Βούτυρο, όχι κανόνια!
Ο κόσµος, όπως τον ξέραµε, έχει αλλάξει. Η κρίση του 2007-08 έφερε στην επιφάνεια τα στρατηγικά προβλήµατα του παγκόσµιου καπιταλισµού, και 15 χρόνια µετά όχι µόνο παραµένει αδύνατη η επιστροφή του συστήµατος σε ένα νέο «φωτεινό κύκλο», αλλά πληθαίνουν οι προειδοποιήσεις για νέα σηµαντικά «κρισιακά επεισόδια» ανάλογης ή µεγαλύτερης επικινδυνότητας µε εκείνα του 2007-08.
Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσµιοποίηση έχει στοµώσει. Η διαπίστωση αφορά κυρίως τις ρυθµίσεις και τους «κανόνες» της παγκοσµιοποίησης. Γιατί ο νεοφιλελευθερισµός παραµένει η ισχυρή επιλογή (και µια απολύτως πλειοψηφική επιλογή στο εσωτερικό των κυρίαρχων τάξεων…) σε όλους τους πόλους των ανταγωνισµών. Τόσο στις ΗΠΑ του «προτεξιονιστή»-ακροδεξιού Τραµπ, προφανώς σε όλες τις χώρες-µέλη της ΕΕ, αλλά και στην Κίνα, τη Ρωσία, την Ινδία, τη Βραζιλία κ.ο.κ.
Σε αυτό το τοπίο, η συνέχεια του πολέµου στην Ουκρανία, η γενοκτονική επίθεση του Ισραήλ στους Παλαιστίνιους και -κυρίως- η κοινή επίθεση του Ισραήλ και των ΗΠΑ στο Ιράν, έχουν σηµαδέψει µια καινούργια συγκυρία.
Η συντονισµένη χορογραφία κινήσεων που χρησιµοποιήθηκε ως αφορµή για την «αποκλιµάκωση» (πόσο προσωρινή, θα το δούµε…) της επίθεσης στο Ιράν, αφήνει τα περιθώρια σε πολλές πλευρές να ισχυριστούν µια κάποια «νίκη», κυρίως για εσωτερική κατανάλωση.
Όµως δεν υπάρχουν περιθώρια για παρεξηγήσεις. Ο Τραµπ επέλεξε να παρουσιάσει µε θεατρικό τρόπο σε όλους την αναµφισβήτητη πραγµατικότητα ότι ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός διατηρεί (τουλάχιστον για την ώρα, αλλά αυτή η «ώρα» περιλαµβάνει όλη την τρέχουσα συγκυρία…) την πολεµική πρωτοκαθεδρία. Το µήνυµα έλεγε ότι τα F35, τα βοµβαρδιστικά Stealthκαι οι καταστρεπτικές τεχνολογίες που θα συνοδεύουν, παραµένουν ένα βήµα µπροστά από κάθε ανταγωνιστή. Έλεγε επίσης ότι οι πυρηνικές εγκαταστάσεις και οι οχυρωµένες αποθήκες πυρηνικών όπλων δεν είναι ασφαλείς και απρόσιτες σε καµιά γωνιά του πλανήτη.
Η «άψογη στάση» της Ρωσίας και της Κίνας βεβαιώνουν ότι το µήνυµα παρελήφθη. Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να διευκρινίσει ότι η διµερής συµφωνία «στρατηγικής συνεργασίας» Ρωσίας-Ιράν δεν περιλαµβάνει την υποχρέωση… στρατιωτικής βοήθειας. Την ώρα που βοµβαρδιζόταν η Τεχεράνη, η Κίνα υπογράµµιζε την επιλογή της να περιοριστούν οι ανταγωνισµοί στο πεδίο της οικονοµίας.
