Ένας εξαιρετικά σημαντικός νεωτερισμός διατρέχει όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που έχουν ασκήσει μνημονιακές πολιτικές (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) μέχρι σήμερα: Όλες αυτές οι πολιτικές δυνάμεις, είτε τοποθετούνται στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση, καταγγέλλουν την σημερινή κοινωνική κατάσταση «εξαθλίωσης» που πλήττει ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού πληθυσμού.

Όλοι κάνουν λόγο για την υπερμεγέθη ανεργία και την πλειονότητα των μακροχρόνια ανέργων που στερούνται οποιουδήποτε επιδόματος ανεργίας, για τους χαμηλοσυνταξιούχους που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, για ένα σημαντικό μέρος των εργαζομένων της καπιταλιστικής οικονομίας που αναπαράγεται σε καθεστώς ολοσχερούς ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων και αποψιλωμένων μισθών κλπ.

Η φιλολογία περί «εξαθλίωσης» των μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων

Αυτό γίνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συμπληρώνει διετία στην διακυβέρνηση της χώρας, προκειμένου να καταγγείλει την κοινωνική κατάσταση ολοκαυτώματος που κληροδότησε η προηγούμενη μνημονιακή περίοδος (2010 – 14), και μ’ αυτό τον τρόπο να αιτιολογήσει την δική του ανεπάρκεια και απροθυμία να αντιμετωπίσει δραστικά τα ζωτικά κοινωνικά ζητήματα. Γίνεται αντίστοιχα από το αστικό μνημονιακό μπλοκ, προκειμένου να καταγγείλει φαινόμενα κοινωνικής εξαθλίωσης, που επικρατούν στην σημερινή περίοδο διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ, παρακάμπτοντας όλη την πολιτική που άσκησε με το πρώτο και δεύτερο μνημόνιο, προκαλώντας μια άνευ προηγουμένου αποψίλωση μισθών, συντάξεων, δικαιωμάτων κ.ά. Έτσι, έχουμε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα όπου όλες οι πολιτικές δυνάμεις του, κυβερνητικές και αντιπολιτευτικές, στηλιτεύουν την παραφθορά των κοινωνικών συνθηκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας, τη στιγμή που οι ίδιες την έχουν δημιουργήσει και οι ίδιες αναποτελεσματικά την διαχειρίζονται.

Από μια άποψη αυτή η στάση καταμαρτυρεί την αδυναμία όλου του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει την κρίση και τις ισχυρές συνέπειές της στους «από κάτω». Κατ’ αυτό τον τρόπο παρακάμπτονται τόσο η επισήμανση και η ερμηνεία των αιτιών που έχουν οδηγήσει στην σημερινή εξαθλίωση, ενώ από την άλλη πλευρά προβάλλεται ως διέξοδος η «ανάπτυξη» η οποία θα λειτουργήσει θεραπευτικά για την αντιμετώπιση της ανεργίας, την βελτίωση των κοινωνικών παροχών, την σχετική ανύψωση των μισθών κλπ. Μια αριστερή ριζοσπαστική κριτική στάση απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, για να έχει φερεγγυότητα και αξιοπιστία, χρειάζεται να επιχειρεί να απαντήσει σ’ αυτά τα δύο νευραλγικά ζητήματα του «γιατί» της επικρατούσας γενικευμένης λιτότητας, και του «πώς» της υπέρβασης της σύγχρονης κατάστασης.

Προφανώς εντελώς διαφορετική κατ’ αρχήν είναι η ανάδειξη της οικονομικής καταστροφής και κοινωνικής παραφθοράς που γίνεται από τους πολιτικούς σχηματισμούς της Αριστεράς, οι οποίοι και ασκούν κριτική στις ασκούμενες κυβερνητικές μνημονιακές πολιτικές. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί κανείς να μην υποβάλει αυτές τις τοποθετήσεις στα ερωτήματα του «γιατί» και το «πώς» των πραγμάτων, αν θέλει να καταλήξει σε μια ορισμένη αποτελεσματική αντιμετώπιση. Έτσι, αν συμπεριλάβει κανείς και τα αριστερά κόμματα, η καταγγελία της κοινωνικής «εξαθλίωσης» έχει γενικευμένα χαρακτηριστικά για το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Χρειάζεται έτσι να εξετάσει κανείς την αιτιολογία που προβάλλεται σε κάθε περίπτωση όσο και τις διεξόδους που προτείνονται για την αντιμετώπιση αυτής της κοινωνικής «εξαθλίωσης».

