Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, εξ αιτίας των κρίσεων υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, της δεκαετίας του 1970 (και ετεροχρονισμένα του 1980 για την ελληνική οικονομία), καθώς και της πρόσφατης τελευταίας δεκαετίας, επήλθε μια ισχυρή μετάλλαξη των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Αυτή αφορούσε την σταδιακή τους μετατόπιση από μια αναδιανεμητική πολιτική στον ανοιχτό νεοφιλελευθερισμό, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η κρίση προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος των λαϊκών εργαζομένων δυνάμεων. Αυτή την πολιτική κατεύθυνση υιοθέτησαν οι σοσιαλιστικοί σχηματισμοί στη Δυτική Ευρώπη, αρχής γενομένης από τους βρετανούς Εργατικούς με τον μπλερισμό, τους γερμανούς του ιστορικού SPD με την συγκυβέρνησή τους με την Χριστιανοδημοκρατία, το ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα ως κληρονόμος της πολιτικής παράδοσης του «ιστορικού συμβιβασμού» του ιταλικού ΚΚ, τους γάλλους σοσιαλιστές με την τελευταία προεδρική θητεία του Φ. Ολάντ, και το ελληνικό ΠΑΣΟΚ με την εισαγωγή και σταθερή πολιτική εφαρμογής των μνημονίων στην ελληνική κοινωνία.
Η εγκατάλειψη της Αριστεράς οδηγεί στη σοσιαλδημοκρατία;
Το αποτέλεσμα που προέκυψε ήταν η απαξίωση του σοσιαλδημοκρατικού «τρίτου δρόμου» και η βαθμιαία αποψίλωση της κοινωνικής και εκλογικής του επιρροής, με χαρακτηριστικότερες τις περιπτώσεις των γάλλων σοσιαλιστών στις τελευταίες προεδρικές εκλογές του Απριλίου 2017 και των ελλήνων σοσιαλδημοκρατών στις εκλογικές αναμετρήσεις του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου 2015. Αυτά οδήγησαν στην ισχυροποίηση των συντηρητικών παρατάξεων, με μόνη εξαίρεση την ελληνική περίπτωση της πλειοψηφικής επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ ως αποτέλεσμα της μετακίνησης της εργατικής βάσης του ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά, εξ αιτίας των μνημονιακών πολιτικών που υιοθετήθηκαν. Υπ’ αυτή την έννοια πήρε τέλος ο παραδοσιακός διπολισμός της αστικής πολιτικής (συντηρητικός και σοσιαλδημοκρατικός πόλος), δίνοντας τη θέση του σε νέες μορφές διάταξης των πολιτικών δυνάμεων.
Στην ελληνική πραγματικότητα, λόγω της ακραίας όξυνσης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και των σημαντικών λαϊκών απεργιακών αντιδράσεων στην αρχή της δεκαετίας του 2010, τα πράγματα οδηγήθηκαν σε διαφορετικούς δρόμους, εφόσον η κατάρρευση των λαϊκών εκπροσωπήσεων της σοσιαλδημοκρατίας έρχονταν να δώσει τη θέση της σε ένα κόμμα της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς δεν ανήκε τότε στην μεγάλη ευρωπαϊκή σοσιαλιστική οικογένεια, στερούνταν ουσιαστικά οργανικών σχέσεων με την εργατική τάξη, ενώ ταυτόχρονα ο εργαζόμενος λαϊκός κόσμος επένδυε εκλογικά σ’ αυτόν, καθιστώντας τον πόλο έκφρασης της ευρύτατης λαϊκής δυσαρέσκειας. Εντούτοις ως πολιτικός σχηματισμός υπήρξε ένα κράμα λαϊκού ριζοσπαστισμού και μικροαστικού εκσυγχρονισμού, ένας ταξικός ανταγωνισμός που γινόταν όλο και πιο έντονος στην περίοδο Ιούνιος 2012 και Ιανουάριος 2015.
