Το Σαββατοκύριακο πραγματοποιείται η σύνοδος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε μια συγκυρία που την χαρακτηρίζει η σφοδρή, αήθης και ακροδεξιά επίθεση του Σαμαρά στην Αριστερά, το κίνημα και την κοινωνία μα και η ανάγκη του ΣΥΡΙΖΑ να ανασχεδιάσει τη γραμμή και την τακτική του σ’ αυτές τις συνθήκες.
Η Κεντρική Επιτροπή θα χρειαστεί να συζητήσει σε βάθος τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας, να απολογίσει τις προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, να κρίνει με πνεύμα ελεύθερο και χωρίς προκαταλήψεις τις πρωτοβουλίες των κεντρικών στελεχών και των οργάνων, να εξασφαλίσει τη διατύπωση της αναγκαίας για την επόμενη περίοδο γραμμής με ξεκάθαρο τρόπο, να προχωρήσει ακόμη περισσότερο στα ζητήματα της συγκρότησης και της δημοκρατικής και συλλογικής λειτουργίας των οργάνων και του πολιτικού φορέα γενικότερα.
Από τη μια πλευρά, είναι πορφανής η ανάγκη για τη θωράκιση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά και τα ποικίλα συστήματα προπαγάνδας που καιροφυλακτούν για να τον δυσφημίσουν και να τον συκοφαντήσουν στην κοινή γνώμη, ανάγκη που απαιτεί τη μέγιστη σοβαρότητα, υπευθυνότητα και προπαντός πολιτικοποίηση της συζήτησης στο μεγαλύτερο βαθμό. Από την άλλη πλευρά, είναι προϋπόθεση για όλα αυτά η πιο ανοιχτή, δημοκρατική και συντροφική συζήτηση και αντιπαράθεση για σειρά θεμάτων που έχουν αναδειχθεί στη συγκυρία και επιλογές που έχουν γίνει από κεντρικά στελέχη καθώς και από τα κομματικά όργανα.
Στο υπόβαθρο όλων των θεμάτων βρίσκεται το δίλημμα εάν πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να «στρογγυλέψει» τις ριζοσπαστικές αιχμές του πολιτικού του λόγου και της φυσιογνωμίας του, να μετακινηθεί και να προσαρμοστεί «ρεαλιστικά», αποδεχόμενος κατ’ ουσία τους κανόνες που διαμορφώνουν οι «αγορές» και τα ντόπια και διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, προκειμένου να αυξήσει το ποσοστό του, ή εάν αντίθετα θα πρέπει να επιμείνει και να βαθύνει τις αιχμές αυτές, το ριζοσπαστικό - ανατρεπτικό του πρόγραμμα και τη φυσιογνωμία προκειμένου να κερδίσει την κρίσιμη κοινωνική διαφορά στο ιδεολογικό, πολιτικό και ταξικό ισοζύγιο στο τοπίο της πόλωσης που αντικειμενικά παράγει η καπιταλιστική κρίση, απέναντι στον Σαμαρά, αλλά και την Ε.Ε., το ΔΝΤ και τα συμφέροντα του μεγάλου ντόπιου και διεθνούς κεφαλαίου που εκπροσωπούν.
Στην πραγματικότητα η απάντηση στο δίλημμα αφορά στα συμπεράσματα για τους λόγους και τις αιτίες που οδήγησαν ένα μικρό κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς του 4,5% στο 27% και στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η απάντηση είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έστειλε προς τη μαχόμενη σκληρά επί δύο χρόνια κοινωνία το μήνυμα πως μέσα από την «κυβέρνηση της Αριστεράς» και τη μονομερή ανατροπή του μνημονίου είναι πραγματικά εφικτό να υπάρξει ρήξη και ανατροπή της επιβαλλόμενης μνημονιακής πολιτικής, με άμεσα αποτελέσματα στη ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας, της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Η ταλάντευση ανάμεσα στις δύο στρατηγικές και η ραγδαία απομάκρυνση το τελευταίο διάστημα, από κεντρικά στελέχη και τον ίδιο τον πρόεδρο, από τη γραμμή της ρήξης και της ανατροπής, έχει κοστίσει την απώλεια της πρωτοβουλίας των κινήσεων και τη στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ, που προοιωνίζεται ακόμη βαρύτερες απώλειες γι’ αυτόν και τον κόσμο και τις δυνάμεις της Αριστεράς και των κινημάτων.
