Με βάση όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης, που παρόλο τον μεροληπτικό τους χαρακτήρα, απεικονίζουν σε έναν ορισμένο βαθμό την διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, εξάγονται συμπεράσματα αναγκαία για τον προσανατολισμό και τις πρακτικές του ελληνικού αριστερού και λαϊκού κινήματος και συγκεκριμένα :

Η συντηρητική παράταξη  καταγράφεται μεν ως πρώτη εκλογική επιλογή, εντούτοις όμως δεν εμφανίζει καμιά απολύτως αυξητική πορεία σε σχέση με τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015. Αυτό σημαίνει ότι η ΝΔ με την σημερινή πολιτική της ακραίας νεοφιλελεύθερης εξαλλοσύνης αδυνατεί να συσπειρώσει ευρύτερα λαϊκά στρώματα, και παραμένει με την ισχύ της εκπροσώπησης της παραδοσιακής της συμμαχίας αστικής τάξης και του μεγαλύτερου μέρους των μικροαστικών τάξεων.

Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθεί βέβαια κατά πόδας την δεξιά, εντούτοις βλέπει την εκλογική του επιρροή να έχει αποψιλωθεί σχεδόν στο μισό επίπεδο από εκείνο των εκλογών του Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου του 2015. Το μισό εκλογικό του σώμα, μετά την κατακόρυφη μνημονιακή του μετάλλαξή έχει άρει την εμπιστοσύνη του στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως να στρέφεται με ενεργό τρόπο ούτε προς τα δεξιά, ούτε προς τα αριστερά, επιλέγοντας για την ώρα την στάση της αποχής, του άκυρου και του λευκού.

Τα υπόλοιπα αστικά πολιτικά σχήματα (ΔΗ.ΣΥ, Ένωση Κεντρώων, Ποτάμι, ΑΝΕΛΛ) κινούνται ουσιαστικά σε επίπεδα στασιμότητας, που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν διασφαλίζουν ούτε την είσοδό τους στο κοινοβούλιο, και στην καλύτερη των περιπτώσεων πλασάρονται ως οι δυνητικοί σύμμαχοι μιας κυβερνητικής σύμπραξης με τη ΝΔ. Αντίστοιχα οι δυνάμεις της ΧΑ συνεχίζουν, παρόλα όσα έχουν μεσολαβήσει (εγκληματικές νεοναζιστικές δραστηριότητες), να διατηρούν το επίπεδο των εκλογικών εκπροσωπήσεων που έχουν καταγράψει στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.

Τέλος, οι πολιτικοί σχηματισμοί της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), παρόλη τη χρεοκοπία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατούν να αξιοποιήσουν την παραφθορά του, και έτσι φαίνονται να αποσπούν αθροιστικά μόνον το ιστορικό πλαφόν του 10% περίπου της ελληνικής Αριστεράς. Η ήττα του λαϊκού ριζοσπαστισμού που είχε εκφραστεί στον ΣΥΡΙΖΑ  μεταξύ 2009 – 2012, μέσα από την μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, την εγκατάλειψη της επιδίωξης ακύρωσης των μνημονίων και της ψήφισης καινούριων, η αποποίηση και αυτού τούτου του στοιχειώδους σοσιαλδημοκρατικού του προγράμματος, συμπαρασύρει στη στασιμότητα και την υπόλοιπη Αριστερά.

Αν η συμμαχία αστικής τάξης και μικρομεσαίων στρωμάτων είναι δεδομένη και ισχυρή και εκφράζεται αθροιστικά και  από τη ΝΔ και τις υπόλοιπες μικρότερες αστικές δυνάμεις (το μπλοκ του «ναι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015), δεν συμβαίνει προφανώς το ίδιο με την εκπροσώπηση των λαϊκών εργαζομένων δυνάμεων, εφόσον ένα τμήμα τους παραμένει εγκλωβισμένο στις εκλογικές εκπροσωπήσεις του ΣΥΡΙΖΑ (είτε λόγω της «ψευδούς συνείδησης» που συστηματικά καλλιεργείται, είτε εξ αιτίας του αποτροπιασμού απέναντι στην έξαλλη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που εκπροσωπεί η ΝΔ), ενώ το άλλο μισό έχει πάρει τις αποστάσεις του, χωρίς να προσχωρεί στην υπόλοιπη αντιμνημονιακή  Αριστερά. Έτσι το κλειδί της σημερινής συγκυρίας βρίσκεται στην απάντηση του ερωτήματος : Είναι δυνατό και κάτω από ποιους όρους, το υπαρκτό αριστερό κίνημα να καταστεί εκφραστής του τμήματος του εκλογικού ακροατηρίου που εγκατέλειψε τον ΣΥΡΙΖΑ, και ακόμα να διεμβολήσει το υπόλοιπο τμήμα που παραμένει στο πεδίο της εκλογικής του υποστήριξης, με σαφέστατα παθητικούς, και ουδόλως ενεργητικούς όρους ; Αυτός είναι ο γόρδιος δεσμός που έχουμε να επιλύσουμε στην σημερινή συγκυρία.