Η τελική επικράτηση του ρεύματος του μικροαστικού εκσυγχρονισμού με την περιθωριοποίηση των δυνάμεων του λαϊκού ριζοσπαστισμού, κατόρθωσε να συγκρατήσει τις εκλογικές εργατικές του εκπροσωπήσεις, με την υπόσχεση μιας αντιμνημονιακής στροφής και την ανάδειξη ενός στοιχειακού σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος (αποκατάσταση μισθών και συντάξεων, μαζική δημιουργία θέσεων απασχόλησης, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ κλπ.). Για ένα κόμμα που κινούνταν πλέον στο πεδίο της αστικής πολιτικής και της υπηρέτησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όσο και της ανταπόκρισης στις δανειακές υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), η επίκληση της σοσιαλδημοκρατικής κοινωνικής πολιτικής στάθηκε βασικός όρος για την συνέχιση και διατήρηση της πλειονότητας των λαϊκών του εκπροσωπήσεων.
Το ασφυκτικό πλαίσιο πιέσεων που αναδείχθηκε στις αρχές του 2015 τόσο από την ελληνική αστική τάξη όσο και από τα ευρωπαϊκά θεσμικά οικονομικά κέντρα, οδήγησε την πολιτική του μικροαστικού εκσυγχρονισμού στην πλήρη της ποδηγέτηση, πράγμα που απέρρεε από την ίδια της την ταξική φύση. Επόμενο ήταν λοιπόν να προσλάβει πρώτιστη προτεραιότητα ο στόχος της υπηρέτησης των μνημονιακών πολιτικών (έναντι της ακύρωσής τους), που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού και την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων, που από υποχρεώσεις της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, μετατρέπονταν σε υποχρεώσεις των ελλήνων εργαζομένων και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Κατά συνέπεια η σοσιαλδημοκρατική διάσταση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε δευτερεύουσα σημασία έναντι της πρωτεύουσας προτεραιότητας εξυπηρέτησης της μνημονιακής πολιτικής.
Η δραπέτευση της μικροαστικής πολιτικής από το πεδίο του λαϊκού ριζοσπαστισμού της Αριστεράς, με την εγκατάλειψη της αντιμνημονιακής πολιτικής, οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ πρωταρχικά στο έδαφος της υπηρέτησης της πολιτικής της ανάκαμψης του ελληνικού κεφαλαίου, και της εξόδου του από την κρίση υπερσυσσώρευσης, όσο και της πιστής εφαρμογής των ευρωπαϊκών όρων για την κοινωνικοποίηση της αποπληρωμής των δανείων της αστικής τάξης. Αν αυτή υπήρξε η κυρίαρχη παράμετρος της πολιτικής της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή του 2015, η δευτερεύουσα πλευρά της στάθηκε και συνεχίζει να είναι και σήμερα η προσπάθεια αποτύπωσης ενός φιλολαϊκού στίγματος, όπως ήταν το άψυχο, περιθωριακό και ξεχασμένο πλέον «παράλληλο πρόγραμμα, και όπως είναι σήμερα η καλλιέργεια της λαϊκής προσδοκίας για μια ανάπτυξη που θα έχει όμως «δίκαια» χαρακτηριστικά.
Ανάπτυξη χωρίς δημόσια παραγωγικά εργαλεία;
Η σκληρότητα των δύο μνημονίων που επιβλήθηκαν στην τελευταία διετία (τρόπος υπολογισμού των συντάξεων με το σύστημα Κουτρουμάνη – Λοβέρδου, κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, προσαύξηση των φορολογικών βαρών για τα μικροαστικά στρώματα, δημοσιονομικός κόφτης, υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα με αύξηση των φορολογικών εσόδων και μείωση των κοινωνικών δαπανών κλπ.), απαιτεί στην τρέχουσα συγκυρία την λήψη ορισμένων μέτρων σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης, προκειμένου να συγκρατηθούν ορισμένες τουλάχιστον λαϊκές εκπροσωπήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ που ούτως ή άλλως φυλλοροεί. Η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική, μπαίνει στο επίκεντρο των πολιτικών του κατευθύνσεων, επιχειρώντας να συντηρήσει μια μυθολογία ότι οι ξένες επενδύσεις θα επιφέρουν αύξηση του ΑΕΠ, και ότι από την υποσχόμενη ανάπτυξη θα ωφεληθεί ένας ορισμένος εργατικός κόσμος.
