Οι αλλαγές σε Ασφαλιστικό και εργασιακά παραμένουν συνεχώς στο τραπέζι κυβέρνησης και τρόικας. Γι’ αυτές τις αλλαγές, αλλά και την πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ που επαναφέρει τον βασικό μισθό και τις ΣΣΕ, συνομιλούμε με τη Μαρία Μπόλαρη, βουλευτή Α’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ και μέλος της ΕΕΚΕ Εργασίας της ΚΟ. Τη συνέντευξη πήρε ο Θοδωρής Πατσατζής.

Πριν από λίγες μέρες η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε στη Βουλή και παρουσίασε δημόσια μια πρόταση νόμου για την επαναφορά του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ποια είναι η σημασία αυτής της πρωτοβουλίας; 
Αυτή η πρόταση νόμου αποτελεί μορφοποίηση μιας από τις βασικές δεσμεύσεις του Α. Τσίπρα στη ΔΕΘ που έχει δύο σκέλη. Πρώτο, την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και δεύτερο –κατά τη γνώμη μου πιο σημαντικό– την επαναφορά του δικαίου των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Να θυμηθούμε ότι οι μισθοί διαμορφώθηκαν στα 586 ευρώ μεικτά και στα 511 για τους κάτω των 25 ετών με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Παράλληλα καταργήθηκε ο καθορισμός του βασικού μισθού με Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και θα ορίζεται πλέον από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας. Το μεγάλο ποσοστό ανεργίας που διαμόρφωσαν οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές του μνημονίου λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός. Χρησιμοποιείται από τους εργοδότες για να συμπιέζεται ακόμα κι αυτός ο πενιχρός μισθός των 586 ευρώ. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία η επαναφορά των αρχών της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης, της μετενέργειας, καθώς και των αρμοδιοτήτων του ΟΜΕΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ με αυτή την πρόταση νόμου παρεμβαίνει διαμορφώνοντας άλλη βάση αφετηρίας από τη σημερινή, δηλαδή τα 751 ευρώ ανεξαρτήτως ηλικίας, και ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα στους εργαζομένους να διαπραγματεύονται συλλογικά και να διεκδικούν από την εργοδοσία με καλύτερους όρους. 

Όμως, πέρα από την αναμενόμενη κριτική του συστημικού μπλοκ και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, υπήρξαν φωνές και «από τα αριστερά» που θεωρούν «λίγη» αυτή την πρόταση νόμου. Τι απαντάτε; 
Και πριν από την εφαρμογή του μνημονίου αλλά ιδιαίτερα μετά, η κυρίαρχη τάξη απαιτούσε και η εκάστοτε κυβέρνηση ικανοποιούσε θέσεις που έφερναν σε δυσμενή κατάσταση την εργατική τάξη. Μετά το 2010, αυτό που ζούμε είναι μια πλήρης ανατροπή. Οι εργοδότες, για να αντιμετωπίσουν την κρίση τους, απαίτησαν την εσωτερική υποτίμηση και τη θωράκισαν με ένα νομοθετικό πλέγμα εκατοντάδων διατάξεων. Το εργατικό δίκαιο, ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο της αστικής δικαιοσύνης, όπως το ξέραμε, σήμερα δεν υφίσταται. Θα έπρεπε να μετονομαστεί σε εργοδοτικό. Ο πρόεδρος της ΓΣΣΕ θυμήθηκε όψιμα τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις. Είναι εξαιρετικά προκλητικό ο κ. Παναγόπουλος και η πλειοψηφία της ΓΣΣΕ, ενώ δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν την επίθεση στους εργαζομένους, ενώ ανέχθηκαν κάθε παρέμβαση της κυβέρνησης και της εργοδοσίας, να διαμαρτύρονται κι από πάνω για τη νομοθετική πρωτοβουλία της Αριστεράς. Από την άλλη δεν είναι σωστή ούτε η κριτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, που υποτιμά αυτή την πρωτοβουλία. Αφενός δεν υπάρχουν δείγματα ότι η κυρίαρχη τάξη έχει συναινέσει σε μια τέτοια αλλαγή. Αφετέρου, παρόλο που το 751 δεν αντιστοιχεί σε αυτό που πραγματικά δικαιούνται οι εργαζόμενοι, είναι μια πρώτη σημαντική ανακούφιση και δίνει στους εργαζομένους τη δυνατότητα για διεκδίκηση υψηλότερων αμοιβών. Θα είναι μια ανάσα για τον κόσμο μας, θα είναι ενθάρρυνση και θα δώσει αυτοπεποίθηση στις μάχες του με τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Θα πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο –και εμείς στον ΣΥΡΙΖΑ– ότι αυτές οι ρυθμίσεις θα απαιτήσουν αγώνες. Συνεπώς, οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε για τη σύγκρουση με την εργοδοσία και ταυτόχρονα να προετοιμάζουμε συνδικαλιστικά, οργανωτικά, πολιτικά τους εργαζομένους γι’ αυτήν. Και σε αυτήν τη σύγκρουση η Αριστερά θα έπρεπε να συμπαρατάσσεται, του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου, για να τις επιβάλει μια ώρα ταχύτερα. 