Ασφαλώς, η εικόνα αυτή δεν είναι µονοδιάστατη. Η απόδειξη ότι το σιδηρόδρακτο κράτος του Ισραήλ δεν είναι αλώβητο, έχει σηµασία για το µέλλον όλων των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Επίσης ο Τραµπ, παρά την «άνεση» που του έδιναν οι επιτυχηµένοι αλλά εξ αποστάσεως βοµβαρδισµοί, παρέµενε εγκλωβισµένος µέσα στα όρια του πολιτικού προβλήµατος για την επιβολή λύσης σε µια µεγάλη κρίση: οι ΗΠΑ δεν διέθεταν και δεν διαθέτουν µια «εσωτερική» εναλλακτική απέναντι στο καθεστώς του Ιράν, ενώ η πολεµική λύση του πολιτικού προβλήµατος προϋπέθετε την πολύ πιο επικίνδυνη επιλογή της άµεσης χερσαίας αποστολής στρατού σε µια χώρα µε µεγάλο, νεανικό κι ετοιµοπόλεµο πληθυσµό. Γι’ αυτό άλλωστε επιλέχθηκε η θεαµατική και προσωρινή «αποκλιµάκωση» δια της εκεχειρίας.
Το ερώτηµα που αναδεικνύεται είναι: Γιατί όλοι µεγάλοι «παίκτες» του διεθνούς ανταγωνισµού βάζουν µπροστά τα όπλα; Και η απάντηση συνδέεται µε την εκτίµηση ότι το διάδοχο σχήµα στην ετοιµόρροπη νεοφιλελεύθερη παγκοσµιοποίηση δεν θα είναι µια ειρηνική µετάβαση σε έναν κάποιο πιο δίκαιο πολύ-πολικό κόσµο, αλλά η λυσσαλέα και ανεξέλεγκτη σύγκρουση για κάθε «µερίδιο» επιρροής και ευκαιριών. Αυτό που ήδη έχει συµβεί γύρω µας είναι το πέρασµα στην «ένοπλη παγκοσµιοποίηση»: όπου κάθε ιµπεριαλιστική δύναµη που διαθέτει σοβαρή πολεµική ισχύ, επαναδιατυπώνει το τι θεωρεί ως «ζωτικό χώρο» (τοπικά, περιφερειακά, παγκόσµια) και παρουσιάζει τις πολεµικές δυνατότητές της να τον καθορίσει.
Ο κόσµος γίνεται ένας πολύ πιο επικίνδυνος τόπος. Δεν είναι καθόλου δεδοµένο ότι κάθε µελλοντική κρίση θα είναι εφικτό να «αποκλιµακωθεί» τεχνητά, και τελικά να ελεγχθεί. Δεν είναι πλέον δεδοµένο ότι τα «µπλοκ» της προηγούµενης εποχής διατηρούν τη συνοχή τους και µπορούν -έστω δια των εκβιασµών- να παίζουν έναν κάποιο σταθεροποιητικό ρόλο.
Το άνοιγµα των πρώτων δηµόσιων συζητήσεων για την πιθανότητα ενός «βελούδινου διαζυγίου» µεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, ή η ακραία όξυνση των σχέσεων µεταξύ Κίνας-Ινδίας που κάποτε πρωτοστατούσαν στην εικόνα «ενότητας» των BRICS, είναι µερικά µόνο από τα παραδείγµατα που λίγα χρόνια πριν θα έµοιαζαν αδιανόητα.
Το σύνολο αυτής της επικίνδυνης εξέλιξης ονοµάστηκε από πολλούς «επιστροφή του πνεύµατος 1914». Και κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι αυτό που ακολούθησε την τότε στροφή στην «ένοπλη παγκοσµιοποίηση» ήταν γενικευµένη ανθρωποσφαγή δύο παγκοσµίων πολέµων.
Ευρωµιλιταρισµός
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αποφάσεις της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Χάγη αποτελούν µια πολεµοχαρή στροφή, που πρέπει να αντιµετωπιστεί σαν επικίνδυνη πρόκληση.
