Οταν αλλάζει ο χρόνος συνηθίζουν οι άνθρωποι να κάνουν απολογισμούς και προβλέψεις. Δεδομένου, όμως, πως ο απολογισμός για το έτος που φεύγει δεν είναι και πολύ ευχάριστος (και όχι μόνο για τους αριστερούς) -στο μέτρο που ξεκίνησε με την ελπίδα να έρχεται, συνέχισε με μειωμένες προσδοκίες και κατέληξε με μηδενικές- ίσως είναι καλύτερα ν’ ασχοληθούμε με προγνώσεις.
Τι μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε πως θα συμβεί τον χρόνο που έρχεται ως προς τα μεγάλα και τα καθοριστικά; Αν κρίνουμε από την κατάσταση την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, υπάρχουν ίσως δυνατότητες για σχετικά ασφαλείς προγνώσεις.
Με πρώτη κι εύκολη, μάλλον, πως η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση δεν πρόκειται να ξεπεραστεί ούτε το 2016 –ίσως, μάλιστα, βρεθούμε μπροστά σε μια νέα όξυνση, όπως το 1937 σε σχέση με το 1929.
Στην πραγματικότητα, σε αυτό συγκλίνουν όλοι οι σοβαροί αναλυτές, ανεξαρτήτως ιδεολογικής προτίμησης –από μεγάλα φαντς μέχρι έγκυρους ακαδημαϊκούς. Ο πιο ασφαλής δείκτης είναι η πορεία των παραγωγικών επενδύσεων, η οποία χαρακτηρίζεται από σχεδόν μηδενικούς ρυθμούς αύξησης, αν όχι από μείωση, 8 ολόκληρα χρόνια έπειτα από το εναρκτήριο κραχ στις ΗΠΑ.
Πράγμα που πείθει, π.χ., τους νεοκεϊνσιανούς τύπου Σάμερς και Κρούγκμαν να προτείνουν ως μόνη λύση, προκειμένου να μην επανέλθει το 2008, την αποενοχοποίηση της φούσκας, «από όπου και αν προέρχεται»: στο μέτρο που οι παραγωγικές επενδύσεις δεν φτουράνε, ας τρομπάρουμε κι άλλο το χρηματοπιστωτικό σκέλος γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε με νέο κραχ.
Είναι φανερό πως πρόκειται για λύση απελπισίας, αν αναλογιστούμε πόσο μελάνι ξόδεψαν οι συγκεκριμένοι για να πείσουν πως στη βάση της κρίσης βρισκόταν η αστάθεια, που συνδέεται με τον υπερδιογκωμένο χρηματοπιστωτικό τομέα και την έλλειψη ρύθμισής του.
Σήμερα, λοιπόν, όχι λόγω ασυνέπειας, αλλά λόγω αδιεξόδου, παρόλο που το παγκόσμιο δημόσιο –κυρίως, όμως, ιδιωτικό- χρέος αυξήθηκε ακόμη περισσότερο μέσα στην κρίση, γελοιοποιώντας ουσιαστικά τις νεοφιλελεύθερες συνταγές, οι ίδιοι είναι που προτείνουν νομισματικές πολιτικές που ενισχύουν και άλλο τις φούσκες.
Τι άλλο να κάνουν, όμως; Οταν ακόμη και οι αναδυόμενες, με την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία πρώτες, που αποτέλεσαν τις κύριες δυνάμεις ανάσχεσης της ολοκληρωτικής, πιθανά, κατάρρευσης μετά το 2008, φανερά «δεν αισθάνονται καθόλου καλά» πλέον, είναι αναμενόμενο πως όλοι πιάνονται από τα μαλλιά τους.
Ποσοτική χαλάρωση, «τύπωμα χρήματος» με τους πιο ευφάνταστους τρόπους, «χαλάρωση της λιτότητας» με περαιτέρω, όμως, συμπίεση των δικαιωμάτων των εργαζομένων –να οι ιδέες, για να συνεχίσει το πράγμα κουτσά-στραβά μέχρις ότου ο καλός Θεός της καπιταλιστικής ανάπτυξης κάνει το θαύμα του.
Γιατί, υπό τις παρούσες συνθήκες, μόνο σε θαύματα –με όλο το μεταφυσικό βάρος της λέξης– οι, όλων των αποχρώσεων, υποστηρικτές του καπιταλισμού μπορούν να ελπίσουν.
Οι μαρξιστές το λένε καλά, νομίζω, στην ανάλυσή τους. Δεδομένου πως το αποκλειστικό κίνητρο της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι η μεγιστοποίηση του ποσοστού κέρδους, στη βάση της κρίσης βρίσκεται η έλλειψη κερδοφόρων παραγωγικών επιλογών για τους κατόχους κεφαλαίου.
Ελλειψη, η οποία, ειρωνικώ τω τρόπω, προκύπτει ακριβώς λόγω του τεράστιου συσσωρευμένου κεφαλαίου που δύσκολα μπορεί να υπεραξιωθεί χωρίς την καταστροφή ενός μεγάλου μέρους του. Ας θυμηθούμε πώς συνέβη αυτό την τελευταία φορά: η Μεγάλη Κρίση του 1929 δεν ξεπεράστηκε παρά με την τρομακτική καταστροφή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ετσι δουλεύει ο καπιταλισμός. Ολα τα άλλα, με πρώτη και καλύτερη την άγρια επίθεση στον κόσμο της εργασίας, που αυξάνει την άμεση εκμετάλλευση και διαμορφώνει το κοινωνικό τοπίο με όρους 19ου αιώνα και Καρόλου Ντίκενς, ενισχύουν ασύλληπτα και προκλητικά τη θέση των κατόχων κεφαλαίου -και των πλούσιων, γενικότερα. Το πρόβλημα, όμως, που αφορά την επανεκκίνηση της συσσώρευσης –της «ανάπτυξης», δηλαδή– δεν το λύνουν.
Γιατί το πρόβλημα, όπως πάντα στην Ιστορία του καπιταλισμού, είναι η υπερσυσσώρευση. Και αυτή μόνο με καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων λύνεται. Ενώ οι κυρίαρχοι του κόσμου σήμερα ούτε το πλασματικό κεφάλαιο, που αποτελείται από υπερσυσσωρευμένα χρέη, διανοούνται «θεραπευτικά» να διαγράψουν.
Γι’ αυτό έχουν δίκιο όσοι αντιλαμβάνονται τον καπιταλισμό ως ύβρι πλανητικών διαστάσεων –και χωρίς να βάλουμε στο ζύγι την οικολογική διακινδύνευση ή την πλανητική διατροφική απειλή.
Γι’ αυτό έχουν δίκιο οι μαρξιστές. Και επειδή έχουν δίκιο είναι η ανάλυσή τους πολύ περισσότερο ακριβής και συνεκτική από αυτή τόσο των νεοκλασικών όσο και των κεϊνσιανών όλων των ειδών.
Συνιστά, δε, δυστύχημα πως η, παρ’ ολίγον μαρξιστική, ελληνική κυβέρνηση βασίζει όλη της την αφήγηση στην «ανάπτυξη» που θα έρθει μέσα στο 2016! Η «ανάπτυξη» δεν θα έρθει –μιμούμενη, ίσως, την ελπίδα. Μόνο τα βάσανα της πλειοψηφίας θα συνεχιστούν –αποφεύγοντας τη «ρήξη», με μόνη βεβαιότητα τη συνέχιση της κοινωνικής καταστροφής. Οποιος βγάζει νόημα, ας το πει.
* οικονομολόγος-εκπαιδευτικός