Η συζήτηση για την καταστολή της Χρυσής Αυγής δημιούργησε αυταπάτες, αμηχανίες και συγχύσεις στην Αριστερά ιδίως στη βάση της επικυριαρχίας ενός «νομικού» και «ποινικού αντιφασισμού» έναντι του κινηματικού και αντιμνημονιακού αντιφασισμού.

Εδώ και έναν μήνα, παρακολουθούμε τη διαδικασία εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής από το αστικό κράτος, διαδικασία που ξεκίνησε με τις συλλήψεις των ηγετών της και συνεχίσθηκε με την αναστολή της χρηματοδότησής της από την Βουλή πρόσφατα. Το αρχικό συναίσθημα των αριστερών και των αγωνιστών των κοινωνικών κινημάτων υπήρξε ανεπιφύλακτα ή επιφυλακτικά  θετικό. Όλοι και όλες αισθανθήκαμε ότι αυτή η στροφή στην πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά είχε το θετικό ότι δεν αντανακλούσε μόνο την πολιτική πίεση πάνω στον πρωθυπουργό από ισχυρά διεθνή κέντρα, των οποίων η πολιτική νομιμοποίηση στηρίζεται στην συρρικνωμένη αστική δημοκρατία (Ε.Ε., ΗΠΑ, Ισραήλ) , αλλά και ένα ισχυρό «δεν πάει άλλο» από την αριστερή και δημοκρατική κοινή γνώμη μετά την δολοφονία του αντιφασίστα αγωνιστή και καλλιτέχνη Παύλου Φύσσα. Επίσης, γεννήθηκε η ελπίδα ότι μπορεί να προχωρήσει η αποδιάρθρωση ενός ελληνικού Γκλάντιο, που λειτούργησε τα τελευταία χρόνια υπό την μορφή ενός παρακρατικού μηχανισμού στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας που συνέκλινε και αλληλοτροφοδοτούνταν με την Χρυσή Αυγή. Όμως, η διαδικασία εξάρθρωσης αποδείχθηκε και μια διαδικασία ανασύνταξης και δυνατοτήτων  για το «αστικοδημοκρατικό» μνημονιακό ρεύμα. Μέσα από αυτήν  την διαδικασία ξαναάναψε η συζήτηση για το συνταγματικό τόξο και την ταυτόχρονη αντιμετώπιση των δύο άκρων , με έναν τρόπο που ταυτίζει την αντίσταση και την άμυνα των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων με την φασιστική βία κατά των αδύναμων αφήνοντας στο απυρόβλητο πάντοτε την «νόμιμη» καταστολή των ΜΑΤ, του κοινοβουλίου που παράγει κάθε μέρα ανθρωποκτόνους νόμους και της ταξικής Δικαιοσύνης.

Η συζήτηση για την καταστολή της Χρυσής Αυγής δημιούργησε αυταπάτες, αμηχανίες  και συγχύσεις στην Αριστερά ιδίως στη βάση της επικυριαρχίας ενός «νομικού» και «ποινικού αντιφασισμού» έναντι του κινηματικού και αντιμνημονιακού  αντιφασισμού. Αυταπάτες  φιλελεύθερου τύπου και «πολιτικής ορθότητας» που υπήρχαν στον ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την εποχή του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου-παρά το γεγονός ότι αρκετές από αυτές τις ρυθμίσεις ήταν σε θετική κατεύθυνση- στην κατεύθυνση ότι το αστικοδημοκρατικό κράτος κόντρα στην διαχείριση του Σαμαρά θα εξαλείψει το φασιστικό και ναζιστικό κοινωνικοπολιτικό ρεύμα και θα βάλει τα πράγματα στην θέση τους. Πέρα από το βασικό ζήτημα ότι η ποινική νομοθεσία δεν εξαλείφει κοινωνικά ρεύματα αλλά το πολύ πολύ διαλύει ή δυσχεραίνει την οργανωτική τους μορφή, χρειάζεται να εξηγηθεί κάπως αναλυτικότερα τι δυνατότητες δίνονται στην Αριστερά και στο λαό  μέσα από μια ποινική καταστολή του φασισμού και ποια είναι τα όριά τους καθώς και ποιοι κίνδυνοι δημιουργούνται από την παρούσα  διαχείριση εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής και την ανασύνταξη του πολιτικού συστήματος δια αυτής.            