Οι χώρες-µέλη της ΕΕ αποφάσισαν να αυξήσουν τις πολεµικές (και όχι «αµυντικές»…) δαπάνες τους στο επίπεδο του 5% του ΑΕΠ κάθε χώρας. Πρόκειται για τη µεγαλύτερη αύξηση των πολεµικών δαπανών στην ιστορία του ΝΑΤΟ. Αν συνυπολογιστεί το εξαιρετικά ψηλό πεδίο αναφοράς αυτής της απόφασης -γιατί οι χώρες-µέλη του ΝΑΤΟ διαθέτουν το 47% του παγκόσµιου πλούτου και ξοδεύουν ήδη πάνω από το 60% των παγκόσµιων πολεµικών δαπανών- γίνεται κατανοητό ότι το άθροισµα των πόρων που µε αυτήν την απόφαση θα στραφούν προς την «πολεµική οικονοµία» θα είναι κυριολεκτικά κολοσσιαίο.
Η απόφαση είναι τόσο σηµαντική που στον ευρωπαϊκό Τύπο διατυπώθηκαν κάποιες εκτιµήσεις ότι αυτή δεν είναι ειλικρινής, ότι δεν θα υλοποιηθεί στην πράξη, ότι επρόκειτο κυρίως για ένα θεατρικό «καλόπιασµα» της µεγαλοµανίας του Τραµπ. Αυτό το τελευταίο στοιχείο ενισχύθηκε και από τη γλοιώδη στάση του Ρούτε που αποκάλεσε τον Τραµπ «µπαµπάκα» των συµµάχων του, αναγνωρίζοντας ότι οι ΗΠΑ υπαγόρευσαν τους όρους στις ευρωηγεσίες. Όµως αυτές οι παρηγορητικές εκτιµήσεις είναι απολύτως άστοχες. Γιατί η στροφή των ευρωηγεσιών προς την αύξηση των πολεµικών δαπανών έχει αρχίσει από καιρό, πριν ακόµα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Γιατί η Έκθεση Ντράγκι, πριν από τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ στη Χάγη, έθετε ήδη το στόχο της δραστικής αύξησης των πολεµικών δαπανών και τη γενικότερη στροφή στην πολεµική οικονοµία σαν αναντικατάστατη προϋπόθεση για πρωταγωνιστικό ρόλο της ΕΕ στις επερχόµενες εξελίξεις στο διεθνή ανταγωνισµό. Γιατί, επίσης, οι αποφάσεις στη Χάγη αλλά και οι «ανεξάρτητες» αποφάσεις της Κοµισιόν και των µεγάλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων δροµολογούν µέτρα σε «πολιτικό» και άµεσο χρόνο: µέχρι το 2030 οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα διαθέσουν για την πολεµική «στροφή» τους πάνω από 4,3 τρισ. ευρώ!
Και η στροφή αυτή περιλαµβάνει και άλλα πολιτικά µέτρα, πέρα από τους εξοπλισµούς. Ο Γερµανός καγκελάριος Μερτζ υπογράµµισε ότι µέχρι το 2030 η Γερµανία θα διαθέτει τον ισχυρότερο στρατό στο ευρωπαϊκό έδαφος και έβαλε τέλος στις αντιπυρηνικές «ευαισθησίες» των προηγούµενων χρόνων, προειδοποιώντας ότι ο πυρηνικός εξοπλισµός του γερµανικού στρατού είναι ζήτηµα µικρού χρόνου. Μαζί µε το γαλλικό στρατό που διαθέτει υπολογίσιµη πυρηνική δύναµη, την επαναπροσέγγιση µε τη Βρετανία και την ανάδυση νέων υπολογίσιµων στρατιωτικών δυνάµεων όπως η Πολωνία, ο ευρωπαϊκός στρατιωτικός βραχίονας είναι κάθε άλλο παρά «χάρτινος τίγρης». Το εάν και κατά πόσο θα συνεχίσει να συντονίζεται οµαλά µε τις ΗΠΑ του Τραµπ στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, ή σταδιακά θα αρχίσει να προβάλει αυτόνοµους σχεδιασµούς (πχ µε άξονα την αντιµετώπιση της ουκρανικής κρίσης) είναι πλέον ερώτηµα ανοιχτό στις εξελίξεις της συγκυρίας.