Μόνον που πολύ γρήγορα αποδεικνύεται «άνθρακες ο θησαυρός» : Στην επικείμενη επίσκεψη της γαλλικής προεδρίας και του επιχειρηματικού λόμπυ που την συνοδεύει, το κύριο ζήτημα που επικρατεί δεν είναι οι «επενδύσεις για την ανάπτυξη» (την παραγωγή δηλαδή νέων προϊόντων, την εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών, την προσφορά νέου είδους υπηρεσιών), αλλά η εξαγορά από το γαλλικό κεφάλαιο δημόσιων κοινωφελών επιχειρήσεων που έχουν απομείνει προς εκποίηση: λιμενικές εγκαταστάσεις, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, πολεμική βιομηχανία, οδικοί άξονες, εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας κ.ά. Αυτές οι φερόμενες ως «επενδύσεις» (=εξαγορές) ούτε νέες θέσεις απασχόλησης δημιουργούν, ούτε προστιθέμενη αξία προσπορίζουν, ούτε συμβάλουν στην αύξηση του ΑΕΠ της χώρας. Συνεπώς δεν προκύπτει κανένα απολύτως όφελος για τις παραγωγικά εργαζόμενες λαϊκές τάξεις σε κανένα επίπεδο και με καμία εντελώς μορφή.
Αν πραγματικά μια κυβέρνηση, ακόμη και σοσιαλδημοκρατική, έχει την πρόθεση να σχεδιάσει τον αναπτυξιακό προσανατολισμό της οικονομίας, δεν θα είχε παρά να χρησιμοποιήσει τα κλασικά εργαλεία που ισχύουν εδώ και δεκαετίες, δηλαδή να αποτυπώσει τις κατάλληλες κατευθύνσεις στο δίκτυο των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών που διαθέτει. Αυτές μπορεί να αντιπροσωπεύουν ένα μειοψηφικό τμήμα της παραγωγικής δραστηριότητας, εντούτοις όμως διαδραματίζουν έναν νευραλγικό παραγωγικό ρόλο εφόσον θα μπορούσαν συνολικά να καλύψουν τις μεταφορές, τα δίκτυα υποδομών, την ενέργεια, τις επικοινωνίες κλπ. Μα είναι ακριβώς το αντίθετο που υλοποιεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ακολουθώντας την τροχιά των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων, αντί να ξεδιπλώσει τον αναπτυξιακό χαρακτήρα των κοινωφελών επιχειρήσεων, τις έχει οδηγήσει στο σύνολό τους σχεδόν στην ιδιωτικοποίηση και στην εκχώρησή τους σε ελληνικούς και ξένους επιχειρηματικούς ομίλους. Πώς λοιπόν θα ασκήσεις πολιτική Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής όταν ακρωτηριάζεις τα ίδια σου τα χέρια, δηλαδή αποποιείσαι τα ίδια τα μέσα άσκησής της, που είναι πρωταρχικά οι δημόσιες επιχειρήσεις; Συνεπώς ο αναπτυξιακός κυβερνητικός λόγος δεν είναι παρά έπεα πτερέοντα, προκειμένου να συγκαλυφθεί το πραγματικό γεγονός της εκχώρησης του δημόσιου στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Συνεπώς ποια σοσιαλδημοκρατική πολιτική εντός ενός τόσο σκληρά νεοφιλελεύθερου πολιτικού πλαισίου που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί;
Προοδευτικές παρεμβάσεις εκτός των μνημονιακών τειχών;