Η αξιοπρέπεια στην ήττα μετά από μια μάχη, το όνειδος

μετά από μια οικειοθελή παράδοση στους αντιπάλους

Στην μεταπολεμική ιστορική πορεία της νεοελληνικής κοινωνίας, όπως αντίστοιχα και στις ευρωπαϊκές, ήταν η δεύτερη φορά που η Αριστερά, στην προκειμένη περίπτωση με την μορφή του ΣΥΡΙΖΑ, που κατόρθωσε με δημοκρατικούς κοινοβουλευτικούς όρους να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία. Αντίστοιχη περίπτωση, με εντελώς διαφορετικούς βέβαια όρους, είχε εκδηλωθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1940, όπου και πάλι η Αριστερά είχε υποχωρήσει απέναντι στο δέος προς την αστική εξουσία, και αποποιήθηκε το ρόλο της αποτύπωσης της πλειοψηφικής λαϊκής της εξουσίας. Ό,τι ακριβώς συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στην πορεία προσέγγισης με την διακυβέρνηση της χώρας απαλλάχθηκε από το βάρος του λαϊκού ριζοσπαστισμού και αποτύπωσε την κυριαρχία του μικροαστικού τεχνοκρατικού εκσυγχρονισμού, διαδραματίζοντας τον ρόλο του διεκπεραιωτή των υπαγορεύσεων της ελληνικής αστικής τάξης και του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού κατεστημένου.

Εντούτοις στις δύο αυτές ιστορικές περιπτώσεις προσέγγισης ή ανόδου της Αριστεράς στην διακυβέρνηση της χώρας, καταγράφεται μια εξαιρετικά σημαντική διαφορά η οποία και έχει πολύ βαριές συνέπειες : Στην πρώτη περίπτωση, και παρόλη την υποχώρηση του κοινωνικά πλειοψηφικού ΕΑΜ, αναδείχθηκε την έσχατη στιγμή η ένοπλη αντίσταση του ΔΣΕ, που πέρα από οποιεσδήποτε στρεβλώσεις και ενστάσεις, σηματοδότησε την ένοπλη λαϊκή πάλη απέναντι στην τρομοκρατική αστική καταστολή και βρετανική – αμερικανική στρατιωτική επιβολή. Έτσι καταγράφηκε μια ήττα στον εμφύλιο πόλεμο, αφού όμως δόθηκε μια ηρωική μάχη, παρόλες τις αντιξοότητες, δυσχέρειες, παραμορφώσεις, γεγονός που κράτησε το αριστερό λαϊκό φρόνημα σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που συνέβαλε τα μέγιστα στην ταχύτατη ανασυγκρότηση του αριστερού κινήματος και στην ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, μια μόλις δεκαετία μετά τον μοιραίο Αύγουστο 1949, και ενάντια στις απηνείς διώξεις του κράτους της εθνικοφροσύνης και των μηχανισμών του. Συνεπώς, όταν δοθεί μια μάχη, ακόμη και αν το κίνημα ηττηθεί, εξ αιτίας των υπέρτερων αντίπαλων δυνάμεων, το αριστερό φρόνημα δεν καταβάλλεται, και βρίσκει τους δρόμους της εκ νέου ανάδειξής του στο προσκήνιο.

