Αν η γειτονική Τουρκία έχει τον Ερντογάν σαν οραματιστή του τούρκικου ολοκληρωτισμού, στην Ελλάδα, παρότι οι προϋποθέσεις είναι πολύ διαφορετικές, δυστυχώς δεν είναι υποδεέστερες: ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός ως τρόπος άσκησης πολιτικής ξεδιπλώνεται σαν συνειδητή και επιθετική απαίτηση όλων των μερίδων του κεφαλαίου.
Η πρώτη μετάλλαξη
Λίγο καιρό μετά την συνθηκολόγηση του 2015 κανένας, ούτε τα ίδια τα εναπομείναντα μέλη και στελέχη, δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν στα σοβαρά ότι αποτελούσαν συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου πριν από αυτήν. Ωστόσο διατηρήθηκαν οι αυταπάτες στα απομεινάρια των διαφόρων τάσεων και παλαιών ομάδων -ΑΝΑΣΑ, 53(-), Εποχή- πως θα μπορούσαν στο καθεστώς της τυπικής εσωκομματικής δημοκρατίας να επηρεάσουν ως "σεμνή" ενωτική συνθετική αντιπολίτευση.
Φυσικά αυτό ήταν αδύνατο ειδικά μετά τον εξευτελισμό με τον οποίο σφραγίστηκαν τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 2015. Τι άλλο από εξευτελισμός, συλλογικός και προσωπικός, όσων έμειναν ήταν το συνέδριο που ενώ αποφασίστηκε δεν έγινε; Αλλά και πολύ χειρότερα, η συμμετοχή-στήριξη των ψηφοδελτίων από αυτά τα μέλη και τα στελέχη στη βάση ενός προγράμματος που θεμελιωνόταν στην λογική ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την συμμόρφωση στις μνημονιακές επιταγές και τις ανάγκες του Κεφαλαίου. ΤΙΝΑ!
Είχε προηγηθεί, βέβαια, ο εκβιασμός του Τσίπρα μέσω του διαρκούς συνεδρίου της 3/1/2015 και κάποιους μας είχε ανησυχήσει. Τότε ο Τσίπρας εκβίασε και πέτυχε την υποχώρηση της πλειοψηφίας που σχηματίσθηκε στη βάση της αντίθεσης με την διεύρυνση των ψηφοδελτίων του Ιανουαρίου που αυτός εισηγήθηκε. Έπρεπε να είναι κάποιος αφελής για να μην κατανοεί ότι μετά τις εκλογές της 25/1/2015 το κόμμα του Τσίπρα, το κόμμα στο οποίο θα λογοδοτεί δεν θα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, πλέον, αλλά το αστικό κράτος. Δηλαδή το κόμμα του Κεφαλαίου. Και αυτό αναδείχθηκε με την αυτονόμηση του από τον ΣΥΡΙΖΑ το ίδιο εκείνο βράδυ, στις 25/1/2015, όταν αποφάσισε συμμαχία με τους ΑΝΕΛ και σχημάτισε κυβέρνηση χωρίς να ρωτήσει το ανώτατο (μετά το Συνέδριο) συλλογικό όργανο, την Κεντρική Επιτροπή ή έστω την Πολιτική Γραμματεία.
Κατά μία έννοια ο Τσίπρας ήταν σαφής και ειλικρινής για τον τρόπο που ήθελε να ασκήσει τα καθήκοντά του: ακριβώς όπως όλοι οι αστοί προκάτοχοί του. Δυστυχώς, όμως, η αφέλεια περίσσεψε ειδικά ως προς την ταχύτητα των υποχωρήσεων, την αυτοπαγίδευση με την δημιουργική ασάφεια, την εξωφρενική πεποίθηση ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ μας κλπ κλπ. Και βέβαια τομή στις κυοφορούμενες αδιέξοδες εξελίξεις η συμφωνία της 20/2/2015.
Η δεύτερη, "δημοκρατικώ τω τρόπω" μετάλλαξη
Μετά το τέλος των αυταπατών, η εμπειρία και η συνήθεια περίπου δύο ετών μέσα στον μηχανισμό του κράτους καθορίζουν τις μηδενικές δυνατότητες και την ανύπαρκτη επαφή του πολιτικού προσωπικού της κυβέρνησης με τις ανάγκες τις κοινωνίας. Ας μην γελιέται κανείς! Η κινηματική άπνοια αυτής της κοινωνίας που υπέστη το σοκ της διάψευσης δεν σημαίνει αποδοχή και καμία μνημονιακή κυβέρνηση με την απόλυτη ταξική μονομέρεια δεν κατάφερε να πλησιάσει στοιχειωδώς αυτές τις ανάγκες των υποτελών τάξεων έστω ως υποτελών!