Ξεκινώντας αυτή τη διερεύνηση της αιτιολογίας που δίνουν τα αστικά μνημονιακά κόμματα για την κοινωνική παραφθορά που πλήττει τη μεγάλη πλειονότητα του λαϊκού πληθυσμού, διαπιστώνουμε ότι το πρώτο που συμβαίνει είναι η θέση στο απυρόβλητο των μνημονιακών πολιτικών που τα ίδια έχουν ασκήσει. Δεν είναι τα μνημόνια αυτά που επέφεραν την  απομείωση μισθών και συντάξεων, συνέβαλαν στην κατακόρυφη άνοδο της ανεργίας κλπ.:  Απεναντίας αυτά ήταν αναγκαία για την διατήρηση της ελληνικής οικονομίας εντός της ζώνης του ευρώ, για το «νοικοκύρεμα» των δημοσιονομικών της χώρας, για την αποφυγή της χρεοκοπίας, για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, για να διαμορφωθούν όροι προσέλκυσης ξένων επενδύσεων κ.ά. Άρα το μόνο που τους απομένει να κάνουν, εντός του αστικού διπολικού συστήματος (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ με τους σχετικούς τους πολιτικούς δορυφόρους), δεν είναι παρά να κατακρίνουν ο ένας τον άλλο απλά για άστοχους χειρισμούς, για τον λανθασμένο τρόπο της διαχείρισης των πραγμάτων εντός του μνημονιακού πλαισίου. Κι’ ακόμη περισσότερο αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές αιτίες που έχουν προκαλέσει την υιοθέτηση των μνημονιακών πολιτικών και έχουν προκαλέσει τα εκτεταμένα φαινόμενα κοινωνικής «εξαθλίωσης». Τελικά, τόσο η καπιταλιστική κρίση, όσο και οι πολιτικές των μνημονίων τίθενται στο απυρόβλητο ως γενεσιουργές αιτίες της σημερινής παραφθοράς.

Η ερμηνευτική μεθοδολογία των αριστερών δυνάμεων

Από την άλλη πλευρά της Αριστεράς εντοπίζεται ευθύς εξαρχής η συνεχής μνημονιακή πολιτική ως η αιτία πρόκλησης των παντοειδών δεινών των λαϊκών τάξεων, γι’ αυτό και είναι κοινός τόπος η αντιπαλότητα στα μνημόνια που έχουν εφαρμοστεί και συνεχίζουν να υλοποιούνται. Ωστόσο, από εκεί και πέρα, υφίσταται ένας σοβαρός διαχωρισμός ως προς τα ίδια τα αίτια των πολιτικών των μνημονίων. Σε μια περίπτωση θεωρούνται καθαρά ως «εξωγενείς επιβολές» (των «γερμαναράδων», της «λυκοσυμμαχίας» των Βρυξελλών κλπ.), που καταργούν την εθνική ανεξαρτησία, τη νομισματική αυτοτέλεια, στη βάση του υπέρμετρου δημόσιου δανεισμού και της μακροχρόνιας απομύζησης των σχετικών τοκοχρεολυσίων από τους διεθνικούς καπιταλιστικούς μηχανισμούς (Ευρωζώνης, ΔΝΤ κ.ά.). Εντούτοις αυτό δεν είναι παρά η «μισή» αλήθεια, στο βαθμό που τα τρία μνημόνια, πέραν της δρακόντειας δημοσιονομικής προσαρμογής, αποσκοπούσαν κυρίαρχα στο να καταστήσουν την εργατική τάξη «πειθήνια, φθηνή, απορρυθμισμένη», προκειμένου οι ελληνικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα ζημιογόνα τους αποτελέσματα και να εισέλθουν εκ νέου (όπως και τελικά έγινε) στην τροχιά της κερδοφορίας και αποδοτικότητας του κεφαλαίου.

Από την άλλη πλευρά θεωρείται ότι σε τελική ανάλυση η έσχατη αιτιολογία είναι η λειτουργία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, και η ένταξη της ελληνικής οικονομίας μέσα σ’ αυτά. Ωστόσο γιατί αυτό δεν συνέβη στις δεκαετίες του 1980 και 1990, γιατί εξίσου δεν προέκυψε στη δεκαετία του 2000 που λειτουργούσε ήδη η ευρωζώνη, με τον ελληνικό καπιταλισμό να επιτυγχάνει σταθερή υψηλή κερδοφορία και ανοδικούς ρυθμούς εξέλιξης του ΑΕΠ ; Μεσολάβησε έτσι η έκρηξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, που εμφανίστηκε με δριμύτητα στους ισολογισμούς των ελληνικών επιχειρήσεων από το 2010, προκάλεσε τα διαδοχικά κύματα των εκατοντάδων χιλιάδων απολύσεων, την διόγκωση ενός ήδη υψηλού δημόσιου χρέους, και την προσφυγή στα μνημόνια και στον συνεχόμενο δανεισμό, με συνεχή αύξηση του δημόσιου χρέους. Οι θεσμοί της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, στους οποίους συμμετέχει ολοκληρωμένα και η ελληνική αστική τάξη, λειτούργησαν έτσι : Από τη μια πλευρά ως η έκφραση του τοκογλυφικού κεφαλαίου που απομυζούσε συνέχεια ένα σημαντικό μέρος του ΑΕΠ της χώρας μακροχρόνια, και από την άλλη πλευρά ως εγγυήτριες δυνάμεις για την γενικευμένη επιβολή στην ελληνική οικονομία μορφών εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, με όλες τις καταστρεπτικές κοινωνικές συνέπειες.