Φασισμός και εγκληματική οργάνωση – το νόημα

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η Αριστερά αλλά και ευρύτερα οι δημοκρατικοί πολίτες  πάντοτε αντιμετώπιζαν τον φασισμό και τον ναζισμό ως ιδεολογίες συνδεδεμένες με τεράστια ιστορικά εγκλήματα και βαμμένες με το αίμα των αριστερών και των κοινωνικά αδύναμων, των «διαφορετικών» και των εκτός της φυλετικής κοινότητας. Η Αριστερά θεωρούσε , επίσης, κάτι που πια δεν το πολυλέμε, τον φασισμό ως έναν εγκληματικό αντικομμουνισμό.    Με αυτήν την ευρύτατη έννοια, κάθε φασιστικό κόμμα μπορεί να θεωρηθεί «εγκληματική οργάνωση». Όμως, αυτή η κρίση είναι μια ηθική και πολιτική κρίση, όσο μεγάλη νομιμοποίηση και αν διαθέτει, και δευτερευόντως μια νομική κρίση, καθώς ο φασισμός είναι κυρίως ένα κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό αντιδραστικό ρεύμα και κοινωνικό  φαινόμενο  και δευτερευόντως ένα εγκληματικό φαινόμενο με την νομική έννοια του εγκλήματος .Η κρίση για την εγκληματικότητα του φασισμού δεν έχει την έννοια ότι η Αριστερά ζητά ένα νομικό και συνταγματικό σύστημα, το οποίο διώκει ποινικά την εκδήλωση «εγκληματικού» φρονήματος και «εγκληματικών» ιδεών ή την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων στην βάση της ιδεολογίας και του προγράμματός τους, όποια και αν είναι αυτά και όσο ελκτικά ή  αποκρουστικά και αν είναι . Παρεκτός και αν μιλάμε για μια φάση επαναστατικής κρίσης και σύγκρουσης, η Αριστερά τόσο στο αστικό και στο σοσιαλιστικό κράτος πρέπει να ενισχύει την θέση που  επιτρέπει την ύπαρξη και εκδήλωση όλων των ιδεών και των πολιτικών οργανώσεων, αρκεί να μην ξεπερνάνε αυτές το όριο της πολιτικής βίας. Όπως οι αστοί  ζητάνε από την Αριστερά να μην ξεπερνά το όριο της πολιτικής βίας –και είναι, βέβαια,  ζήτημα συγκυρίας και ταξικού συσχετισμού το αν η Αριστερά θα ξεπεράσει αυτό το όριο και όχι θέμα δογματικού  σεβασμού της νομιμότητας -, η ανοχή και η ελευθερία πολιτικής οργάνωσης των δεξιών, ακροδεξιών η και φασιστικών  κομμάτων θα σταματάει, όταν αυτά ξεπερνούν το κατώφλι της πολιτικής βίας. Αυτή η  στάση της Αριστεράς είναι δισυπόστατη : αφενός μεν είναι μια αδιαπραγμάτευτη  στάση αρχής για το πώς πορεύεται στην αστική δημοκρατία αλλά και στον σοσιαλισμό, καθώς αν ξεκινήσεις μια διαδικασία απαγόρευσης κομμάτων βάσει των ιδεολογιών τους το όριο είναι επικίνδυνο και δυσδιάκριτο και καταλύει τελικά η διαδικασία αυτή τόσο την αστική όσο και την εργατική δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά, όποτε εγκαθιδρύθηκε  ένα τέτοιο σύστημα ελέγχου μέσα στην αστική δημοκρατία πρώτα και κύρια χτύπησε την Αριστερά και το κίνημα είτε μονόμπαντα είτε μέσα από ένα σύστημα καταστολής των «δύο άκρων» (όπως στη Δυτική Γερμανία το 1956 με την  ταυτόχρονη απαγόρευση του κομμουνιστικού και του φασιστικού κόμματος).

