Ο δεύτερος γύρος των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών ανέδειξε βαθιές ρωγμές στην εικόνα της εκλογικής/πολιτικής κυριαρχίας του Μητσοτάκη, που χαρακτήρισε το σύνολο του εκλογικού κύκλου του 2023.
Ο εκλογικός κύκλος που άρχισε με τις εθνικές/κοινοβουλευτικές εκλογές και ολοκληρώθηκε στις 16/10, σημαδεύτηκε από πρωτόγνωρα επίπεδα αποχής. Στην Αθήνα, που είναι στο κέντρο των πολιτικών ζυμώσεων και αντιπαραθέσεων, στο δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών, 7 στους 10 δεν πήγαν να ψηφίσουν! Πρόκειται για μια εκκωφαντική απόδειξη του ισχυρισμού ότι μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία αποσύρει την εμπιστοσύνη της απέναντι στους «θεσμούς», αποστασιοποιείται από την ελπίδα ότι μπορεί να βελτιώσει τη ζωή της αλλάζοντας τους πολιτικούς συσχετισμούς μέσα σε αυτούς. Πρόκειται για ένα δίκοπο φαινόμενο: Αφενός αναδεικνύει τα επίπεδα πολιτικής απογοήτευσης ενός μεγάλου τμήματος των μαζών. Αφετέρου, είναι μια έμμεση αποδυνάμωση της συστημικής σταθερότητας.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, η ήττα του Μητσοτάκη στην Αθήνα, η ήττα του εκλεκτού της ΝΔ στη Θεσσαλονίκη, η νίκη του Πελετίδη και της Λαϊκής Συσπείρωσης στην Πάτρα, ακόμα και η άνετη επικράτηση στον Πειραιά του Μόραλη (καθώς αυτή κυρίως λογοδοτεί στον Β. Μαρινάκη και όχι στα κόμματα που τον στήριξαν), αποδεικνύουν ότι σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας η ΝΔ είχε και έχει σημαντικό πρόβλημα. Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που η Δεξιά δεν έχει τον έλεγχο σε κανέναν από τους Δήμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Πειραιά, της Πάτρας κ.ο.κ. Αυτό αποδεικνύει ότι το συνολικό πολιτικό αποτέλεσμα του εκλογικού κύκλου του 2023 θα μπορούσε να ήταν απολύτως διαφορετικό, αποδεικνύει τις καθοριστικές ευθύνες της αντιπολίτευσης που έχει κάνει δώρο στον Μητσοτάκη την πολιτική κυριαρχία.
Γιατί μέσα στο απολύτως δικαιολογημένο κλίμα ευφορίας για τις ήττες του Μητσοτάκη στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στην Περιφέρεια της Θεσσαλίας, δεν μπορούμε να ξεχνάμε τα υπόλοιπα αποτελέσματα. Ούτε τη νίκη του Μητσοτάκη στις εθνικές/κοινοβουλευτικές εκλογές, ούτε το γεγονός ότι οι 12 από τις 13 Περιφέρειες της χώρας έχουν περάσει στα χέρια της Δεξιάς, με τη ΝΔ να χάνει σε 4 Περιφέρειες από δικούς της «αντάρτες», που σε κάποιες περιπτώσεις κινούνται πολιτικά δεξιότερα της ΝΔ. Αυτά δεν ήταν ούτε προδιαγεγραμμένα, ούτε μοιραία. Ήταν και είναι καρποί της πολιτικής ανεπάρκειας και της συντηρητικής μετατόπισης της αντιπολίτευσης και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ.
Η υπενθύμιση έχει σημασία γιατί ακόμα και μέσα στους πανηγυρισμούς για τις ήττες της Δεξιάς στον δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών, διαφαίνονται τα σημάδια για μια ακόμα πιο συντηρητική μετατόπιση της αντιπολίτευσης, που θέτει τα θεμέλια για μελλοντικές ήττες. Ο Δούκας στην Αθήνα και ο Αγγελούδης στη Θεσσαλονίκη κέρδισαν τις εκλογές μιλώντας κυρίως για πράσινο, για παιδικές χαρές, για ασφάλεια. Ο Κουρέττας στην πλημμυρισμένη Θεσσαλία μιλώντας κυρίως για έργα, για εκσυγχρονισμό και για περιορισμό της διαφθοράς. Όλοι έβγαλαν από το «κάδρο» τη λιτότητα, τις περικοπές, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων στην αυτοδιοίκηση, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη σχέση της αθλιότητας που ζούμε με τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις. Αυτή η προεκλογική πολιτική «αποδαιμονοποίησης του κεφαλαίου» (όπως χαρακτηριστικά την περιέγραψε ο Στ. Κασελάκης στην πρόσφατη ομιλία του στον ΣΕΒ) λέει πολλά για την πραγματική πολιτική που θα ακολουθήσουν κατά τη θητεία τους οι νικητές του δεύτερου γύρου.