Τέλος, από μια άλλη σκοπιά, προβάλλεται η αντίληψη ότι δεν ήταν παρά ο «καπιταλισμός γενικά», που επόμενο είναι να προκαλεί την κοινωνική υποβάθμιση, και όχι η συγκεκριμένη μορφή κρίσης αναπαραγωγής του, κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης,  που επέβαλε τις μνημονιακές πολιτικές, για τη σωτηρία της ελληνικής αστικής τάξης με το ολοκαύτωμα της ελληνικής εργατικής τάξης. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αποτελεί μια «ιδεοληπτική» αναφορά, που παραμένει πάντοτε ίδιος: Η αστική κυριαρχία παίρνει συγκεκριμένες υλικές εκφράσεις, οι ίδιες οι οικονομικές διαδικασίες της καπιταλιστικής οικονομίας τροποποιούνται με βάση την εξέλιξη του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων. Άλλωστε, η εναντίωση στην καπιταλιστική οικονομική οργάνωση δεν αφορά τον «καπιταλισμό εν γένει», αλλά τις συγκεκριμένες μορφές έκφανσής του, όπως στην προκειμένη περίπτωση είναι κυρίαρχα οι πολιτικές των μνημονίων.

Οι πολιτικές και οικονομικές απαντήσεις στο πρόβλημα της «ανάπτυξης»

Αν είναι έτσι τα πράγματα αναφορικά με την αιτιολογία της κοινωνικής υποβάθμισης, τότε πώς τίθεται το ζήτημα της αντιμετώπισής της, εφόσον για την άσκηση της αστικής πολιτικής απαιτείται ένα σχετικό «αφήγημα» διεξόδου, που να εξασφαλίζει έτσι μια βάση νομιμοποίησης της ασκούμενης πολιτικής. Κοινή είναι η θέση για το σύνολο του μνημονιακού πολιτικού σύμπαντος, ότι η διέξοδος από το τούνελ δεν μπορεί παρά να είναι η αναπτυξιακή απογείωση της ελληνικής οικονομίας, μετά την εξαετή στασιμότητα και ύφεσή της. Εξίσου κοινός τόπος είναι ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, άρα χρειάζεται η κατάλληλη διαμόρφωση του επιχειρηματικού τοπίου της χώρας. Ωστόσο για την επίτευξη αυτής της «ανάπτυξης» της ελληνικής οικονομίας, η οποία θεωρείται ότι θα αντιμετωπίσει τα λαϊκά κοινωνικά ζητήματα, τίθενται όροι που αναιρούν κάθε κοινωνική της διάσταση, καθιστώντας την κοινωνική υπανάπτυξη.

Κοινή στάση της αστικής τάξης, των ευρωπαϊκών υπερεθνικών κέντρων, των ξένων επενδυτών που  επιδιώκεται να προσελκυσθούν, των κομμάτων της μνημονιακής διαχείρισης, προκειμένου να τροφοδοτηθούν αναπτυξιακές διαδικασίες, είναι μεταξύ των άλλων : Η ολοκληρωτική αποκρατικοποίηση όσων επιχειρήσεων απομένουν σε δημόσιο έλεγχο. – Η διατήρηση των φορολογικών προνομίων προς όφελος των επιχειρήσεων, προκειμένου να προχωρήσουν σε επενδυτικές δράσεις. – Η διατήρηση του μειωμένου κατώτατου μισθού  και της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων με τα επίπεδα που ίσχυαν στην αρχή του 2012. – Η ολοσχερής ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των συμβάσεων εργασίας που συνάπτεται να αφορά σχέσεις ελαστικής απασχόλησης κλπ. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις που ήδη έχουν υλοποιηθεί, ακόμη και αν σημειωθούν θετικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ το 2017 της τάξης του προβλεπόμενου 2,5%, δεν πρόκειται να αντιμετωπισθεί η ανεργία, να βελτιωθούν οι εργατικές αμοιβές, να παραμείνουν χαμηλά τα τιμολόγια των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Δηλαδή θα πρόκειται για μια ανάπτυξη της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας με ριζικά αρνητικό κοινωνικό πρόσημο, που δεν θα θεραπεύει την κοινωνική εξαθλίωση που το ίδιο το μνημονιακό μπλοκ αναδεικνύει και καταγγέλλει.