Ας δούμε τώρα τι γίνεται όταν το φασιστικό κόμμα οργανώνει και καθοδηγεί μια εγκληματική δραστηριότητα πολιτικής βίας. Αυτό ιστορικά υπήρξε μια συνηθισμένη περίπτωση. Ας ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι ως τέτοια δραστηριότητα εννοούμε ότι το φασιστικό ή ναζιστικό  κόμμα οργανώνει μια μηχανή πολιτικής βίας και ιδίως  πολιτικών δολοφονιών και επιθέσεων κατά της σωματικής ακεραιότηταςείτε ως αντιπολιτευόμενο είτε ως κυβερνητικό κόμμα (τότε πιά σε βιομηχανική κλίμακα). Κατ’ αρχήν, η δράση αυτή είναι κάτι πολύ πιο οργανωμένο, πιο σκοτεινό και πολιτικά πιο σημαντικό  από την παραβίαση του Ποινικού Κώδικα : με αυτήν την έννοια όταν το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για τα Εγκλήματα Πολέμου χαρακτήρισε το ναζιστικό κόμμα «εγκληματική οργάνωση» δεν εννοούσε κυρίως μια παραβίαση ποινικών διατάξεων αλλά μια οργανωμένη γενοκτονία και επίθεση κατά του πολιτισμού και της ανθρωπότητας. Η βασική όψη αυτής της εγκληματικής δράσης είναι η δολοφονία των αντιπάλων ή των «στιγματισμένων» και όχι βεβαίως  οι λούμπεν δραστηριότητες των φασιστών ή των παρακρατικών όπως η σωματεμπορία, η κλοπή, η «προστασία», η παιδεραστία  και τόσα άλλα που αντιμετωπίσαμε και στην Ελλάδα παλαιότερα με τους παρακρατικούς του Εμφυλίου   και πιο πρόσφατα με την Χρυσή Αυγή. Η λογική ότι μια φασιστική εγκληματική οργάνωση είναι απλώς μια Μαφία ή ένα κύκλωμα βαρειάς κοινής εγκληματικότητας υποβαθμίζει και γελοιοποιεί την αριστερή κριτική στον φασισμό. Ο Χορστ Βέσσελ , ο μάρτυρας των ναζί και των Ές Ές  , ήταν ένας κοινός νταβατζής. Παρ’όλα αυτά, τα ναζιστικό κίνημα και κόμμα  δεν ήταν κυρίως μια πανγερμανική ένωση σωματεμπορίας. Ούτε τα Τάγματα Εφόδου του Ρεμ ή η οργάνωση του φον  Γιοσμά  στην Ελλάδα ήταν κυρίως μια οργάνωση παιδόφιλων και παιδεραστών.  

 Ένα βασικό ζήτημα που ανοίγεται είναι το με ποια μέσα απαντάμε στην εγκληματική βία των φασιστών. Πρώτα από όλα με την  κοινωνική και πολιτική οργάνωση των καταπιεσμένων και των αδύναμων, των εργαζόμενων, των ανέργων και των μεταναστών  στις γειτονιές και τους δρόμους, στους χώρους  δουλειάς , με την ενίσχυση των κοινωνικών δικτύων του κινήματος και το χτύπημα των κοινωνικών δικτύων του φασισμού. Ο νεοφασισμός της Χρυσής Αυγής οργανώθηκε κατ’ αρχήν ως  ένα εθνικιστικό και ξενόφοβο ρεύμα στον Άγιο Παντελεήμονα και στις υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας. Το πρώτο λοιπόν πράγμα ενάντια στην φασιστική βία είναι το να μην επιτρέπουμε να ελέγχουν και να κατακτούν τις πόλεις αλλά να τις ανακτούμε και να τις ελέγχουμε κοινωνικά εμείς. Να πείθουμε τους ανθρώπους υπέρ της δικής μας αντισυστημικότητας και κατά της δικής τους.  Να περιορίζουμε το μπόι και την κοινωνική προσβασιμότητα του φασισμού ως ρεύματος και να κερδίζουμε μέσα στην πολιτική κρίση εμείς και όχι αυτοί τα στρώματα που αποστοιχίζονται από το αστικό πολιτικό σύστημα . Να ενισχύουμε την αριστερή ριζοσπαστικοποίηση και να μειώνουμε τα όρια και τις δυνατότητες της δεξιάς. Αυτό το πολιτικό στοίχημα προϋποθέτει ως βασικό εργαλείο για να χτυπήσουμε την φασιστική ρητορεία και βία το Ενιαίο Μέτωπο της Αριστεράς και την ταξική , αντιμνημονιακή και αντικαπιταλιστική πολιτική ως βασική κατεύθυνση. Οριακά, μπορεί να κάνεις μια  συγκεκριμένη κίνηση κατά του φασισμού μαζί και με τους αστούς δημοκράτες «από τα κάτω» και στην βάση της κοινής στόχευσης , δεν μπορείς όμως να συμμαχήσεις στρατηγικά με τα κόμματα του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού και της  μνημονιακής συρρίκνωσης και αυτής της αστικής δημοκρατίας. Κάνοντας κάτι τέτοιο ξεγελάς τον λαό για την εστία του κινδύνου και βγάζεις τον φασισμό από την πόρτα για να τον ξαναβάλεις από το παράθυρο, καθώς ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός είναι ένα διαφορετικό τέρας από τον φασισμό και πιθανώς προτιμότερο , δεν παύει, όμως, να τροφοδοτεί τον φασισμό μέσα από την κρατική πολιτική εφαρμόζοντας την ατζέντα του, ακόμη και όταν τον  καταστέλλει.         