Αλλά και ο λαός του ΝΑΙ, το αστικό μπλοκ, γιατί να προτιμήσει τον σημερινό, τον ακίνδυνο ΣΥΡΙΖΑ;
Οι διεργασίες στο εσωτερικό του δεν αφορούν κανέναν και οι εσωτερικές αντιθέσεις φαντάζουν (και είναι σε συντριπτικό βαθμό) αντιθέσεις για την καρέκλα και τα μισθά. Είναι ενδεικτικό ότι όλη αυτή την περίοδο της διάψευσης του παράλληλου προγράμματος ούτε ένα στέλεχος της κυβέρνησης ή του ΣΥΡΙΖ"Α" δεν είχε την ευθιξία να παραιτηθεί.
Στο πρόσφατο συνέδριο, αυτό που επικυρώθηκε ήταν η αποδοχή της πρώτης μετάλλαξης και η αλλαγή, μέσω των συσχετισμών στα όργανα, στο συμβολικό πεδίο που ανοίγει το δρόμο για την θεσμοθέτηση του κόμματος Τσίπρα. Πέρα από την γελοιοποίηση της επαναληπτικής ψηφοφορίας για το ποσοστό των κυβερνητικών στελεχών που θα συμμετέχουν στην ΚΕ (ή μάλλον με αυτήν την ψηφοφορία) επιβεβαιώθηκε η κρατικοποίηση του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ όχι συντεταγμένα (σαν κάποιας δομής) αλλά σαν άθροισμα προσώπων που έχοντας χάσει την ιδεολογική και αξιακή αφετηρία τους ενοποιούνται όπως όλες οι συμμορίες: στην βάση της αλληλοεξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων. Και παράλληλα με τη φθορά των εναπομεινάντων επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φόρα ότι "δεν κομματικοποιείται το κράτος αλλά κρατικοποιούνται τα κόμματα" στην βάση του εφικτού της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων.
Ο κυβερνητικός ανασχηματισμός ως αποδόμηση του δις μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖ"Α"
Ταυτόχρονα με την τοποθέτηση σε όλα τα κρίσιμα υπουργεία αδίστακτων τεχνοκρατών που δεν θα κωλυσιεργούν την "πάση θυσία και την παντί τρόπω" επίτευξη της ανάπτυξης, η, με αυτόν τον τρόπο (κυρίως με το χώσιμο στα πιο "αντικοινωνικά" υπουργεία), εξουδετέρωση στελεχών οποιασδήποτε ομάδας του παρελθόντος και η μοριοποίηση του ΣΥΡΙΖ"Α" σε ένα άθροισμα ατόμων χωρίς άλλο συνεκτικό ιστό πέρα από την ανάγκη της κομματικής και κυβερνητικής επιβίωσης ετοιμάζουν το έδαφος για τον εντελώς νέο ΣΥΡΙΖ"Α". Αυτόν που δεν θα είναι μεταλλαγμένος ούτε μία ούτε δύο φορές, αλλά θα συνιστά κάτι εντελώς καινούριο: έναν μηχανισμό στήριξης της αναπτυξιακής πολιτικής χωρίς κανένα δικαίωμα για τις υποτελείς τάξεις. Γιατί, όπως εύστοχα παρατήρησε στην ΕΡΤ ένας δημοσιογράφος, το πρόγραμμα της κυβέρνησης βασίζεται σε τρείς λέξεις: "Ανάπτυξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη!".
Και όταν είναι ιστορικά δοκιμασμένο ακόμη και στην καλύτερη οκταετία του ελληνικού καπιταλισμού (1997-2005) ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις (που θεοποιούνται σαν αποκλειστική μάλιστα δύναμη που μπορεί να οργανώσει την παραγωγή) παρήγαγαν μόνο 40.000 θέσεις εργασίας το χρόνο τότε η ανάπτυξη μπορεί να είναι μόνο σαν αυτή της Ρουμανίας ή των Βαλτικών χωρών. Και η πολιτική δύναμη που μπορεί να διαχειριστεί μια τέτοια πορεία πρέπει να έχει χαρακτηριστικά ολοκληρωτισμού:
-
Να καλεί σε πανεθνική ενότητα όλο το πολιτικό προσωπικό χωρίς ταμπού για την πολιτική καταγωγή κανενός.