Κανόνια ή βούτυρο;
Εκεί που δεν πρέπει να υπάρχει καµιά αµφιβολία είναι η ανάγκη να απαντηθούν οι αποφάσεις για το ReArmEurope από τους εργαζόµενους και τις λαϊκές µάζες µε τον πιο αποφασιστικό, συνεκτικό και σκληρό τρόπο.
Γιατί οι εξοπλισµοί και η γενικότερη στροφή στην «πολεµική οικονοµία» θα πληρωθούν τελικά από δραµατικές περικοπές στο κοινωνικό κράτος, τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώµατα. Ο υπουργός Υγείας του Μακρόν δεν µάσησε τα λόγια του: ερωτηθείς, πριν από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Χάγη σχετικά µε τις συνέπειες της αύξησης των πολεµικών δαπανών στο 5%, δήλωσε ασύστολα ότι το σηµερινό επίπεδο περίθαλψης στη Γαλλία δεν θα είναι πλέον εφικτό. Και το ίδιο θα συµβεί στην εκπαίδευση, στην κατοικία, στους µισθούς και στις συντάξεις. Οι αποφάσεις του ΝΑΤΟ και του ReArmEurope ισοδυναµούν µε την κήρυξη µιας νέας «µνηµονιακής» επίθεσης του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του σε ευρωπαϊκή κλίµακα.
Τα κακά νέα για τους εργαζόµενους και τις λαϊκές µάζες συνδυάζονται, ως συνήθως, µε καλά νέα για τους καπιταλιστές και κυρίως τους µεγάλους Οµίλους που κυριαρχούν στην πολεµική βιοµηχανία αλλά και όλα τα «ειρηνικά» παρακλάδια της, όπως τα πυρηνικά ως παραγωγή ενέργειας, οι αεροµεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, τα ηλεκτρονικά, τα βιοχηµικά, οι «βαριές» κατασκευές κ.ά.
Αν υπολογίσει κανείς ακόµα και µόνο τα 800 δισ. ευρώ του άµεσου προγράµµατος ReArm Europe (που στην πραγµατικότητα συνοδεύονται από πολλά άλλα προγράµµατα και πολιτικές, που εκτοξεύουν τον τελικό προϋπολογισµό πολύ υψηλότερα…) θα κατανοήσει το πόσο σηµαντικό είναι το «λαδάκι» που προορίζεται για τους βαρώνους της πολεµικής, αλλά και γενικότερα της βαριάς βιοµηχανίας.
Οι ευρωηγεσίες ισχυρίζονται ότι η στροφή στην πολεµική οικονοµία είναι αναγκαία ως αµυντική στην προοπτική στην προοπτικής της αντιπαράθεσης µε την Ρωσία και –τελικά– την Κίνα. Ο ισχυρισµός δεν έχει βάση. Στην κατάταξη των 100 µεγαλύτερων πολεµικών βιοµηχανιών στον κόσµο, το «µερίδιο» της ΕΕ είναι ασφαλώς µικρότερο από εκείνο των ΗΠΑ, αλλά ευθέως συγκρίσιµο µε εκείνο της Κίνας, και σαφές υπέρτερο από εκείνο της Ρωσίας. Αυτή την ήδη ισχυρή βάση, οι ευρωηγεσίες θέλουν να ενισχύσουν µε θηριώδεις επιχορηγήσεις, αποσκοπώντας σε µεγέθυνση του ρόλου της ΕΕ σε όλες τις συγκρίσεις που λειτουργούν ως γεωπολιτικό «πλεονέκτηµα».
Ένας πρόσθετος λόγος είναι η µάχη της τεχνολογίας. Είναι γνωστό ότι στον τοµέα των όπλων δοκιµάζονται οι πιο προωθηµένες τεχνολογικές καινοτοµίες που, αργά ή γρήγορα, προορίζονται να επεκταθούν στο σύνολο της παραγωγικής «ικανότητας» κάθε µπλοκ.