Από την άλλη πλευρά το εντελώς αντίστροφο συνέβη με την πρόσφατη εμπειρία της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ. Παρόλο το 36% του Ιανουαρίου 2015, παρόλο το 62% του Ιουλίου 2015, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνον δεν έδωσε καμία μάχη, αλλά παραδόθηκε αμαχητί, προσχώρησε στην πολιτική του αντίπαλου αστικού στρατοπέδου (ελληνικού και ευρωπαϊκού), κι’ αυτό ακριβώς είναι που έχει καταρρακώσει το αριστερό λαϊκό φρόνημα που είχε επενδυθεί στην αντιμνημονιακή και ριζοσπαστική πολιτική. Η υπόκλιση της μεγάλης πλειονότητας της ελληνικής Αριστεράς στις υπαγορεύσεις του ελληνικού κεφαλαίου και των οργάνων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, αυτή η μελανή κηλίδα στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού κινήματος, είναι που βαραίνει τα μέγιστα στην σημερινή περίοδο. Δεν ήταν η Αριστερά που έδινε τη μάχη και αντιμετώπιζε με αξιοπρέπεια την ήττα από υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις  (μεγαλειώδης αντίσταση στις εξορίες και στις φυλακές), αλλά ήταν η Αριστερά που παρέδιδε τις λαϊκές της εκπροσωπήσεις βορρά στις δυνάμεις της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό και αυτό το στίγμα (που προέρχεται από την ηγεμονική κυριαρχία του μικροαστισμού στο αριστερό λαϊκό κίνημα) δεν είναι καθόλου εύκολο να εξαφανιστεί, παρά με ισχυρούς επαναπροσδιορισμούς σε όλα τα επίπεδα. Είναι μεγάλο το όνειδος για την Αριστερά, βαρύ και δύσκολα αναιρέσιμο. Από εδώ έτσι η σημερινή στασιμότητα του αριστερού κινήματος, η σχεδόν ολοσχερής αποψίλωση του εργατικού κινήματος στην καπιταλιστική παραγωγή, η υποχώρηση κάθε μορφής ριζοσπαστικής ηγεμονίας στα λαϊκά στρώματα.

Με τον ΣΥΡΙΖΑ συμβαίνει αυτό που  κατ’ αναλογία συνέβαινε με τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» : Η κρατική και διοικητική εξουσία των ανατολικών κοινωνιών ενώ επικαλούνταν τον «σοσιαλισμό» και την υπηρέτηση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, ταυτόχρονα ασκούσε μια δεσποτική κυριαρχία στην κοινωνία, λειτουργούσε με όρους απόσπασης και ιδιοποίησης υπεραξίας από την μισθωτή εργασία της εκτελεστικής παραγωγής, καταργούσε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Η μακρόχρονη άσκηση μιας τέτοιας διακυβέρνησης κατέληξε, με την κατάρρευση αυτών των καθεστώτων εν μέσω γενικής αδιαφορίας της εργατικής τάξης, στην διαμόρφωση στάσεων απέχθειας στις λαϊκές συνειδήσεις για τον «κομμουνισμό», πράγμα που επέδρασε και στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών που ακολούθησαν την κατάρρευση. Αντίστοιχα ο ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα της υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων, της αριστερής πολιτικής, της κοινωνικής δικαιοσύνης κλπ., εφαρμόζει μια σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική που συνεχίζει την υλοποίηση των μνημονίων, εξυμνεί και υποστηρίζει την επιχειρηματικότητα του κεφαλαίου (αρκεί να είναι «υγιής» = κερδοφόρα) κλπ. Το αποτέλεσμα είναι ότι μ’ αυτό τον τρόπο παραφθείρει και κακοποιεί έννοιες και αξίες (αριστερά, συλλογικότητα, κοινωνικοποίηση, κοινωνική και δίκαιη ανάπτυξη κ.ά.), με συνέπεια να προκαλείται εξίσου απέχθεια προς αυτές τις ίδιες τις αξίες της Αριστεράς, μια και χρησιμοποιούνται για να επικαλύψουν μια στυγνή νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Είναι γεγονός ότι οι τρεις πολιτικοί σχηματισμοί της ελληνικής Αριστεράς κινούνται σε μια παράλληλη αντιπολιτευτική τροχιά, εκφράζοντας την αντίθεσή τους στη μνημονιακή πολιτική, στην αποψίλωση των μισθών και των συντάξεων, στην ιδιωτικοποίηση των όσων δημόσιων επιχειρήσεων έχουν απομείνει, στην υπέρ-φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων κλπ. Τα καίρια αυτά, μεταξύ άλλων, ζητήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν την βάση ενός κοινού διεκδικητικού πλαισίου στο επίπεδο του λαϊκού κινήματος, με την άμεση και ενεργό στήριξη του ΚΚΕ, της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτό θα ήταν μια γόνιμη αφετηρία προκειμένου να διευρυνθούν τα όρια επιρροής της Αριστεράς, στην προοπτική ανάδειξής της στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, συνεπιφέροντας την υπονόμευση του σημερινού αστικού διπολισμού (ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ).