Κυβέρνηση της Αριστεράς ή κυβέρνηση εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας με την κεντροαριστερά και τη λαϊκή Δεξιά;
Μονομερής ανατροπή του μνημονίου και της λιτότητας ή επαναδιαπραγμάτευση;
Καμία θυσία για το ευρώ ή πάση θυσία εντός Ευρωζώνης;
Εθνικοποίηση τραπεζών και κάθε ιδιωτικοποιημένης ΔΕΚΟ και στρατηγικών τομέων της οικονομίας ή ιδιωτικοποιήσεις υπό «κοινωνικά ωφέλιμους» όρους;
Σύγκρουση με (όλη) την τρόικα ή προνομιακή συμμαχία με το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ ελέω (κάποιου) «κουρέματος» του χρέους;
Με προτεραιότητα την ανάπτυξη μαζικού, εξεγερτικού και συγκρουσιακού εργατικού και κοινωνικού κινήματος ή με υποταγή στη «νομιμότητα» του Σαμαρά, του Δένδια και της καταστολής;
Τα διλήμματα αυτά εμφανίζονται ολοένα και πιο ξεκάθαρα στα μάτια της κοινωνίας και δεν θολώνουν εύκολα από την επικοινωνιακή διαχείριση των κομμάτων και των ΜΜΕ, ακριβώς γιατί είναι πλέον πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας που δεν αντιμετωπίζει πια γενικώς την απειλή του μνημονίου καθώς έχει ήδη υποστεί τις σκληρότατες συνέπειες: την ανεργία, τη φτώχεια, την απόγνωση, την καταστολή.
Οι εκλογές του Μάη και του Ιούνη καθώς και η εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το αποτέλεσμα της σθεναρής αντίστασης του κόσμου της εργασίας, της κοινωνικής πλειοψηφίας, που «συνάντησε» τον πολιτικό στόχο της «κυβέρνησης της Αριστεράς».
Είναι τώρα απαραίτητο να επαναβεβαιώσει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη «συνάντηση», να της δώσει νέα ώθηση και προοπτική άμεσης ρήξης απέναντι στον αυταρχικό, αντιδημοκρατικό, ακροδεξιό δρόμο του Σαμαρά. Με μια πολιτική γραμμή που θα ανανεώσει τη διάθεση και την πίστη της κοινωνικής πλειοψηφίας πως μπορεί να αμφισβητήσει τους «κανόνες», να σταματήσει άμεσα τη σκληρή λιτότητα, να σπάσει τον αδύναμο κρίκο της ευρωπαϊκής κρίσης, συνεγείροντας τους λαούς και την Αριστερά πανευρωπαϊκά και διεθνώς.
Η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ στις 2 και 3 Φλεβάρη είναι μια σημαντική διαδικασία σε μια κρίσιμη στιγμή για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ και του αγώνα για την ανατροπή.
Οι δυνάμεις του Rproject (ανένταχτοι, ΑΠΟ, ΔΕΑ, Κόκκινο) και γενικότερα η Αριστερή Πλατφόρμα θα επιδιώξουν να συμβάλουν καθοριστικά στην κατανόηση των κυρίαρχων διλημμάτων της περιόδου και των συνακόλουθων πολιτικών επιλογών. Θα δώσουν τη μάχη για να επανέλθει η πυξίδα του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση της ρήξης και της ανατροπής. Με την επιμονή στη ριζοσπαστική, ανατρεπτική, σοσιαλιστικής προοπτικής γραμμή της «κυβέρνησης της Αριστεράς», της ανατροπής της μνημονιακής κυβέρνησης και (όλης) της Τρόικας, της άμεσης, μονομερούς κατάργησης του μνημονίου και της διαγραφής του χρέους με τη θέση «καμιά θυσία για το ευρώ», της εθνικοποίησης των τραπεζών και των ΔΕΚΟ κόντρα στις ιδιωτικοποιήσεις, της άμεσης ανατροπής και αναστροφής της λιτότητας. Θα υποστηρίξουν την αναγκαιότητα και τη στήριξη της συλλογικής και δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος. Θα υπενθυμίσουν προς όλες τις κατευθύνσεις τη ριζοσπαστική, ανατρεπτική και σοσιαλιστική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ.