Η επίσπευση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή, με σοβαρό πλέον το ενδεχόμενο να πέσει η κυβέρνηση, υποχρεώνουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε άλλους «ρυθμούς» μέχρι και τις 29 Δεκεμβρίου. Πώς μπορεί, όμως, να πέσει η κυβέρνηση;

Όλο και πιο συστηματικά, μια ορισμένη αρθρογραφία υποστηρίζει ότι η ανατροπή αυτή περνά από συνεργασίες με πολιτικά πρόσωπα από τους κόλπους της συγκυβέρνησης, ακόμα κι αν αυτά ψήφισαν ή στήριξαν μέχρι σήμερα τα μνημόνια. Παραξόξως ή μη, η σχετική επιχειρηματολογία αντλεί ακόμα και από την «αυθεντία» του Λένιν [1] ή ανατρέχει στο ιστορικό πασπαρτού του ΕΑΜ [2]. Φυσικά, ούτε η ανθολόγηση –εργαλειακή συνήθως– των «κλασικών», ούτε η προσφυγή σε απλουστευτικές ιστορικές αναλογίες προσφέρουν έγκυρες απαντήσεις για το «τι να κάνουμε» σήμερα. Σήμερα δεν έχουμε Κατοχή, δεν σχεδιάζουμε λοιπόν συμμαχίες για την εθνική απελευθέρωση – ενώ η ταύτιση ΣΥΡΙΖΑ-ΕΑΜ, στη λογική που επιδιώκεται, θα σήμαινε το ΕΑΜ να δίνει θέσεις ευθύνης σε μέχρι τέλους συνεργάτες των κατακτητών. Αλλού, λοιπόν, βρίσκεται η ουσία.

***

Από την επομένη των εκλογών του 2012 είναι κοινός τόπος η διαπίστωση μιας σοβαρής αναντιστοιχίας – αυτής μεταξύ του πολιτικού (και ιδίως της ισχύος του ΣΥΡΙΖΑ) και του κοινωνικού επιπέδου. Ενώ λοιπόν υπήρξαν πολλές, και συχνά σημαντικές κινητοποιήσεις σε επιμέρους κοινωνικούς χώρους, η έλλειψη μιας ορατής προοπτικής να ανατραπούν τα μνημόνια και η κυβέρνηση, καθώς και ένα κλίμα ανάθεσης που επικρατεί στην κοινωνία («τι κάνει επιτέλους ο ΣΥΡΙΖΑ;»), έχουν ως αποτέλεσμα τα επιμέρους αιτήματα να απομονώνονται και οι αγώνες συνήθως να χάνουν. Η πραγματικότητα αυτή –στην αλλαγή της οποίας, ας το παραδεχτούμε, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει διαπρέψει–, εμφανίζει ως αναπόφευκτη μια τακτική για την ανατροπή, περιορισμένη στο κοινοβουλευτικό πεδίο. Εκεί, ακριβώς, δηλαδή που ο συσχετισμός δύναμης είναι εκ προοιμίου εχθρικός για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Από την άλλη, η επίσπευση της προεδρικής εκλογής θέτει συγκεκριμένα ζητήματα που κανένας πολιτικός σχεδιασμός δεν μπορεί να προσπεράσει. Η ανάγκη να μη συγκεντρωθούν οι 180 «πρόθυμοι» είναι επιτακτική, όχι μόνο λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας, του ασύλληπτου κρατικού αυταρχισμού και του εξευτελισμού κάθε έννοιας δικαίου και δημοκρατίας. Μαζί με αυτά, σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας έχουν εναποθέσει προσδοκίες και ελπίδες να πέσει η κυβέρνηση στη φάση της προεδρικής εκλογής – τόσες που, αν η μνημονιακή συγκυβέρνηση υπερβεί και αυτό το εμπόδιο, η υπέρβαση αυτή θα βιωθεί πιθανότατα ως ήττα και θα βαθύνει την απόγνωση, δίνοντας ταυτόχρονα στη συγκυβέρνηση δυνατότητες για περαιτέρω αντιδραστικές τομές. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Γιατί είναι τόσο κακό να συνεργαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ «με 5 ή με 8 ανθρώπους»[1], αν είναι όλα αυτά να αποτραπούν; Και, τελικά, η άλλη λύση ποια είναι; Μήπως να περιμένουμε την ανατροπή εξ ουρανού;

Είτε διατυπώνεται ρητά, είτε υπονοείται, ένας τέτοιος ισχυρισμός αποφεύγει να ασχοληθεί με κρίσιμες παραμέτρους:

α) Η συγκυβέρνηση έχει περισσότερα μέσα για να επιτύχει τους στόχους της αν η σύγκρουση περιορίζεται στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, δηλαδή στο «γήπεδό» της. Κατ” αρχάς, διαθέτει τεράστια ποσά για πιθανές εξαγορές. Επιπλέον, διαθέτει στοιχεία για ωμούς εκβιασμούς «ταλαντευόμενων» με όχι ακριβώς λευκό, πολιτικό ή άλλο, μητρώο.