Εντούτοις αυτό δεν συμβαίνει ούτε σε περιπτώσεις ευρύτερων κινητοποιήσεων, ούτε στα πλαίσια του εργατικού συνδικαλισμού, ή του οικολογικού κινήματος κλπ. όσο και αν από πρώτη ματιά θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτονόητο. Η αιτία αυτής της διαχωριστικής στάσης ανάγεται συνεπώς στο γεγονός ότι η παρέμβαση των αριστερών δυνάμεων στη συγκυρία και στο επίπεδο της τακτικής, επικαθορίζεται από ευρύτερες παραμέτρους των επιμέρους πολιτικών στρατηγικών οι οποίες και διίστανται κατά έναν σημαντικό τρόπο, πράγμα που εμποδίζει ακόμη και την στοιχειακή συμπαράταξη σε αμυντικά ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας. Άρα είτε το θέλει είτε όχι κανείς είναι υποχρεωμένος να εξετάσει αυτό το ζήτημα στις τρεις υπαρκτές εκδοχές του προκειμένου να διερευνήσει τους όρους της στασιμότητας της επιρροής του σημερινού αριστερού κινήματος και της αδυναμίας του να διεμβολήσει το εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ του 2015.

Ριζοσπαστικό λαϊκό πρόγραμμα πάλης στο ιστορικό παρόν

Στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστεράς επικρατεί ένας ιδιότυπος «κυβερνητισμός», τη στιγμή που αυτό το χαρακτηριστικό στάθηκε μία από τις αιτίες της μετάλλαξης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ αναφέρεται σε μια προοπτική λαϊκής  εξουσίας που τοποθετείται στο απροσδιόριστο μέλλον, θεωρώντας ότι τα καίρια λαϊκά κοινωνικά ζητήματα δεν μπορούν να βρουν απαντήσεις στο ιστορικό παρόν, δεν μπορούν να επιλυθούν παρά αφού επέλθει η κατάργηση των μονοπωλίων και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι ότι στο ενδιάμεσο διάστημα ο λαϊκός κόσμος δεν καλείται να οργανώσει την κινητοποίηση απέναντι στα μνημονιακά πλήγματα, αλλά εγκαλείται στην στήριξη και ενίσχυση του υποκειμενικού παράγοντα, του περίκλειστου φρουρίου του ΚΚΕ. Έτσι όλα υποτάσσονται στην προοπτική ενός μελλοντικού κυβερνητικού προγράμματος μιας εργατικής εξουσίας, που θα προέλθει από μια φαντασιακή πλειοψηφική λαϊκή μεταστροφή που θα προκληθεί «εξ ουρανού».

Κατ’ αντίστοιχο τρόπο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτάσσει σε οποιαδήποτε μεταβατική ριζοσπαστική παρέμβαση τους όρους της αφετηριακής αποχώρησης από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατή η τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων. Προτάσσεται δηλαδή ένας μέγιστος στρατηγικός στόχος αντί ενός άμεσου προγράμματος πάλης του εργατικού κινήματος που αντιπαρατίθεται με τις υπαγορεύσεις της ελληνικής αστικής τάξης και των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, και αναμένεται η «ως εκ θαύματος» πραγματοποίηση αυτών των όρων (ρήξη με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση), που απαιτεί μια ευρεία λαϊκή πλειοψηφία η οποία και απελπιστικά απουσιάζει από το πεδίο επιρροής αυτού του πολιτικού σχηματισμού.

Τέλος, δεν αφίσταται πολύ η κεντρική πολιτική γραμμή της ΛΑΕ, η οποία έχει αναδείξει σε πρωταρχική και κυρίαρχη προγραμματική της θέση την προοιμιακή αποχώρηση από την Ευρωζώνη (και προοπτικά από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνολικά), και την υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος, συνοδευόμενη από οικονομικά μέτρα μιας κλασικής αστικής οικονομικής ανάπτυξης (στήριξη των μικρών και μεσαίων κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων, ρευστότητα για τις μεγάλες επιχειρήσεις, παραγωγική ανασυγκρότηση που ήδη πραγματώνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ). Και αυτή η δέσμη μέτρων, παρόλη την απουσία εργατικών αντικαπιταλιστικών χαρακτηριστικών, συγκροτεί ένα κυβερνητικό πρόγραμμα με το οποίο πολιτεύεται η ΛΑΕ, τη στιγμή που βρίσκεται εξαιρετικά μακριά από την διακυβέρνηση της χώρας, ενώ απουσιάζει απελπιστικά ένα ριζοσπαστικό μεταβατικό πρόγραμμα στο ιστορικό παρόν.