Την ίδια ώρα πάντως, Βρούτσης και τρόικα συζητούν νέες αντεργατικές ανατροπές: απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων, περιορισμό του απεργιακού δικαιώματος και το εργοδοτικό λοκ άουτ. Τι επιδιώκουν; 
Η διεθνής οικονομική κρίση, οι επιλογές της ΕΕ, όλες οι κινήσεις της συγκυβέρνησης, δεν επιτρέπουν την οποιαδήποτε ψευδαίσθηση περί χαλάρωσης της λιτότητας. Αντίθετα, παραμένει η κεντρική τους στρατηγική. Είναι σίγουρο ότι θα επιχειρήσουν την κατάργηση του νόμου που έδινε συνδικαλιστικές ελευθερίες και διευκολύνσεις στην κήρυξη απεργιών. Δεν είναι ικανοποιημένοι από τα πλήγματα που έχουν επιφέρει στους εργαζομένους, διότι συναντούν ισχυρή αντίσταση, ακόμα και τώρα που το κίνημα δεν είναι μαζικά στο δρόμο, και γι’ αυτό θα εντείνουν τον αυταρχισμό. Οι ομαδικές απολύσεις είναι εδώ και καιρό στο τραπέζι. Αν δεν έχουν φτάσει στην πλήρη απελευθέρωση, αυτό έχει να κάνει με την κατακραυγή που θα αντιμετωπίσουν σε μια χώρα 1,5 εκατ. ανέργων. Στην πράξη βέβαια, το καλοκαίρι, είχαμε την πρώτη έγκριση ομαδικών απολύσεων στη Χαλυβουργία. Μέσω του ΑΣΕ, που αντικατέστησε το βέτο του υπουργού Εργασίας. Προς το παρόν ικανοποιούνται με την αύξηση του ορίου των απολύσεων στο 5%, τη μείωση του ποσού αποζημίωσης, την επέκταση της μερικής απασχόλησης και της ελαστικής εργασίας.