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όπου θα μπορούσε να εκδηλωθεί μια σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης κυβερνητική πολιτική, που να αντισταθμίζει τις ισχυρές δανειακές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, τοποθετούνται οι παρεμβάσεις σε τομείς που εκφεύγουν υποτίθεται των μνημονιακών τειχών. Ξεσηκώθηκε ολόκληρος σάλος για την διατάραξη των σχέσεων κράτους και εκκλησίας, με τους σχεδιασμούς για την κατάργηση της διδασκαλίας της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας στο εκπαιδευτικό σύστημα. Άλλωστε σταθερός και διαχρονικός στόχος της μικροαστικής εκσυγχρονιστικής Αριστεράς ήταν ο καθαρός διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας κλπ. Έτσι όταν τέθηκε το ζήτημα και έτεινε να έρθει στην επιφάνεια μια σοβαρή αντιπαράθεση πάνω σ’ αυτό το θέμα, ο ΣΥΡΙΖΑ σάλπισε ολοκληρωτική υποχώρηση και αποδοχή του υπάρχοντος status quo σ’ αυτό το ζήτημα. – Από την άλλη πλευρά δημιουργήθηκε ολόκληρος θόρυβος για την επαπειλούμενη κατάργηση του Πανελλαδικού Διαγωνισμού (και ουδόλως Εξετάσεων) για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την αυτονόμηση της εκπαιδευτικής βαθμίδας του λυκείου από αυτή την ανταγωνιστική εκπαιδευτική κούρσα. Τελικά μετά τις πολυπληθείς μεταρρυθμιστικές κυβερνητικές κορώνες, καθιερώνεται ένα σύστημα που είναι πανομοιότυπο με το προηγούμενο : Πανελλαδικός Διαγωνισμός στη βάση τεσσάρων μαθημάτων εντός του δευτέρου τετραμήνου της τρίτης λυκείου. Μα αυτό δεν ήταν που ίσχυε μέχρι σήμερα ;
Μ’ άλλες λέξεις η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί συστηματικά, προκειμένου να αποκρύψει το αποκρουστικό μνημονιακό της πρόσωπο, να σηκώνει κουρνιαχτό για ζητήματα εκτός των μνημονιακών ρυθμίσεων, και δημιουργεί «τεράστιες τρύπες στο νερό», εφόσον αναπαράγει την ίδια κατάσταση των πραγμάτων, όπου ακόμη και μια μετριοπαθώς σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση θα μπορούσε να επιφέρει ορισμένες αλλαγές (π.χ. χωρισμός κράτους και εκκλησίας, κατάργηση του Πανελλαδικού Διαγωνισμού μεταξύ μέσης και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κλπ.). Αντίστοιχα αυτά που συμβαίνουν στο νοσηλευτικό σύστημα, όπου προγραμματίζεται η λειτουργία των Τοπικών Μονάδων Υγείας, που καλύπτουν μόνον τις ειδικότητες παθολόγου και παιδιάτρου, και απουσιάζουν όλες οι άλλες ιατρικές ειδικότητες, στις οποίες ο ασθενής δεν μπορεί να βρει καταφύγιο παρά στο ιδιωτικό ιατρείο ή στις απογευματινές επί πληρωμή επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Και πέραν αυτού η χρηματοδότηση αυτού του νοσηλευτικού τομέα γίνεται μόνον από το ΕΣΠΑ για μια και μόνον διετία, με νοσηλευτικό, παραϊατρικό και ιατρικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ό,τι ακριβώς δηλαδή γίνεται στην εκπαίδευση, όπου τα «κενά» καλύπτονται από χιλιάδες «αναπληρωτές» με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου και συμβάσεις εξίσου ορισμένου χρόνου. Δεν είναι αυτή η πρακτική ένας εύσχημος τρόπος για την κατάργηση των σταθερών θέσεων εργασίας (εκπαίδευσης, νοσηλευτικού συστήματος) και η καθιέρωση πλέον εργασιακών σχέσεων ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα χωρίς συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου ; Έχουν αυτές οι πρακτικές ένα οποιοδήποτε σοσιαλδημοκρατικό περιεχόμενο, που να αφορά θέσεις εργασίας δημόσιου χαρακτήρα, με συμβάσεις τουλάχιστον αορίστου χρόνου και χρηματοδότηση από ίδιους πόρους του κρατικού προϋπολογισμού ;
