Πρόκειται για την ταινία του Πάολο Σορεντίνο με πρωταγωνιστές τους Μάικ Κέιν, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Ρέιτσελ Βάις, Πολ Ντέινο, Τζέιν Φόντα.

Ο Φρέντ (Μ. Κέιν) και ο Μικ (Χ. Καϊ­τέλ), δύο φίλοι καλ­λι­τέ­χνες που πλη­σιά­ζουν σε ηλι­κία τα ογδό­ντα, βρί­σκο­νται σε δια­κο­πές σε ένα θέ­ρε­τρο στις ελ­βε­τι­κές Άλ­πεις, ανα­ζη­τώ­ντας τις χάρες και τις χαρές των γη­ρα­τειών. Ο Φρέντ είναι ένας διε­θνούς φήμης μα­έ­στρος που έχει απο­συρ­θεί και το μόνο που θέλει είναι να απο­λαμ­βά­νει την ησυ­χία του, ενώ αντί­θε­τα ο φίλος του, ο Μικ, επί­σης γνω­στός σκη­νο­θέ­της, επι­διώ­κει να δη­μιουρ­γή­σει μία ακόμη ται­νία, η οποία θε­ω­ρεί ότι θα απο­τε­λέ­σει το απο­κο­ρύ­φω­μα και την ολο­κλή­ρω­ση του κύ­κλου της κα­ριέ­ρας του. Μαζί τους είναι η κόρη του Φρεντ, μια γυ­ναί­κα με συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ανα­σφά­λεια, η οποία δεν μπο­ρεί να συγ­χω­ρή­σει τον άντρα της που την απά­τη­σε με άλλη γυ­ναί­κα, καθώς επί­σης ένας διά­ση­μος νέος ηθο­ποιός που προ­σπα­θεί να πεί­σει όλους ότι δεν είναι μόνο εμπο­ρι­κός. Τέλος, μαζί τους είναι και η Μις Κό­σμος, μια νέα κο­πέ­λα με απα­ρά­μιλ­λη ομορ­φιά που κόβει την ανάσα, ει­δι­κά στους δύο ηλι­κιω­μέ­νους θα­μώ­νες. 

Στην εν λόγω ται­νία, ο Σο­ρε­ντί­νο, με μια ισχυ­ρή δόση χιού­μορ, δεν εξά­ρει απλώς τα νιάτα, αλλά ταυ­τό­χρο­να εξά­ρει και το παλιό. Η ται­νία είναι ένας ύμνος στη ζωή, αλλά και ένας προ­βλη­μα­τι­σμός σχε­τι­κά με τον αδυ­σώ­πη­το χρόνο που περ­νά­ει γρή­γο­ρα χωρίς να το κα­τα­λά­βου­με. Η ται­νία, επί­σης, ανα­δει­κνύ­ει τα δί­πο­λα που επι­φέ­ρουν η ζωή και ο χρό­νος: νιάτα και γη­ρα­τειά, ομορ­φιά και «ασχή­μια», νέο και παλιό, απει­ρία και εμπει­ρία, αγάπη και μίσος, ακμή και πα­ρακ­μή, ζωή και θά­να­τος. 

Νιότη, ωρι­μό­τη­τα, απώ­λεια νε­α­νι­κών χρό­νων, αλ­λα­γή, σοφία, πα­ρακ­μή, θά­να­τος είναι οι φά­σεις της ζωής. «Απλού­στα­τα δεν υπάρ­χει θε­ρα­πεία γι’ αυτό», έγρα­φε ο αγα­πη­μέ­νος φίλος του Μαρξ, Φρ. Έν­γκελς, για τα γη­ρα­τειά και τον θά­να­το. Για να συ­μπλη­ρώ­σει ο Τρό­τσκι, το 1935, στο «Ημε­ρο­λό­γιο της Εξο­ρί­ας», πως «Όλα τα γε­γο­νό­τα και οι εμπει­ρί­ες της ζωής απλώ­νο­νται πάνω στο αδυ­σώ­πη­το τόξο ανά­με­σα στη γέν­νη­ση και στον τάφο. Αυτό το τόξο απο­τε­λεί την ίδια τη ζωή. Χωρίς αυτό το τόξο δε θα υπήρ­χαν όχι μόνο γη­ρα­τειά μα ούτε και νιάτα. Τα γη­ρα­τειά είναι ‘’α­να­γκαί­α­’’ γιατί έχουν πείρα και φρό­νη­ση. Στο κά­τω-κά­τω, τα νιάτα είναι τόσο όμορ­φα ίσα-ίσα γιατί υπάρ­χουν γη­ρα­τειά και θά­να­τος». Προ­σθέ­τει δε, σε άλλο ση­μείο, ότι «Τα γε­ρά­μα­τα είναι από τα πλέον απροσ­δό­κη­τα πράγ­μα­τα που συμ­βαί­νουν στον άν­θρω­πο», εκ­φρά­ζο­ντας κατά κά­ποιο τρόπο την αγω­νία του να προ­λά­βει να ολο­κλη­ρώ­σει αυτά τα οποία εκεί­νος θε­ω­ρεί ως σκοπό ζωής. 