   Υπάρχουν, όμως, βέβαια και τα ποινικά μέσα κατά της εγκληματικής φασιστικής δράσης, ιδίως κατά του παραστρατιωτικού μηχανισμού που οργανώνεται μέσα στο φασιστικό κόμμα . Η Αριστερά πρέπει να ζητά , προφανώς, την δίωξη, καταδίκη και φυλάκιση των στελεχών του φασισμού για τις βίαιες εγκληματικές τους πράξεις. Αυτό πάντοτε το υποστηρίζαμε.   Ποια μέσα όμως και με ποιόν τρόπο ;  


Φασισμός και εγκληματική οργάνωση – τα νομικά μέσα, η χρήση  και οι αντιφάσεις τους

Είναι προφανές ότι το αστικό κράτος και οι εισαγγελείς του θα μπορούσαν να έχουν διώξει τους άμεσους  φορείς της φασιστικής βίας ως ένα σημείο και χωρίς να προσφύγουν στην εγκληματική οργάνωση του 187 Ποινικού Κώδικα (πρώτος τρομονόμος του 2001). Οι τραυματισμοί, οι δολοφονίες των μεταναστών και του Παύλου Φύσσα,  οι 32 δικογραφίες για την δράση της Χρυσής Αυγής που περιλάμβαναν και την δράση στελεχών και βουλευτών της, δεν χρειάζονταν αναγκαστικά το 187 Π.Κ. για να στοιχειοθετηθούν και να προκαλέσουν αντίστοιχες ποινικές διώξεις. Μπορούσαν να προχωρήσουν και χωρίς τον τρομονόμο. 

Είναι βάσιμη η σκέψη ότι η πλήρης αντισυνταγματικότητα και η αντιδημοκρατικότητα του 187 Π.Κ. για την κακουργηματική εγκληματική οργάνωση α) δεν αναιρείται από την χρήση του κατά της Χρυσής Αυγής αλλά και β) δεν οδηγεί αναγκαστικά στην μη χρήση του κατά της Χρυσής Αυγής και ιδίως των ηγετικών της στελεχών. Η σκέψη αυτή φαίνεται αντιφατική αλλά δεν είναι. Όσα είχαμε πει από το 2001 κατά του  πρώτου τρομονόμου  ισχύουν απολύτως. Το 187 Π.Κ. είναι μια διάταξη που α) δεν ξεχωρίζει την μαφία από τις πολιτικές εγκληματικές οργανώσεις (όπως και η Χρυσή Αυγή και ο παραστρατιωτικός  της ιδίως μηχανισμός) και καταργεί την αναγκαία  έννοια του πολιτικού εγκλήματος β) εισάγει απαράδεκτα ανακριτικά μέτρα όπως οι ανώνυμοι μάρτυρες, η αστυνομική διείσδυση, οι υποκλοπές κλπ και γ) μπορεί να «δέσει» την οργάνωση με αόριστα ή και φρονηματικά  κριτήρια και χωρίς  να συνδέονται όσοι την αποτελούν με συγκεκριμένα σχέδια εγκληματικής δράσης. Όλα αυτά δεν είναι θέμα νομικών σεμιναρίων, όπως καγχάζουν κάποιοι. Η Αριστερά οφείλει να υπερασπίζεται την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα και μάλιστα ακόμη και για τους μη πολιτικούς εγκληματίες , πόσο μάλλον για τους πολιτικούς. Αυτά τα υπερασπίστηκαν οι αριστεροί νομικοί και η Αριστερά διαρκώς μετά το 2001 και δεν τα θυμούνται τώρα  δήθεν εκ των υστέρων.  Όσο για το αν η καταστολή και ποινικοποίηση της Αριστεράς είναι θέμα συσχετισμού και όχι νομικού πλαισίου, αυτό και βέβαια ισχύει υπό την αίρεση ότι το νομικό πλαίσιο αντανακλά και εκφράζει ή και τροφοδοτεί και αυτό το ίδιο έναν καλύτερο ή χειρότερο ταξικό συσχετισμό.   