Αλλά και από την άλλη πλευρά, η «δημοκρατική εξυγίανση» και το σπάσιμο του «τριγώνου της διαπλοκής», ένας έστω εκσυγχρονισμός που αντιστοιχούσε στον ρόλο του μικροαστισμού, παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες. Για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπιση της διαπλοκής τελικά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά αλλαγή της ιδιοκτησίας των έντυπων και τηλεοπτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, πράγμα που έγινε στη βάση της σχετικής καπιταλιστικής ισχύος και των οικονομικών προσφορών των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών. Το να αλλάζουν χέρια οι ιδιοκτησίες και οι διευθύνσεις των ΜΜΕ συνιστά «δημοκρατική εξυγίανση» ; Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχύει αυτό : Η πληροφόρηση στη σύγχρονη εποχή έχει την ίδια, ενδεχομένως και μεγαλύτερη επιρροή, από την δημόσια εκπαίδευση. Μ’ αυτή την έννοια η εισαγωγή κοινωνικών παραμέτρων στην λειτουργία των ιδιωτικών ΜΜΕ, η ανάδειξη μορφών κοινωνικής, μορφωτικής, συνδικαλιστικής κλπ. ενημέρωσης, είναι μια «δια βίου μάθηση» που εκχωρείται χωρίς ενστάσεις και περιστροφές από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στους ιδιώτες επιχειρηματίες, κι’ αυτό ονομάζεται «πάταξη της διαπλοκής». Τόσο όσο και οι λίστες καταθετών του εξωτερικού και της μεγάλης φοροδιαφυγής (Λαγκάρντ, Μπόργιανς), πού είχαν γίνει σημαία «ηθικής κάθαρσης» για τον αντιπολιτευτικό ΣΥΡΙΖΑ, και σήμερα έχουν παντελώς περιπέσει στη λήθη.
Περιθωριακές ρυθμίσεις εντός της εργασιακής απορρύθμισης;
Αλλά και στο επίπεδο των «προοδευτικών» παρεμβάσεων στα εργασιακά ζητήματα με το διατυμπανιζόμενο νομοσχέδιο για την «προστασία» της εργασίας, διαπιστώνει κανείς ότι πρόκειται για τριτεύουσας σημασίας επεμβάσεις, που άλλωστε αφήνουν άθικτη την συνολικότερη κατάσταση της εργατικής τάξης από την άποψη της αμοιβής της εργασίας, των κοινωνικών δικαιωμάτων, των όρων απασχόλησης κ.ά. Έτσι η αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας και των περιπτώσεων της απλήρωτης απασχόλησης έχουν χαρακτηριστικά αναποτελεσματικότητας, όσους ελέγχους και αν επικαλείται κανείς από το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας. Γιατί η αδήλωτη απασχόληση είναι ακριβώς δίδυμη αδελφή της μαζικής ανεργίας (σε κάθε περίπτωση ύψους τουλάχιστον 22% και άνω σήμερα), δηλαδή είναι η εξαθλίωση των ανέργων που την καθιστά εφικτή και διαδεδομένη : Η μόνη αποτελεσματική της αντιμετώπιση δεν είναι άλλη από την χορήγηση αξιοπρεπούς επιδόματος ανεργίας στο 90% των ανέργων που αποκλείονται από αυτό, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση ο άνεργος δεν θα έχει ανάγκη «οικειοθελούς – αναγκαστικής» προσφυγής στην αδήλωτη εργασία. Σε ό,τι αφορά από την άλλη πλευρά την άρνηση της εργοδοσίας για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, θα έπρεπε να δει κανείς την συνέχιση εφαρμογής του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα, που συνεχίζει να βρίσκεται σε ισχύ, και η εφαρμογή του οποίου υψώνει ασπίδα προστασίας στις επιχειρήσεις έναντι των απαιτήσεων των εργαζομένων και των πιστωτών τους.
