Αφιερωμένο σε κάποιες άλλες καθαρίστριες στη φιλοσοφική, που κλέβαν ταινίες και μαρκαδόρους από τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ και μας τα φέρναν να γράφουμε και να γεμίζουμε αφίσες τους τοίχους, για να χουν μετά να καθαρίζουν περισσότερο.
Οι καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών. Όλες γυναίκες. Από 45 ετών και πάνω. Καθάριζαν χρόνια τη βρώμα που ξεχείλιζε από το υπουργείο. Και στο σπίτι που γύρναγαν πάλι καθάριζαν, άμα είχαν κουράγιο. Το λέγαν μεταξύ τους πόσο πολύ τις πονάγαν τα πόδια τους που ανεβαίνουν τόσες σκάλες. «Να χα κάποιον να μου κανε ένα μασάζ, είμαι πτώμα» λέγαν η μια στην άλλη. Άλλες χωρισμένες με παιδιά, άλλες παντρεμένες και άλλες μόνες τους. Ήταν η μάνα μου, η θεία σου, η γιαγιά μας, η γειτόνισσα. Κανονικές γυναίκες. Πιο κανονικές δε γινόταν. Με τα σήριαλ τους, το κουτσομπολιό τους, τις αδυναμίες τους, τα ζόρια τους. Με το μισθό πλήρωναν αβέρτα τους λογαριασμούς, όπως όλες, περίμεναν να βγουν στη σύνταξη να ξεκουραστούν. Μετράγαν τα ένσημα, και οι πιο καινούριες ζηλεύαν τις πιο μεγάλες και βιάζονταν να γεράσουν για να φύγουν. Όχι μόνο στο Υπουργείο Οικονομικών δηλαδή. Σε όλα τα υπουργεία, σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Για τις καθαρίστριες που δουλεύαν στους εργολάβους, άστο καλύτερα. Δες τι έπαθε η Κούνεβα.
Κυρίως όμως αυτές οι γυναίκες ήταν αόρατες. Ήξερες ότι υπάρχουν αλλά δεν τις έβλεπες ποτέ. Γιατί ήταν αθόρυβες και ένιωθαν μικρές. Βέβαια ηρωίδες δεν έγιναν τώρα, ήταν από πάντα και ας μην το ήξεραν ούτε οι ίδιες. Από τότε που κατάφεραν να σπουδάσουν το παιδί στην επαρχία δουλεύοντας υπερωρίες αφού πρώτα το μεγάλωσαν έτσι που να μην του λείψει τίποτα.
Ήταν λοιπόν τόσο αόρατες που τις υποτίμησαν. Δεν υπολόγισαν ότι άμα σκουπίζεις σκάλες τόσα χρόνια και αδειάζεις κάδους και ξεβρωμίζεις το υπουργείο οικονομικών, μαζεύεις πολύ θυμό και απίστευτα πολλές αντοχές. Και έτσι πριν από οχτώ μήνες, αυτές οι γυναίκες πέρασαν από το κανονικό στο «ακραίο». Αποφάσισαν ότι από τη δουλειά τους θα φύγουν όποτε θέλουν αυτές και μόνο. Την ώρα που η κοινωνία μέτραγε το μπόι της και φοβόταν να τα βάλει με τους μεγάλους, οι καθαρίστριες τα έβαλαν με όλους. Με το Σαμαρά, με το Βενιζέλο, με το Στουρνάρα, με το Σόιμπλε, με την τρόικα, με τα ΜΑΤ. Ξεκίνησαν μην έχοντας να χάσουν τίποτα, παρά μόνο τις αλυσίδες που τις έδεναν. Βγήκαν από το σπίτι τους κυριολεκτικά και ακόμα δεν έχουν γυρίσει, παρά μόνο για να πάρουν κανά ζακετάκι να μην κρυώνουν μες τα μαύρα μεσάνυχτα έξω από το υπουργείο κάθε βράδυ. Και χωρίς να το ξέρουν άρχισαν να τραγουδούν το παλιό τραγούδι των εργατριών στο Λόρενς των ΗΠΑ το 1914. «Πεινάνε τα σώματα, πεινάνε και οι ψυχές μας. Θέλουμε ψωμί και τριαντάφυλλα».
