλος από αυτή την μνημονιακή, δεξιά – ακροδεξιά, κυβέρνηση και τους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς γενικά, των οποίων ο αυταρχισμός και η ταξική μεροληψία έχουν αποκαλυφθεί ήδη στα μάτια της κοινωνίας τούτα τα χρόνια της βαθιάς κρίσης και των μνημονίων.
Κυρίως όμως γιατί ο φασιστικός κίνδυνος δεν αφορά στην συγκεκριμένη οργάνωση και την δράση της κατ’ αποκλειστικότητα. Εξάλλου ο ακροδεξιός ολοκληρωτισμός, είτε ως φασισμός, είτε ως ναζισμός δεν επιβλήθηκε ποτέ ιστορικά ως ανατροπή «από τα κάτω». Παρά την σχετική αυτονομία της κίνησης και των πρακτικών των φασιστικών πολιτικών υποκειμένων που ασφαλώς προετοίμασαν και προέβαλαν το «εργαλείο» της ωμής συντριβής του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς οι καθοριστικές αποφάσεις πάρθηκαν και παίρνονται στα αστικά επιτελεία. Ο κίνδυνος αυτός επωάζεται και κυοφορείται από την ίδια την μνημονιακή πολιτική και τις συνέπειές της – όχι μόνο στους εργαζόμενους και την κοινωνική πλειοψηφία αλλά και στο ίδιο το ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο αποτελώντας απάντηση των αστών στην ορμητική άνοδο του εργατικού και λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς.
Μόνο το εργατικό – λαϊκό κίνημα και η Αριστερά μπορούν να βάλουν φραγμό στην φασιστική απειλή και σε κάθε είδους αντιδημοκρατική εκτροπή στον βαθμό που θα επιδείξουν την ίδια ταξική ευθυκρισία με τον αντίπαλο. Απέναντι στο μνημονιακό, νεοφιλελεύθερο κράτος που ερμηνεύει και χρησιμοποιεί τους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς στην κατεύθυνση της επιβολής, δια του αυταρχισμού και της καταστολής, της πιο σκληρής ταξικής πολιτικής λιτότητας για τον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική πλειοψηφία η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά η διεκδίκηση της δημοκρατίας με τους όρους των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Με τους όρους της διεύρυνση της δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα και κυρίαρχα σε αυτό της παραγωγής με την άμεση συμμετοχή και έλεγχο από τον ίδιο τον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική πλειοψηφία.
Άμεσες, σαφείς επιλογές – «ταυτότητα» της εναλλακτικής λύσης
Είναι επείγουσα ανάγκη να ειπωθεί απ’ την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ, δυνατά και ξεκάθαρα προς την κοινωνία, πως την ΧΑ την εξέθρεψε και τη συντήρησε αυτό το ίδιο σύστημα και οι «ανεξάρτητοι» θεσμοί του όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, την μεγένθυνε η μνημονιακή πολιτική και σήμερα την περιορίζει γιατί «πήρε θάρρος ο χωριάτης…» με τρόπο που να αναδειχθεί το ίδιο το μνημονιακό καθεστώς ως εγγυητής του «ρεαλιστικού» θεσμικού πλαισίου, αυτού της μνημονιακής, νεοφιλελεύθερης «δημοκρατίας».
Είναι ανάγκη και συνάμα ευκαιρία όλες τις αποκαλύψεις που υποχρεωτικά έρχονται και ενδεχομένως θα έρθουν στο φως της δημοσιότητας για την διαπλοκή της ναζιστικής, εγκληματικής συμμορίας με το κράτος και την οικονομική εξουσία να τις ερμηνεύσει και να τις εξηγήσει η Αριστερά με ταξικό κριτήριο. Να συνδέσει τη δράση της συμμορίας με τα συμφέροντα του μεγάλου ντόπιου κεφαλαίου από την υποτίμηση της εργασίας, που αποτελεί τον πυρήνα του μνημονίου. Να συνδέσει τη ρατσιστική της προπαγάνδα με την ταυτόσημη προπαγάνδα της ακροδεξιάς ηγετικής ομάδας της κυβέρνησης. Να ξεκαθαρίσει πως σήμερα, η πάλη ενάντια στον φασισμό και η πάλη ενάντια στα μνημόνια συναρθρώνονται στον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα των «από κάτω».
Να αντιπαραβάλει στη «θεωρία των δύο άκρων» την πραγματική ταξική πραγματικότητα, όπου απ’ την μια βρίσκεται ο κόσμος της εργασίας, η κοινωνική πλειοψηφία, το αίτημα για ουσιαστική δημοκρατία, οι ιδέες και οι εναλλακτικές απαντήσεις της Αριστεράς και απ’ την άλλη οι δανειστές, η ΟΝΕ και το ΝΑΤΟ, οι ντόπιοι κεφαλαιοκράτες, οι ιδέες του εθνικισμού και του ρατσισμού, τα μνημόνια και οι μνημονιακές κυβερνήσεις (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΙΑ), ο ίδιος ο κίνδυνος του φασισμού.
Είναι ευκαιρία να πάρει αποφασιστικά η Αριστερά την πρωτοβουλία και να περάσει στην αντεπίθεση ξεκαθαρίζοντας την ανατρεπτική της θέση για την ακύρωση των μνημονίων και όλων των συνακόλουθων συνεπειών αυτής της κίνησης όπου το ευρώ δεν αποτελεί όριο. Για την προοπτική της δημοκρατίας με πραγματικό, ταξικό περιεχόμενο, για τους νέους θεσμούς της εργατικής και λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου, τροφοδοτώντας και αναζωπυρώνοντας το κίνημα και τις κοινωνικές αντιστάσεις, στην κατεύθυνση της κατάκτησης της ηγεμονίας.
Είναι επείγουσα ανάγκη για να στηρίξει αποτελεσματικά μια τέτοια κατεύθυνση να στραφεί εντατικά στην οικοδόμηση απ’ τα κάτω των κοινωνικών συλλογικοτήτων και της δράσης, στους χώρους δουλιάς, στις γειτονιές, στη νεολαία, στήνοντας και υποστηρίζοντας παντού λαϊκές επιτροπές αγώνα και ανατροπής. Μια υπόθεση που απαιτεί σχεδιασμό, επιμονή και συνέχεια καθώς δεν αποτελεί επικοινωνιακό τρυκ αλλά την οργάνωση του πραγματικού συσχετισμού δύναμης με προοπτική νίκης στις συνθήκες της βαθιάς κρίσης. Μια υπόθεση που απαιτεί εκτός από πετυχημένη και ξεκάθαρη δημόσια παρουσία των κεντρικών στελεχών και εκπροσώπων, πραγματικό μάχιμο κόμμα της Αριστεράς με περιεχόμενο συζήτησης και πάνω απ’ όλα δράσης για τα μέλη του. Μια υπόθεση που μπορεί να ενσωματώνει αποτελεσματικά, με νικηφόρα προοπτική και τα εκλογικά περιεχόμενα, όπως πχ τις αυτοδιοικητικές εκλογές, στην μόνη βάση που είναι εφικτή στις σημερινές συνθήκες για τη ριζοσπαστική Αριστερά που διεκδικεί την «κυβέρνηση της Αριστεράς»: στην βάση της οργάνωσης του ίδιου του λαού.