Από την πλευρά της Αριστεράς προάγεται μια διαφορετική αντίληψη για την «ανάπτυξη» ως όρου θεραπείας των κοινωνικών δεινών που επισώρευσαν τα μνημόνια και η καπιταλιστική κρίση. Έτσι, σε μια πρώτη περίπτωση, υποστηρίζεται ότι πραγματική ανάπτυξη με κοινωνικά δίκαια χαρακτηριστικά, δεν μπορεί να επέλθει παρά με την πλήρη κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων, δηλαδή μετά την μετάβαση στον σοσιαλισμό – κομμουνισμό. Αυτή η λογική δεν προσδιορίζει κανέναν βηματισμό για την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων, δεν καθορίζει ενδιάμεσα ορόσημα, και παραπέμπει τα πράγματα σε ένα «ιστορικό υπερπέραν», μέχρι την έλευση του οποίου απαιτείται ο περιορισμός στην ολόπλευρη ενίσχυση του πολιτικού υποκειμένου. Ουσιαστικά αποφεύγει να απαντήσει με όρους υλικούς και σύγχρονους στο πρόβλημα της συνάρτησης οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Από μια άλλη πλευρά προβάλλεται η άποψη ότι με μια αφετηριακή έξοδο από την ευρωζώνη, με την εθνικοποίηση των τραπεζών και την οικονομική ενίσχυση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η «ανάπτυξη» θα ανοίξει τα φτερά της και μάλιστα εξασφαλίζοντας «φιλολαϊκά» χαρακτηριστικά. Σ’ αυτή την περίπτωση, που είναι απότοκη ενός οικονομισμού, πιστεύεται ότι πρώτα χρειάζεται η οικονομική «ανάπτυξη», εντός των πλαισίων προφανώς των αστικών σχέσεων παραγωγής, και στη συνέχεια μια ορισμένη αναδιανομή εισοδήματος, που να διασφαλίζει την «φιλολαϊκότητα» αυτής της πορείας. Εντούτοις μια τέτοια «ανάπτυξη» της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, προκειμένου να μπορεί να υλοποιηθεί, απαιτεί την διατήρηση των όρων εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, δηλαδή όλη την αποψίλωση μισθών, εργατικών δικαιωμάτων, κοινωνικών παροχών κλπ. Γιατί ακριβώς η κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου ανέκαμψε οριακά από το 2014 – 15 εξ αιτίας αυτών των όρων, σε συνάρτηση με την υψηλή ανεργία που επικαθορίζει όλες τις άλλες οικονομικές διαδικασίες.

Κατά συνέπεια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση είναι προβληματική η εξασφάλιση κοινωνικά δίκαιων μέτρων, μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο. Άλλωστε, η ολοσχερής κατάργηση των μνημονίων σ’ αυτή την αριστερή προοπτική (αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας, εργασιακών σχέσεων κλπ.), καθαιρεί ακριβώς τους πυλώνες πάνω στους οποίους βασίστηκε η ανάκαμψη του επιχειρηματικού κεφαλαίου στα προηγούμενα χρόνια της κρίσης. Έτσι, όχι μόνον οικονομική «ανάπτυξη» δεν θα επέλθει, αλλά θα ανακυκλωθεί η προηγούμενη κατάσταση ισχυρής ύφεσης, εφόσον οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις επιστρέψουν στην εκτενή ζημιογόνα δραστηριότητα, λόγω της κατάργησης των μνημονιακών διατάξεων, στις οποίες και είχαν βασιστεί σχεδόν αποκλειστικά.

Γίνεται έτσι φανερό ότι με την ακύρωση των μέχρι σήμερα εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων, τίθεται μείζον ζήτημα λειτουργίας του αστικού κοινωνικού καθεστώτος, εφόσον ο επιχειρηματικός τομέας της οικονομίας χάνει τα αντιλαϊκά ερείσματα στα οποία είχε βασίσει την ανάκαμψή του. Συνεπώς για να διασφαλιστεί η «ανάπτυξη», και μάλιστα να συνοδεύεται από μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης, απαιτείται μια ισχυρή πολιτική και οικονομική παρέμβαση στις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, των οποίων η αλλαγή είναι σε θέση να επιφέρει και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ριζική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων και σε βάρος της καπιταλιστικής κερδοφορίας, επιβολή γενικευμένου δραστικού εργατικού ελέγχου στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, θέση σε παραγωγική κίνηση των επιχειρήσεων που έχουν εκκαθαριστεί με δημόσια κυριότητα και κοινωνική λειτουργία κλπ. Αυτές οι παρεμβάσεις (μεταβατικό πρόγραμμα) δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την ρήξη και την απαρχή μετάβασης σε μια σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της ελληνικής κοινωνίας.          

Ετικέτες