-
Να καταδικάζει οποιαδήποτε αμφισβήτηση του μονόδρομου σαν εθνική προδοσία.
-
Ο λαϊκισμός, δηλαδή η πλήρης ενσωμάτωση και η δημιουργική επεξεργασία της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής και η υπαγωγή των λαϊκών τάξεων σε αυτήν την ενότητα είναι το ζητούμενο.
Η επιτυχία αυτής της προσπάθειας απαιτεί ένα εργαλείο κατάλληλο και αυτό θα είναι το κόμμα Τσίπρα. Οι δυνατότητές του εγχειρήματος αυτού βασίζονται στην πλήρη κινηματική άπνοια, στην απελπισία και στην αποχή. Ίσως μπορούμε να μιλήσουμε για το τέλος του διπολισμού σαν τρόπου «εθνικής» συνεννόησης της διαχείρισης της κρίσης. Ο διπολισμός είχε νόημα όσο υπήρχαν διαφορετικά πολιτικά σχέδια (περίοδος 1974-1996) ή έστω όσο η ανάμνηση αυτής της δυνατότητας και οι υλικότητες που είχαν δημιουργηθεί από αυτή τη φάση εμπόδιζαν την πολιτική σύγκλιση σε έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό κατά τα πρότυπα της Γερμανίας (περίοδος 1996-2010).
Σήμερα, μετά την ήττα και αφομοίωση του ΣΥΡΙΖΑ από τον μνημονιακό μονόδρομο, η ύπαρξη του νέου διπολισμού που διαμορφώθηκε μετά το 2011 και εκφράστηκε και στην κεντρική πολιτική σκηνή από τις εκλογές του 2012 έως το καλοκαίρι του 2015 καθίσταται περιττή. Η κυβερνήσεις του Τσίπρα δεν δημιούργησαν νέες υλικές πραγματικότητες που να αποτελούν επίδικο άξιο υπεράσπισης από τα κοινωνικά στρώματα που τις ανέδειξαν στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Επομένως, μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας ιδιαίτερα αν σπάσει η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό και έχουμε εξελίξεις σε αυτό το μέτωπο μπορεί να αποτελέσει την αιτία και δικαιολογία για την ελληνική εκδοχή του μεγάλου συνασπισμού. Και αν όλα δείχνουν ότι το κόμμα του Τσίπρα εφόσον γίνουν εκλογές θα αρκεστεί στην δεύτερη θέση αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη της ηγετικής ομάδας του μορφώματος «ΣΥΡΙΖΑ» να το διαμορφώσει ώστε να γίνει κατάλληλο εργαλείο για την προοπτική αυτή.
Αν η γειτονική Τουρκία έχει τον Ερντογάν σαν οραματιστή του τούρκικου ολοκληρωτισμού, στην Ελλάδα, παρότι οι προϋποθέσεις είναι πολύ διαφορετικές, δυστυχώς δεν είναι υποδεέστερες: ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός ως τρόπος άσκησης πολιτικής ξεδιπλώνεται σαν συνειδητή και επιθετική απαίτηση όλων των μερίδων του κεφαλαίου. Σε αυτόν μπορούν να ενοποιήσουν και να υπαγάγουν εκτός από τον λαό του «ΝΑΙ» και την βάση των ναζί αλλά και υπολογίσιμα τμήματα των υποτελών τάξεων που πείστηκαν ότι ένας άλλος κόσμος είναι αδύνατον να υπάρξει και ελπίζουν ότι «θα χωρέσουν» στον υπάρχοντα.
…Θα απομένουν οι έσχατες, οι ματωμένες ανάγκες του κόσμου της εργασίας, των υποτελών τάξεων και των περιττών ή και επιβαρυντικών για την καπιταλιστική αναπαραγωγή πληθυσμών. Η κοινωνική πλειοψηφία.
Και το ζητούμενο είναι να ξεπεράσουμε την εξάντληση γιατί μας περιμένουν μεγάλες και μακρόχρονες διαδρομές για να δημιουργηθεί η Αριστερά του 21ου αιώνα στην Ελλάδα.