  Είμαι από αυτούς που είχαν υποστηρίξει έγκαιρα ότι απέναντι στην άνοδο της βίαιης δράσης της Χρυσής Αυγής θα μπορούσε να υπάρξει μια «εξαιρετική» και περιορισμένη χρήση του 187 Π.Κ. , υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούμε να παλεύουμε για την κατάργησή του, ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να στρέφεται μόνο κατά των «αριστερών άκρων» (μαζικών ή και βίαιων)  και ποτέ κατά των «δεξιών άκρων» και ότι θα πρέπει να υπάρξει μια όσο το δυνατόν πιο μεγάλη χρήση των εξατομικευμένων ποινικών ευθυνών και μια όσο το δυνατόν πιο στενή και περιορισμένη χρήση του 187 συνδέοντας κατά το δυνατόν τα στελέχη της Χρυσής Αυγής με συνωμοτικά σχέδια εγκληματικών συγκεκριμένων πράξεων , πράγμα που κατά την γνώμη μου δεν είναι ανέφικτο. Η θέση αυτή κατανοεί την πολιτική ανάγκη της συγκυρίας  και την συντρέχει αλλά δεν την ιεροποιεί.  Δεν παραλύει μπρος σε αυτήν ούτε αφήνει να ανοίξει η νομιμοποίηση όλης της έκτακτης και αυταρχικής νομοθεσίας και να νομιμοποιηθεί αυτή από την ριζοσπαστική Αριστερά. Επίσης, δεν νομιμοποιεί τα αυταρχικά ανακριτικά μέτρα και την κατάργηση των ορκωτών δικαστηρίων ακόμη και απέναντι σε φρικτούς πολιτικούς  αντιπάλους μας.  Όταν ο Λένιν απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα, αστικά και αριστερά,  στον ρώσικο Εμφύλιο,  τόνισε την «εξαιρετικότητα» του μέτρου, δεν αρνήθηκε την εργατική δημοκρατία ως θέση αρχής ούτε παραιτήθηκε από το καθήκον να επανέλθει σε αυτήν. Ούτε και υποστήριξε ότι η εξαιρετική κρατική καταστολή πέρα από ανάγκη της συγκυρίας ήταν η βασική αρχή για την συγκρότηση του εργατικού κράτους. Δεν μπορούμε να λέμε ότι η στάση μας απέναντι στο 187 Π.Κ. είναι όπως η στάση μας απέναντι στο αστικό Σύνταγμα, τον εφαρμόζουμε επειδή απλώς ισχύει ! . Το αστικό σύνταγμα δεν το σεβόμαστε ως σύνολο, απλώς υπερασπίζουμε τις κατακτήσεις μας που είναι γραμμένες και ενσωματωμένες σε αυτό. Έναν αυταρχικό και αντιδημοκρατικό  νόμο τον καταπολεμούμε και ζητάμε την κατάργησή του. Και αν δεχτούμε μια «εξαιρετική» χρήση του χάριν της «σωτηρίας του λαού», τονίζουμε την εξαιρετική του εφαρμογή και όχι την γενική ανάγκη του σε αντίθεση με την κυβέρνηση Σαμαρά, που «ξεπλένει» τώρα  πολιτικά τους τρομονόμους.  Αυτά  θα έπρεπε να είναι αυτονόητα για την Αριστερά και όχι να ακούγονται απόψεις ότι οι θέσεις αρχής είναι «νομικισμοί» , «απώλεια του επίδικου» και «τζάμπα ευαισθησίες» και ότι μπροστά στην πολιτική ανάγκη κάθε μέσο είναι χρήσιμο και επωφελές. Με φοβίζει η σκέψη του πώς κάποιες τέτοιες «αριστερές» απόψεις περί των εκάστοτε «επίδικων»  θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, αν η Αριστερά ήταν στην κυβέρνηση και όσοι/ες τα επικαλούνται είχαν κάποια ισχύ  .

