Ο πρόλογος της έκδοσης
Πριν από 100 χρόνια τερματιζόταν, με αιματηρό τρόπο, η πιο τυχοδιωκτική εξόρμηση των Ελλήνων καπιταλιστών –η Μικρασιατική Εκστρατεία– και συντριβόταν το πιο αντιδραστικό ιδεολόγημά τους, η Μεγάλη Ιδέα.
Ο μόνος τρόπος για να κατανοήσει κανείς τις πραγματικότητες εκείνης της εποχής είναι μέσω της προσπάθειας να τις εντάξει στο συνολικότερο πλαίσιο των συγκρούσεων, στο ιστορικό πλαίσιο των Βαλκανικών Πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε εκείνη την άγρια περίοδο της «ξαναμοιρασιάς» του κόσμου με έπαθλο στην περιοχή τα τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ανατολικό Ζήτημα), το ελληνικό κράτος και ο ελληνικός στρατός δεν πολέμησε για να «απελευθερώσει» εδάφη και πληθυσμούς. Πολέμησε για να κατακτήσει εδάφη και πληθυσμούς, που θεωρούσε απαραίτητους για να αναδειχθεί ο ελληνικός καπιταλισμός σε πρωτεύουσα τοπική δύναμη στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Το κόστος πλήρωσε, με τεράστιες απώλειες, ο απλός κόσμος που υποχρεώθηκε να ζήσει μια δεκαετία σκληρότατων πολεμικών συγκρούσεων.
Αυτή η επιλογή επιχειρήθηκε με την πρόσδεση του ελληνικού καπιταλισμού και του κράτους του στην ουρά των Αγγλογάλλων, στην ουρά του πιο ισχυρού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου της εποχής. Μόνο έτσι είχαν πιθανότητες επιβολής οι υπερφίαλες επιδιώξεις της Μεγάλης Ιδέας. Στο τέλος αποδείχθηκε ότι ούτε έτσι ήταν ρεαλιστική η προοπτική της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», παρά το αίμα που χύθηκε. Αυτήν την ιστορική εμπειρία οφείλουμε να θυμόμαστε πάντα και ιδιαίτερα σήμερα που οι διαδοχικές κυβερνήσεις διαγκωνίζονται για να διασφαλίσουν την υποστήριξη των ΗΠΑ, της ΕΕ, του Κράτους του Ισραήλ κλπ με στόχο μια αναδιανομή ισχύος και επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, παρόλο που αυτή η επιδίωξη έχει ολοφάνερα ενισχύσει τις πιθανότητες μιας νέας πολεμικής σύγκρουσης και έχει οδηγήσει σε μια κοινωνικά ανυπόφορη κούρσα εξοπλισμών και στις δύο χώρες.
Μετά το 1922, οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία δεν έγιναν δεκτοί στην Ελλάδα ως «αδελφοί», αλλά αντιμετωπίστηκαν ως κρέας για τα κανόνια, αυτή τη φορά της καπιταλιστικής ανάπτυξης: η ρατσιστική κατηγορία περί «τουρκόσπορων» ήταν η βάση για να μετατραπούν σε φτηνό εργατικό δυναμικό στα νέα εργοστάσια της δεκαετίας του ’30. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι πρόσφυγες δεν υπήρξαν η κοινωνική βάση ενός νέου εθνικιστικού ρεύματος στην Ελλάδα, αλλά η ραχοκοκαλιά του νέου εργατικού κινήματος και της Αριστεράς στις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που ακολούθησαν.
Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε ότι οι αστικές τάξεις, στην Ελλάδα και στην Τουρκία, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να «συμφιλιωθούν», όταν τα συμφέροντά τους το επέβαλλαν. Στη δεκαετία του ’30, όταν έχει ξεσπάσει η διεθνής κρίσης του καπιταλισμού, ο Βενιζέλος και ο Ατατούρκ (οι πρωταγωνιστές του πολέμου!), υπέγραψαν Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας, συμφωνώντας να περιορίσουν τους εξοπλισμούς και να αυξήσουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών. Ο Βενιζέλος πρότεινε τον Κεμάλ Ατατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης, αναγνωρίζοντας ως «οριστικά» τα σύνορα που είχαν προκύψει από τους πολέμους του 1912-22.
Μπροστά στον κίνδυνο νέων συγκρούσεων, «ψυχρών» ή «θερμών», διπλωματικοπολιτικών ή ανταγωνισμού μέσω των όπλων, οφείλουμε να μη ξεχνάμε ποτέ ότι η αυτονομία, η απόλυτη πολιτική ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς απέναντι στη γραμμή των αστικών ηγεσιών, είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για την υπεράσπιση των αυθεντικών συμφερόντων των λαϊκών μαζών.
Από αυτή τη σκοπιά είναι γραμμένα τα κείμενα αυτού του μικρού βιβλίου. Γράφτηκαν από τους Παναγιώτη Λίλλη και Πέτρο Τσάγκαρη για τις ανάγκες της εφημερίδας «Εργατική Αριστερά» και του περιοδικού «Κόκκινο», σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και γι’ αυτό ο αναγνώστης θα πρέπει να «συγχωρήσει» κάποιες επαναλήψεις. Στις εκδόσεις Red Marks θεωρούμε ότι διατηρούν αμείωτη την αξία τους και ελπίζουμε ότι θα είναι πολύ βοηθητικά ιδιαίτερα για νέες-νέους αγωνίστριες-ες που θέλουν να αντιμετωπίσουν με επάρκεια τα πολιτικά ερωτήματα γύρω από τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό.
Αποφασίσαμε επίσης να εντάξουμε σε αυτόν τον τόμο το ιστορικό κείμενο με τις αποφάσεις του συνεδρίου του 1924 της Ένωσης Παλαιών Πολεμιστών, γιατί δυστυχώς έχει γίνει δυσεύρετο. Όχι τυχαία. Γιατί η καθαρή αντιπολεμική-διεθνιστική θέση της υπαρκτής Αριστεράς εκείνης της εποχής είναι ένα ηχηρό χαστούκι στα αστικά ιδεολογήματα του τότε και του τώρα, αλλά και μια χρήσιμη υπενθύμιση και μέσα στις γραμμές της Αριστεράς του ότι η αντιπολεμική γραμμή υπήρξε στην Ελλάδα η βάση της συγκρότησης της κομμουνιστικής Αριστεράς, στην εποχή της σύνδεσής της με την Τρίτη Διεθνή.