β) Ακριβώς λόγω της υπεροπλίας της κυβέρνησης στο κοινοβουλευτικό πεδίο, βασική προϋπόθεση για να μη συγκεντρωθούν οι 180 «πρόθυμοι» είναι η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Η παρέμβαση αυτή δεν είναι «θαύμα». Αντίθετα, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν έχει δημιουργήσει ασφυκτική πίεση, οδηγώντας στην πτώση μνημονιακών κυβερνήσεων, και μάλιστα με μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη από τη σημερινή.

γ) Εάν πράγματι κάποιοι από τους κόλπους της συγκυβέρνησης έχουν μετανιώσει για τις επιλογές τους, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος περαιτέρω πολιτικής συνεργασίας πέραν της προεδρικής εκλογής [3] ή υποσχέσεων αποκατάστασής τους στο μετεκλογικό σκηνικό. Αφενός, η πραγματική μετατόπιση δεν προϋποθέτει ανταλλάγματα. Αφετέρου, αν η χρήση ανταλλαγμάτων για την επισφράγιση μετατοπίσεων (συμμετοχή σε ψηφοδέλτια, υπουργοποιήσεις κ.λπ) είναι πρόβλημα, αυτό δεν συμβαίνει για αφηρημένα ηθικούς λόγους, αλλά γιατί υπονομεύει την ίδια την προσπάθεια. Λέμε το αυτονόητο: Αν δημιουργηθεί, ή ακόμα χειρότερα, αν εμπεδωθεί η εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κρατήσει σε θέσεις εξουσίας πρόσωπα που πρόσφατα συγκρούστηκαν με τις διαθέσεις της κοινωνίας, αναμφίβολα αυτό θα αποτελέσει πλήγμα για το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς («μήπως τελικά είναι όλοι ίδιοι;»), αποδυναμώνοντας εντέλει την κοινωνική διαθεσιμότητα για μια συνολική σύγκρουση, που σε συνδυασμό με τις θεσμικές παρεμβάσεις, θα φέρει πιο κοντά την ανατροπή.

δ) Η ανατροπή της κυβέρνησης και των μνημονίων δεν εξαντλείται στην πρόκληση πρόωρων εκλογών και την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, τότε είναι που αρχίζουν όλα. Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είναι σκοπός για τον εαυτό της, αλλά προϋπόθεση για να ξανασταθεί η κοινωνία στα πόδια της – και για να ανοίξουν δυνατότητες για τον κοινωνικό μετασχηματισμό που θα της επιτρέψουν να κρατηθεί. Μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές θα σημάνει μετωπική σύγκρουση με τους κυρίαρχους στην Ελλάδα και την Ευρώπη, καθώς οι τελευταίοι δεν θα εγκαταλείψουν τον πόλεμο χάνοντας απλώς μία μάχη: στη συνθήκη αυτή, ο ρόλος των «φθαρμένων» προσώπων, που ο αστισμός ενδεχομένως θα μπορεί να εκβιάζει, είναι επιεικώς απρόβλεπτος. Ιδίως, μάλιστα, αν μιλάμε για τις κορυφές του «συστήματος ΠΑΣΟΚ», που χρόνια τώρα στήνουν προσωπικούς και πολιτικούς μηχανισμούς, με τους οποίους υποψιάζονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συγκρουστεί.

***

Με την κρίση εκπροσώπησης να έχει σαρώσει τις παλιές πολιτικές στοιχίσεις, ο κοινός νους προειδοποιεί ποιους κίνδυνους εγκυμονεί ο προσεταιρισμός των παλιών «εκπροσώπων». Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να κινητοποιήσουμε όσους θεωρούν εαυτούς μη εκπροσωπούμενους, εμπνέοντας, πείθοντας και κινητοποιώντας τους, ώστε να αποτελέσουν αυτοί τη θρυαλλίδα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται να αντιληφθούμε και εμείς οι ίδιοι ότι το να ρίξουμε την κυβέρνηση με αφορμή την προεδρική εκλογή είναι σαφώς δυσκολότερο χωρίς τη δική τους κινητοποίηση.

Και τότε τι κάνουμε με τους βουλευτές από την παρούσα Βουλή; Το ζητούμενο, εδώ, είναι να τους φέρουμε προ των ευθυνών τους. Δεν είναι ευχή. Το ταλαντευόμενο φθαρμένο πολιτικό δυναμικό, όσο ευάλωτο είναι απέναντι στις κυβερνητικές πιέσεις, άλλο τόσο εκτεθειμένο είναι μπροστά στην εκλογική του πελατεία και τις μικροκοινωνίες από τις οποίες προέρχεται. Με αυτή την έννοια, αν έχει όντως μετατοπιστεί, οφείλει να το αποδείξει και να δεσμευτεί δημόσια γι” αυτό. Η επίσπευση της προεδρικής εκλογής δείχνει πως το αντίπαλο στρατόπεδο υπολογίζει τις επιπτώσεις από μια πιθανή κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα· δεν δικαιούμαστε να τις υποτιμούμε εμείς – και νομίζουμε ότι κι ο Λένιν δύσκολα θα διαφωνούσε.

______________

Σημειώσεις

[1] Α. Τσέκερης, Με τον Λένιν ή με τον Κοέλιο;, Αυγή, 3.12.2014

[2] Θ. Καρτερός, Περί ηρώων και συμμάχων, Aυγή, 28.11.2014

[3] Γ. Μπασκόζος, Τελειώνουν τα μνημόνια;, Αυγή, 2.12.2014

Ετικέτες