Στο επίκεντρο αυτών των συζητήσεων βρίσκεται και η επονομαζόμενη «βόμβα» του Ασφαλιστικού. Ο υπουργός Εργασίας διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να μειωθούν οι συντάξεις και ότι το ασφαλιστικό σύστημα είναι βιώσιμο. Να πάρουμε στα σοβαρά αυτές τις διαβεβαιώσεις; 
Ο κ. Βρούτσης ψεύδεται συνειδητά. Οι αλλαγές σε βάρος των ασφαλισμένων σχεδιάζονται, και όπως φάνηκε από την πρόσφατη συζήτηση της επίκαιρης επερώτησης του ΣΥΡΙΖΑ για το Ασφαλιστικό τις προωθούν για την άνοιξη του 2015. Σε αυτές θα περιλαμβάνονται οι ενοποιήσεις Ταμείων «προς τα κάτω», όπως προτείνει η μελέτη του ΚΕΠΕ, και η κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων. Στο στόχαστρο των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων πιθανό να μπουν τόσο τα προνοιακά επιδόματα όσο και το ΕΚΑΣ. Έτσι κι αλλιώς πάντως, από 1/1/15 θα ισχύει ο αναλογικός συντελεστής σύμφωνα με το Ν. 3863/2010 που θα μειώσει αυτομάτως το ύψος των συντάξεων. Το κράτος θα εγγυάται τα 360 ευρώ ή και λιγότερα. Το υπόλοιπο μέρος θα είναι ανταποδοτικό, ανάλογα με τις εισφορές του κάθε ασφαλισμένου και τις δυνατότητες των ήδη ρημαγμένων ασφαλιστικών ταμείων. Και λέω ρημαγμένων γιατί, πέρα από τη διαχρονική ληστεία τους, μιλάμε για ένα ποσό 26 δισ. ευρώ που απώλεσαν από το PSI μέχρι σήμερα και επιπλέον 20 δισ. απώλειες από την άνοδο της ανεργίας και τις μειώσεις των μισθών στον ιδιωτικό τομέα τα χρόνια του μνημονίου. Συγχρόνως, η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης τα έτη 2015-2018 θα αγγίξει τα 8,5 δισ. ευρώ. Αυτήν τη στιγμή σε εκκρεμότητα βρίσκονται 190.000 κύριες συντάξεις, 130.000 επικουρικές και 55.000 εφάπαξ, με αναμονή από 14 έως 24 μήνες. Η μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ αποδεικνύει ότι το 2015 φθάνουμε σε οριακή ισορροπία εισροών-εκροών. Με δεδομένη την απόφαση ελαχιστοποίησης της κρατικής επιχορήγησης, η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε επιπλέον μειώσεις των συντάξεων και σε άνοδο των ορίων ηλικίας. Άλλωστε οι ρήτρες βιωσιμότητας και μηδενικού ελλείμματος αυτό υπαγορεύουν. Γι’ αυτό στη συζήτηση της επίκαιρης επερώτησης ο ΣΥΡΙΖΑ απαίτησε από την κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε καμία νέα παρέμβαση και επιπλέον να προχωρήσει στην κατάργηση των παραπάνω ρητρών. Και βέβαια, απαιτείται εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ σχεδιασμός για την άμεση χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος. 

Η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι ένα πολύ σοβαρό ενδεχόμενο. Σε ποια κατεύθυνση χρειάζεται να κινηθεί για να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός διαφορετικού εργασιακού προτύπου; 
Η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να είναι το ίδιο αποφασισμένη με τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά από την εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση. Όσο συντονισμένα οι κυβερνήσεις της λιτότητας και του αυταρχισμού επέφεραν συντριπτικές αλλαγές σε κάθε τομέα της οικονομίας και της κοινωνίας, το ίδιο αποφασιστικά και συντονισμένα πρέπει να κινηθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ. Με απόλυτη ταξική μονομέρεια και ριζοσπαστικά μέτρα που θα λογοδοτούν στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και θα αλληλοσυμπληρώνονται. Δεν μπορούμε να μιλάμε για αυξήσεις σε μισθούς και εξασφάλιση πόρων για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης χωρίς να μένουμε σταθεροί στην απαίτηση για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και χωρίς να αξιοποιήσουμε τη στάση πληρωμών σε τόκους και χρεολύσια, που φτάνουν τα 8 δισ. ετησίως. Η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, η διαγραφή των «κόκκινων» δανείων για τους αδύναμους και η αύξηση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων είναι επίσης αλληλένδετα. Στόχος μας δεν είναι να επανέλθουν τα πράγματα μόνο σε όσα ίσχυαν το 2009. Η περαιτέρω αναβάθμιση του θεσμού και του περιεχομένου των συλλογικών συμβάσεων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και η ενίσχυση θεσμών που θα προωθούν την εργατική συμμετοχή, τον εργατικό-κοινωνικό έλεγχο στις αποφάσεις και την παραγωγή, για ένα νέο εργασιακό πρότυπο πλήρους και σταθερής εργασίας, χρειάζεται να είναι η συνέχεια μετά την αποκατάσταση της εργατικής νομοθεσίας. Οποιαδήποτε αλλαγή προωθούμε, άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είναι το τέλος της διαδρομής. Στρατηγικός μας στόχος είναι ο Σοσιαλισμός. Και όπως έδειξε και η εμπειρία της Μεταπολίτευσης, για να γίνουν πράξη τέτοια ιστορικά καθήκοντα θα απαιτηθούν σκληρές μάχες στο κοινωνικό πεδίο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και να δυναμώσουν τα συνδικάτα με αγωνιστικό προσανατολισμό, που θα στηρίζουν και θα ελέγχουν τις επιλογές της κυβέρνησης της Αριστεράς.