Να το επαναλάβουμε για πολλοστή φορά, γιατί όσο και αν είναι κουραστικό είναι και αναγκαίο. Μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική στο επίπεδο της αντιμετώπισης της κοινωνικής κατάστασης της μισθωτής εργασίας, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει : Τη νομοθετική αποκατάσταση (γιατί με πράξη νομοθετικού περιεχομένου καταργήθηκαν τον Φεβρουάριο 2012) του κατώτατου μισθού, του αντίστοιχου επιδόματος ανεργίας, και των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. – Την αποτροπή του υπολογισμού των συντάξεων με την μνημονιακή μεθοδολογία απομείωσης των Κουτρουμάνη – Λοβέρδου, που αναπαρήγε η ρύθμιση Κατρούγκαλου (Μάιος 2016), και σε κάθε περίπτωση την διατήρηση της προσωπικής διαφοράς που κατάργησε η μνημονιακή ρύθμιση Αχτσιόγλου (Μάιος 2017). – Την σταθερή χορήγηση αξιοπρεπών επιδομάτων ανεργίας στην τεράστια πλειονότητα των ανέργων που τα στερούνται, αντί της ελεεινής και ταπεινωτικής πολιτικής της αντιμετώπισης της «ανθρωπιστικής κρίσης», που δεν έχει παράγει κανένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα. – Την απαλλαγή της μισθωτής εργασίας από την υπέρογκη φορολογική επιβάρυνση (πρώτης ιδιόκτητης κατοικίας, εισοδήματος και κατανάλωσης), που απομυζά ένα σημαντικό μέρος του ήδη αποψιλωμένου λαϊκού εισοδήματος κλπ.
Η δραπέτευση τελικά του ΣΥΡΙΖΑ από το πεδίο της Αριστεράς (άρνηση ακύρωσης των δύο πρώτων μνημονίων και ψήφιση δύο καινούριων) είναι ένα ζήτημα. Ένα δεύτερο ζήτημα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι λειτουργώντας στο επίπεδο της διακυβέρνησης δεν προσγειώθηκε στο πεδίο της σοσιαλδημοκρατίας, που θα ήταν «μια κάποια λύση», με την έννοια ότι θα αντιστάθμιζε τη μνημονιακή πολιτική, την τυφλή υπαγωγή στην καπιταλιστική ανάπτυξη και την πιστή εφαρμογή των ευρωπαϊκών δανειακών υπαγορεύσεων, με τολμηρά και ρηξικέλευθα μέτρα προς όφελος των λαϊκών εργαζομένων τάξεων προκειμένου να συγκρατήσει τις εκλογικές εργατικές εκπροσωπήσεις του 2015. Απεναντίας το κόμμα των μικροαστών εκσυγχρονιστών μετατοπίστηκε εκεί που το προόριζε η ιστορική ανανεωτική Αριστερά (των Κύρκου, Κουβέλη, Παπαδημούλη), δηλαδή στην «αγία» και ευγενή ευρωπαϊκή οικογένεια του νεοφιλελευθερισμού, χωρίς την δυνατότητα να ασκήσει την πιο στοιχειώδη σοσιαλδημοκρατική πολιτική μέσα στο νεοφιλελεύθερο σύμπαν στο οποίο κινείται. Η σοσιαλδημοκρατική φλυαρία των αντισταθμιστικών μέτρων και προγραμμάτων αποδεικνύεται μια καθαρή εξαπάτηση των λαϊκών συνειδήσεων και προσδοκιών, γιατί προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ όσο απρόθυμος και ανεπαρκής ήταν να ορθώσει ανάστημα και να καταργήσει τους εφαρμοστικούς νόμους των μνημονίων, άλλο τόσο δεν είναι σε θέση να τετραγωνίσει τον κύκλο, να χωρέσει μια πολιτική «λαϊκής ανακούφισης» μέσα στο ασφυκτικό και πνιγηρό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Είναι τυχαίο άλλωστε ότι το νομοσχέδιο για την «προστασία» της εργασίας συνάντησε την ομόθυμη αποδοχή των αστικών εκπροσωπήσεων, από τον ΣΕΒ μέχρι την ΓΣΕΕ; Οι στεντόρειες κορώνες της αντιδεξιάς ρητορείας δεν χρησιμεύουν παρά να αποκρύψουν αυτή την σκληρή και άτεγκτη πραγματικότητα.