Μ’ άλλες λέξεις οι λαϊκές δυνάμεις της εργασίας, προκειμένου να ανασυγκροτηθούν κοινωνικά και να παρέμβουν κινηματικά, χρειάζεται, με βάση αυτές τις οπτικές, να έχουν αποδεχτεί εκ των προτέρων την αποχώρηση από τη Ζώνη του Ευρώ ή ακόμη περισσότερο από την συνολική ευρωπαϊκή διεθνοποίηση, ή να έχουν αποδεχθεί τη θεώρηση του ΚΚΕ για την επαγγελία του μέλλοντος στο υπερπέραν. Μ’ αυτά τα δεδομένα είναι φυσικό να παραμένουν καθηλωμένα τα όρια της ελληνικής Αριστεράς στο ιστορικά χαμηλό του 10% περίπου της πολιτικής επιρροής στο εκλογικό σώμα της χώρας, εφόσον τα κίνητρα κινητοποίησης των λαϊκών τάξεων δεν αποδέχονται αυτές τις αφετηριακές συνθήκες που θέτει η Αριστερά, αλλά μπορούν να κινηθούν δυνητικά στην τροχιά προάσπισης των ζωτικών εργατικών συμφερόντων (μισθών, συντάξεων, ασφάλισης, επιδομάτων ανεργίας, απαλλαγής από το βρόγχο της υπέρμετρης φορολόγησης, κοινωνικών δημόσιων υπηρεσιών), εντός των υλικών υπαρκτών πλαισίων της αστικής κυριαρχίας των μνημονίων, ελληνικής και ευρωπαϊκής.

Η αμφισβήτηση του ελληνικού καπιταλισμού ή των θεσμικών μορφών της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης δεν είναι παρά το οργανικό αποτέλεσμα της ανάπτυξης ενός ευρύτατου λαϊκού κινήματος των ζωτικών κοινωνικών αναγκών, με χαρακτηριστικά καθολικότητας. Ο ρόλος της Αριστεράς είναι πρωτογενώς να υπηρετήσει την ανάδειξη και στήριξη ενός τέτοιου κινήματος, και η προοπτική επιζήτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας σ’ αυτό με δημοκρατικούς όρους και πολιτικής αυτοτέλειας.

Το κύριο πολιτικό εργαλείο που έχουμε να χρησιμοποιήσουμε ως αριστερό κίνημα είναι ένα άμεσο μεταβατικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα πάλης στο ιστορικό παρόν (υπεροχή της συντηρητικής παράταξης, παραφθορά της σοσιαλδημοκρατίας, περιθωριοποίηση της Αριστεράς), και εντός του υπαρκτού αντικειμενικού πλαισίου της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Ενός προγράμματος πάλης που αγκαλιάζει τις ζωτικές λαϊκές ανάγκες (αποκατάσταση και αύξηση μισθών, επαναφορά των συντάξεων, αξιοπρεπή επιδόματα ανεργίας για το σύνολο των ανέργων, κατάργηση ΕΝΦΙΑ και υψηλών ΦΠΑ, κοινωφελείς δημόσιες υπηρεσίες κ.ά.), απευθύνεται στις λαϊκές τάξεις στο σύνολό τους και όχι μονοδιάστατα και εξαιρετικά μειοψηφικά στη «Ριζοσπαστική Αριστερά», και επιχειρεί να θέσει σε κινηματική τροχιά την εργατική τάξη, τη νεολαία, τους συνταξιούχους και τους ανέργους. Μιας κίνησης που επιδιώκει να τροποποιήσει τους καταθλιπτικούς ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, να αναδείξει το αντικαπιταλιστικό (και ουδόλως «αναπτυξιολαγνικό») περιεχόμενο των λαϊκών αναγκών και επιδιώξεων, να διαμορφώσει πανευρωπαϊκούς εργατικούς διεθνιστικούς δεσμούς και συντονισμό απέναντι στις υπαγορεύσεις της ευρωπαϊκής Ιερής Συμμαχίας. Έτσι λειτουργώντας η ελληνική Αριστερά είναι σε θέση, με «καινούρια ρούχα», που όλοι μπορούν να αντιληφθούν ότι είναι η ενδυμασία της γενικευμένης λαϊκής χειραφέτησης, να εισέλθει εκ νέου (μετά την χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ του μικροαστικού εκσυγχρονισμού) στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, να συγκροτήσει το αντίπαλο δέος, να διεκδικήσει με εντελώς νέους όρους την κυβερνητική πραγμάτωση των λαϊκών συμφερόντων.                 

Ετικέτες