187 και 187Α Π.Κ. : από την εξαίρεση στον κανόνα, από την τακτική  υποχώρηση στην πανωλεθρία ή το νομικό που είναι και πολιτικό

Η νομιμοποίηση όχι μόνο μιας εξαιρετικής εφαρμογής του 187 Π.Κ. αλλά και μιας μονιμότερης εφαρμογής του 187 και του  187Α Π.Κ. (2ος τρομονόμος του 2004)  από την κοινοβουλευτική Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ακραίο πολιτικό λάθος. Δίνει το σήμα στην κοινωνία ότι η Αριστερά δεν έχει πολιτικές αρχές αλλά είναι μια δύναμη πολιτικού καιροσκοπισμού και σημαία ευκαιρίας. Δίνει το σήμα ότι μπορεί αύριο να διωχθεί ένα κόμμα ως «τρομοκρατική οργάνωση», δηλαδή ως μια οργάνωση που στην πραγματικότητα δεν στοχεύει σε κανένα έγκλημα αλλά  στην ανατροπή ή βλάβη των θεμελιωδών οικονομικών και συνταγματικών δομών μιας χώρας ή ενός οργανισμού (του ΝΑΤΟ ή της Ε.Ε.). Αν το 187 είναι μια είσοδος στην κόλαση , το 187 Α Π.Κ. είναι ένα παιχνίδι σκάκι με τον διάβολο .Είναι η επιτομή της φρονηματικής πολιτικής δίωξης με έναν τρόπο που θυμίζει έντονα το ιδιώνυμο και τον ν. 509 . Άρα, το επιχείρημα ότι τα δύο 187 είναι το ίδιο πράγμα –πέρα από το ζήτημα του ότι δεν υπάρχει καμία τρέχουσα δίωξη με το 187 Α Π.Κ.- είναι έωλο και επικίνδυνο. Δεν θα μείνω στο θέμα ότι το 187 Α Π.Κ. μετατρέπει πράξεις όπως η παρακώλυση της ασφάλειας συγκοινωνιών σε «τρομοκρατικές» αυξάνοντας την ποινή τους ούτε θα υποστηρίξω ότι μόνο το 187Α Π.Κ. τιμωρεί την οργάνωση ανεξάρτητα από πράξεις, καθώς αυτό το κάνει και το ίδιο το  187. Δεν θα μείνω καν στο ότι το αρχικό 187 Α Π.Κ. εν πλήρει επιγνώσει του νομοθέτη για την φύση του όριζε ότι δεν  εφαρμόζεται σε περιπτώσεις συνδικαλιστικής δράσης και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος-αυτό καταργήθηκε το 2010 από τον ΓΑΠ  και εμείς δεν ζητάμε καν την επαναφορά του.  Θα επιμείνω στο ότι το άνοιγμα της βεντάλιας της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και η ευρεία  νομιμοποίησή της από την Αριστερά είναι κινήσεις που ευνοούν την αντιδημοκρατική εκτροπή και την αυταρχική εκτράχυνση στην χώρα μας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι, όπως είμαστε «ανοιχτοί» στην μη προώθηση ρήξεων με την μνημονιακή πολιτική, γινόμαστε ανοιχτοί και στην έκπτωση της δημοκρατίας και στην ανοικοδόμηση, επαναφορά, νομιμοποίηση   και εφαρμογή ενός οπλοστασίου που μπορεί να χτυπήσει τις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές του λαϊκού κινήματος.     