Για τον ελληνικό καπιταλισµό αυτό είναι ένα κρίσιµο σηµείο. Η συµµετοχή µιας «παραδοσιακής» Α.Ε., ή µιας «δυναµικής» start-up, στο παραγωγικό πρόγραµµα κάποιου γίγαντα όπως η Naval ή η Rheinemetal κλπ, αποτελεί άλµα ως προς τις τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητες, αλλά και ως προς τις δυνατότητες κερδοφορίας. Και στα τελευταία χρόνια αυτές οι δραστηριότητες έχουν πολλαπλασιαστεί, αλλάζοντας τον «χάρτη» αλλά και τους συσχετισµούς µέσα στη εγχώρια κυρίαρχη τάξη.
Η ενίσχυση των βαρώνων της πολεµικής βιοµηχανίας έχει πολλές και διαφορετικές συνέπειες. Ήδη οι εκπρόσωποι των µεγάλων ευρωπαϊκών πολεµικών βιοµηχανιών απαιτούν από την Κοµισιόν την κατάργηση κάθε «γραφειοκρατικού» ελέγχου στη δράση τους, την πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων στον κλάδο των όπλων, γενναιόδωρες ασφαλιστικές και φορολογικές ελαφρύνσεις, ακόµα και την ανάθεση του συντονισµού σε ευρωπαϊκή κλίµακα του Rearm Eu σε εκπροσώπους των µεγάλων Α.Ε. των όπλων.
Δηµοκρατία
Όµως η απειλή δεν περιορίζεται στο οικονοµικό πεδίο. Οι άνθρωποι του Στάρµερ στη Βρετανία, υποστηρίζοντας τη µιλιταριστική στροφή την παροµοιάζουν µε µια γενικότερη επιστροφή στην «εποχή του Σιδήρου». Οι άνθρωποι του Μερτζ στη Γερµανία που οργανώνουν την επιστροφή προς τον «ισχυρότερο στρατό στην Ευρώπη», µιλούν ήδη περιφρονητικά για τη νεολαία που έζησε δεκαετίες «τρυφηλότητας» και τώρα δυσανασχετεί γιατί θα πιεστεί «να ζήσει σαν τους ήρωες-πατέρες». Αυτή η ενίσχυση του «πνεύµατος του στρατώνα» στοχεύει όλα τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώµατα και ελευθερίες. Συνδέεται άµεσα µε την ενίσχυση του ρατσισµού και του σεξισµού σε όλες τις χώρες-µέλη της ΕΕ και τροφοδοτεί την άνοδο της ακροδεξιάς που οι κυβερνήσεις που υπέγραψαν το ReArmEurope µε ακραία υποκρισία ισχυρίζονται ότι προσπαθούν να περιορίσουν.
Οι συνέπειες θα φτάσουν αναπόφευκτα και στο κεντρικό πολιτικό πεδίο. Η ενίσχυση του µιλιταρισµού συνδέεται µε πολλά νήµατα µε την άµεση ενίσχυση των φιλοµιλιταριστικών επιχειρηµατικών και πολιτικών δικτύων που αποκτούν όλο και µεγαλύτερο βάρος στις αποφάσεις και στη διαµόρφωση των προοπτικών.
Το σύνολο αυτών των απειλών κάνει επιτακτική µέσα στην Αριστερά και τα κοινωνικά κινήµατα την επιστροφή στον ατόφιο αντιµιλιταρισµό της εποχής της ΡόζαςΛούξεµπουργκ και του Καρλ Λίµπκνεχτ, στο σύνολο των ιδεών που άνθισαν έκτοτε ξανά και ξανά σε κάθε άνοδο του κινήµατος, χτίζοντας µια «ταυτοτική» αντίθεση απέναντι στους οπαδούς του µιλιταρισµού. Αποτελεί ακραία δηµαγωγία ο ισχυρισµός ότι «όποιος επιθυµεί την ειρήνη, οφείλει να εργάζεται για πόλεµο». Η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίστροφη: εκείνοι που προετοιµάζονται για τον πόλεµο και κερδίζουν από αυτές τις προετοιµασίες, είναι ακριβώς αυτοί διαµορφώνουν τον ταχύτερο δρόµο προς τις πραγµατικές πολεµικές αναµετρήσεις.
