Η κρίση στις σχέσεις με την Τουρκία, με αφορμή τη NOTAM που εξέδωσε η Άγκυρα για δέσμευση έως του τέλους του χρόνου μιας μεγάλης περιοχής στο Αιγαίο (ΝΟΤΑΜ που ωστόσο αποσύρθηκε πολύ σύντομα), έφερε στην επιφάνεια τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που ασκεί η νέα ελληνική κυβέρνηση.
Το τεστάρισμα μιας νέας -και μάλιστα για πρώτη φορά με κορμό την Αριστερά- κυβέρνησης από την τουρκική πλευρά ήταν, για πολλούς αναμενόμενη. Ο ανταγωνιστής στο Αιγαίο δοκιμάζει μέχρι πού μπορεί να υποχωρήσει η νέα και «άπειρη» ηγεσία της αντίπαλης πλευράς. Εξάλλου αυτό έχει ξαναγίνει με την κυβέρνηση Σημίτη, λένε. Στην πραγματικότητα όμως η παρ’ ολίγον κρίση δεν οφειλόταν μονάχα στην τουρκική επιθετικότητα. Έχει να κάνει με τις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης, τόσο σχετικά με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Άμυνας όσο και σχετικά με τις συμμαχίες στην περιοχή.
Στο πρόγραμμά του ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στην υπέρτατη αξία της ειρήνης τονίζοντας τα εξής: «Αποκαθιστούμε στη θεωρία και την πράξη τις έννοιες “εθνικό” και “πατριωτικό”, συνδέοντάς τες με το γνήσια λαϊκό. Ο εθνικισμός και η πατριδοκαπηλία βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον δημοκρατικό-διεθνιστικό πατριωτισμό των λαϊκών τάξεων και της Αριστεράς [...] Προωθούμε την ένταξη στο διεθνές γίγνεσθαι της χώρας μας μέσω μιας ανεξάρτητης, πολυδιάστατης και φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής, που θα εδράζεται στην ισότιμη συνεργασία, στην εθνική ανεξαρτησία και στην προστασία της εδαφικής μας ακεραιότητας… Η απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ, η κατάργηση των ξένων στρατιωτικών βάσεων, η αποτροπή της στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ και η εφαρμογή της αρχής “κανείς Έλληνας στρατιώτης σε πολεμικά μέτωπα έξω από τα σύνορα της χώρας” συνιστούν άξονες της εξωτερικής μας πολιτικής».
Εξειδικεύοντας το μέτωπο κατά της πατριδοκαπηλίας, η «Αυγή» (μόλις στις 23/11/2014) φιλοξενούσε άρθρο στελέχους της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ που με αφορμή το σκάνδαλο των Super Puma, τόνιζε μεταξύ άλλων: «Η υπόθεση Καρατζαφέρη αποτελεί τον πιο πρόσφατο κρίκο στη μακρά αλυσίδα περιστατικών που τεκμηριώνουν ότι το εμπόριο πατριωτισμού είναι στη χώρα μας μια από τις πλέον προσοδοφόρες οικονομικοπολιτικές δραστηριότητες. Από γενέσεως του ελληνικού κράτους, η διαρκής επίδειξη αδιαλλαξίας στα λεγόμενα “εθνικά θέματα” (ήτοι στα θέματα εξωτερικής πολιτικής), σε συνδυασμό με την πλειοδοσία φιλοπατρίας έναντι των εκάστοτε πολιτικών αντιπάλων, παραμένει σταθερά το πλέον αξιόπιστο μέσο για τον προσπορισμό (όχι μόνο πολιτικής) υπεραξίας». Προσέθετε δε το εξής: «Ακόμα και με μια οικονομία χρεοκοπημένη, το ζήτημα της μείωσης των “αμυντικών” (δηλαδή πολεμικών) δαπανών δεν μπήκε καν στον δημόσιο διάλογο. Πολύ περισσότερο, δεν έγινε συζήτηση για το αν μια διαφορετική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική της χώρας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο πλαίσιο διεθνών σχέσεων που θα διευκόλυνε τη συρρίκνωση των εξοπλισμών».
Τι έγινε μετά τη δημιουργία της κυβέρνησης; Επικεφαλής του υπ. Άμυνας τοποθετήθηκε κάποιος που βρίσκεται στον αντίποδα των συνεδριακών αποφάσεων και των απόψεων όλων των μελών του ΣΥΡΙΖΑ. Οι θεατρικές πτήσεις πάνω από τα Ίμια και οι κορόνες εναντίον της Τουρκίας, μόνον τις φιλειρηνικές διακηρύξεις για συνεργασία με τις γειτονικές χώρες δεν υπηρετούν. Αντίθετα ταυτίζονται με τον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία που καταγγέλλει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα περίμενε κανείς από μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά να υπηρετήσει στην πράξη τις φιλειρηνικές εξαγγελίες της, απλώνοντας χέρι φιλίας προς τον τουρκικό λαό με το ακράδαντο επιχείρημα της μείωσης των εξοπλισμών και της αποστρατιωτικοποίησης του Αιγαίου. «Μια διαφορετική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική της χώρας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο πλαίσιο διεθνών σχέσεων που θα διευκόλυνε τη συρρίκνωση των εξοπλισμών», σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο της «Αυγής».