Η στάση μας στην Βουλή θυμίζει αρνητικές πλευρές της πορείας του διεθνούς κινήματος. Θυμίζει λ.χ. το ΙΚΚ ,όταν απέναντι στην «κόκκινη»-και όχι την «μαύρη» τρομοκρατία- νομιμοποιούσε στα πλαίσια του Ιστορικού Συμβιβασμού τα αυταρχικά μέτρα Κοσσίγκα, την οικοδόμηση ενός έκτακτου αστυνομικού κράτους και λίγο αργότερα την ποινική δίωξη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (1979). Στην Ελλάδα δεν είχαμε μια τέτοια παράδοση αυταρχικής συναίνεσης –ως και ο Α. Παπανδρέου θεωρούσε τον πρώτο αντιτρομοκρατικό του 1978 ως τον «νέο 509». Γιατί να κάνουμε τώρα μια τέτοια αρχή ;   

Μα, θα πει κανείς, υπάρχει κίνδυνος ποινικοποίησης της Αριστεράς και του κινήματος στην Ελλάδα τόσα χρόνια μετά το 1974 ; Mήπως αυτά είναι ιδεοληψίες  και εκφράσεις μιας φοβικής Αριστεράς ; Απαντάμε  : κοιτάξτε γύρω σας μια Ε.Ε. που καλεί στην ποινικοποίηση του κομμουνισμού μέσα από «προγράμματα δράσης», μια ανατολική Ευρώπη με παράνομα τα Κ.Κ. –έστω αυτά τα σταλινικά- και την αρχή μιας εκτεταμένης ποινικοποίησης στην χώρα μας. Κοιτάξτε τις Σκουριές και τις δεκάδες διώξεις βάσει της εγκληματικής οργάνωσης. Είναι παρόν, δεν είναι μέλλον.


Συνταγματικό τόξο ;

Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο ζήτημα νομικοπολιτικό και ζήτημα στάσης απέναντι στην δημοκρατία και τις λαϊκές ελευθερίες. Και αυτό δεν θα ήταν λίγο από μόνο του σε μια κοινωνία που διψάει για δημοκρατία. Δεν είναι λίγο να πελεκάμε οι ίδιοι το δέντρο των πολιτικών δικαιωμάτων μας.  

 Όμως, το θέμα, όπως σωστά τέθηκε στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ- χωρίς να ληφθεί απόφαση, κάτι που εκ των υστέρων φαντάζει ίσως ως λαθεμένη πολιτική  τακτική- είναι το ευρύτερο άνοιγμα στο συνταγματικό τόξο ή ορθότερα στο «αντισυνταγματικό τόξο». Σε μια συγκυρία όπου ο Σαμαράς  ετοιμάζει το επόμενο μνημόνιο, όπου τα νοσοκομεία και τα σχολεία κλείνουν , όπου προετοιμάζεται κούρεμα συντάξεων των 300 ευρώ και των λαϊκών καταθέσεων, όπου ο καπιταλισμός παρά την αποτυχία του successstory προελαύνει απέναντι σε ένα κίνημα με αδυναμίες, η για πρώτη ουσιαστικά φορά υπερψήφιση μαζί με τους μνημονιακούς ενός σημαντικού νόμου αποτελεί έναν μεγάλο, γλαφυρό και επώδυνο συμβολισμό πολιτικού συμβιβασμού.   Αποδεικνύεται ότι εκτός από τον μεγάλο κίνδυνο μιας διαχειριστικής κυβερνητικής Αριστεράς, υπάρχει και ο κίνδυνος μιας Αριστεράς ως εποικοδομητικής αντιπολίτευσης και ως συνεργού του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού με η χωρίς κοινοβουλευτικό μανδύα.  

Αυτόν τον συμβολισμό δεν τον χρειαζόμαστε. Αυτός ο συμβολισμός είναι επικίνδυνος και χρειάζεται να τον αποβάλλουμε με άμεσες πολιτικές ενέργειες. Πόσο μάλλον, η κλιμάκωση τέτοιων ενεργειών χάριν του «αντισυνταγματικού τόξου» μας βάζει σε επικίνδυνη ατραπό.

Στην ζωή όπως και στην πολιτική χρειάζεται θάρρος.   











 

Ετικέτες