Στις τρεις «αιχμές» του δεύτερου γύρου (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία) ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγήθηκε -χωρίς όρους και προϋποθέσεις- στην ουρά υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ. Πριν στεγνώσει το μελάνι στα αποτελέσματα, ο Κασελάκης έσπευσε να χαρακτηρίσει αυτή τη συγχώνευση στον «προοδευτισμό» ως μονόδρομο, ενώ ο Σπίρτζης βιάστηκε να συγκεκριμενοποιήσει καλώντας σε ενιαίο ψηφοδέλτιο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές. Η σοσιαλδημοκρατική ανασύνθεση, η στροφή προς ένα κεντροαριστερό σοσιαλφιλελεύθερο στρατόπεδο της «δημοκρατικής παράταξης» θα παρουσιαστεί ως αναγκαιότητα, ακόμα και ως συνταγή αντιδεξιάς νίκης, με βάση την εμπειρία από τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Στην πράξη θα πρόκειται για τη συνολική και αποφασιστική στροφή δεξιά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Που θα έχει να ξεδιπλωθεί μέσα στις πρόσθετες δυσκολίες που δημιουργεί η ενίσχυση του ανταγωνιστικού πόλου μέσα στη «σοσιαλδημοκρατική ανασύνθεση», η ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη.
Η εγκατάλειψη των πεδίων μάχης και αντιπαράθεσης που ανέδειξε η ριζοσπαστική Αριστερά στα τελευταία 20 χρόνια διεθνώς, η σύγκλιση με την εκφυλισμένη σοσιαλδημοκρατία της εποχής του σοσιαλφιλελευθερισμού, η προσαρμογή στην κεντροαριστερά «δημοκρατική παράταξη» είναι μια διαρκώς συντηρητική μετατόπιση. Υπόσχεται εκλογικές νίκες απέναντι στη Δεξιά, αλλά έχει οδηγήσει σε διαδοχικές πολιτικές/εκλογικές ήττες, εδώ και διεθνώς.
Η νίκη των ψηφοδελτίων της Λαϊκής Συσπείρωσης, των δυνάμεων του ΚΚΕ, στους Δήμους που διεκδίκησε, είναι ένα θετικό αποτέλεσμα. Αναδεικνύει την ανθεκτικότητα ενός αριστερού δυναμικού, που θα είναι σημαντικό στους αγώνες που έρχονται.
Τα αποτελέσματα της παρέμβασης της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ήταν επίσης σημαντικά. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε κάποιους άλλους Δήμους, απαντήθηκαν με επάρκεια τα ζητήματα της ενότητας που συγκέντρωσε δυνάμεις, αλλά και του πολιτικού προσανατολισμού, με αποτέλεσμα μια σαφώς διακριτή πολιτική παρουσία που ξεπέρασε τις παρεμβάσεις «καταγραφής» για την τιμή των όπλων. Πρόκειται για εμπειρίες-οδηγούς που θα πρέπει να γενικευτούν.
Το τέλος του εκλογικού κύκλου του ’23, δίνει τη σκυτάλη στους πραγματικούς, στους μαζικούς-κοινωνικούς αγώνες, που είναι πιο αναγκαίοι από ποτέ. Τα προβλήματα του αντίπαλου στρατοπέδου, που εμφανίστηκαν στρεβλά και διαθλασμένα ακόμα και στο ξερό «γήπεδο» των αυτοδιοικητικών εκλογών, θα επιδεινωθούν στις δύσκολες συνθήκες που έρχονται. Με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του κόσμου και του κινήματος, εκεί θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας. Με ενωτική τακτική, με ριζοσπαστική πολιτική, με διαρκή προσπάθεια οργάνωσης των αντιστάσεων.