Εν κα­τα­κλεί­δι, το συ­μπέ­ρα­σμα, κατά τη γνώμη μου είναι ότι η κάθε φάση της ζωής έχει τη δική της ομορ­φιά, τόσο τα νιάτα όσο επί­σης η μέση ηλι­κία και τα γε­ρά­μα­τα. Εξάλ­λου, τι άλλο είναι τα γη­ρα­τειά; Συσ­σώ­ρευ­ση εμπει­ριών, θε­τι­κών και αρ­νη­τι­κών, με επι­τυ­χί­ες και απο­τυ­χί­ες, φτά­νο­ντας πλέον σε ένα ση­μείο να είσαι από ψηλά πα­ρα­τη­ρη­τής όταν «ολό­κλη­ρος ο κό­σμος κι­νεί­ται κάτω, στις σκο­τει­νές, άχα­ρες κοι­λά­δες, ψη­λα­φώ­ντας στα τυφλά», λέει ο Όσσο. Αυτό ακρι­βώς που κά­νουν οι δύο ηλι­κιω­μέ­νοι φίλοι της ται­νί­ας: πα­ρα­τη­ρούν. 

Όμως, γιατί φο­βό­μα­στε τα γη­ρα­τειά; Η αλή­θεια είναι ότι δεν φο­βό­μα­στε τόσο τα γε­ρά­μα­τα όσο το επό­με­νο βήμα που επι­φέ­ρουν: τον θά­να­το. Αυτή είναι η τρα­γι­κό­τη­τα των αν­θρώ­πων, ακόμη και των θρη­σκευό­με­νων, και η με­γά­λη μας αγω­νία σε σχέση με την υπό­λοι­πη φύση, η οποία δεν υπο­φέ­ρει από το άγχος της πα­ρακ­μής και του θα­νά­του. Διότι, έχου­με δη­μιουρ­γή­σει ένα ρήγμα σε σχέση με την υπό­λοι­πη φύση ότι δήθεν εί­μα­στε κάτι το εξαι­ρε­τι­κό, το δια­φο­ρε­τι­κό, το οποίο συν τοις άλ­λοις, πρέ­πει να ζει αιώ­νια. Γι’ αυτό εί­μα­στε μό­νι­μα σε κό­ντρα με τη φύση μας. Και γιατί φο­βό­μα­στε τον θά­να­το; Επει­δή δεν έχου­με μάθει να ζούμε. Και τι ση­μαί­νει να ζούμε; Ση­μαί­νει να γε­λά­με, να χαι­ρό­μα­στε, να χο­ρεύ­ου­με, να αγα­πά­με, να ερω­τευό­μα­στε, να κά­νου­με φί­λους, να δη­μιουρ­γού­με, να κά­νου­με τη ζωή όσο πιο πλού­σια γί­νε­ται, να εί­μα­στε ένα με την υπό­λοι­πη φύση, με τα που­λιά, τα ζώα και τα δέ­ντρα. Να έχου­με ένα αξια­κό κώ­δι­κα και ένα σκοπό ζωής. Αυτή είναι η γε­φύ­ρω­ση του ρήγ­μα­τος. Δη­λα­δή, όλα όσα στε­ρού­με από τον εαυτό μας και αφή­νου­με και το σύ­στη­μα να μας στε­ρεί.

Αντί­θε­τα, ξε­χνά­με ότι η ζωή είναι μικρή και αυτό που κά­νου­με είναι να την σπα­τα­λά­με σε ανού­σια πράγ­μα­τα ή να την κα­τα­στρέ­φου­με, ενώ σχε­δόν πάντα σκε­φτό­μα­στε το απροσ­διό­ρι­στο μέλ­λον, χά­νο­ντας το «εδώ και τώρα», τις στιγ­μές.

Δεν έχου­με μάθει ότι η ζωή και ο θά­να­τος είναι δύο πράγ­μα­τα τα οποία συμ­βαί­νουν κα­θη­με­ρι­νά, σε εμάς τους ίδιους, στην ίδια την ύπαρ­ξή μας, κάθε στιγ­μή, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας το ένα το άλλο. Είναι μια αέναη Αλ­λα­γή, ακόμη και όταν εμείς δεν θα εί­μα­στε εκεί, όταν θα έχου­με με­τα­σχη­μα­τι­σθεί σε κάτι άλλο. Είναι και αυτό μια γε­φύ­ρω­ση του ρήγ­μα­τος με την υπό­λοι­πη φύση. 

Εξάλ­λου, όπως ήδη εί­πα­με, αυτός είναι και ο σκο­πός της ται­νί­ας του Σο­ρε­ντί­νο: ένας ύμνος τόσο στη νε­ό­τη­τα όσο και στα γη­ρα­τειά, δη­λα­δή ένας ύμνος στη ίδια τη ζωή. Τε­λι­κά, τι είναι η ζωή; Όπως λέει ο Τζορτζ Μπέρ­ναντ Σο, «Η ζωή δεν είναι ένα εφή­με­ρο κερί. Είναι ένας υπέ­ρο­χος πυρ­σός, που αυτήν τη στιγ­μή είναι η σειρά μου να τον κρα­τή­σω και θέλω να καίει όσο πιο λα­μπρά γί­νε­ται πριν έρθει η στιγ­μή να τον πα­ρα­δώ­σω στις επό­με­νες γε­νιές». 

Ετικέτες