Αντίθετα, στην επίσκεψή του στην Κύπρο, ο Καμμένος μιλώντας σε άνδρες της ΕΛΔΥΚ τους χαρακτήρισε ως «μια μονάδα επίθεσης» που «όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου θα είναι η μονάδα που θα σηκώσει πάλι τη σημαία της λευτεριάς στα κατεχόμενα εδάφη», τινάζοντας στον αέρα τα περί διεθνούς δικαίου και διεθνών οργανισμών μέσω των οποίων βλέπει τη λύση ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην εν λόγω επίσκεψη ο Καμμένος προχώρησε σε άλλη μια πρόκληση προς την Άγκυρα: Συνεχίζοντας την πολιτική των Σαμαρά-Βενιζέλου ακριβώς από εκεί όπου την άφησαν, εξήγγειλε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις Ελλάδας-Ισραήλ και πιθανώς και Αιγύπτου. Η προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ περί «καμίας στρατιωτικής συνεργασίας» με το σιωνιστικό κράτος, πήγε περίπατο με τον πιο προκλητικό και ξεδιάντροπο τρόπο. Το ίδιο και οι εκκλήσεις για μείωση των εξοπλισμών: Ο Καμμένος πρότεινε, σύμφωνα με κυπριακά ΜΜΕ, την αγορά μαχητικών αεροπλάνων εκ μέρους της Λευκωσίας, τα οποία θα σταθμεύουν σε ελληνικά αεροδρόμια!
Η στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ και με την αιματοβαμμένη χούντα του Καΐρου αποτελεί μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση προς την Άγκυρα. Δεν το λέμε εμείς μόνον αυτό: Το απόλυτα εχθρικό προς τις διεθνιστικές απόψεις tribune.gr είχε δώσει τον εξής τίτλο στο ρεπορτάζ για τις εξαγγελίες στην Κύπρο: «Ο Καμμένος “κυκλώνει” τον Ερντογάν – Κοινές ασκήσεις Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου».
Σε προηγούμενη ανάρτησή μας («Καμία υπόκλιση στον εθνικισμό») προειδοποιούσαμε ότι «η διατήρηση του αντιδραστικού άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και τα επικίνδυνα παιχνίδια με τις ΑΟΖ μπορούν να πυροδοτήσουν κλίμα έντασης με την Τουρκία, ειδικά αν τα εθνικιστικά ιδεολογήματα του Καμμένου και των ομοίων του μετατραπούν σε επίσημη εξωτερική πολιτική». Έτσι φτάσαμε στη ΝΟΤΑΜ –που τελικά αποσύρθηκε. Γιατί δυστυχώς έχει και η άλλη πλευρά τους Καμμένους της που απέδειξαν ότι μπορούν να απαντούν στις εθνικιστές κορόνες της δικής μας πλευράς με αντίστοιχο τρόπο.
Κι όμως στο πλαίσιο της φιλειρηνικής πολιτικής, της ισότιμης συνεργασίας και της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, δηλ. στο πλαίσιο των καπιταλιστικών διακρατικών σχέσεων που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να προχωρήσει η οικονομική συνεργασία Αθήνας-Άγκυρας, καταλαγιάζοντας τα πιθανά θερμοπολεμικά πάθη. Το φλερτ της Αθήνας με τη Μόσχα καθώς και τα εναλλακτικά σχέδια της τελευταίας για αγωγό υδρογονανθράκων που θα διέρχεται και από Τουρκία και από Ελλάδα, θα μπορούσε άνετα να αξιοποιηθεί σε αυτή την κατεύθυνση, επιφέροντας διπλό χτύπημα στους εμπόρους όπλων και στους δυτικούς «συμμάχους» μας: και συνεργασία με την «κακιά» Ρωσία και μείωση των εξοπλισμών προς όφελος των λαών. Αντίθετα προτιμήθηκε η δοκιμασμένη (και πανάκριβη όσον αφορά τους εξοπλισμούς) μέθοδος της τουρκοφαγίας.
Ωστόσο η πολιτική αυτή έχει ένα άλλο πολύ χειρότερο συνεπακόλουθο. Το άρθρο της «Αυγής» που προαναφέραμε τόνιζε πολύ σωστά πως δεν «είναι τυχαίο ότι τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής έχουν βαφτιστεί “εθνικά”. Με το να είναι “εθνικά”, και όχι αντικείμενα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, τα θέματα αυτά μετατρέπονται σε φετίχ που εξαιρούνται της συνήθους πολιτικής αντιπαράθεσης». Κι έτσι φτάνουμε στον πραγματικό κίνδυνο: Να εξωθηθεί η ελληνική κυβέρνηση σε λύσεις εθνικής ενότητας για τα «εθνικά» ζητήματα, δηλ. για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και πιο συγκεκριμένα για τις σχέσεις με την Τουρκία, η οποία «απειλεί την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα». Είναι ακριβώς αυτά τα πολιτικά «επεισόδια» που θέλει να εκμεταλλευτεί η νεοφιλελεύθερη ηγεσία της ΕΕ και οι ντόπιοι σύμμαχοί της για να σύρουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο δρόμο της εθνικής συναίνεσης και στο ζήτημα του χρέους, του μνημονίου κ.λπ. Ήδη η ΝΔ, με αφορμή τη ΝΟΤΑΜ, έσπευσε ήδη να ζητήσει σύγκληση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών, που θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο βήμα σε αυτή την ολισθηρή ατραπό.