Και κάπως έτσι, άλλαξαν και μάθαν να μη φοβούνται κανέναν μπάτσο, αλλά άμα χρειάζεται να τον πιάνουν κι όλας από το γιακά και να του ουρλιάζουν «Άσε μας ήσυχες ακούς;». Κατεβήκαν στο δρόμο, μάθαν συνθήματα και τραγούδια, αγκαλιάστηκαν, κράταγαν η μια το χέρι της άλλης και έκλαιγαν όχι μόνο για τώρα αλλά για όλα τα χρόνια τους αναδρομικά. Kαι γίναν κοριτσάκια. Ομόρφυναν. Και καθώς άλλαζαν, τραβούσαν σαν μαγνήτης και άλλες γυναίκες και άντρες, που τους έκαναν παρέα και τους έλεγαν «είμαστε μαζί σας». Μια νοικοκυρά, μεγάλη γυναίκα, παράτησε το σπίτι της και εδώ και βδομάδες τις ακολουθεί. «Όπου πάτε εσείς θα μαι και γω» είπε.
Και οι από πάνω αποφάσισαν να τις τσακίσουν. Όχι γιατί είναι πολλές. Γιατί δεν είναι. Αλλά γιαυτό που συμβολίζουν. Γιατί το παράδειγμά τους είναι επικίνδυνο, γιατί είναι γυναίκες, και δε φοβούνται και έχουν θάρρος. Και το θάρρος μεταδίδεται σαν ιός. Και τις σπάσαν στο ξύλο, τις χτύπαγαν στο κεφάλι , και ούτε που φαντάστηκαν ότι χτυπάνε τη μάνα τους.
Όμως οι γυναίκες είναι μόνες τους και ας είμαστε εκεί τα βράδια, και ας περνάμε να τους σφίξουμε το χέρι, και ας ποστάρουμε τις φωτογραφίες τους στα φέισμπουκ. Είναι μόνες τους όσο δεν προσπαθούμε να καθαρίσουμε και μεις μαζί τους, να φτιάξουμε ένα σχέδιο που θα πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις μας και δεν θα περιορίζεται απλά έξω από ένα κτίριο, συμβολικά αλλά θα εξαπλώνεται σε όλα τα κτίρια της πόλης και της χώρας. Όσο δε βρίσκουμε τρόπο να ενώσουμε τον αγώνά τους με αυτόν της ΕΡΤ, του ΕΟΠΥΥ, των διοικητικών, των καθηγητών, των σχολικών φυλάκων, της νεολαίας. Είναι μόνες τους όποτε κωλώνουμε να πάρουμε καθαρή θέση στο δίλημμα ή εμείς ή αυτοί, όσο δε βροντοφωνάζουμε ότι η κυβέρνηση της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ θα τις πάρει όλες πίσω, είναι μόνες τους κάθε φορά που υποκύπτουμε στους ρεαλισμούς, είναι μόνες τους όσο οι αριστερές δυνάμεις δεν ανέχονται καν να βρίσκονται σε μια κοινή λαική επιτροπή ενάντια σε αυτούς που απολύουν τις καθαρίστριες, είναι μόνες τους όσο τα γαμημένα τα συνδικάτα δεν κηρύσσουν μια γενική απεργία που να αξίζει το όνομά της και όσο εμείς δεν πιέζουμε γι αυτό. Και κυρίως όσο εμείς δε θυμόμαστε ότι το όνομα της κοινωνίας για την οποία παλεύουμε δε λέγεται nea ellada αλλά εκεί που « κάθε απλή μαγείρισσα(ή καθαρίστρια) θα μπορεί να κυβερνά».
Και έρχεται η ώρα που εμείς πρέπει να κάνουμε κάτι, γιατί στην πραγματικότητα δε θέλουμε να είναι μόνες τους. Γιατί είμαστε όντως εκεί κάθε μέρα, γιατί τις πονάμε, και καλά κάνουμε και γιατί αυτό πρέπει να αρχίσει να πιάνει τόπο, αλλιώς οι αγώνες μας θα μένουν πάντα στη μέση και μεις θα μένουμε να αναρωτιόμαστε γιατί δεν «φύγαν στις 26» αφού ψηφίσαμε αυτό που έπρεπε στις 25.
Ευτυχώς η εννιάχρονη κόρη της καλής μου γειτόνισσας που κατέβηκε προχθές στη συγκέντρωση έξω απο το υπουργείο, το δήλωσε καθαρά :«μαμά όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω καθαρίστρια».