Είναι πραγµατικό θλιβερό το θέαµα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που -µε την εξαίρεση της Ισπανίας του Σάντσεθ- έσπευσαν να ευθυγραµµιστούν µε το κάλεσµα για την απόλυτη προτεραιότητα των εξοπλισµών. Και είναι πιο θλιβερή η ευθυγράµµιση µιας κάποιας «αριστεράς» -της σοσιαλδηµοκρατίας κι ενός τµήµατος της ευρωαριστεράς- που δηλώνει ότι υιοθετεί τις επιλογές του ReArmEurope, αλλά υπόσχεται ότι γνωρίζει κάποιον τρόπο για να τις προωθήσει χωρίς αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόµενους, τα δικαιώµατα και τις κατακτήσεις τους. Πρόκειται για αδίστακτους απατεώνες.
Ποια αντιπολίτευση;
Αυτά δεν σηµαίνουν ότι οι αποφάσεις της στροφής προς την πολεµική οικονοµία θα περάσουν εύκολα.
Η µαζικοποίηση των κινητοποιήσεων αντίστασης στον Τραµπ στο εσωτερικό των ΗΠΑ είναι από τις πιο ευχάριστες και ελπιδοφόρες ειδήσεις της εποχής.
Το ανάλογο κύµα στην Ευρώπη θα έχει ιδιαίτερη σηµασία. Εκατοντάδες κοινωνικές οργανώσεις δείχνουν να αρχίζουν να αντιδρούν, παίρνοντας αποφάσεις που καταδικάζουν το ReArmEurope. Στην Ιταλία υπήρξε το πρώτο βήµα κλιµάκωσης, µε το πέρασµα της αντίθεσης στο δρόµο, µε την οργάνωση των πρώτων µαζικών διαδηλώσεων ενάντια στην απόφαση για εξοπλισµούς. Αυτή η κατεύθυνση πρέπει να γίνει υπόδειγµα για όλους µας.
Στις συγκεκριµένες συνθήκες το κίνηµα αντίστασης στο εσωτερικό των δυτικών ιµπεριαλιστικών δυνάµεων αποκτά ιστορική σηµασία. Αυτό δεν σηµαίνει υποτίµηση των κινηµάτων στις άλλες περιοχές του κόσµου. Το αντίθετο: ο ηρωικός αγώνας των Παλαιστινίων έχει γίνει σύµβολο, αλλά και «µοχλός» ανασύνταξης του κινήµατος στο κέντρο της Δύσης.
Πριν από 50 χρόνια, η συγχρονισµένη δράση των Βιετκόγκ στις ζούγκλες της Νοτιοανατολικής Ασίας και των διαδηλωτών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οδήγησε τον αµερικανικό ιµπεριαλισµό και την ευρύτερη «Δύση» στην ιστορική ήττα στο Βιετνάµ. Ένα ανάλογο καθήκον προκύπτει σήµερα µπροστά µας. Ενώνοντας τις εργατικές, νεολαιίστικες, αντιρατσιστικές, αντισεξιστικές δράσεις ενάντια στην επιστροφή στο «πνεύµα του στρατώνα», να αντιµετωπίσουµε αποτελεσµατικά τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και των ευρωηγεσιών προς τους εξοπλισµούς και τον πόλεµο.
* Κείµενο στηριγµένο στην τοποθέτηση στην εκδήλωση του 26ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Αθήνας, «Η απάντηση των κινηµάτων στην κούρσα των εξοπλισµών και την πολεµική οικονοµία».
**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά